Κυριακή 26 Ιουλίου 2009



Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΣ ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ

Το αντιρατσιστικό κίνημα της Ευρώπης ξεσκουριάζει τα όπλα τού μεσοπολεμικού αντιφασισμού και επιτίθεται στους κάθε είδους κομιστές ρατσιτσιτικών προκλήσεων και απόψεων. Όμως η μάχη κατά των νοσταλγών είναι άνιση. Οι πρεσβευτές του ρατσισμού δεν έχουν μείνει στα παλιά. Το θινκ τανκ της σύγχρονης δεξιάς, ο Αλέν ντε Μπενουά, τους εφοδιάζει με ένα μεταμοντέρνο ρατσιστικό οπλοστάσιο.



Το 68 της Νέας Δεξιάς

Την ίδια χρονιά που η νεολαία ξεσπούσε σε μια παγκόσμια εξέγερση, το 1968, μια μικρή ομάδα διανοουμένων της άκρας δεξιάς στη Γαλλία αναλάμβανε το εγχείρημα να ανασυστήσει μια αξιόπιστη και ελκυστική θεωρία και να αντισταθεί στην ηγεμονία των ιδεών της αριστεράς. Επικεφαλής του εγχειρήματος ήταν ο Αλέν ντε Μπενουά, θεωρητικός και ακτιβιστής μιας από τις πάμπολλες μικρές ομάδες που διεκδικούσαν την πρωτοκαθεδρία σ' αυτή τη διαδικασία, της ομάδας GRECE (Ένωση Έρευνας και Μελέτης του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού).

Η επιτυχία του ντε Μπενουά οφείλεται στο γεγονός ότι κατάφερε να αναδείξει την ομάδα του σε διαμορφωτή μιας δεξιάς κοινής γνώμης, απογοητευμένης από την επικράτηση των ιδεολογικών εκφραστών της αριστεράς και του μαρξισμού. Πολύ γρήγορα κατάφερε να γίνει το αγαπημένο παιδί μιας μερίδας των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης και άρχισε να επηρεάζει άμεσα ευρύτερους πολιτικούς κύκλους. Το 1977, όταν ο μεγαλοεκδότης Ερσάν αγόρασε την εφημερίδα Φιγκαρό, προσέλαβε τον δεξιό θεωρητικό Λουί Ποέλς για την έκδοση του περιοδικού Φιγκαρό-Μαγκαζίν. Εκείνος, με τη σειρά του, ανέθεσε σε μια ομάδα της GRECE τη διαμόρφωση του νέου πλαισίου του εντύπου. Αυτομάτως η GRECE απέκτησε πανεθνικό και πανευρωπαϊκό ακροατήριο. Με την άνοδο στην εξουσία των σοσιαλιστών το '81, άρχισαν να στρέφονται προς τις ιδέες της GRECE και τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα UDF και RPR. Την ίδια στιγμή, η GRECE αρχίζει να επηρεάζει ανάλογες κινήσεις στις αγγλοσαξονικές χώρες.

Ως κύριο αντίπαλο της Νέας Δεξιάς η ομάδα του ντε Μπενουά θεωρεί "τον αστικό φιλελευθερισμό και τη Δύση του αμερικάνο-ατλαντισμού." Πρόκειται για μια νέα μορφή του κλασικού φασιστικού αντικαπιταλισμού και αντιαμερικανισμού, που ριζοσπαστικοποιεί την ευρωκεντρική πολιτική σκέψη του Ντε Γκολ. «Ποτέ μέσα στην ιστορία τους η Γαλλία και η Ευρώπη δεν διατέλεσαν κάτω από τόσο βαθιά κατοχή, όσο σήμερα. Η κατοχή δεν συνοδεύεται πλέον κατανάγκην από το θόρυβο της μπότας. Η κατοχή δεν είναι πλέον μόνο εδαφική και στρατιωτική. Μπορεί να είναι επίσης οικονομική, πολιτισμική, ιδεολογική, πνευματική και ψυχική. Είναι δυνατόν να ασκείται με όρους επίδρασης στην κοινωνική δομή, με ποικίλους εξαναγκασμούς και εξαρτήσεις. Ναι, ποτέ άλλοτε η Γαλλία δεν υπήρξε τόσο λίγο γαλλική. Ποτέ η Ευρώπη δεν υπήρξε τόσο λίγο ευρωπαϊκή." (ντε Μπενουά, 1987).

Η φυλετική διάσταση αυτής της προβληματικής είχε διαφανεί ήδη από τα πρώιμα κείμενα του συγγραφέα: "Η φυλή είναι η μοναδική πραγματική ενότητα που περικλείει τις ατομικές διαφοροποιήσεις. Η αντικειμενική μελέτη της ιστορίας δείχνει ότι μόνο η ευρωπαϊκή φυλή (λευκή καυκάσια φυλή) από τη στιγμή της εμφάνισής της συνεχίζει να προοδεύει στην ανοδική πορεία της εξέλιξης της ζωής, σε αντίθεση με άλλες φυλές οι οποίες έχουν βαλτώσει και βρίσκονται σε υποχώρηση. Η κύρια αιτία αυτής της προόδου της ευρωπαϊκής φυλής συνίσταται στο ότι έχει συσσωρεύσει στοιχεία επιστημονικής και τεχνικής προόδου, τα οποία σχηματίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η ευρωπαϊκή φυλή δεν διαθέτει απόλυτη ανωτερότητα. Απλώς είναι η πλέον ικανή να προοδεύει στην κατεύθυνση της εξέλιξης. Εφόσον οι φυλετικοί παράγοντες κληροδοτούνται με στατιστικό τρόπο, κάθε φυλή κατέχει τη δική της ψυχολογία." (Αλέν ντε Μπενουά "Τι είναι ο εθνικισμός", 1966).

Η εφεύρεση του νέου ρατσισμού

Όμως ο ντε Μπενουά δεν έμεινε στις ρατσιστικές διατυπώσεις παλιού τύπου. Μια από τις κεντρικές νέες ιδέες που εισήγαγε στην ευρωπαϊκή δεξιά είναι ο ρατσισμός νέου τύπου. Πρόκειται γι’ αυτό που πολύ προσφυώς ονόμασε «διαφοριστικό ρατσισμό» ο φιλόσοφος Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, ο σημαντικότερος μελετητής των νεορατσιστικών φαινομένων στη σημερινή Ευρώπη. Ο ντε Μπενουά υιοθέτησε χωρίς δυσκολία το σύνθημα της ριζοσπαστικής αριστεράς «δικαίωμα στη διαφορά» για να εκφράσει τη νέα στρατηγική της (άκρο)δεξιάς, και να την περιβάλει με αντιρατσιστικό μανδύα.

