Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Θέματα διεθνούς δημοσίου δικαίου


Η Διεθνής Κοινότητα καλύπτει όλο το φάσμα των σχέσεων, τάσεων και επιδιώξεων που αναπτύσουν κατά την επικοινωνία τους οι πολιτειακά οργανωμένες μονάδες. Αποτελείται από περίπου 200 κράτη και άλλους τόσους Διεθνείς Οργανισμούς. Τα κράτη, που είναι ο σημαντικότερος (πρωτογενής) παράγοντας της Διεθνούς Κοινότητας χαρακτηρίζονται από:
- Ατομικότητα (Κρατική Κυριαρχία ) και
- Οικονομικές, πολιτικές, ηθικές και πολιτιστικές διαφορές που γεφυρώνονται μέσω του Διεθνούς Δικαίου.
Το Διεθνές Δίκαιο εμφανίζεται ήδη από την κλασική αρχαιότητα με θεσμούς όπως: των «κοινών», της Συνθήκης, της συμμαχίας, της μεσολάβησης,της αμφικτυονίας, την προξενία, την πρεσβευτική ιδιότητα, την ασυλία κ.α. Μεγάλη ανάπτυξη έχει γνωρίσει τους τέσσερις τελευταίους αιώνες. Κατά το τέλος του Μεσαίωνα το Διεθνές Δίκαιο υποτυπωδώς περιοριζόταν σε κανόνες για τις διπλωματικές αποστολές, για τις συνθήκες και το έθιμο και για θεολογικές προσεγγίσεις του ποιός πόλεμος είναι δίκαιος και ποιος όχι. Καινούργιες διαστάσεις έλαβε με τις γεωγραφικές ανακαλύψεις του 16ου αιώνα και αργότερα την εποχή της από-αποικιοποίησης. Πηγάζει από την ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648. Η μεταρρύθμιση άρχισε με τον Μαρτίνο Λούθηρο το 1517 και τον τριακονταετή πόλεμο (1618-1648), που έθεσαν τα θεμέλια του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους θεωρώντας το ιδεώδες. Με βάση το κράτος ξεκίνησε η ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου.


Αναγέννηση

Όταν οι ισπανοί βασιλείς αναζητούσαν νομιμοποίηση για την κατάκτηση της Αμερικανικής Ηπείρου ο Francisco de Vitorrio (καθηγητής Θεολογίας ) υποστήριξε ότι οι ιθαγενείς δεν είναι πράγματα για να κατακτηθούν, εν τούτοις το δικαίωμα κατάκτησής τους απέρρεε από την άρνησή τους να επικοινωνήσουν με τους Ευρωπαίους ώστε να ενταχθούν κάτω από την ίδια αυτοτελή πολιτική εξουσία και να διεκδικήσουν με αυτό τον τρόπο ίσα δικαιώματα.

Αργότερα ο Grotious επεξεργάστηκε το Δίκαιο της λείας και το δικαίωμα ελευθεροπλοίας στην ανοικτή θάλασσα ( την εποχή που οι Ολλανδοί έπλεαν προς την Ινδία )και στηριζόμενος στην έννοια του φυσικού δικαίου ( κανόνες συμπεριφοράς συμφυείς στην Ανθρώπινη φύση ) δίδαξε , ότι μπορούν να διαμορφώνονται ρητά ή σιωπηρά κανόνες ηθελημένοι με διεθνείς συμφωνίες ή κατ’έθιμο.

Από την Αναγέννηση στον 20ο αιώνα

Ο Ελβετός Emeric de Vattel (18ος αιών ) έθεσε το φυσικό δίκαιο σε δεύτερη μοίρα (φραγμός στην απόλυτη εξουσία του μονάρχη ) και έτσι τα πρωτεία του ηθελημένου(κανείς δεν υπάγεται κάπου παρά την θέλησή του ) δικαίου ( δηλαδή των κρατών που είχαν δύναμη ) θα δεσπόσουν μέχρι τον 20ο αιώνα. Για τους Γερμανούς θεωρητικούς, όπως ο Hegel το κράτος ήταν εκφραστής των υπέρτατων αξιών του έθνους και συνεπώς δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμμιά εξωτερική εξουσία. Για τον Jelinek (αυτοπεριορισμός ) το διεθνές δίκαιο είναι απόρροια της αυτοδέσμευσης του κράτους και όχι της επιβολής μιας συμπεριφοράς. Ο Τriepel και κάποιοι Ιταλοί όπως ο Anzelotti και ο Cavallieri θεμελίωσαν τη θεωρία της σύμπτωσης βουλήσεων των κρατών στις διεθνείς τους σχέσεις έτσι ώστε το κράτος να μην υπακούει σε εξωτερικές ηθικές δυνάμεις.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Κατά τον μεσοπόλεμο κυριάρχησαν δύο θεωρίες:
1) του Κοινωνιολογικού Αποκλεισμού με κύριο εκπρόσωπο τον Scelle που θεώρησε το διεθνές δίκαιο ως αναγκαιότητα με βάση την οποία τα κράτη όφειλαν αφενώς να διατυπώσουν τους κανόνες και αφετέρου να τους τηρήσουν.
2) του Νορματιβισμού ( η καθαρή θεωρία του Δικαίου ) που προέβαλε το δίκαιο ως σύνολο ιεραρχημένων κανόνων με την μορφή πυραμίδας (εσωτερικό + διεθνές δίκαιο ).

Σημαντικοί σταθμοί

Με την Οκτωβριανή επανάσταση τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης και κυρίως η Σοβιετική Ένωση αναζήτησαν δίκαιο με το οποίο θα δικαιολογούσαν τις ιδιαιτερότητες του συστήματος π.χ. την εθνικοποίηση περιουσιών. Στις διεθνείς τους σχέσεις υπερτόνισαν το συμβατικό δίκαιο και επιφυλάχθηκαν για το εθιμικό αλλά και για την ιδιαίτερη βούληση των Διεθνών Οργανισμών. Επίσης με το δόγμα Μπρέζνιεφ μπορούμε να πούμε ότι εισήγαγαν την αναίρεση της έννοιας του κυρίαρχου κράτους, αφού όποιο σοσιαλιστικό κράτος τολμούσε να παρεκκλίνει από την «γραμμή» των άλλων, τότε τα υπόλοιπα δικαιούνταν την ένοπλη επέμβαση για να το επαναφέρουν στην τάξη. Προωθήθηκαν όμως δύο μεγάλες εξελίξεις:

1) ενισχύθηκε η αρχή της αυτοδιάθεσης με το ψήφισμα 1514/60 του Ο.Η.Ε.
2) γενικεύθηκε το σινο-σοβιετικό σύμφωνο, περί ειρηνικής συνυπάρξεως κρατών με διαφορετικό καθεστώς με το ψήφισμα 2625/70 του Ο.Η.Ε.
3) στήριξε πρωτοβουλίες των νέων κρατών της Αφρικανικής της Ασιατικής και της Αμερικανικής Ηπείρου για την δημιουργία της νέας οικονομικής τάξης.

