Ψυχανάλυση
Όσο κι αν ο Sigmund Freud προσπάθησε να δημιουργήσει μια διαχρονική θεωρία, είναιγεγονός ότι βασίστηκε αποκλειστικά στην παρατήρηση η οποία γινόταν πάνω σε ασθενείς της μέσης και ανώτερης Βικτοριανής τάξης της Ευρώπης του τέλους του δεκάτου ένατου και αρχών του εικοστού αιώνα. Το πώς καταφέρνει να υφίσταται ακόμα και να κυριαρχεί μάλιστα σε κάποιες χώρες είναι ζήτημα που θα πρέπει να συζητηθεί ξεχωριστά (και πιστέψτε με, δεν οφείλεται στην ικανότητα της θεωρίας να θεραπεύει τους ασθενείς).Κεντρικός άξονας της ψυχαναλυτικής θεώρησης του ατόμου είναι ο άνθρωπος ως σύστημα ενεργειών. Η ενέργεια ρέει μέσα στον άνθρωπο και διοχετεύεται σε κάποια κανάλια, δηλαδή συμπεριφορές. Στόχος του ανθρώπου είναι η ηδονή, δηλαδή η μείωση της έντασης ή η απελευθέρωση της ενέργειας .Κατά τον Freud, οι άνθρωποι αναζητώντας την ηδονή σκοντάφτουν στις απαιτήσεις της πολιτισμένης κοινωνίας. Έτσι είτε διοχετεύουν την ενέργεια σε άλλο κανάλι (τόσο οι επιστημονικές όσο και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες είναι σεξουαλική και επιθετική ενέργεια που εκφράζεται με άλλο τρόπο) είτε οδηγούνται στη δυστυχία και τη νεύρωση. Η ψυχαναλυτική θεωρία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν έχει πλήρη επίγνωση των συναισθημάτων και ενστίκτων του. Αυτά που έχουμε επίγνωση βρίσκονται στο συνειδητό, αυτά που μπορούμε να αντιληφθούμε αν τους δώσουμε προσοχή βρίσκονται στοπροσυνειδητό και αυτά που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, φωλιάζουν στο ασυνείδητο. Τα τελευταία μπορούμε να τα παρατηρήσουμε έμμεσα, μελετώντας τα όνειρα, τις γλωσσικές παραδρομές, τις νευρώσεις, τις ψυχώσεις, κ.α.Στο ασυνείδητο εξάλλου φωλιάζουν όλες οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής μας, κι όχι μόνο, ζωής, για λόγους άμυνας. Αναγκάζουμε δηλαδή τον εαυτό μας να απωθήσει τις εμπειρίες για να αποφύγουμε τον πόνο που τις συνοδεύει.Στα 1923, ο Freud ανέπτυξε ένα πιο μεθοδικό δομικό μοντέλο της ψυχανάλυσης παρουσιάζοντας τις έννοιες του «εκείνο» ,«εγώ» και «υπερεγώ». Το «εκείνο» αντιπροσωπεύει την πηγή ενέργειας των ενορμήσεων. Είναι απαιτητικό, παράλογο, αντικοινωνικό και αγαπά τις απολαύσεις.Το «υπερεγώ» αποτελεί τον αντίποδα του «εκείνο». Αντιπροσωπεύει το ηθικό μέρος της λειτουργίας μας, περιλαμβάνοντας τα ιδανικά για τα οποία αγωνιζόμαστε και τις ενοχές που συνοδεύουν τις «κακές» μας πράξεις.Στη μέση των δύο βρίσκεται το «Εγώ». Η λειτουργία του έγκειται στην ικανοποίηση του «εκείνο» στα πλαίσια της πραγματικότητας και των απαιτήσεων του «υπερεγώ».