Η αναδιατύπωση του ρατσιστικού λόγου υιοθετεί κλασικά εξωτερικά στοιχεία της αριστερής προβληματικής: τον αντιαμερικανισμό, τον αντικαπιταλισμό, την υποστήριξη του Τρίτου Κόσμου. Στο 33ο τεύχος του περιοδικού Elements της GRECE, ο ντε Μπενουά εξηγείται: «Από το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου και ιδιαίτερα σήμερα, διαπιστώνουμε ένα αξιοσημείωτο κύμα τυποποίησης και ισοπεδωτισμού… Αυτό το κύμα ισοπεδωτισμού έχει σχέση με τις προόδους της κυρίαρχης εξισωτικής ιδεολογίας, η οποία θεωρεί ότι οι διαφορές μεταξύ ανθρώπων και πολιτισμών είναι παροδικές ή ήσσονες και κατά φυσική συνέπεια έχει τάση να μη συγκινείται καθόλου από την προϊούσα διάβρωση των διαφορετικών πολιτισμών. (...) Απέναντι σ' αυτό το κύμα δεν μπορούμε να ελπίζουμε παρά στην κατάφαση των συλλογικών ιδιαιτεροτήτων, στην πνευματική επανοικειοποίηση των παραδόσεων, στην καθαρή συνείδηση των πολιτισμικών ριζών και ιδιαιτεροτήτων. (...) Ποντάρουμε στο τσάκισμα του ενιαίου μοντέλου, είτε διά μέσου της γέννησης των περιφερειακών γλωσσών είτε διά μέσου της κατάφασης των εθνικών μειονοτήτων είτε φαινομένων τόσο ποικίλων όσο η αποαποικιοποίηση, η κατάφαση της μαύρης φυλής, ο πολιτικός πλουραλισμός των χωρών του Τρίτου Κόσμου, η αναγέννηση ενός λατινοαμερικανικού πολιτισμού, η ανάδυση ενός ισλαμικού πολιτισμού, κλπ."

Η συγγένεια της προβληματικής αυτής με τη ρητορεία των Ιταλών της Λίγκας του Βορρά, αλλά και με τα συνθήματα που κυριάρχησαν στην Αυστρία πριν τις εκλογές είναι οφθαλμοφανής. Πρόκειται για έναν πραγματικό νέο "τρίτο δρόμο" για την άκρα δεξιά. Αντίθετα με τις κλασικές θέσεις της ακροδεξιάς, αυτός ο νέος ρατσισμός συμβαδίζει με την υιοθέτηση ενός ιδιότυπου "νέου τριτοκοσμισμού", ο οποίος στηρίζεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λαών, εναντίον του οικονομικού και πολιτικού ιμπεριαλισμού της Δύσης. Την πολιτική συνέπεια αυτής της θεωρίας διαπιστώνουμε με την απροσδόκητη σύμπλευση ακροδεξιών παραγόντων στις αντινατοϊκές εκδηλώσεις της τελευταίας δεκαετίας.

Σύμφωνα με τη θεωρία του ντε Μπενουά, η επιστροφή των μεταναστών στην πατρίδα τους απαιτείται στο όνομα του "δικαιώματος στη διαφορά" και του σεβασμού της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Η απαίτηση του αποκλεισμού των ξένων, εφόσον θεωρούνται "μη αφομοιώσιμοι", είναι η λογική συνέπεια του απόλυτου χαρακτήρα που αποδίδεται στις πολιτισμικές διαφορές. Σύμφωνα με τον συνεργάτη του ντε Μπενουά Γκιγιόμ Φε "η πολυφυλετική κοινωνία είναι το λίπασμα του ρατσισμού" και κατά συνέπεια: "Για να φτάσουμε ως το τέλος το δικαίωμα στη διαφορά οφείλουμε να αρνηθούμε την πολυφυλετική κοινωνία και για τους μετανάστες να φροντίσουμε την επιστροφή τους στην πατρίδα τους." (περιοδικό Elements, χειμώνας '83-'84). Ανάλογα επιχειρήματα ακούγονται καθημερινά και στις ελληνικές τηλεοράσεις από τα λόμπι των επαγγελματιών ληστευθέντων: "Οι Έλληνες δεν ήταν ρατσιστές πριν έρθουν οι μετανάστες. Για να εκλείψουν τα ρατσιστικά κρούσματα πρέπει να φύγουν οι ξένοι."

Ο ιδεολογικός, λοιπόν, πυρήνας του νέου ρατσισμού δεν συγκροτείται πλέον από το σχήμα της ανισότητας μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων φυλών, αλλά από το σχήμα της αγεφύρωτης απόστασης μεταξύ πολιτισμικών κοινοτήτων, το οποίο προϋποθέτει μια απόλυτη ετερογένεια μεταξύ των πολιτισμικών και των πνευματικών παραδόσεων κάθε εθνικής ομάδας. Ο ντε Μπενουά φτάνει να υποστηρίζει ότι η θεωρία του είναι η μοναδική "αντιρατσιστική" τοποθέτηση, εφόσον ορίζει το "ρατσισμό" ως ιστορική μορφή του "ολοκληρωτισμού", απόρροια του "μονοθεϊσμού" και τον εντοπίζει στην "παγκοσμιοποίηση". Η πολιτική της Νέας Δεξιάς είναι λοιπόν η άμυνα και η υποστήριξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε συλλογικής ταυτότητας. "Η επείγουσα αναγκαιότητα για όλους τους πολιτισμούς που έχουν ακόμα συνείδηση του εαυτού τους είναι να ενωθούν εναντίον του μοναδικού κοινού εχθρού: εναντίον όλων αυτών που επιθυμούν να τους καταστρέψουν όλους, για να επιβάλουν σε όλους τον ίδιο ενιαίο τρόπο ύπαρξης, τον ίδιο ρυθμό, το ίδιο επίπεδο ζωής, τον ίδιο ψευδοπολιτισμό του εκφυλισμού και της καταστροφής." (περ. Elements, Φεβρουάριος 1980).

Ο φόβος της επιμειξίας

Η επιταγή του σεβασμού της διαφοράς δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα της ετερότητας. Στην πραγματικότητα η συνεχής επίκληση αυτού του σεβασμού εξυπηρετεί μόνο όσους επιθυμούν πάση θυσία να δικαιολογήσουν την έλλειψη κάθε επαφής, όσους φοβούνται την ανάμειξη ανθρώπων και πολιτισμών. Όμως εδώ βρίσκεται η πεμπτουσία του ρατσισμού. Η διατήρηση της πολιτισμικής απόστασης σημαίνει πριν απ’ όλα την αποφυγή κάθε επιμειξίας. Καταφεύγουμε και πάλι στον Ταγκιέφ: «Η υπόθεση εργασίας μου είναι ότι ο ρατσισμός εκφράζεται αδιακρίτως ως καταγγελία ή ως εξύμνηση της διαφοράς με όρους φυλών ή με όρους πολιτισμών, νοοτροπιών, παραδόσεων, πεποιθήσεων. Όμως, κατά βάθος, ρατσισμός είναι πάντοτε ο φόβος της επιμειξίας.»

Ο λαϊκιστικός εθνικισμός της Ευρώπης, από τον Χάιντερ μέχρι τον Μπόσι και από τον Λεπέν μέχρι τον Πλεύρη και τον Καρατζαφέρη, στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτή την ιδεολογία της διαφοράς που θεωρητικοποίησε η σχολή του ντε Μπενουά. Στην πολιτική του μορφή ο ρατσισμός αυτός εμπεριέχεται στον εθνικισμό. Αρκούμαστε σε λίγα ενδεικτικά αποσπάσματα:

- Στις 19/9/82 ο Λεπέν δηλώνει: «Δεν έχουμε μόνο το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον να υπερασπιζόμαστε την εθνική μας προσωπικότητα και το δικό μας δικαίωμα στη διαφορά.»