Ένας άλλος ουσιώδης παράγοντας της εξέλιξης του διεθνούς δικαίου ήταν η κατάρρευση της αποικιοκρατίας. τα κράτη αυτά που σιγά – σιγά έφτασαν τα 120 σε αριθμό προσπάθησαν να απαλλαγούν από τις δεσμεύσεις προς τις αποικιακές δυνάμεις ( αρχή της tabula rasa ) Επέμειναν δε στην προώθηση των αιτημάτων τους μέσα από τις διαδικασίες των Ηνωμένων Εθνών, διότι αφενώς πετύχαιναν ταχύτητα και αφετέρου εκεί είχαν την πλειοψηφία. Το 1974 χάρη στην οικονομική κρίση, εμφανίζονται τα βασικά κείμενα:

Α) η διακήρυξη 3201 για μια νέα διεθνή οικονομική τάξη
Β) η απόφαση 3281 για τα οικονομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών Επιδιώκεται έτσι μια Νέα Διεθνής Οικονομική Τάξη, η βασική αρχή της οποίας είναι αυτή της δικαιοσύνης (equity ) από την οποία πηγάζουν:

- η αρχή της εθνικής κυριαρχίας
- η αρχή της ισότητας
- η αρχή της διεθνούς συνεργασίας
- η αρχή της αλληλεγγύης και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου
Σκοπός της νέας τάξης είναι η μεταβολή των διεθνών οικονομικών σχέσεων και γι’ αυτό έχει χαρακτήρα παρεμβατικό και προστατευτικό για τις υποανάπτυχτες χώρες π.χ. η αρχή της ισότητας αν δεν εφαρμοστεί δυναμικά δεν θα μπορέσει να αλλάξει το status quo. Οι αναπτυγμένες χώρες κατέβαλλαν προσπάθεια οι συζητήσεις να πραγματοποιούνται στους αντίστοιχους οργανισμούς ( Δ.Ν.Τ., GATT κ.λ.π ) όπου διαθέτουν την πλειοψηφία ενώ οι υποανάπτυκτες στα πλαίσια του Ο.Η.Ε.. Οι συζητήσεις ακολούθησαν την οδό της συλλογικής διαπραγμάτευσης για προβλήματα όπως: η ενέργεια, τα βασικά προιόντα, το διεθνές εμπόριο, το διεθνές νομισματικό σύστημα. Τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις προέταξαν την αρχή της ομοφωνίας ( consesnus ) πετυχαίνοντας να δεσμευθούν ελάχιστα.

Συνολικά το Ευρωπαικής προέλευσης διεθνές δίκαιο υπέστη τρεις μεταβολές:

Α) γεωγραφική με την ανεξαρτησία της Αμερικής
Β) ιδεολογική με την οκτωβριανή επανάσταση
Γ) οικονομική με την δημιουργία των κρατών του τρίτου κόσμου (πλούσιοι – φτωχοί )

Βασικά στοιχεία ανακατανομής εξουσίας

1) Ίδρυση Διεθνών Οργανισμών
2) Ιδεολογική διαφοροποίηση και δημιουργία νέων κοινωνικών συστημάτων
3) Αφύπνιση αποικιακών λαών
4) ¶νιση οικονομική ανάπτυξη

Συνοπτική ιστορική εξέλιξη διεθνούς δικαίου

1) Από δίκαιο αμοιβαίας αποχής (από τα κυριαρχικά δικαιώματα των άλλων και την επέμβαση μόνο όπου κανείς άλλος δεν είχε συμφέροντα)
2) Έγινε δίκαιο συνεργασίας και συντονισμού (για μια ειρηνική συνύπαρξη και εκμετάλλευση των πόρων από τους Ευρωπαίους)
3) Και εξελίχθηκε σε δίκαιο αλληλεγγύης (κοινή δράση για οικονομική ανάπτυξη )

Ορισμός Διεθνούς Δικαίου

Είναι το νομικό σύστημα που διέπει οργανωτικά την διεθνή κοινότητα. Διανέμει και οριοθετεί αρμοδιότητες και περιλαμβάνει κανόνες συμπεριφοράς. Περιορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών και “φυτεύει” ουσιαστικούς κανόνες στο εσωτερικό τους δίκαιο. Δεσμεύει τα κράτη και δημιουργεί ποινικό πλαίσιο. Οι τομείς δράσης του διευρύνονται διαρκώς ( εξωατμοσφαιρικό διάστημα, βυθός θάλασσας, ανθρώπινα δικαιώματα, οικονομικές σχέσεις, προστασία περιβάλλοντος ). Αν και το διεθνές δίκαιο δεν αποτελείται μόνο από υποχρεωτικούς κανόνες, πρέπει να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των κανόνων αυτών και της διεθνούς αβροφροσύνης π.χ. υποδοχή ξένων ηγετών, διευκολύνσεις διπλωματικών αντιπροσώπων κ.λ.π. Το διεθνές δικαστήριο της Χάγης στην κρίση του για την υπόθεση Barcelona traction (1970 ) έκανε διαχωρισμό μεταξύ:

- γενικού διεθνούς δικαίου
- και ειδικού διεθνούς δικαίου

στο πρώτο κατέταξε τους κανόνες που ισχύουν έναντι όλων και στο δεύτερο το αυτόνομο διεθνές δίκαιο (ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολέμου κ.λ.π. ) που διέπει τις σχέσεις δύο κρατών.

Οι έννοιες Δίκαιο και Ηθική δε συμπίπτουν απαραιτήτως. Θα ήταν παράλογο να θεωρήσουμε ως ηθικούς, κανόνες όπως:

- το δικαίωμα της ελεύθερης προσφυγής σε πόλεμο (ius in bello )
- το δικαίωμα της λείας στην ανοικτή θάλασσα
- τον θεσμό του αποκλεισμού που καταδικάζει σε λιμό ολόκληρους πληθυσμούς

Εν τούτοις στην σφαίρα του δικαίου τέτοιοι κανόνες είναι θεμιτοί και επιπλέον ο διεθνής δικαστής αυτούς θα λάβει υπ΄ όψιν του για να δώσει λύση. Σε αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχει κοινή ηθική συνείδηση της ανθρωπότητας π.χ στο άρθρο 5 παρ.2 του Ελληνικού Συντάγματος στην τελευταία φράση αναφέρεται «Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού, διωκόμενου δια την υπέρ της ελευθερίας δράση του» που είναι η πεποίθηση του Ελληνικού λαού περί αυτοδιάθεσης, χωρίς να σημαίνει ότι ίδια αντίληψη έχουν όλοι οι λαοί ή ότι ακριβώς ίδια διάταξη ενυπάρχει σε όλα τα Συντάγματα των κρατών του κόσμου. Η Ηθική στις διεθνείς σχέσεις συνοψίζεται:

- στην αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και ασφάλειας όταν αυτές απειλούνται από ένα κράτος
- στην καταπίεση των πολιτών και των ελευθεριών τους που αποτελεί αυτοαναίρεση του κράτους, καθώς ο λαός είναι ο κυρίαρχος, συνεπώς η καταπίεσή του συνιστά καταπίεση της πηγής της κυριαρχίας
- στην διεθνή κοινότητα που δεν ανέχεται την καταπίεση και εξαθλίωση του ανθρώπου που είναι προσβολή της ανθρωπότητας

Επίσης, ο καταναγκασμός δεν είναι απαραίτητο στοιχείο του δικαίου διότι το δίκαιο δεν έχει μόνο κυρωτικό αλλά και καθοριστικό περιεχόμενο δηλαδή η έλλειψη κυρώσεων δε συνεπάγεται την ανυπαρξία δικαίου. Αυτονόητο όμως είναι, ότι η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, ενδυναμώνει τη θέση του δικαίου. Η ύπαρξη του Διεθνούς Δικαίου αποτελεί ανάγκη που εκπορεύεται από το περί ασφάλειας των κρατών αίσθημα. Αυτός είναι άλλωστε και ο ρυθμιστικός του χαρακτήρας.

Υποκείμενα του διεθνούς δικαίου

Τα κράτη ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου

Το κράτος είναι ο πρωτογενής θεσμός του διεθνούς δικαίου. Τα άλλα υποκείμενα δημιουργούνται με συνθήκες που συνάπτουν τα κράτη. Το κυρίαρχο κράτος κατά την Αναγέννηση, ήταν απλά η διάκριση ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Δεν αφορούσε δηλαδή τις διακρατικές σχέσεις. Με την γαλλική επανάσταση πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αλλαγή, κυρίαρχος έγινε ο λαός.