Αναφορικά με τα στάδια ανάπτυξης, ο Freud ανέφερε το «στοματικό» (0-1 ετών, παίρνει το όνομα του από το γεγονός ότι το βασικό κέντρο διέγερσης κι ευαισθησίας του παιδιού είναι το στόμα), το «πρωκτικό» (2-προεφηβεία, η διέγερση είναι στον πρωκτό) και τέλος το γεννητικό στάδιο (έναρξη εφηβείας, ξαναξύπνημα των σεξουαλικών ορμών). Κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου υφίσταται και η «φαλλική» φάση όταν το παιδί έχει τις πρώτες του στήσεις. Το αγόρι συνειδητοποιεί ότι έχει πέος ενώ το κορίτσι όχι. Ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας αποτελεί τον αντίζηλο του στην αγάπη της μητέρας δημιουργώντας το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το γνωστότερο ίσως όρο της Ψυχανάλυσης.Τέλος, ο Freud υποστήριξε ότι η εξέλιξη της ανθρώπινης προσωπικότητας ακολουθεί μια φυσιολογική πορεία κι ότι το πρόβλημα θα δημιουργεί αν υπάρξει καθήλωση σε κάποιο στάδιο ή μια σύγκρουση που δεν έχει λυθεί και κρατά δέσμιο το άτομο. Ρόλος του ψυχολόγου είναι να ανακαλύψει αυτή την καθήλωση ή / και σύγκρουση, να βοηθήσει το άτομο να τη λύσει και να τον ωθήσει έτσι στην περαιτέρω ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Αδυναμίες της Θεωρίας:Κατ’ αρχάς, το ίδιο το ενεργειακό μοντέλο που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της θεωρίας, έχει πλέον καταρριφθεί. Οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν πάντα τη μείωση της έντασης. Συχνά μάλιστα ζητούν την αύξησή της!Το επιστημονικό κύρος εξάλλου της θεωρίας είναι μάλλον ανύπαρκτο. Οι όροι είναι διφορούμενοι, η γλώσσα είναι ασαφής, οι έννοιες αν και έχουν περιγραφική δύναμη πολύ δύσκολα αποδίδονται με αντίστοιχες παρατηρήσιμες συμπεριφορές. Το σημαντικότερο όμως είναι η πλήρη έλλειψη έρευνας. Η ίδια η θεωρία άλλωστε παρουσιάζει μια εκνευριστική ελαστικότητα καθιστώντας τη μη διαψεύσιμη. Μια θεωρία που δεν μπορεί να διαψευσθεί δεν είναι επιστημονική θεωρία.
Προσωποκεντρική Θεωρία
Η θεωρία αυτή αποτελεί δημιούργημα του Carl Ransom Rogers και εστιάστηκε στη διεργασία της ψυχοθεραπείας. Αποτελεί συνέχεια της ψυχανάλυσης αλλά διαφέρει σε τόσο μεγάλο βαθμό που αποτελεί πλέον αυτοτελή θεωρία.Η δομική έννοια της θεωρίας είναι ο «εαυτός». Κατά το Rogers, το άτομο αντιλαμβάνεται τα εξωτερικά αντικείμενα και τις εμπειρίες και τους δίνει κάποιο νόημα. Το όλο σύστημα των αντιλήψεων συνιστούν το πεδίο φαινομένων του ανθρώπου. Τα μέρη του πεδίου αυτού που το άτομο θεωρεί ως «εαυτό» ή «εγώ» συνιστούν την έννοια του εαυτού. Η έννοια του εαυτού είναι σταθερά οργανωμένη και διατηρεί αυτή τη σταθερότητα παρά τις αλλαγές που υφίσταται κατά την πάροδο του χρόνου.