Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Σκέψεις σχετικά με την Τηλεόραση και την Πολιτική Επικοινωνία

Προσδιορίζοντας την προβληματική της σχέσης τηλεόρασης και πολιτικής επικοινωνίας, πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη μορφή που λαμβάνει το περιεχόμενο της πολιτικής επικοινωνίας. Η εμφάνιση σε ενημερωτικές και άλλες εκπομπές, η πολιτική διαφήμιση, αλλά και η συμμετοχή στα τηλεοπτικά «παράθυρα» των δελτίων ειδήσεων, έχει γίνει αυτοσκοπός για τους επαγγελματίες της πολιτικής. Η πολιτική επικοινωνία ακολουθώντας πιστά τους κανόνες της τηλεοπτικής αγοράς, αναλώνεται στο image making και ταυτίζεται με τις τεχνικές που χρησιμοποιεί, παρά τον επιστημονικό της πλούτο.
Τα πολιτικά κόμματα προσφεύγουν σε διαφημιστικές εταιρίες, οι οποίες χρησιμοποιούν στην πολιτική επικοινωνία τις «συνταγές» της εμπορικής διαφήμισης. Η πολιτική διαφήμιση βέβαια σχετίζεται εν μέρει και με την οικονομική αλληλεξάρτηση επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου. Αποτέλεσμα αυτών είναι η αυξανόμενη αποστροφή των πολιτών για την πολιτική, κάτι που μόνο μια περισσότερο αποτελεσματική πολιτική επικοινωνία μπορεί να ανατρέψει.
Συχνές είναι επίσης και οι περιπτώσεις αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης μέσω της τηλεόρασης. Η πολιτική μέσω της τηλεόρασης δεν είναι παραγωγική, δεν συντελεί δηλαδή στην εξέταση και στην εν τέλει επίλυση ενός προβλήματος. Αντίθετα, παρατηρείται καλλιέργεια παθών, φανατισμός, σπίλωση προσώπων και σκανδαλολογία, φαινόμενα που γενικά χαρακτηρίζονται με τον όρο «κιτρινισμός» της τηλεόρασης. Το φαινόμενο του «κιτρινισμού» υποβαθμίζει το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, συντελώντας αρνητικά στην επικοινωνία ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου με τους πολιτικούς ως φορείς εξουσίας.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα της πολιτικής επικοινωνίας μέσω της τηλεόρασης (με βάση πάντα τη σημερινή της μορφή). Και αυτό γιατί η πολιτική επικοινωνία μέσω της τηλεόρασης δεν εμφανίζεται ικανή να οδηγήσει τον πολίτη- ψηφοφόρο σε μια ορθολογική ιεράρχηση των προβλημάτων του. Επιπρόσθετα, δεν εστιάζει στις ουσιαστικές πληροφορίες για την επεξεργασία και επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως τη σημερινή σχέση πολιτικής επικοινωνίας και τηλεόρασης χαρακτηρίζει μια βαθιά αντίθεση, μα και ένας ανυποχώρητος συμβιβασμός. Ο συμβιβασμός μεταξύ πολιτικών και δημοσιογράφων διακρίνεται από τη συνεχή διαιώνιση της κατάστασης που περιγράφηκε παραπάνω, ενώ η 1
αντίθεση καταδεικνύεται από τη ρήξη μεταξύ όσων αναφέρθηκαν σε θεωρητικό επίπεδο για τη χρησιμότητα της τηλεόρασης στην πολιτική επικοινωνία και των καθημερινών πρακτικών.
Κατ’ επέκταση, οι πολίτες οφείλουν να ενισχύσουν την ατομική τους πρωτοβουλία. Η δημοκρατία άλλωστε βασίζεται στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Οι πολίτες- ψηφοφόροι έχουν ως καθήκον τους τον έλεγχο, την αξιολόγηση και τη λογική επεξεργασία των πολιτικών μηνυμάτων. Αφού η τηλεόραση εμφανίζεται παθητική, μόνο η ενεργοποίηση των πολιτών μπορεί να επιφέρει την εξακρίβωση της εγκυρότητας των εκπεμπόμενων μηνυμάτων και άρα τη βελτίωση της πολιτικής επικοινωνίας.
Βασική επίσης προϋπόθεση ώστε να προαχθεί η σχέση πολιτικής επικοινωνίας και τηλεόρασης, είναι η αυτονομία των ΜΜΕ εν γένει. Οι παράγοντες των ΜΜΕ δεν πρέπει να εξαρτώνται ή απλά να σχετίζονται με πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες. Στόχος των μέσων οφείλει να είναι η έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών, γεγονός που θα συνδράμει και στη δημοκρατικότερη λειτουργία τους. Ακόμα, είναι αναγκαίο οι κανόνες της δημοσιογραφικής και διαφημιστικής δεοντολογίας να γίνονται σεβαστοί και να έχουν πρακτική εφαρμογή.
Συνοψίζοντας, τα ΜΜΕ και ειδικότερα η τηλεόραση (ως το πιο διαδεδομένο και με τη μεγαλύτερη επιρροή στο κοινό μέσο) έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να στηρίξει δημιουργικά την κοινωνία και τη δημοκρατία. Η πολιτική επικοινωνία χρησιμοποιώντας με ορθότερο τρόπο την τηλεόραση μπορεί να συμβάλλει τελικά στην κοινωνική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των πολιτών και άρα στην περισσότερο έγκυρη νομιμοποίηση των φορέων εξουσίας.
Νικόλαος Μπήλιος,
Πολιτικός Κοινωνιολόγος, MPhil LSE