Σήμερα με την έκφραση κυρίαρχο κράτος εννοούμε μια σειρά από νομικώς ισότιμα κράτη. ¶ρα η έννοια αυτή αποτελεί πλέον ένα σύμβολο. Με την έκφραση κυρίαρχο κράτος εννοούμε ότι το κράτος μπορεί να διαμορφώνει και να επιβάλει εξαναγκαστικά την έννομη τάξη του, να λαμβάνει αποφάσεις και να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Πρόκειται για νομική έννοια της οποίας φορέας είναι το κράτος που έχει νομική προσωπικότητα και πηγή ο κυρίαρχος λαός. Τρία είναι τα συστατικά του κράτους:

- το σύνολο των πολιτών
- ο εδαφικός χώρος
- ο αυτοπροσδιορισμός και εξαναγκασμός της ιδίας του έννομης τάξης

Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε καμμία δυνατότητα εξωτερικής επιβολής, δηλαδή καμμία δύναμη υπερκείμενη της κρατικής κυριαρχίας.
Αφετερία της κρατικής κυριαρχίας και του σύγχρονου συστήματος διεθνών σχέσεων θεωρούνται οι Συνθήκες της Βεστφαλίας του 1648 (του Osnabruck και του Munster) με τις οποίες τερματίστηκε ο τριακονταετής πόλεμος στην Ευρώπη και αναγνωρίστηκαν τρείς αρχές:

1) η ύπαρξη μιας κεντρικής πολιτικής εξουσίας με υπέρτατη και αποκλειστική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια
2) αποκλείστηκε η ύπαρξη πολιτικής ή πνευματικής εξουσίας υπέρτερης νομικά της κεντρικής
3) θεσπίστηκε το νομικό ισότιμο όλων των κεντρικών πολιτικών εξουσιών στις μεταξύ τους σχέσεις

έννοιες μέχρι τότε άγνωστες για τον φεουδαρχικό κόσμο που χαρακτηριστικό του ήταν η αστάθεια και που κυριότερες έως τότε πολιτικές οντότητες παρέμεναν, η πόλη – κράτος (και οι συνασπισμοί τους ) και οι αυτοκρατορίες του Μ. Αλεξάνδρου, της Ρώμης και του Βυζαντίου. Στην εποχή μας το κράτος είναι κυρίαρχο επειδή υπάγεται στο διεθνές δίκαιο και αυτό του εξασφαλίζει εδαφική ακεραιότητα, ισότητα, τήρηση των συμπεφωνημένων, μη επέμβαση στις εσωτερικές του υποθέσεις, δυνατότητα μεταβολής των κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Οι διεθνείς οργανισμοί ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου

Μέχρι το 1919 μόνο τα κράτη θεωρούνταν φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και είχαν νομική προσωπικότητα με βάση το διεθνές δίκαιο. Σήμερα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου είναι τα Ηνωμένα έθνη και οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί. Αυτό μαρτυρεί το γεγονός, ότι έχουν ιδία βούληση διάφορη αυτής των συμμετεχόντων κρατών.

ΙΔΡΥΣΗ: με συνθήκη που υπογράφουν τα κράτη και η οποία ορίζει:

- τους σκοπούς της ίδρυσης
- την οργανική τους διάρθρωση

- την έκταση των αρμοδιοτήτων τους
ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: διεθνής προσωπικότητα, διεθνής ευθύνη, διαθέτουν όργανα, αποβλέπουν στη διεθνή συνεργασία, έχουν ικανότητα δικαίου ( όχι όσες τα κράτη ).

Το άτομο ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου

Δεν είναι σαφής η ιδιότητα του ατόμου ως υποκειμένου του διεθνούς δικαίου. θεωρείται υποκείμενο προκειμένου για ενέργειες που εμπίπτουν στο διεθνές ποινικό δίκαιο π.χ. πειρατεία, εγκληματίες πολέμου ( ως δίκη Νυρεμβέργης και Τόκυο ) δουλεμπόριο, όσοι απαίτησαν μέσο διεθνών οργάνων αποζημιώσεις μετά τον Β’ πόλεμο. Το 1991 και 1993 συστάθηκαν με απόφαση των ηνωμένων εθνών δύο διεθνή ποινικά δικαστήρια για την εκδίκαση ( καταστολή και τιμωρία 0 εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα αντίστοιχα. Έτσι το άτομο καθίσταται υποκείμενο του διεθνούς δικαίου αφού υπάγεται απ’ ευθείας στους κανόνες του οι οποίοι:

- προστατεύουν από παράνομες πράξεις
- και τις τιμωρούν

Αυτό σημαίνει ότι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά το 1950, οδήγησε σε ανακατατάξεις, συμβατικές ρυθμίσεις που υπεισέρχονται και στο εσωτερικό δίκαιο.

Σχέσεις διεθνούς και εσωτερικού δικαίου

Για την σχέση αυτή έχουν αναπτυχθεί δύο θεωρίες:

1) ΔΥΑΔΙΣΜΟΣ: το διεθνές και το εσωτερικό δίκαιο αποτελούν νομικά συστήματα ισοδύναμα και ανεξάρτητα διότι διαφέρουν οι πηγές τους, τα υποκείμενά τους και η διάρθρωσή τους. Δεν έχουν υποχρεωτική αλληλεπίδραση. Η πολιτεία εντάσει κανόνες του διεθνούς δικαίου στο εσωτερικό της δίκαιο, θεσπίζοντάς τους. Εξασφαλίζει τα πρωτεία στο εσωτερικό δίκαιο.

2) ΜΟΝΙΣΜΟΣ: η αντίθετη θεωρία δηλαδή η ενότητα της έννομης τάξης και η ύπαρξη ιεραρχικών βαθμίδων. Τα πρωτεία κατέχει το διεθνές δίκαιο και δεν νοείται σύγκρουσή τους αφού υπάρχει ένα και ενιαίο σύνολο κανόνων που ιεραρχούνται από το γενικότερο στο ειδικότερο.

Κατακρίνεται διότι έτσι δομημένο δείχνει να καταργεί το εσωτερικό δίκαιο, δε λαμβάνει υπ΄ όψιν ότι το εσωτερικό προηγήθηκε του διεθνούς (αυτό είναι μάλλον αδιάφορο), καθώς επίσης διότι σε περιπτώσεις σύγκρουσης (από αυτές που δεν νοούνται 0 συνήθως υπερισχύει το εσωτερικό.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ: το Ευρωπαικό Κοινοτικό Δίκαιο σε πολλές περιπτώσεις συμπληρώνει ή και καταργεί το εσωτερικό δίκαιο των συμμετεχόντων κρατών και όμως εξακολουθούν να παραμένουν σε επικοινωνία.

Από την άποψη του διεθνούς δικαίου τα κράτη δεν διακινδυνεύουν την επέμβαση στα εσωτερικά τους θέματα. Εν τούτοις δεν μπορούν να εφαρμόσουν νομοθεσία που είναι αντίθετη στις διεθνείς τους υποχρεώσεις π.χ. στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ: στην παρ.2 του αρθρ.2, στις παρ.1 και 2 του αρθρ. 28 και στην παρ.2 του αρθρ. 5 γίνονται σαφής αναφορές της σχέσεως και των επιδράσεων του διεθνούς δικαίου προς την ελληνική έννομη τάξη.

¶ρθρο 2 παρ. 2: « Η Ελλάς ακολουθούσα τους γενικής αναγνωρίσεως κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών». Δηλαδή συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο και επιδίωξη της ειρήνης και της δικαιοσύνης.

¶ρθρο 28 παρ. 1: « Οι διεθνώς παραδεκτοί κανόνες του διεθνούς δικαίου και οι διεθνείς συμβάσεις μετά από επικύρωση δια νόμου, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης. Η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου για τους αλλοδαπούς τελεί υπό τον όρο της αμοιβαιότητας». Διακηρύσσει δηλαδή την υπεροχή του εθιμικού και συμβατικού δικαίου απέναντι στον εσωτερικό νόμο (εφόσον προυπήρξε επικύρωση με νόμο ). Δεν υπερισχύει του Συντάγματος. Μόνο οι συμφωνίες απλοποιημένης μορφής που εντάσονται στο εσωτερικό δίκαιο με διάταγμα ή απόφαση δεν υπερισχύουν του εσωτερικού νόμου. Στο πλαίσιο της Ευρωπαικής Ένωσης οι κανονισμοί έχει συμφωνηθεί να μην χρειάζεται να επικυρωθούν με νόμο, ενώ το Δικαστήριο των Ευρωπαικών Κοινοτήτων σε απόφασή του έχει υποστηρίξει ότι το Ευρωπαικό δίκαιο, υπερισχύει και του Συντάγματος.