- Τον Απρίλιο του ΄85, ο Φρανσουά Μπρινιό (ο οποίος υπηρέτησε από τον Πετέν μέχρι τον Λεπέν) γράφει: «Είναι καλύτερο να αποφύγουμε τις διασταυρώσεις και τις επιμειξίες. Όχι για να διατηρήσουμε την ανωτερότητα της φυλής στην οποία ανήκουμε, αλλά τη διαφορετικότητά της, την ιδιοτυπία της.»

- Τον Σεπτέμβριο του ’87 ο Λεπέν επανέρχεται στο περιοδικό Arabies: «Λατρεύω τους Μαγκρεμπίνους, αλλά η θέση τους είναι στο Μαγκρέμπ. Δεν είμαι ρατσιστής, είμαι υπέρ του έθνους. Για να είναι αρμονικό ένα κράτος πρέπει να διαθέτει μια σχετική εθνική και πνευματική ομοιογένεια».

- Η πατρότητα της προβληματικής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ιδού τι έλεγε ο ντε Μπενουά το 1983, με το ψευδώνυμο Ρομπέρ ντε Ερτ: «Η αλήθεια είναι ότι οι λαοί οφείλουν να διατηρούν και να καλλιεργούν τις διαφορές τους. Η μετανάστευση είναι καταδικαστέα επειδή υποτιμά την ταυτότητα του πολιτισμού στη χώρα υποδοχής, όπως και την ταυτότητα των μεταναστών.»

- Από κοντά και πάλι ο Λεπέν: «Οι λαοί δεν μπορούν να κατατάσσονται σε ανώτερους και κατώτερους. Είναι απλώς διαφορετικοί, και οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη αυτές τις διαφορετικές φυσικές ή πολιτισμικές διαφορές.» (Συνέντευξη του 1985)

- Τα ίδια «δίδασκε» μέχρι πρότινος από το κανάλι του Γιώργου Καρατζαφέρη ο επίδοξος Έλληνας Χάιντερ, ο Κώστας Πλεύρης, ο οποίος δεν δίσταζε να εξυμνεί τους κατά τα άλλα μισητούς Εβραίους, επειδή "φροντίζουν τη διατήρηση της δικής τους φυλής".


Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς από αυτές τις πολιτικές δηλώσεις εκείνες που απορρέουν από ένα ιδεολογικό πιστεύω και τις άλλες που γίνονται για να θολώσουν τα νερά και να αποκρύψουν τον παραδοσιακό ρατσισμό των φορέων τους. Το σίγουρο είναι ότι δεν μας κάνει τη χάρη ο «φασισμός» και ο «ρατσισμός» να εμφανιστούν στις μέρες μας με την ίδια ακριβώς μορφή που πήραν την εποχή του μεσοπολέμου. Κάτω από το βάρος της παγκόσμιας καταδίκης και με νωπή ακόμα τη μνήμη των εγκλημάτων, δεν μπορεί να απευθυνθεί ο κλασικός ρατσισμός παρά μόνο σε πολύ μικρές περιθωριακές μειοψηφίες.

Αλλά και ο σύγχρονος αντιρατσιστικός λόγος στηρίζεται στην αντιφασιστική επιχειρηματολογία, η οποία έχει φθαρεί από την κατάχρηση και έχει αποδυναμωθεί από την εμμονή της σε ένα όλο και μακρύτερο παρελθόν. Η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι αντιρατσιστές στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται στο ότι αδυνατούν να ορίσουν τον σύγχρονο ρατσισμό. Επιμένουν να ταυτίζουν το ρατσισμό μόνο με την απόρριψη των διαφορών και δεν κατανοούν τις νέες, ανέκδοτες μορφές του ρατσισμού που εξυμνούν τις διαφορές και αντικαθιστούν τις "φυλές" με τους "πολιτισμούς".

Η επίκληση της «διαφοράς» αποδεικνύεται ισχυρό πολιτικό χαρτί στα χέρια των νεορατσιστών, ένα χαρτί που τους οδηγεί να διαβαίνουν το κατώφλι της εξουσίας στη Δυτική Ευρώπη. Και την ίδια στιγμή οι αντιρατσιστές «επαγρυπνούν», μήπως διαβεί το φρούριο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας κάποιος νεοναζί με τη σβάστικα και τον διπλού πέλεκυ. Όμως ο εχθρός έχει ήδη μπει στην πόλη. Απλώς κυκλοφορεί με πολιτικά. «Είμαι εναντίον των διακρίσεων, υποστηρίζω την αποαποικιοποίηση, και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Όμως υπό έναν όρο: ότι σ’ αυτό τον κανόνα δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Αν είναι κανείς εναντίον της αποικιοκρατίας, τότε πρέπει να υποστηρίζει την αμοιβαία αποαποικιοποίηση, δηλαδή να είναι εναντίον όλων των μορφών αποικιοκρατίας: τη στρατηγική, την οικονομική, την πολιτισμική, την καλλιτεχνική, κλπ. Αναγνωρίζω το δικαίωμα κάποιου να υποστηρίζει την Black Power, υπό τον όρο όμως να αναγνωρίζει και την White Power, τη Yellow Power και τη Red Power. Πάνω απ’ όλα είμαι δύσπιστος απέναντι σε κάθε μονόπλευρη στάση: πρόκειται για το υπ. αριθμόν 1 σημάδι του στρατευμένου πνεύματος, με τη χειρότερη έννοια του όρου. Διότι σήμερα αντιμετωπίζουμε ορισμένες παράδοξες καταστάσεις. Βλέπουμε ιδεολόγους να υποστηρίζουν το σεβασμό όλων των φυλών. Εκτός από μιας: της δικής μας (η οποία, επί τη ευκαιρία, είναι και δική τους). Αναφέρθηκα πιο πάνω στην αλλοφυλοφοβία. Εδώ πρέπει να μιλήσουμε για την αλλοφυλομανία: πρόκειται για μια ακόμα παθολογική παρέκκλιση, με χαρακτήρα λίγο ως πολύ μαζοχιστικό. Όπως γράφει ο κ. Ρεϊμόν Ριγιέ, εφόσον καταγγέλλουμε -και δικαίως- τις εθνοκτονίες των πρωτογόνων από τους Ευρωπαίους, δεν πρέπει να απαγορεύουμε στους Ευρωπαίους να διατηρήσουν τις δικές τους εθνότητες. Από την πλευρά τους, οι ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι δύο κίνδυνοι τους απειλούσαν σε όλη την ιστορία τους: τα πογκρόμ και η αφομοίωση. Η προειδοποίησή τους αξίζει να εισακουστεί. Την τρέφει μια σοφία που έρχεται από μακριά. Ας διακηρύξουμε λοιπόν το δικαίωμα των λαών να είναι ο εαυτός τους, να αγγίζουν την πληρότητά τους, εναντίον κάθε παγκοσμιότητας και κάθε ρατσισμού.»