Η θεωρία έδωσε βαρύτητα στην «αυτοσυνέπεια»και τη «συμφωνία» του εαυτού μας με την εμπειρία. Το άτομο, σε αντίθεση με αυτά που έλεγε ο Freud, δεν επιζητά την ευχαρίστηση ή/ και αποφυγή του πόνου, αλλά, αντίθετα, ζητά να διατηρήσει την ίδια του τη δομή. Έτσι, αν κάποιος θεωρεί ότι στον εαυτό του «ταιριάζει» ο πόνος τότε θα επιδιώξει την αύξηση του πόνου. Όσον αφορά τη συμφωνία του εαυτού με την εμπειρία, αυτή αφορά το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να φέρουν σε συμφωνία την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους με τα συναισθήματα που βιώνουν. Αν αποτύχουμε τότε θα βιώσουμε μια κατάσταση ασυμφωνίας που θα έχει σαν αποτέλεσμα την ενεργοποίηση διαδικασιών άμυνας. Η πιο χαρακτηριστική μορφή άμυνας είναι η«διαστρέβλωση». Π.χ. αν κάποιος μαθητής θεωρεί τον εαυτό του αδύναμο στα μαθηματικά και πάρει υψηλό βαθμό θα δικαιολογήσει το γεγονός με προτάσεις του τύπου «Αυτός ο καθηγητής είναι ανόητος» ή «Ήταν τυχαίο». Αναφορικά με την ανάπτυξη των παιδιών, ο Rogers πρέσβευε ότι η υγιής ανάπτυξη του παιδιού γίνεται μέσα σε κλίμα όπου το παιδί γίνεται αποδεκτό ακόμα κι όταν πράττει συμπεριφορές που οι γονείς δεν εγκρίνουν. Δε λέει ότι πρέπει οι γονείς να είναι απαθείς, αλλά ότι πρέπει να κατακρίνουν τη συμπεριφορά κι όχι το παιδί. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στο «Δε μου αρέσει αυτό που κάνεις» και «Είσαι κακό παιδί που κάνεις αυτό». Αρκετά ξεκάθαρο νομίζω.Αυτό που έκανε πάντως διάσημο τον Rogers δεν ήταν τόσο η θεωρία του όσο θεραπευτική του στάση. Οι τρεις προϋποθέσεις που θεωρεί ότι πρέπει να πληρούνται για να προχωρήσει η θεραπεία είναι ησυμφωνία ή ειλικρίνεια, η άνευ όρων θετική αναγνώριση και η συναισθηματική κατανόηση.
Αδυναμίες της Θεωρίας:Τα μειονεκτήματα της θεωρίας είναι ότι βασίζεται, για τις μετρήσεις που κάνει, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην αυτοαναφορά, τεχνική που παρουσιάζει μεγάλο βαθμό αναξιοπιστίας.Παράλληλα, δεν παραδέχεται ότι είναι αδύνατο να κάνει κάποιος παρατηρήσεις χωρίς προκαταλήψεις ενώ και το πεδίο καταλληλότητας είναι αρκετά φτωχό.
Η Θεωρία της Μάθησης
Η θεωρία της μάθησης μπορεί να χωριστεί σε 2 βασικά μέρη:Στην κλασσική εξαρτημένη μάθηση και στη συντελεστική μάθηση.
Κλασσική εξαρτημένη μάθηση: Το ουσιώδες χαρακτηριστικό αυτής της θεωρίας είναι το γεγονός πως ένα μέχρι πριν ουδέτερο ερέθισμα αποκτά την ικανότητα να προκαλέσει μια αντίδραση επειδή σχετίζεται με ένα άλλο ερέθισμα που προκαλεί την ίδια ή παρόμοια αντίδραση. Πιο γνωστό παράδειγμα είναι το κουδούνι που προκαλούσε το σίελο του σκύλου επειδή είχε συνδεθεί με το φαγητό που ερχόταν πάντοτε λίγα δευτερόλεπτα μετά τον ήχο του κουδουνιού. Η ανακάλυψη αυτή έγινε τυχαία από το Ρώσο φυσιολόγο Ivan Petrovich Pavlov στις έρευνες του για την πέψη.