¶ρθρο 28 παρ. 2: εξαγγέλεται ο σεβασμός των κανόνων του διεθνούς δικαίου που είναι διεθνούς αναγνώρισης. Εάν δηλαδή μια συνθήκη ενσωματώνει κανόνα γενικής αναγνώρισης, υπερισχύει και του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει, ότι αν μια συνθήκη κυρωμένη με νόμο αντίκειται διάταξης του Συντάγματος πρέπει ή να τροποποιηθεί το Σύνταγμα ή να λησμονηθεί η εφαρμογή της διάταξης του Συντάγματος.

Αρθρο 5 παρ. 2: «Πάντες οι ευρισκόμενοι εντός της Ελληνικής επικράτειας απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής, και της ελευθερίας τους, αδιακρίτως εθνικότητας, φυλής ή γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται εις τας περιπτώσεις τας προβλεπομένας από το διεθνές δίκαιο. Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού, διωκόμενου δια την υπέρ της ελευθερίας δράση του».

Οι εξαιρέσεις αναφέρονται στην ελευθερία των εχθρών υπηκόων και των αλλοδαπών μόνο π.χ. κτήση ακινήτων σε παραμεθόριες περιοχές. Η φράση περί διωκόμενου αλλοδαπού έχει να κάνει με την περί αυτοδιάθεσης αντίληψη του Ελληνικού λαού. ¶λλες άμεσες διατάξεις είναι εκείνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα άρθρα 4 - 25.

Πηγές διεθνούς δικαίου

Ο εφαρμοστής του δικαίου, πρέπει να γνωρίζει «πόθεν» προήλθε αυτό. Διάκριση:

- Τυπικός κανόνας δικαίου (τρόπος παραγωγής του διεθνούς δικαίου )
- Ουσιαστικός κανόνας δικαίου (εισφέρει το υλικό του κανόνα, το περιεχόμενο )
Σημείο αναφοράς είναι το άρθρο 38 παρ.1 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης. Το δικαστήριο που εκδικάζει με βάση το διεθνές δίκαιο, υποθέσεις που του υποβάλλονται, εφαρμόζει ;

1) τις διεθνείς συνθήκες που θέτουν κανόνες και αναγνωρίζονται από τους αντιδίκους
2) το διεθνές έθιμο ως γενική πρακτική που είναι δεκτή ως κανόνας δικαίου
3) τις γενικές αρχές δικαίου τις αναγνωρισμένες από τα πολιτισμένα έθνη
4) δικαστικές αποφάσεις και διδάγματα διακεκριμένων δημοσιολόγων διαφόρων εθνών, ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό κανόνων δικαίου

το έθιμο και οι συνθήκες είναι οι κύριες και παραδοσιακές πηγές. Τα υπόλοιπα μέσα είναι επικουρικά. Ιδιαίτερα τα ψηφίσματα των ηνωμένων εθνών είναι δοκιμαστήριο βιωσιμότητας των κανόνων. Δεν είναι ευθεία πηγή αν και μερικές λόγω της υιοθετήσεως και του περιεχομένου εντάσσονται στο νομοπαραγωγικό έργο της διεθνούς κοινότητας. Τέλος, τα διεθνη δικαστήρια συμβάλλουν στην επιβεβαίωση των κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Έθιμο

Για να υπάρξει διεθνές έθιμο, δύο στοιχεία είναι απαραίτητα:

1) Σταθερή και ομοιόμορφη πρακτική
2) Η πεποίθηση ότι η πρακτική ανταποκρίνεται σε νομική υποχρέωση ή δικαίωμα Παρά την προσπάθεια κωδικοποίησης του διεθνούς δικαίου, το έθιμο που διαμόρφωσε το δίκαιο αυτό, εξακολουθεί να κατέχει σημαίνουσα θέση και συνυπάρχει με τις συνθήκες.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ έθιμο τα κράτη όταν ακολουθούν ορισμένη πρακτική έχοντας την πεποίθηση ότι η πρακτική αυτή αποτελεί νόμιμη ενέργεια κατά τι διεθνές δίκαιο. Την ύπαρξη και το περιεχόμενό του καθορίζουν τα διεθνή δικαστήρια. Αρχικά υποστηριζόταν ότι το έθιμο αποτελεί σιωπηρή συμφωνία. Αυτό όμως κατά την βουλητική ερμηνεία σήμαινε, θέληση ακόμα κι αν δεν εκδηλωνόταν ενεργά, ενώ από την άλλη πλευρά για να ισχύσει το έθιμο θα πρέπει να συναινούν όλα τα κράτη πράγμα σχεδόν αδύνατο όταν υπάρχουν τόσα πολλά για αυτό τον λόγο δεν μπορούμε να δεχθούμε την υποχρεωτικότητα του εθίμου στηριγμένη στην θεωρία της σιωπηρής συμφωνίας.

Το έθιμο είναι υποχρεωτικό διότι καλύπτει μια αναγκαιότητα. Αν δεν υπάρχει συνθήκη κοιτάμαι τι πράττουν, τι βούλονται ή πως συμπεριφέρονται τα κράτη, αρκεί να μην αντιτίθεται σε βασικές αρχές. Από την στιγμή που θα διαπιστωθεί ο εθιμικός κανόνας, ισχύει για όλους, ανεξάρτητα από το αν συναινούν. Αν κάποιο κράτος εκφράσει εξ αρχής αντίρρηση, όσο επίμονο κι αν είναι θα υποχωρήσει τελικά μπροστά στους πολλούς. Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο επίμονος αντιρρησίας δικαιούται να μην συμμορφωθεί. Το δίκαιο τώρα διαμορφώνεται με τον εξής τρόπο: ένα κράτος ενεργεί με ορισμένο τρόπο, έναντι άλλου κράτους. Αν το δεύτερο κράτος που η ενέργεια του πρώτου το αφορά δεν αντιδράσει, έχουμε αρχή διαμόρφωσης Εθίμου. Αν αντιδράσει, μειώνει την πιθανότητα να γενικευθεί η πρακτική.

Μια τέτοια πρακτική είχε εφαρμόσει η Νορβηγία στον τομέα της αλιείας, έναντι στην Βρετανία από το 1930. Είχε οριοθετήσει την αιγιαλίτιδα ζώνη με το σύστημα των ευθειών γραμμών. Η Βρετανία δεν είχε αντιδράσει. Αργότερα, όταν οι δύο χώρες οδήγησαν την διαφορά τους στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, αυτό έκρινε ότι είχε στοιχειοθετηθεί κανόνας δικαίου. Αυτό το σύστημα μάλιστα το οποίο δικαιώθηκε το 1951 εντάχθηκε στην σύμβαση της Γενεύης του 1958 περί αιγιαλίτιδος.

Το 1960 σε άλλη περίπτωση, η Πορτογαλία που είχε αποικία εντός της Ινδίας και χρησιμοποιούσε ξένα εδάφη στην πρόσβασή της, προσέφυγε στο διεθνές δικαστήριο διότι με την από-αποικιοποίηση οι κάτοικοι της αποικίας ξεσηκώθηκαν και θέλησε να στείλει στρατεύματα για να καταστείλει την εξέγερση , αλλά οι Ινδοί τους απαγόρευσαν την διέλευση. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε εθιμικός κανόνας για τα εμπορεύματα και τους πολίτες, όχι όμως και για τους στρατιώτες. Αποθετικό παράδειγμα αυτής της μορφής ήταν η υπόθεση Lotus το 1927, όταν ένα γαλλικό πλοίο βύθισε τουρκικό στο Β. Αιγαίο. Στην συνέχεια το γαλλικό προσδέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο υπεύθυνος υποπλοίαρχος συνελήφθη και προσήχθη σε δίκη από τουρκικό δικαστήριο.Η Γαλλία προσέφυγε στο διαρκές δικαστήριο με το αιτιολογικό ότι το κράτος του οποίου φέρει την σημαία το πλοίο, έχει και την αρμοδιότητα να εξετάσει την ενοχή του υποπλοιάρχου. Το δικαστήριο αναρωτήθηκε αν η αποχή από την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας στην ανοικτή θάλασσα κατά ξένων πλοίων δημιούργησε απαγορευτικό έθιμο, καθώς η αποχή θα αποτελούσε υποχρέωση αν υπήρχε εθιμικός κανόνας. Τέτοιος κανόνας δεν υπήρχε και έτσι το δικαστήριο δικαίωσε την Τουρκία. Η απόφαση αυτή θεωρείται ατυχής και η εν λόγω πρακτική αργότερα ανετράπη.