Το απόσπασμα είναι σημαδιακό για τη στροφή του Μπενουά από τον παραδοσιακό ρατσισμό στον «διαφοριστικό» νεορατσισμό. Ορισμένες διατυπώσεις θα μπορούσαν να περιληφθούν σε οποιοδήποτε αντιρατσιστικό μανιφέστο. Όμως τον προδίδει η «ανακάλυψη» του όρου «αλλοφυλομανία» που θυμίζει έντονα τη βρισιά nigger-lover που απέδιδαν στους αντιρατσιστές συμπατριώτες τους οι αμερικάνοι θαυμαστές της Κου Κλουξ Κλαν πριν από λίγες δεκαετίες. Όσο για την «αμοιβαία αποαποικιοποίηση», εδώ ο αναγνώστης σηκώνει τα χέρια ψηλά. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει ο συγγραφέας είναι μια νέα –«πολιτισμική» αυτή τη φορά- καθαρότητα.


Με χλαμύδες και φουστανέλες

Το κοπιράιτ του ντε Μπενουά και όλων των εντύπων του GRECE στην Ελλάδα κατέχει, ήδη από το 1980, ο εκδοτική ομάδα "Ελεύθερη Σκέψις" (από τις πρωτοπόρες του "εθνικιστικού χώρου" που έχει γίνει γνωστή για τα βιβλία του Χίτλερ, του Γκέμπελς, του θεωρητικού της χούντας Γ. Γεωργαλά, του αρνητή του Ολοκαυτώματος Ρ. Φορισόν, πολλών συνωμοσιολόγων αντιοικουμενιστών, ελληνολατρών, "δωδεκαθεϊστών" κ.λπ.).

Το πρώτο βιβλίο του μεταμοντέρνου γάλλου φασίστα που εκδίδεται στη χώρα μας είναι "Η γενεαλογία της ηθικής του Νίτσε" (1981), σε μετάφραση του Ανδρέα Δενδρινού, στρατευμένου συγγραφέα του "χώρου" - γνωστού τότε από πονήματά του, όπως "Η 21η Απριλίου και πώς απέτυχεν" και "Τι είναι και τι πιστεύει η Εθνοκρατία". Έτσι, το εθνικόφρον κοινό μαθαίνει το πολιτικό μήνυμα του ντε Μπενουά (όπως το εξάγει από τη "Δύναμη της Θελήσεως" του Νίτσε): "Οι καλύτεροι Ευρωπαίοι πρέπει να καταπιαστούν με τη μεγαλειώδη αποστολή τους:'την διεύθυνση και την επιτήρηση του παγκόσμιου πολιτισμού επί της γης'".

Ακολουθούν: "Η ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το δικαίωμα του ανθρώπου" (1981), "Οι ιδέες στα ορθά" (1981), "Η θρησκεία της Ευρώπης" (1982) - με έμφαση στον αρχαιοελληνισμό του Χέντερλιν, ο οποίος πιστεύει ότι ένας λαός μπορεί να δώσει τον καλύτερο εαυτό του όταν αυτοεξαναγκαστεί να φτάσει στα άκρα (!). Μετά θα έρθει το βιβλίο "Ατενίζοντας την Γερμανία", το περί "Τρομοκρατίας" (1987), στο οποίο μαθαίνουμε ότι το αίμα δεν έχει νόημα, το μόνο που έχει σημασία είναι η εξέλιξη του συσχετισμού των δυνάμεων. Την ίδια χρονιά φτάνουν στην Ελλάδα και τα πρώτα σαφή αντιιμπεριαλιστικά ρεφλέξ της νέας ακροδεξιάς με την έκδοση των πρακτικών του 20ού Εθνικού Διαλόγου του περιοδικού της παρέας του ντε Μπενουά, με τίτλο "Ευρώπη: 51η πολιτεία της Αμερικής;". Στο βιβλίο αυτό διεγείρεται ο εθνικιστικός αντιαμερικανισμός μέσω των ευρύτατα πλέον διαδεδομένων κινδυνολογικών αναφορών του είδους "πεθαίνει η γλώσσα μας, τα τηλεοπτικά προγράμματα είναι όλα αμερικάνικα, χάνεται η παράδοσή μας" κ.λπ. Κατηγορούνται οι υποτελείς στις ΗΠΑ και υψώνεται το λάβαρο της αντίστασης στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και στο μπαστάρδεμα του "γαλλισμού". Η μεταγραφή στα ελληνικά αυτής της γραμμής θα γίνει αισθητή μια πενταετία αργότερα, όταν Χρυσαυγίτες, ΕΠΕΝίτες, ΕΝΕΚίτες και άλλες "υπερπατριωτικές" δυνάμεις θα περάσουν στην πρώτη γραμμή "υπεράσπισης των εθνικών μας θεμάτων", καταγγέλλοντας με τον πιο σκληρό τρόπο τον δυτικό ιμπεριαλισμό και (κατά περίσταση) όλους τους βαλκάνιους γείτονες που "παίζουν το παιχνίδι των δυτικών".

Το βιβλίο του ντε Μπενουά "Ο προσδιορισμός του κυριότερου εχθρού" θα έρθει να οργανώσει τη στρατηγική της μισαλλοδοξίας σε νέες βάσεις. Κακός ο σοσιαλκομμουνισμός, κακή η δικτατορία, χειρότερη όμως η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία που οδηγεί στον εκφυλισμό και τη διάλυση. Φέρνει τους ξένους και τρέφει τους αριστερούς διεθνιστές. Το 1990 θα κυκλοφορήσει το συλλογικό "Φιλελευθερισμός: ο εχθρός των λαών", με την πλατφόρμα μιας εκσυχρονισμένης εθνικοσοσιαλιστικής και προφανώς ξενόφοβης πολιτικής πρότασης που ήδη είχε αρχίσει να αποδίδει στις χώρες της Ευρώπης. Την απόδοση στην ελληνική γλώσσα των δύο παραπάνω κειμένων του ντε Μπενουά και της παρέας τού Elements, θα αναλάβουν, το πρώτο ο αντιδήμαρχος σήμερα του κ. Αβραμόπουλου, Φώτης Ν. Παπαθανασίου, το δεύτερο ο αρχηγός του λεπενικού "Ελληνικού Μετώπου" Μάκης Βορίδης. Για την πολιτική εξέλιξη του Μ. Βορίδη δεν χρειάζονται και πολλά λόγια. Για τα φρονήματα όμως του κ. Παπαθανασίου έπρεπε να ψάξουμε στις στήλες της "Ακροπόλεως" (20/2/2000) -όπου χαιρετίζεται η απόφαση του δήμου Ιστιαίας για άμεση απέλαση όλων των μεταναστών που απειλούν τη φυλή μας- ώστε να διαπιστώσουμε πόσο βαθιά τον έχουν επηρεάσει οι ιδέες ντε Μπενουά.