Βασικά στοιχεία αυτής της μάθησης είναι η γενίκευση –όπου η αντίδραση στο κουδούνι μπορεί να γενικευτεί και σε άλλους ήχους-, η διάκριση –ακριβώς το αντίθετο της γενίκευσης- και η απόσβεση –όταν το εξαρτημένο ερέθισμα γίνεται πάλι ουδέτερο.Ας τη δούμε σε δράση: Κάποιο παιδί το δαγκώνει ένας σκύλος και αναπτύσσει φοβία για το σκύλο. Με τη διαδικασία της γενίκευσης φοβάται όλα τα σκυλιά. Στη συνέχεια, μέσω κάποιων θετικών εμπειριών με κάποια σκυλιά, παύει να τα φοβάται όλα και φοβάται μερικά (εδώ βλέπουμε τη διάκριση). Με περαιτέρω θετικές εμπειρίες παύει να φοβάται τα σκυλιά (απόσβεση). Το μοντέλο της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης μας βοηθά να κατανοήσουμε την ανάπτυξη, διατήρηση και εξαφάνιση πολλών συναισθηματικών αντιδράσεων. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην απόσβεση συναισθηματικών αντιδράσεων λέγεται «συστηματική απευαισθητοποίηση» τουJoseph Wolpe. Είναι μια πολύπλοκη διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο μαθαίνει να συνδέει τα ερεθίσματα που του προκαλούν άγχος με συναισθήματα χαλάρωσης κι έτσι να ξεπερνά τις φοβίες του.
Αδυναμίες της Θεωρίας:Η κριτική στη θεωρία είναι αυστηρή αλλά δίκαια. Κατ’ αρχάς, ησυμπεριφορική προσέγγιση έχει υπεραπλουστεύσει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Κι αυτό τόσο γιατί όλες σχεδόν οι έρευνες της θεωρίας έγιναν σε ζώα όσο και γιατί οι συμπεριφορές που μελετούν οι θεωρητικοί της μάθησης είναι επιφανειακές. Παράλληλα, παραμελούν πλήρως τη γνωστική πτυχή του ανθρώπου. Η γνωστική συμπεριφορά περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο το άτομο προσλαμβάνει, οργανώνει και μεταδίδει πληροφορίες. Οι οπαδοί των θεωριών της μάθησης αδιαφόρησαν ολοκληρωτικά γι αυτό το κομμάτι. Συνοψίζοντας, οι θεωρίες της μάθησης πράγματι εξηγούν κάποια φαινόμενα και προτείνουν λύσεις για κάποια άλλα –όπως η πραγματικά εξαίρετη συστηματική απευαισθητοποίηση- όμως είναι ανίκανη να μελετήσει πλήρως την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Θεωρία Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας:
Όπως συμβαίνει με όλες τις θεωρίες, έτσι κι η θεωρία αυτή είναι μια «ομπρέλα» που περιλαμβάνει πολλές άλλες υποθεωρίες. Εδώ θα παρουσιαστούν τα σημαντικότερα κοινά σημεία. Επίσης, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της θεωρίας είναι η μικρή αποδοχή της από τους ψυχολόγους και η τεράστια αποδοχή από τους μη ειδικούς. Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτή τη θεωρία όταν προσπαθούν να εξηγήσουν τις συμπεριφορές των συνανθρώπων τους. Αμέσως προστρέχουν σε σταθερά χαρακτηριστικά (είναι τσιγκούνης, εσωστρεφής, βαρετός, υπερφίαλος, κλπ) Η βασική υπόθεση της θεωρίας είναι ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με ορισμένους τρόπους λόγω κάποιων γενικών προδιαθέσεων, των λεγόμενων χαρακτηριστικών. Αυτά αποτελούν τους θεμελιώδεις δομικούς λίθους της προσωπικότητας.Μπορεί να γίνει ιεραρχική διάκριση των χαρακτηριστικών ανάμεσα στα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά –είναι οι εξέχουσες προδιαθέσεις-, στα κεντρικά χαρακτηριστικά –προδιαθέσεις που καλύπτουν ένα πιο περιορισμένο φάσμα καταστάσεων- και τις δευτερεύουσες προδιαθέσεις –τα λιγότερο φανερά και μόνιμα χαρακτηριστικά. Το χαρακτηριστικό δεν αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιστάσεις. Επηρεάζει και το περιβάλλον κι έτσι δεν είναι απίθανο να δούμε κάποιον εσωστρεφή να συμπεριφέρεται με εξωστρεφή τρόπο κάποια στιγμή. Το χαρακτηριστικό καταδεικνύει τη συμπεριφορά που θα δείξει το άτομο τις περισσότερες φορές, όχι όλες.Η θεωρία μελετά το άτομο μέσω της ιδιογραφικής έρευνας.