Ο εθιμικός κανόνας ενισχύεται με την επανάληψη. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η μακροχρόνια εφαρμογή για την καθιέρωσή του π.χ. το δίκαιο για το εξω-ατμοσφαιρικό διάστημα, όμως μεγάλη σημασία επέδειξαν τα δικαστήρια στον ψυχολογικό παράγοντα δηλαδή στην πεποίθηση ότι η πρακτική είναι υποχρεωτική διότι υπάρχει κανόνας που την απαιτεί. Αυτού του είδους η διαπίστωση γίνεται δύσκολο κυρίως στην αρχή διαμόρφωσης του εθίμου. Τα δύο συστατικά του εθίμου είναι ισότιμα. Το δικαστήριο, ανάλογα με το αντικείμενο που κρίνει ασχολείται περισσότερο με το ένα ή με το άλλο.

Στην υπόθεση των παραστρατιωτικών δραστηριοτήτων των Η.Π.Α. στην Νικαράγουα το 1986 το διεθνές δικαστήριο διευκρίνησε την πεποίθηση (opinio iuris ) περί απαγόρευσης της απειλής και χρήσης βίας. Την υπόθεση της ύπαρξης εθιμικού κανόνα, στήριξε στα ψηφίσματα της Γ.Σ του Ο.Η.Ε. και στις δηλώσεις των κυβερνήσεων ότι η απειλή και η παράνομη χρήση βίας αποτελούν κανόνα του εθιμικού δικαίου. Στην υπόθεση αυτή υπήρχε και συμβατικός κανόνας του χάρτη των ηνωμένων εθνών με την διαφορά ότι οι Η.Π.Α., όταν υπέγραψαν τον χάρτη είχαν αποκλείσει από τη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαστηρίου σε πολυμερείς συνθήκες. Για αυτό αναζητήθηκε η πεποίθηση.

Στην υπόθεση του στενού της Κέρκυρας το 1949 το δικαστήριο καθόρισε την έννοια της αβλαβούς διέλευσης ξένων πλοίων από διεθνή στενά και το περιεχόμενό της με βάση το εθιμικό δίκαιο και οριοθέτησε την αιγιαλίτιδα ζώνη. Στην υπόθεση του ασύλου το 1950, διευκρινίστηκε ότι όταν κάποιος επικαλείται τοπικό ή περιφερειακό έθιμο οφείλει να αποδείξει ότι αυτό ισχύει και για τον αντίδικο. Αναφέρεται ως τέτοιο έθιμο από τον καθηγητή Ch. Rousseau ο τρόπος κτήσεως εδαφών στις πολικές περιοχές.

Η πιο πολύκροτη υπόθεση ήταν εκείνη του Haya de la Torre προέδρου του Περού, όταν το 1948 ανετράπη το καθεστώς και ο ίδιος κατέφυγε στην πρεσβεία της Κολομβίας στην Λίμα. Του παρασχέθηκε πολιτικό άσυλο και ζητήθηκε από την Κολομβία άδεια για να τον μεταφέρει. Η κυβέρνηση της Λίμα αρνήθηκε και το διεθνές δικαστήριο, στο οποίο κατέληξε η υπόθεση, αναρωτήθηκε εάν υπάρχει περιφερειακό έθιμο χορήγησης πολιτικού ασύλου από ξένες πρεσβείες στη Λατινική Αμερική και εάν η Κολομβία δικαιούται να χαρακτηρίσει ως πολιτικό το αδίκημα για το οποίο διωκόταν ο Torre. Έκρινε ότι υπάρχει αβεβαιότητα και αντίφαση αλλά και ασυνέπεια στην διαδοχή συμβάσεων περί ασύλου καθώς και επιρροή από πολιτικά κριτήρια ούτως ώστε να μην είναι δυνατό να φανεί σταθερή πρακτική αποδεκτή ως κανόνας δικαίου. Επιπλέον, το Περού δεν είχε επικυρώσει τις συμβάσεις του Μοντεβιδέο το 1933-39 που ρύθμιζαν το χαρακτηρισμό του αδικήματος σε περίπτωση διπλωματικού ασύλου. Τελικά ο Torre έμεινε 8 χρόνια στην πρεσβεία.

Η συμβίωση εθιμικού και συμβατικού κανόνα, ενυπάρχει στην υπόθεση της Νικαράγουα, όπου κρίθηκε ότι παραβιάστηκε ο εθιμικός κανόνας περί μη επεμβάσεως στα εσωτερικά των κρατών. Παράδειγμα κατάργησης εθίμου υπάρχει στην περίπτωση των απαλλοτριώσεων περιουσίας αλλοδαπών. Οι διεθνολόγοι έκριναν τελικά νόμιμη την απαλλοτρίωση που γινόταν για αποδεδειγμένο δημόσιο συμφέρον υπό τον όρο η αποζημίωση να είναι πλήρης και ταχεία. Ο κανόνας ανετράπη μετά την από-αποικιοποίηση διότι έπρεπε να αναζητηθούν οι τρόποι κτήσεως των περιουσιών των αλλοδαπών στις πρωην αποικίες και να εκτιμηθεί το μέγεθος της εκμετάλλευσης του εθνικού τους πλούτου.Με αυτό τον τρόπο παραμερίστηκε το ιμπεριαλιστικό έθιμο.

Συνήθως αποκλείεται να συναινούν όλοι σε έναν κανόνα εθιμικό, ενδιαφέρει όμως αν ο κανόνας εκφράζει τις ανάγκες της διεθνούς κοινότητας. Αν π.χ. τα 120 κράτη του τρίτου κόσμου αντιταχθούν σε κάποιο κανόνα, αυτός είναι αδύνατο να επιβιώσει. Στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της βόρειας θάλασσας το 1969, η Ολλανδία και η Δανία οριοθέτησαν την υφαλοκρηπίδα τους με βάση το άρθρο 6 της σύμβασης της Γενεύης του 1958. Η Γερμανία που δεν ήταν συμβαλλόμενη αντέδρασε στην χάραξη και το διεθνές δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση της Γενεύης αν και δεν αποκρυστάλλωσε εθιμικό δίκαιο, στα άρθρα 1 - 3 περί ορισμού και δικαιωμάτων των κρατών στην υφαλοκρηπίδα κατέστησαν εθιμικό δίκαιο και ισχύουν για όλα τα κράτη συμβαλλόμενα και όχι. Το άρθρο 6 περί οριοθέτησης δεν αποτελεί εθιμοκό κανόνα. Αυτή η απόφαση, κατ’ αρχήν δικαίωνε την Ελλάδα, αφού η Τουρκία μόλις το 1974 έλαβε θέση για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.

Ιεράρχηση διεθνών κανόνων

Ο χάρτης των ηνωμένων εθνών στο άρθρο 103 ορίζει ότι σε σύγκρουση των υποχρεώσεων των κρατών μελών ως προς τον χάρτη και υποχρεώσεων από άλλη συμφωνία, υπερισχύουν οι υποχρεώσεις του χάρτη. Πέρα αυτής της περιπτώσεως, η ιεράρχηση των κανόνων εκδηλώνεται με τον θεσμό του ius cogens του γενικού διεθνούς δικαίου. ΔΙΑΚΡΙΣΗ: οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ( ius cogens ) είναι απαραβίαστοι ενώ οι κανόνες ενδοτικού δικαίου ( ius dispositivum ) επιτρέπουν αποκλείσεις κατά την βούληση των συμβαλλομένων.