Από τον βιολογικό στον διαφοριστικό ρατσισμό

Οι επιστημονικές επεξεργασίες του Γάλλου φιλόσοφου, πολιτολόγου και ιστορικού των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ για το ζεύγος ρατσισμός/αντιρατσισμός συνιστούν μία από τις σημαντικότερες, και κοινά αναγνωρισμένες πλέον, συνεισφορές του στον χώρο της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, της ιστορίας των ιδεών αλλά και της πολιτικής δράσης. Μαζί με το καινοτόμο θεωρητικό του μοντέλο για τον (ακροδεξιό) εθνικο-λαϊκισμό και τον ρηξικέλευθο στοχασμό του για τις σημερινές μεταποιήσεις του αντισημιτισμού (νέα εβραιοφοβία), χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε τις ιδιαίτερα διεισδυτικές αναλύσεις του για τον εθνικισμό και τον ευγονισμό, τον πολυκοινοτισμό, τον ρεπουμπλικανισμό, τη βιοηθική και τη φύση της πολιτικής και του πολιτικού στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες, αυτός ο ασυμβίβαστος και πλούσιος ερευνητικός στοχασμός του τον εντάσσει επάξια στον κύκλο των κριτικών των σκοτεινών όψεων της νεωτερικότητας, στις ιδρυτικές αξίες της οποίας παραμένει πιστός. Ελεύθερο κριτικό πνεύμα, που δεν βολεύεται με μοδάτες στρατεύσεις στο «πολιτικά ορθό», αντι-ουτοπιστής διανοούμενος που αντιστρατεύεται την ιδεολογικοποίηση του πραγματικού, ρεαλιστής και δημοκράτης που εχθρεύεται όλους τους δογματισμούς, διαλύει, με το ερευνητικό του διάβημα και την πραγματικά απίστευτη ευρυμάθειά του, τις ψευδαισθήσεις όλων εκείνων που σκέφτονται και δρουν «καθώς πρέπει».

Ο νέος διαφοριστικός ρατσισμός

Σύμφωνα με τον Π.-Α Ταγκιέφ, ο ιδεότυπος του σημερινού νέου ρατσισμού, σε αντίθεση με τον παλιό βιολογικό/ανισωτικό ρατσισμό, μπορεί να αναλυθεί στα ακόλουθα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά:

α) Στη μετατόπιση του ρατσιστικού λόγου από τη «φυλή» στην «κουλτούρα». Υποκατάσταση, δηλαδή, του «επιχειρήματος» για τη λεγόμενη φυλετική καθαρότητα από αυτό της υπεράσπισης μιας «αυθεντικής» πολιτισμικής ταυτότητας.

β) Στη μετατόπιση από την «ανισότητα» στη «διαφορά». Η παλιά υποτίμηση των «κατώτερων» («φυλών») δίνει σήμερα τη θέση της στη φοβία της ανάμειξης των πολιτισμών.

γ) Στην προσφυγή μάλλον σε «ετερόφιλες» φόρμουλες («δικαίωμα στη διαφορά»), παρά σε «ετερόφοβες».

δ) Το τελευταίο χαρακτηριστικό θα μπορούσε να αποδοθεί μέσα από τη διατύπωση του «έμμεσου» ή «συμβολικού ρατσισμού»: ο νεο-ρατσιστικός λόγος δύσκολα συλλαμβάνεται ως «ρατσιστικός» γιατί ρίχνει όλο του το βάρος στο άρρητο, στο υπονοούμενο. Οι αντισημίτες σήμερα παρουσιάζονται ως «αντισιονιστές», ο αντι-μεταναστευτικός λόγος υποστασιοποιεί, καθολικεύει και δαιμονοποιεί τους «ανεπιθύμητους» ξένους («οι Άραβες»). Έτσι, η αντιμεταναστευτική στάση παρουσιάζεται ως ομαλή αντίδραση μιας κοινωνίας η οποία θεωρεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση νόμιμης άμυνας έναντι μιας «εισβολής»: η επίκληση της «εθνικής προτίμησης» («πρώτα οι εθνικοί πολίτες») αποτελεί τη «λογική» αποκορύφωση μιας έμμεσης αλλά πανίσχυρης πολιτικής αποκλεισμού από το εθνικό-κοινωνικό σώμα των «άλλων».

Στο επίκεντρο της νεο-ρατσιστικής σκέψης βρίσκεται το αξίωμα περί του «αναφομοίωτου» ορισμένων ομάδων: η διαφορά στην καταγωγή θεωρείται ανυπέρβλητη. Με την έννοια αυτή, η ρατσιστική κατηγοριοποίηση σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα να προσδιορισθεί μέσα από το φαινομενικά και μόνο λιγότερο σκληρό δίπολο (σε σχέση με το παλιό βιολογικό/ανισωτικό ζεύγος) ανάμεσα στους αφομοιώσιμους και τους μη αφομοιώσιμους (π.χ. τους «Ευρωπαίους» στην καταγωγή και τους «άλλους»). Μέσα σε ένα τέτοιο ευέλικτο νεο-ρατσιστικό πλαίσιο, η ετεροφιλία διαδέχεται την ετεροφοβία, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη τη «σύλληψη» των ρατσιστικών συμπεριφορών. Οπως επισημαίνει ο Ταγκιέφ, υπάρχουν καθαρά ετερόφιλες μορφές ρατσισμού. Η αποστασιοποίηση που εμπερικλείει κάθε φυλετοποίηση (άρνηση επαφής, κοινωνική περιθωριοποίηση, έμμονη ιδέα της ανάμειξης, πανικός για τους «μεικτούς γάμους» κ.λπ.), μπορεί να μεταφράζεται τόσο σε μια ετερόφιλη γλώσσα («δικαίωμα στη διαφορά», «σεβασμός της ετερότητας»...) όσο και σε μια ετερόφοβη γλώσσα. Στον διαφοριστικό ρατσισμό μπορούν, έτσι, να συνυπάρχουν η εξύμνηση με την απόρριψη της «διαφοράς», χωρίς οι συνεπαγόμενες ετερόφιλες και ετερόφοβες εγκλήσεις να αλληλοακυρώνονται.

Γιατί ο εκθειασμός της διαφοράς λειτουργεί και ως εργαλείο αποτελεσματικότερης φυλετοποίησης του άλλου. Ο νεο-ρατσισμός εργαλειοποιεί το ηθικό αίτημα του «δικαιώματος στη διαφορά» (Λεβινάς), στρέφοντάς το ενάντια στους αντιπάλους του αγωνιστές του αντιρατσισμού. Ένας τέτοιος εκθειασμός της διαφοράς, από την πλευρά του νεο-ρατσισμού, προϋποθέτει ότι οι πολιτισμικές διαφορές είναι απόλυτες, και έτσι οφείλουν να παραμείνουν. Γι' αυτόν τον λόγο οι φορείς τους, άτομα και ομάδες, πρέπει να μην αναμειγνύονται. Αυτή η νεο-ρατσιστική αναγνώριση των διαφορών δεν ιεραρχεί απλώς ό,τι διαφέρει, αλλά ουσιαστικά απαιτεί τον διαχωρισμό ή τον αποκλεισμό αυτού που θεωρείται ότι διαφέρει απόλυτα. Η πολιτισμική διαφορά, η διαφορά στην κουλτούρα εκλαμβάνεται και πλασάρεται από τον νεο-ρατσισμό ως «φυσική διαφορά»: η έτσι κατανοούμενη απόλυτη πολιτισμική διαφορά γίνεται, για τους νεο-ρατσιστές, «δεύτερη φύση» ατόμων και ομάδων.

Τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα εικονίζουν με παραδειγματικό τρόπο τη μετατόπιση της νεο-ρατσιστικής σκέψης από τη βιολογία στην κουλτούρα: «Η αλήθεια είναι ότι οι λαοί πρέπει να διατηρούν και να καλλιεργούν τις διαφορές τους. (...) Η μετανάστευση είναι καταδικαστέα, τόσο γιατί προσβάλλει την ταυτότητα της κουλτούρας υποδοχής όσο και την ταυτότητα των μεταναστών» (σύμφωνα με τον διανοούμενο της γαλλικής «νεο-Δεξιάς» Αλέν ντε Μπενουά, 1983). Και το δεύτερο απόσπασμα: «Οι λαοί δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται με συνοπτικό τρόπο ανώτεροι ή κατώτεροι, και πρέπει να παίρνουμε υπόψη μας αυτές τις φυσικές ή πολιτισμικές διαφορές» (Λε Πεν, 1984). Οι θέσεις αυτές δείχνουν ότι η έννοια του όρου ρατσισμός δεν παραμένει σταθερή, απρόσβλητη από την ιστορική εξέλιξη. Η ρατσιστική επιχειρηματολογία μετασχηματίζεται ταχύτερα από την αντιρατσιστική, και μετατοπίζεται αλλού (στην «πολιτισμική διαφορά») από εκεί που την αναζητούν για να την καταπολεμήσουν οι αντιρατσιστές. Έχουμε κι εμείς το «δικαίωμα στη διαφορά», δήλωνε «αγανακτισμένος» ο ακροδεξιός Λε Πεν το 1982, έχουμε και εμείς το δικαίωμα να υπερασπίζουμε την «εθνική μας προσωπικότητα».

Διεκδικώντας έναν απόλυτο πολιτισμικό πλουραλισμό και κραδαίνοντας έναν ταυτοτικό αντι-οικουμενισμό ως το μοναδικό θεμέλιο της θετικής ανεκτικότητας, ο νέος ρατσισμός της πολιτισμικής διαφοράς μπορεί με αυτό τον τρόπο να πλασάρεται ως ένας «αυθεντικός αντιρατσισμός» που σέβεται όλες τις ταυτότητες. Μπροστά σε μια τέτοια μεταμόρφωση των ρατσιστικών αναπαραστάσεων, ο παραδοσιακός, ο αναμνηστικός αντιρατσισμός βρίσκεται σε τρομακτική υστέρηση, σκιαμαχεί: αρκείται στο να καταγγέλλει την «αναβίωση» του ναζισμού, να επικαλείται την «οικονομική κρίση», και να προσφεύγει στις επιστημονικές γνώμες των βιολόγων για να κατακεραυνώσουν την αντιεπιστημονική ρατσιστική προπαγάνδα. Με αυτόν όμως τον τρόπο παραμένει ξένος και αναποτελεσματικός ως προς τις αιτίες του ρατσισμού και ως προς τα σημερινά, εξελισσόμενα «επιχειρήματα» των νεο-ρατσιστών.

Μεταρρύθμιση του αντιρατσισμού

Οι αντιρατσιστές πρέπει να κατανοήσουν, σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, ότι ο νεο-ρατσισμός μαζί με την υπέρβαση του βιολογικού/ανισωτικού επιχειρήματος, έχουν υιοθετήσει μια διαφοριστική θεματική, η οποία σε πολλά σημεία παραμένει κοινή με τη δική τους. Κατά έναν ορισμένο τρόπο, και από διαφορετικές βέβαια ηθικές αφετηρίες, οι νεο-ρατσιστές καθώς και πολλοί αντιρατσιστές συμπίπτουν σε μια κοινή κοινοτιστική προβληματική, υπερασπίζοντας το «δικαίωμα στη διαφορά», τις κλεισμένες στον εαυτό τους πολιτισμικές, εθνοτικές, θρησκευτικές κ.λπ. κοινότητες. Εκλαμβάνοντας την κοινωνικο-πολιτική ζωή μέσα σε μια εθνική κοινότητα ως το σύνολο των διαδράσεων ανάμεσα σε έτσι συγκροτημένες κοινότητες που ταυτίζουν τα άτομα με την καταγωγική τους κουλτούρα, δεν κάνουν άλλο από το να τα φυλακίζουν μέσα σε αυτή τη μη αναγώγιμη διαφορά τους. Το αποτέλεσμα στην αρνητική του εκδοχή, δηλαδή στη νεο-ρατσιστική επένδυση/παραφθορά της «διαφοράς», είναι ο έμμεσος και διαρκής στιγματισμός των θεωρούμενων αναφομοίωτων «άλλων».

Σχηματοποιώντας, θα μπορούσε κανείς να κατατάξει σε δύο βασικές κατηγορίες τις λογικές που διατρέχουν τον σημερινό αντιρατσιστικό λόγο:

1) Τη «δεξιά» λογική, σύμφωνα με την οποία ο ρατσισμός είναι μια στερεοτυπική αρνητική απάντηση στο πρόβλημα της παρουσίας στο εθνικό έδαφος ενός μεγάλου αριθμού ξένων που δεν «αφομοιώνονται». Αυτή η λογική προβάλλει ως λύση το μέτρο του λεγόμενου «ορίου ανεκτικότητας», δηλαδή του περισσότερο ή λιγότερο δραστικού περιορισμού της παρουσίας των ξένων. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα με αυτή τη «λογική» είναι τούτο: ποιος αποφασίζει, και στη βάση ποιων κριτηρίων, για τη μη δυνατότητα αφομοίωσης των ξένων από μια εθνική κοινωνία;

2) Την «αριστερή» λογική, που εξηγεί τον ρατσισμό ως το αποτέλεσμα της «κοινωνικής κρίσης» ή μιας γενικευμένης και βαθύτατης «κοινωνικής δυσφορίας». Στη μαρξιστική της εκδοχή αυτή η λογική ανατρέχει στην ταξική πάλη, στην ανισωτική δομή κυρίαρχοι/κυριαρχούμενοι, που εξισώνεται βέβαια με το ζεύγος εκμεταλλευτές/εκμεταλλευόμενοι. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο ρατσισμός δεν είναι τίποτε άλλο από «τρόπος νομιμοποίησης μιας κοινωνικο-οικονομικής πρακτικής κυριαρχίας που εμπεριέχει ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Συνεπάγεται ότι ο πραγματικός αγώνας κατά του ρατσισμού ταυτίζεται με τη στράτευση, μέσα στο πεδίο της ταξικής πάλης, στο πλευρό των κυριαρχούμενων και των εκμεταλλευόμενων». Αλλά μια τέτοια κατανόηση του ρατσισμού, μέσω της αναγωγής του στην πάλη των τάξεων που αποφασίζει για τα πάντα, «ο μετα-ρατσιστικός ορίζοντας δεν μπορεί να διακρίνεται από τον μετα-καπιταλιστικό ορίζοντα: η αντιρατσιστική πίστη συνίσταται στη δρώσα ελπίδα της έλευσης μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, άρα χωρίς ρατσισμό». Αυτή η αναγωγιστική λογική αφαιρεί από τον ρατσισμό κάθε ιδιαιτερότητα. Στην ουσία, ο αντιρατσιστικός αγώνας χάνει το προσίδιο περιεχόμενό του, δεν μπορεί να οριστεί διακριτά από άλλες κοινωνικο-πολιτικές πρακτικές και, κυρίως, αποπολιτικοποιείται, αφού αδυνατεί να συλλάβει τις νέες ρατσιστικές αναπαραστάσεις που εκδηλώνονται μέσα στο πολιτικό πεδίο.