Είναι η σε βάθος μελέτη του κάθε ατόμου ξεχωριστά με στόχο να αναλύσουμε πλήρως τα χαρακτηριστικά στα οποία βασίζεται η προσωπικότητα του. Η μέτρηση γίνεται με τη στατιστική τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης. Αυτή συνίσταται στην εξής μέθοδο: Δίνεται στο άτομο ένας μεγάλος αριθμός δηλώσεων με τις οποίες καλείται να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Ο συσχετισμός των απαντήσεων φανερώνει την προσωπικότητα του ατόμου.
Παράδειγμα: Τα άτομα που συμφωνούν με τη δήλωση «Πηγαίνω συχνά σε πολυπληθή πάρτι» συνήθως συμφωνούν και με τη δήλωση «Μου αρέσει να περνάω το χρόνο μου με παρέα» και διαφωνούν με τη δήλωση «Προτιμώ να μένω σπίτι παρά να βγαίνω έξω» (διάσταση εξωστρέφειας).Το ενδιαφέρον σημείο της θεωρίας είναι η βιολογική της βάση. Συγκεκριμένα, κάποιες μελέτες έδειξαν ότι οι εσωστρεφείς διεγείρονται περισσότερο από τα γεγονότα και μαθαίνουν πιο γρήγορα τις κοινωνικές απαγορεύσεις από τους εξωστρεφείς. Επίσης, οι εσωστρεφείς έχουν χαμηλότερο «άριστο επίπεδο ερεθισμών» από τους εξωστρεφείς. Το άριστο επίπεδο ερεθισμών αναφέρεται στο βαθμό ερεθισμάτων που απαιτείται από το άτομο για να μη νιώθει ανία αλλά και να μη νιώθει πίεση. Οι ψευδαισθήσεις που συχνά ταλαιπωρούν τους φυλακισμένους προέρχονται από το γεγονός ότι κλεισμένοι σε ένα κελί έχουν ελάχιστα ερεθίσματα και ο εγκέφαλος δημιουργεί μόνος του ερεθίσματα για να καλύψει το κενό. Αναφορικά με την ψυχοπαθολογία, προτείνεται ένας συνδυασμός προσωπικότητας και νευρικού συστήματος. Έτσι, οι νευρωτικοί ασθενείς συνήθως παρουσιάζουν υψηλή βαθμολογία σε νευρωτισμό και χαμηλή σε εξωστρέφεια ενώ οι αντικοινωνικοί άνθρωποι και οι εγκληματίες παρουσιάζουν υψηλή βαθμολογία στο νευρωτισμό, την εξωστρέφεια και τονψυχωτισμό. Όσο για τη θεραπεία, δεν προτείνεται κάτι ξεχωριστό. Απλά, κατηγοριοποιείται ο κάθε άνθρωπος και ανάλογα με την προσωπικότητά του προτείνεται ψυχαναλυτική θεραπεία, θεραπεία μάθησης ή γνωστική.