Η επιτροπή διεθνούς δικαίου για το δίκαιο των συνθηκών δέχθηκε ότι υπάρχουν αρχές από τις οποίες δεν επιτρέπεται απόκλιση με συμφωνία μεταξύ των κρατών και ότι η απόκλιση συνεπάγεται ακυρότητα της συμφωνίας π.χ. παράνομη χρήση βίας, παραβίαση χάρτας του Ο.Η.Ε., δουλεμπόριο, πειρατεία, γενοκτονία. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι δε βρέθηκε ασφαλές κριτήριο για το περιεχόμενο κανόνων αναγκαστικού δικαίου. Προβλέπεται προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο αν δεν τελεσφορήσουν άλλες διαδικασίες π.χ. άρθρο 33 του χάρτη των ηνωμένων εθνών.

Στην υπόθεση Βarcelona traction το δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχουν εθιμικοί κανόνες από τους οποίους δεν νοείται απόκλιση με συνθήκη π.χ. δουλεμπόριο, επίθεση, φυλετικές διακρίσεις, παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το δικαστήριο θεώρησε ότι πρέπει να γίνεται διάκριση των υποχρεώσεων των κρατών έναντι της διεθνούς κοινότητας και έναντι άλλων κρατών. Οι πρώτες είναι έναντι πάντων (erga omnes). H παράβαση λοιπόν εθιμικού κανόνα ius cogens νομιμοποιεί παρέμβαση κράτους, θεωρείται δηλαδή διεθνές έγκλημα. Στη συνδιάσκεψη της Βιέννης το 1969 για την κωδικοποίηση των συνθηκών, η Ε.Σ.Σ.Δ. πρότεινε σειρά κανόνων ius cogens όπως: μη επίθεση, μη επέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις, κυρίαρχη ισότητα, αυτοδιάθεση των λαών και θεμελιώδεις αρχές άρθρα 1 και 2 του χάρτη των Η. Ε. Η πρόταση δεν υιοθετήθηκε, υπερψηφίστηκαν όμως δύο διατάξεις για την ύπαρξη κανόνων ius cogens τα άρθρα 53 και 64. Σύμφωνα με το αρθρο 53 είναι άκυρος κάθε κανόνας ο οποίος, όταν ψηφίζεται, είναι αντίθετος σε κανόνα αναγκαστικό του γενικού διεθνούς δικαίου και ο οποίος μόνο με νέο κανόνα ίδιου χαρακτήρα μπορεί να τροποποιηθεί. Κατά το άρθρο 64 αν δημιουργηθεί νέος αναγκαστικός κανόνας, κάθε συνθήκη αντίθετη σε αυτόν καθίσταται άκυρη και λήγει η ισχύς της. Οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου δημιουργούν υποχρεώσεις erga omnes.

Αρχές του Διεθνούς δικαίου

Γίνεται συχνά λόγος από τα διεθνή δικαστήρια αλλά και στο άρθρο 2 του χάρτη των Η. Ε. για ισότητα, ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, επέμβαση.Αναφέρονται πάντα στο γενικό διεθνές δίκαιο (εθιμικό ) έστω και αν αυτό είναι κωδικοποιημένο.
Στην υπόθεση του στενού της Κέρκυρας το δικαστήριο έκανε λόγο για την γενική αρχή της ελεύθερης επικοινωνίας στην θάλασσα.
Στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της βόρειας θάλασσας το δικαστήριο δεν διαχώρισε το τι είναι αρχές και τι κανόνες.
Το Ελληνικό Σύνταγμα στα άρθρα 2 παρ. 2 και 28 παρ. 1 θεωρεί το εθιμικό δίκαιο αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού δικαίου.

Επικουρικές πηγές

Όταν δεν υπάρχει συνθήκη ή έθιμο, το άρθρο 38 παρ.1 του χάρτη των Η.Ε. ορίζει ότι το δικαστήριο εφαρμόζει τις γενικές αρχές του δικαίου τις αναγνωρισμένες από τα πολιτισμένα έθνη (προκειμένου να μην αρνησιδικήσει ) π.χ. η αρχή του σεβασμού των συμπεφωνημένων ή η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αρκεί να είναι γενικευμένες αρχές και όχι να εφαρμόζονται από μερικά συστήματα εσωτερικού δικαίου.

Ο δανεισμός αυτών των κανόνων δεν είναι άριστη λύση. Δε γνωρίζουμε ποιοι λόγοι επέβαλαν τους κανόνες αυτούς στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών και εάν συντρέχουν οι ίδιοι λόγοι διεθνώς (αυτό δυσκολεύει απείρως την ορθή και αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου). Το «πολιτισμένα» προέρχεται από το καταστατικό του διαρκούς δικαστηρίου του 1919, όταν όλα τα κράτη δε θεωρούνταν πολιτισμένα. Σήμερα αυτή η διάταξη έχει αποδυναμωθεί, πρώτον διότι όλα τα κράτη είναι πολιτισμένα και δεύτερον διότι τα κράτη είναι πλέον περίπου 200 και δεν είναι δυνατό το δικαστήριο να περισυλλέγει κανόνες από δω κι από κει.

Όσον αφορά στο Ελληνικό Σύνταγμα δέχεται το διεθνές έθιμο, αλλά εδώ δε χρειάζεται να εμπλακούμε και με το άρθρο 38 του χάρτη των Η.Ε., του οποίου άλλωστε η χώρα μας είναι πλήρες μέλος. Ως πηγές όμως αναφέρονται στο άρθρο 38 και οι δικαστικές αποφάσεις. Αυτές πράγματι αποδεικνύουν την ύπαρξη εθίμου και καθορίζουν τα όριά του. Υπάρχει φόβος να επηρεάσουν τις σχέσεις και άλλων κρατών εκτός από τους διαδίκους, όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο το 1978 για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Γι΄ αυτό οι αποφασεις αυτές αν και κατατάσονται, δεν αποτελούν στην ουσία τους πηγές. Αλλά και η επιστήμη ως επικουρική πηγή είναι δυσχερής, κυρίως διότι δε μας διαβεβαιώνει κανείς ότι ο επιστήμων είναι αμερόληπτος και δε διακατέχεται π.χ. από εθνικιστικές τάσεις. Δεν αποτελούν πηγές οι αποφάσεις των Διεθνών Οργανισμών, διότι παραδοσιακά δεν είναι δεσμευτικές, δεσμευτικές είναι μόνο οι αρχές και οι κανόνες. Εν τούτοις είναι θέμα της εμβάθυνσης των σχέσεων οργανισμού - κράτους που το καθορίζει.

ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ: στο άρθρο 38 του χάρτη των ηνωμένων εθνών ορίζει ότι ο δικαστής δικαιούται, εάν συμφωνούν τα διάδικα μέρη να κρίνει κατ’ επιείκεια σε αντίθεση με το αυστηρό δίκαιο δηλαδή:

- να συμπληρώνει και να ερμηνεύει συμβατικούς ή εθιμικούς κανόνες με τις αρχές της επιείκειας
- να αρνείται την εφαρμογή κανόνων αντίθετων στο περί δικαίου προσωπικό του αίσθημα
- να αποφανθεί ακόμα και αντίθετα προς το ισχύον δίκαιο

Είναι ένα μέσο μετριασμού της αυστηρής εφαρμογής του δικαίου, κρίνοντας επί της ουσίας της υποθέσεως χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τα τεχνικά εμπόδια του δικαίου π.χ. της παραγραφής μιας δίκαιας κατά τα άλλα απαιτήσεως επιδικάζοντας με αυτό τον τρόπο επανορθώσεις. Αυτή η τακτική την φέρει στην κατάταξη των πηγών του διεθνούς δικαίου, αφού συμπληρώνει πιθανά κενά εκεί που το δίκαιο δηλαδή σιωπά. Αμφισβητείται το δικαίωμα αυτό του δικαστή να αποφανθεί contra legem και είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο μέχρι σήμερα όπου ο δικαστής να αποφανθεί με επιείκεια ( δεν έχει ζητηθεί ποτέ από διαδίκους ).