Ο αναγκαίος αντιρατσιστικός αγώνας, σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, οφείλει να υποστεί σήμερα μια απολύτως απαραίτητη «ηθική και διανοητική μεταρρύθμιση». Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα των αιτίων που ωθούν προς την υιοθέτηση των νέων ρατσιστικών συμπεριφορών. Ο αντιρατσισμός δεν μπορεί να αντιπαρατάσσει το δικό του «δόγμα» στο δόγμα του ρατσισμού: η κατανόηση προηγείται, τρόπον τινά, της αντιρατσιστικής δράσης, η αναγκαία επιχειρηματολογική πειθώ που στηρίζεται σε ορθολογικά θεμέλια πρέπει πάντα να παίρνει υπόψη της τον «ανορθολογισμό» που δομεί κάθε ιδεολογία, επομένως και τη ρατσιστική. Δυστυχώς, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να «ξεριζώσουμε» τον ρατσισμό, όλο το πρόβλημα για τους αντιρατσιστές αγωνιστές συνίσταται στο να κατανοήσουν τις μεταμορφώσεις του ρατσισμού, μακριά από κληρονομημένες βεβαιότητες που λειτουργούν ως ιδεολογικά ηρεμιστικά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή δραστικότητα τις ενίοτε και φονικές συνέπειές του.

Ο νέος ακροδεξιός λαϊκισμός

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε πολλές δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες, πολιτικά κινήματα που χαρακτηρίζονται λαϊκιστικά, νεο-λαϊκιστικά, εθνικο-λαϊκιστικά ή δεξιά λαϊκιστικά (ακόμα και λαϊκιστικά της ριζοσπαστικής Δεξιάς) επιβλήθηκαν στην πολιτική σκηνή, εκμεταλλευόμενα την κρίση εμπιστοσύνης έναντι των θεσμών και των κυβερνωσών ελίτ στις πλουραλιστικές δημοκρατίες. Τα νέα λαϊκιστικά κόμματα, όλα προσωποπαγή -διευθυνόμενα και ενσαρκωνόμενα από ταλαντούχους και ανησυχητικούς δημαγωγούς- εκμεταλλεύονται τα «αντιπολιτικά» αισθήματα, μέχρι του σημείου να παρουσιάζονται ως «αντικομματικά κόμματα», και μεταφράζουν στον δημαγωγικό τους λόγο την απόρριψη της μετανάστευσης (στιγματιζόμενης ως φορέα απώλειας της εθνικο-περιφερειακής ταυτότητας ή της εθνικής κυριαρχίας), ένα ισχυρό αίσθημα ανασφάλειας και το αίτημα αυταρχικής αποκατάστασης της τάξης, την εχθρότητα στην Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση (...).

Στη ρητορική του νέου λαϊκισμού, στην καταγγελία του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος προστίθεται αυτή του «παγκοσμισμού», που ερμηνεύεται ως «συνωμοσία» κατά των λαών και των εθνών. Ο αντι-ελιτισμός και ο αντι-παγκοσμισμός συγκροτούν έναν φαύλο κύκλο, τροφοδοτώντας το συνωμοτικό φαντασιακό. Οι περισσότεροι παρατηρητές εκκινούν από μία διαπίστωση: αυτή του ρήγματος ανάμεσα στον λαό και τις εξουσιαστικές ελίτ, της αυξανόμενης απόστασης μεταξύ του λαού και του πολιτικού συστήματος. Η συνηθισμένη διάγνωση είναι αυτή μιας κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που από τους πιο αισιόδοξους ερμηνεύεται ως κρίση ανάπτυξης. Στο εξής, το ρεμέδιο θα ήταν η συρρίκνωση της απόστασης ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, πράγμα το οποίο μεταφράζει η πολιτική προσφορά για «περισσότερη εγγύτητα». Ωστόσο, η κρίση θα μπορούσε να κλονίσει την ίδια τη νομιμοποίηση του δημοκρατικού-αντιπροσωπευτικού συστήματος, που προκαλεί στους πολίτες ένα αίσθημα ανικανοποίητου και το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί με προσίδια μέσα. Εκδηλώνονται αιτήματα ταυτότητας και ασφάλειας, κοινοτικής αδελφότητας και σεβασμού του περιβάλλοντος, ριζώματος στο τοπικό και άμεσης δημοκρατίας, τα οποία ούτε οι διανοητικές ελίτ ούτε οι παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί αναγνωρίζουν στην πληρότητά τους. Εξού και η κινητοποίηση του «λαού» κατά του πολιτικού και διανοητικού κατεστημένου, και η εμφάνιση αντι-συστημικών κομμάτων.

Τα σημερινά εθνικό-λαϊκιστικά κινήματα στην Ευρώπη παρουσιάζουν όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

1) Την προσωπική έγκληση που απευθύνει ο ηγέτης στον λαό.

2) Την έγκληση σε όλο τον λαό-με την εξαίρεση των απονομιμοποιημένων ελίτ, που γίνονται αντικείμενο υποψίας ως «συνωμοτούσες» -άρα, τη θέαση του εθνικού συναγερμού.

3) Την άμεση έγκληση στον αυθεντικό λαό, που παρέμεινε ο «εαυτός του», που διατήρησε δηλαδή την εθνική του ταυτότητα.

4) Την έγκληση για αλλαγή, που εμπεριέχει μια καθαρτήρια ρήξη με το παρόν (το υποτιθέμενο «διεφθαρμένο σύστημα»), αξεχώριστη από μια αντιφορολογική διαμαρτυρία, ενίοτε συνδεδεμένη με την απαίτηση δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας.

5) Την έγκληση για την «κάθαρση» της χώρας από στοιχεία θεωρούμενα «αναφομοίωτα», πράγμα το οποίο ορίζει το πρόγραμμα ενός «εθνικισμού του αποκλεισμού» με αντι-μεταναστευτική δεσπόζουσα. Η παρόξυνση αυτού του τελευταίου χαρακτηριστικού βρίσκεται στην αφετηρία μιας παρέκβασης προς έναν μεικτό τύπο ρατσισμού, περισσότερο διαφοριστικού-πολιτισμικού, παρά ανισωτικού-βιολογικού. Στον πολλαπλασιασμό αυτών των νέων κομμάτων-κινημάτων μπορούμε να δούμε τον δείκτη της ανάδυσης μιας νέας ακροδεξιάς, την οποία ο Piero Ignazi ονόμασε «μετα-βιομηχανική». Αυτά τα εθνικο-λαϊκιστικά κόμματα ενσαρκώνουν περισσότερο «μετα-φασιστικούς» παρά «νεο-φασιστικούς» σχηματισμούς (ετικέτα που τους αποδίδουν οι «αντιφασίστες» μαχητές) [...].