Κατάταξη πράξεων διεθνών οργανισμών βάσει νομικών συνεπειών

Παραδοσιακά επικρατεί η άποψη ότι τα κράτη δεσμεύονται από αρχές και κανόνες και όχι από αποφάσεις των οργανισμών μη δεσμευτικές οι οποίες δε δύνανται να δημιουργήσουν αρχές ή κανόνες. Μια άλλη άποψη όμως είναι αυτή που λέει ότι σε ένα διεθνές περιβάλλον τα κράτη δεν μπορούν να αγνοούν τις αποφάσεις αυτές. Τελικά οφείλουμε να υποστηρίξουμε ότι όλες οι αποφάσεις δεν έχουν την ίδια βαρύτητα και αυτό είναι ανεξάρτητο από την ονομασία που τους δίνεται π.χ. σύσταση, απόφαση. Σημασία έχει η ουσία και μόνο, η σπουδαιότητα της απόφασης και το θέμα το οποίο αφορά ή προσπαθεί να ρυθμίσει.
Η νομική ποιότητα των πράξεων των διεθνών οργανισμών εξαρτάται:

1) από τη δυνατότητά τους να αναλαμβάνουν αυτοτελή δράση
2) από το αν αυτή η δράση έχει ως συνέπεια τη δέσμευση των κρατών – μελών
3) από το αν η σχέση των μελών ενός οργανισμών αρκείται σε διακρατικό επίπεδο ή εισχωρεί και στο εσωτερικό τους δίκαιο

Ετσι, οι οργανισμοί εκδηλώνουν με τις πράξεις τους μια εξουσιαστική δυναμη πολλές φορές εξωσυμβατική, η οποία οδηγεί σε ταχύτερες και πιο ευέλικτες ρυθμίσεις. Οι πράξεις κατατάσονται ως εξής:

πράξεις που δημιουργούν υποχρεωτικούς κανόνες δικαίου για τα μέλη ( όπως τα νέτρα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την αποκατάσταση της ειρήνης )

1) πράξεις τω, Δ.Οργανισμών που δεσμεύουν τα κράτη στις διακρατικές τους σχέσεις και το εσωτερικό τους δίκαιο ( όπως της Ευρωπαικής Ένωσης )
2) πράξεις των Δ.Οργανισμών που αφορούν στην εσωτερική τους λειτουργία ( όπως αρμοδιότητες οργάνων )
3) Η δεσμευτική ερμηνεία της ιδρυτικής συνθήκης του οργανισμού
4) δημιουργία διμερών σχέσεων μεταξύ οργανισμού - κράτους όπου οι όροι που θέτει ο οργανισμός είναι δεσμευτικού π.χ. Δ.Ν.Τ.
5) πράξεις μη υποχρεωτικού περιεχομένου (ψηφίσματα, συστάσεις ) μη δεσμευτικά για τα κράτη αλλά δεσμευτικά για τον οργανισμό. Εν δυνάμει όμως και με την επανάληψη μπορούν να δημιουργήσουν έθιμο.

Ο.Η.Ε.

Την 1η Ιανουαρίου 1942 στην Ουάσινγκτον, τα κράτη που συμμάχησαν κατά του άξονα υπογράφουν δήλωση προσδιορισμού του κοινού τους αγώνα, αυτοαποκαλούμενα Ηνωμένα Έθνη και αποβλέποντα εξ αρχής όχι μόνο στην νίκη αλλά και στην αναδιοργάνωση της Διεθνούς Κοινότητας. Εντός των δύο επομένων ετών με νέες δηλώσεις όπως:

- τον χάρτη του Ατλαντικού 1941
- δήλωση των Ηνωμένων Εθνών 1942
- ανακοίνωση της Μόσχας 1943
- ανακοίνωση του Καίρου και της Τεχεράνης επίσης 1943
- ανακοίνωση της Γιάλτας και του Πόντσταμ το 1945 κ.α.

διακήρυξαν της θεμελιώδεις αρχές της νέας κατάστασης δηλαδή: Κυρίαρχη ισότητα των πολιτειών (κατάργηση υποτέλειας

1) Αρχή της αυτοδιάθεσης (αποκατάσταση προσαρτημένων κρατών και λαών )
2) Κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών ( ενίσχυση της Δημοκρατίας )
3) Κοινωνική πολιτική για κοινωνική ευημερία των εργαζόμενων
4) Διεθνή συνεργασία μέσο της ίδρυσης ενός οργανισμού για την διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας

Ήδη από την διακήρυξη της Μόσχας το 1943 συμφώνησαν στη δημιουργία ενός οργανισμού στον οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν όλα τα κράτη που αργότερα στην Γιάλτ α συμπληρώθηκε θέτοντας ως προυποθέσεις ότι:

- τα κράτη είναι φιλειρηνικά
- και αποδέχονται τις δεσμεύσεις της χάρτας

ΚΥΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ:

1) Η Γενική Συνέλευση που αποτελείται από αντιπρόσωπους των μελών και συνέρχεται τακτικά μια φορά το έτος και εκτάκτως όσες φορές ζητηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας ή την πλειοψηφία των μελών
2) Το Συμβούλιο Ασφαλείας που είναι 11 – μελές εκ των οποίων τα 5 μέλη είναι μόνιμα ( Η.Π.Α., Βρετανία, Σοβιετική Ένωση, Γαλλία, Κίνα ) και τα 6 μέλη αιρετά με διετή θητεία.
3) Το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο που μελετά οικονομικά και κοινωνικά θέματα και διατυπώνει συστάσεις
4) Το Συμβούλιο Κηδεμονίας που αποτελείται από μέλη που έχουν εδάφη υπό κηδεμονία, τα μόνιμα μέλη του Σ.Α. και άλλα μέλη εκλεγμένα από την Γ.Σ.
5) Το Διεθνές Δικαστήριο αποτελούμενο από 15 μέλη «εκπροσωπούντων τας κυριωτέρας μορφάς πολιτισμού και τα κυριώτερα νομικά συστήματα του κόσμου»
6) Η Γενική Γραμματεία, το μόνιμο διοικητικό όργανο με Γενικό Γραμματέα και 8 βοηθούς εκλεγμένο από την Γ.Σ. κάθε 5 χρόνια και πολυπληθές προσωπικό ανεξάρτητο της χώρας καταγωγής, είναι το όργανο που θέτει στην προσοχή του Σ.Α. θέματα απειλής της διεθνούς τάξης.
Στα πλαίσια του οργανισμού έχουν συνομολογηθεί άλλοι οργανισμοί υπό τον συντονισμο του οικονομικού και κοινωνικού συμβουλίου όπως: η παγκόσμια ταχυδρομική ένωση, η διεθνής οργάνωση εργασίας, η διεθνής ένωση τηλεπικοινωνιών, η οργάνωση διατροφής και γεωργίας το Δ.Ν.Τ., η U.N.E.S.C.O. κ.α.
Σύμφωνα με το καταστατικό το Σ.Α είναι αρμόδιο για την διατήρηση της ειρήνης. Η διαδικασία μιας διευθετήσεως έχει ως εξής:

1) τα κράτη είναι υποχρεωμένα να επιζητούν την επίλυση των προβλημάτων τους με ειρηνικά μέσα
2) αν αυτό δεν καταστεί δυνατό υποχρεούται να φέρει το θέμα στο Σ.Α. το οποίο θα κρίνει χωρίς δικαίωμα αρνησικυρίας από τα μόνιμα μέλη, για ζητήματα διαδικασίας με πλειοψηφία 7 προς 11
3) το Σ.Α. δικαιούται να κάνει συστάσεις για τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς δηλαδή μεσολαβεί
4) σε αυτό το στάδιο υπάρχει απειλή της ειρήνης, διαταραχή ή επιθετικές πράξεις οπότε το Σ.Α κρίνει ποιο κράτος διασαλεύει την ειρήνη και φροντίζει για την αποκατάστασή της ( επιβάλλοντας κυρώσεις με την ίδια πλειοψηφία 7 προς 11 )