Η συγκριτική ανάλυση των προγραμμάτων των διαφόρων λαϊκιστικών σχηματισμών επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το νεο-λαϊκιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ιδεολογικής συνοχής στο επίπεδο του δόγματος, κάτι που θα έμοιαζε με «λαϊκιστική ιδεολογία». Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει λαϊκιστική ιδεολογία, αλλά συνθέσεις ανάμεσα στις λαϊκιστικές διαμαρτυρίες και τη μία ή την άλλη ιδεολογική κατασκευή: ο λαϊκισμός αποτελεί πολιτικό ύφος που θεμελιώνεται στην έγκληση στον λαό, καθώς και στη λατρεία και την υπεράσπιση του λαού, συμβατό με όλες τις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες - φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός, αναρχισμός κ.λπ. Σε αυτές τις κινητοποιήσεις, που συνιστούν ταυτόχρονα απειλή αλλά και πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η έγκληση στον λαό από ηγέτες προικισμένους με χάρισμα και τηλεγενικές δεξιότητες, εκτός των ορίων του πολιτικού συστήματος, συμβαδίζει με την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας που υποτίθεται ότι απειλείται: το λαϊκιστικό ύφος είναι αδιαχώριστο από τον εθνοτικό-εθνικιστικό προσανατολισμό. Αυτός ο «λαϊκισμός αποκλεισμού» παίρνει είτε το πρόσωπο μιας κινητοποίησης διαμαρτυρίας (στα αριστερά ή στα δεξιά, κατά προτίμηση στα άκρα) είτε αυτό μιας ταυτοτικής κινητοποίησης, η οποία αναφέρεται στην εθνική κυριαρχία-ανεξαρτησία ή στη συλλογική ταυτότητα που πρέπει να συντηρηθεί από κάθε απομάγευση (η αντίδραση είναι είτε περισσότερο «εθνικοκυριαρχική» είτε περισσότερο εθνοτικο-ρατσιστική). Ζήτημα δοσολογίας των συνιστωσών αντίστοιχα, διαμαρτυρίας (αντιφορολογισμός, αντιελιτισμός, «αντικομματισμός» κ.λπ.) και ταυτότητας (κλασικοί ξενόφοβοι εθνικισμοί, αποσχιστικοί μικροεθνικισμοί, εθνοτισμοί και εθνοτικοεθνικισμοί, κ.λπ.). Ο νέος ευρωπαϊκός λαϊκισμός παρουσιάζεται είτε με τη μορφή ενός μαχητικού εθνοτικο-εθνικο-λαϊκισμού, όταν προκρίνει την ταυτοτική διάσταση, είτε με αυτή ενός σχεδόν αποϊδεολογικοποιημένου νεο-λαϊκισμού, όταν σε αυτόν κυριαρχεί η προσφυγή στους πόρους της μιντιακής επικοινωνίας, προκειμένου να εγγυηθεί τα προσωπικά συμφέροντα του ηγέτη.

Η έγκληση στον λαό είναι λαϊκιστική όταν αποφεύγει θεσμικές μεσολαβήσεις και βραχυκυκλώνει το πολιτικό σύστημα. Αυτό που είναι αποφασιστικό στη συγκαιρινή αντιπολιτική πολιτική είναι ότι παράγεται στον μιντιακό χώρο: οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας ευνόησαν την εφαρμογή νέων τελετουργιών στον πολιτικό αγώνα, όπου η προσωπικότητα του ηγέτη-δημαγωγού μετριέται από τη δημοτικότητα της τηλεοπτικής του εικόνας. Ο νεο-λαϊκισμός, τόσο στην Ευρώπη όσο και εκτός Ευρώπης, είναι ένας τηλε-λαϊκισμός. Στο εξής, ο δημόσιος χώρος τείνει να τοποθετείται εκτός του κοινοβουλευτικού πεδίου (...).

Έκφραση της δυσφορίας των πολιτών στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το νέο λαϊκιστικό κύμα μαρτυρά και την επανεπινόηση του εθνικισμού, ως προς το ότι οι εθνικο-λαϊκιστές ηγέτες πέτυχαν να μονοπωλήσουν την πολιτική μετάφραση των ταυτοτικών ανησυχιών συχνά με όρους εθνοτικούς και σε μια αυταρχική προοπτική. Απόδειξη γι' αυτό είναι ο πολλαπλασιασμός των προγραμμάτων που επικεντρώνονται στον αγώνα κατά της «μετανάστευσης-εισβολής» από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και η αυξανόμενη ισλαμοφοβία, ριζοσπαστικοποιημένη μετά τις αντιαμερικανικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ο «σοβινισμός της ευημερίας» εκφράζει την αφοσίωση των διαμαρτυρόμενων πολιτών στο κράτος-πρόνοιας, επομένως την παρουσία στο «λαϊκιστικό» ακροατήριο ενός προστατευτικού φαντασιακού, ενώ οι αντιφορολογικές κινητοποιήσεις βαίνουν προς την κατεύθυνση μιας ορισμένης αποδοχής των κανόνων του οικονομικού φιλελευθερισμού.

Στις κλασικές μορφές του λαϊκισμού, η «αντι-στάτους κβο» στάση θεμελίωνε το σύνολο των διαμαρτυριών και των διεκδικήσεων, οι οποίες περιλάμβαναν την απαίτηση αναγνώρισης της αξιοπρέπειας των «απλών ανθρώπων», που μπορούσε να πάρει τη μορφή εξιδανίκευσης των απόκληρων μαζών. Ο παλιός λαϊκισμός ήταν ένας ηθικισμός, δομημένος μέσω ενός μανιχαϊκού δυϊσμού που αντιπαρέθετε τους φορείς του Καλού και της Αρετής, τους «έντιμους ανθρώπους» που συγκροτούν την «ενάρετη κοινότητα των εργαζομένων» απέναντι στα ενεργούμενα του Κακού και της Διαστροφής, τους «καρπωτές», τα «παράσιτα» ή τους «πλουτοκράτες», οι οποίοι «πίνουν το αίμα των φτωχών», κοντολογίς τους εκπροσώπους της εκμεταλλεύτριας τάξης, ανήθικης και τρυφηλής. Στον νέο λαϊκισμό φαίνεται να κυριαρχεί η υπεράσπιση του στάτους κβο: οι προνομιούχοι κύκλοι ή οι μέχρι τώρα μάλλον ευνοημένοι εκφράζουν την ισχυρή τους προσήλωση στα κεκτημένα πλεονεκτήματα ή στην κοινωνική τους θέση, που απειλούνται από τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης (απώλεια κυριαρχίας των κρατών, άνοιγμα των συνόρων κ.λπ.), χωρίς να ενδιαφέρονται για την κατάσταση εκείνων οι οποίοι αποκλείονται από το σύστημα. Η διάκριση που εισήγαγε ο Γκι Ερμέ ανάμεσα στον «λαϊκισμό των αρχαίων» και τον «λαϊκισμό των συγχρόνων» είναι πολύ διαφωτιστική, αποτελώντας αναλυτική κατηγορία: οι σχηματισμοί και οι παρατηρούμενες λαϊκιστικές κινητοποιήσεις παρουσιάζονται ως υβρίδια παλαιο- και νεο-λαϊκισμού (...).