Soft law (άγουρο δίκαιο)

Οι μεγάλες αποφάσεις της Γ.Σ. του Ο.Η.Ε. που αποσκοπούν στην υιοθέτηση νέου διεθνούς δικαίου, λέγονται soft law και συνεπάγονται τις εξής νομικές συνέπειες:

1) όσοι συμμορφώνονται ενεργούν σύννομα
2) τα κράτη που ενεργούν βάση αυτών μπορούν να είναι εξασφαλισμένa ότι δε θα αμφισβητηθούν αργότερα οσα έχουν συμφωνηθεί
3) τα όργανα και οι οργανισμοί των Η.Ε. πρέπει να συντάσονται με τις διακηρύξεις Επιδιώχθηκαν κυρίως από τον τρίτο κόσμο για την δημιουργία της νέας οικονομικής τάξης ως γρήγορο μέσο δεσμευτικών αποφάσεων αντί της μακροχρόνιας καθιέρωσης του εθίμου π.χ. διακήρυξη από-αποικιοποίησης, κυριαρχίας των κρατών στις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους,δικαίωμα στην ανάπτυξη κ.λ.π.

Κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου

Ο χάρτης των Η.Ε. αποτελεί θεμέλιο του νέου διεθνούς δικαίου, απαγορεύει την παράνομη χρήση βίας, εξαγγέλει τις αρχές της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας και προβλέπει συνεργασίες στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της οικονομικής ανάπτυξης κ.λ.π. Προβλέπεται η κωδικοποίησή του. Η επιτροπή του διεθνούς δικαίου που έχει συσταθεί για τον λόγο αυτό, αποτελείται από μέλη που εκλέγονται από την Γ.Σ. των Η.Ε. για πενταετή θητεία και έχουν πραγματοποιήσει μέχρι στιγμής την κωδικοποίηση:

- του δικαίου της θάλασσας (Γενεύη 1958 )
- του δικαίου των διπλωματικών και προξενικών σχέσεων ( 1961 και 1963 αντίστοιχα )
- το δίκαιο των συνθηκών ( Βιέννη 1969 )
- το δίκαιο της διαδοχής κρατών
Στο άρθρο 13 του χάρτη του Ο.Η.Ε. προβλέπεται ότι η Γ.Σ. πρέπει να ενθαρρύνει την προοδευτική ανάπτυξη και την κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου. Έτσι το 1946 με το ψήφισμα 94 ίδρυσε την Επιτροπή για την προοδευτική ανάπτυξη και την κωδικοποίησή του. Η ακολουθούμενη μεθοδολογία για την επίτευξη του στόχου, έγινε αντικείμενο συζητήσεων και αντεγκλήσεων π.χ. η Βρετανία θεώρησε ότι η μέθοδος της διεθνούς συμφωνίας ήταν κατάλληλη μόνο για την προοδευτική ανάπτυξη και όχι για την κωδικοποίησή του, η Σοβιετική Ένωση ότι αυτή είναι η μόνη μέθοδος που εκπληρώνει τους δύο στόχους, η Ολλανδία ότι ο συνδιασμός των μεθόδων της διεθνούς συμφωνίας και της επιστημονικής είναι η καταλληλότερη και η Σουηδία απέρριπτε κάθε ιδέα κωδικοποίησης υποστηρίζοντας ότι και η επιστημονική μέθοδος αποτελεί ουσιαστικά μια συμφωνία (συμβιβασμό ). Η κωδικοποίση αναφέρεται στην ακριβή διατύπωση και συστηματοποίηση (σε τομείς που υπάρχει πλούτος πρακτικών εφαρμογών ) και η προοδευτική ανάπτυξη στην σύνταξη διεθνούς συμφωνίας για ένα θέμα το οποίο δεν έχει ρυθμιστεί ακόμα από το διεθνές δίκαιο. Η διάκριση συνάντησε και τις αντιδράσεις πολλών μελών της επιτροπής, σε μια σειρά δράσεων (διεθνής ποινική δικαιοδοσία, ορισμός της επίθεσης επιφυλάξεις σε πολυμερείς συνθήκες ), δεν έδρασε κωδικοποιητικά ενώ στην περίπτωση του σχεδίου για εγκλήματα κατά της ειρήνης και της ασφάλειας της ανθρωπότητας δεν κατέληξε πουθενά. Επίσης δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα κωδικοποίησης θεμάτων που ήταν προιόντα αλλαγής του διεθνούς συστήματος (συντηρητισμός ) με αποτέλεσμα να υποβαθμισθεί ο ρόλος της και σε κάποιες περιπτώσεις να ιδρυθούν άλλες επιτροπές σε αντικατάστασή της. Απουσιάζουν τέλος οι αποκαταστατικές διαδικασίες, που συμπληρώνουν τους κανόνες και τις αρχές και αποτελούν χαρακτηριστικό της διεθνούς συμφωνίας, εκφράζοντας έτσι τον ακραίο επιστημονισμό και αφήνοντας ασύνδετη την ουσία με την διαδικασία.

Τελικά στην σύμβαση της Βιέννης του 1969 για το δίκαιο των συνθηκών εισάγονται διαδικαστικοί κανόνες και έτσι ουσιαστικοί κανόνες όπως η ακυρότητα, ο τερματισμός, η αποχώρηση, η αναστολή της συνθήκης αποκτούν διαδικαστική αναφορά. Για παράδειγμα συγκεκριμενοποιείται η υποχρέωση αιτούντως κράτους να γνωστοποιήσει στα άλλα μέλη της συνθήκης το αίτημά του που αφορά τα ανωτέρω και τα μέτρα που προτίθεται να λάβει και να προσφύγει στους τρόπους ειρηνικής διευθέτησης του αρθρ.33 αν τα άλλα μέλη φέρουν αντίρρηση. Προβλέπεται επίσης στο αρθρο 66 εάν η διαφορά αφορά το ius cogens το δικαίωμα υποβολής της στο διεθνές δικαστήριο εκτός εάν τα μέλη συμφωνήσουν σε διαιτησία. Ίδια αποκαταστατική διαδικασία προβλέπεται και στην σύμβαση σχετικά με την διαδοχή κρατών αναφορικά με συνθήκες και με την ιδιοκτησία.

Μονομερείς πράξεις κρατών

Διακρίνονται σε:

ΣΙΩΠΗΡΕΣ: Κατά το διεθνές δίκαιο η σιωπή σημαίνει παραδοχή και αναγνώριση ενέργειας τρίτου π.χ. στην περίπτωση της Δανίας και της Νορβηγίας η επέκταση της πρώτης στην Γροιλανδία ερμηνεύθηκε ως σιωπηρή παραδοχή, χωρίς όμως να είναι απόλυτο διότι όπως αποφάνθηκε το διαρκές δικαστήριο στην υπόθεση Πάλμας το 1928 ότι πρέπει να εξακριβωθεί ότι η σιγή έναντι ενέργειας τρίτου μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματά της και εξαρτάται από την φύση αυτών.

Και ΡΗΤΕΣ:

1) εκείνες που δημιουργούν υποχρεώσεις (π.χ. υποσχέσεις, αναγνώριση κρατών )
2) εκείνες που επιβεβαιώνουν δικαίωμα ( διαμαρτυρίες )
3) εκείνες με τις οποίες παραιτείται από δικαίωμα (παραίτηση )

ESTOPPEL: όταν ένα κράτος λαμβάνει θέση σε διεθνές επίπεδο και ένα άλλο στηριζόμενο σε αυτήν ενεργήσει, το πρώτο κράτος δεν δικαιούται να μεταβάλλει την στάση του, διότι έχει διεθνή ευθύνη.