Αδυναμίες της Θεωρίας:Κι εδώ η κριτική είναι πιο ισχυρή από τη θεωρία. Ειδικότερα, η έννοια του χαρακτηριστικού είναι προβληματική. Η έννοια μπορεί να οριστεί με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε ψυχολόγο και ταυτόχρονα είναι αδύνατο να πεις κανείς ποιες ακριβώς συμπεριφορές εντάσσονται σε κάθε κατηγορία. Όταν ο ορισμός της έννοιας δεν είναι σταθερός αλλά επαφίεται στην κρίση του κάθε ψυχολόγου τότε η αξιοπιστία αυτομάτως μηδενίζεται. Συχνά οι άνθρωποι έχουν πρόβλημα γιατί χρησιμοποιούν την ίδια έννοια –π.χ. αγάπη- για ολότελα διαφορετικές συμπεριφορές (π.χ. κάποιος δέρνει τα παιδιά του από αγάπη –για να μεγαλώσουν σωστά-, ενώ κάποιος άλλος θεωρεί ότι το να χτυπάς τα παιδιά σου δείχνει οτιδήποτε άλλο από αγάπη).
Παράλληλα, η μέθοδος της παραγοντικής ανάλυσης έχει επικριθεί σε μεγάλο βαθμό και υποστηρίζεται ότι παρουσιάζει μια ψευδή ομοιότητα χαρακτηριστικών παρά μια ταύτιση, ενώ αμφισβητείται κατά πόσο δύναται να μας δώσει τις βασικές μονάδες της προσωπικότητας.Τέλος, οι θεωρητικοί δεν απαντούν στο βασικότατο ερώτημα: Το άτομο είναι απλά ένα σύνολο από χαρακτηριστικά ή μήπως ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένα τα χαρακτηριστικά αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της προσωπικότητάς;
ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ:
Η επιστήμη της ψυχολογίας άλλαξε ριζικά από τη δεκαετία του 1960 οπότε και έκανε την εμφάνιση της η γνωστική θεωρία. Για αρκετούς, η επανάσταση στην ψυχολογία που προκάλεσε η γνωστική θεωρία είναι ισοδύναμη της τεχνολογικής επανάστασης στη βιομηχανία. Η τεχνολογική επανάσταση κυριαρχείται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και την επεξεργασία των πληροφοριών. Το πρότυπο της γνωστικής επανάστασης βλέπει το άτομο σαν ένα σύνθετο, εξειδικευμένο –αν και επιρρεπή στα λάθη- επεξεργαστή πληροφοριών.Οι πληροφορίες όμως που δέχονται τα αισθητήρια όργανα μας ανά πάσα στιγμή είναι τεράστιες. Πώς καταφέρνουμε να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά όντας εκτεθειμένοι σε τέτοιο όγκο πληροφοριών; Χρησιμοποιώντας 2 τεχνικές που αμφότερες έχουν σαν στόχο την απλούστευση του κόσμου.
Στην πρώτη τεχνική συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε κάποια εργασία αδιαφορώντας συνειδητά για όλες τις άλλες πληροφορίες, τις άσχετες με το αντικείμενο προσοχής μας. Στη δεύτερη περίπτωση, και πιο σημαντική, διαμορφώνουμε κατηγορίες προκειμένου να χειριστούμε διάφορες πληροφορίες ως παραπλήσιες. Χειριζόμενοι ένα τμήμα πληροφορίας ως μέλος μια κατηγορίας, αυτομάτως του αποδίδουμε όλες τις ιδιότητες της εκάστοτε κατηγορίας. Π.χ. συναντώντας μια οξιά δε χρειάζεται να τη μελετήσουμε για να μάθουμε τις ιδιότητες του δέντρου που συναντήσαμε. Αρκεί να παρατηρήσουμε ότι είναι οξιά κι αυτομάτως κατέχει όλες τις ιδιότητες μια οξιάς. Δυστυχώς, αυτό το φαινόμενο έχει την αρνητική του πλευρά, όταν κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους με βάση κάποιο αυθαίρετο χαρακτηριστικό (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, κ.τ.λ.) δημιουργώντας έτσι φαινόμενα ρατσισμού.Αναφορικά με το ζήτημα του εαυτού, οι γνωστικοί ψυχολόγοι αρχικά αδιαφόρησαν. Το 1977 όμως η Markus δημιούργησε νέα δεδομένα υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν γνωστικές δομές για τον εαυτό τους όπως κάνουν και για τα άλλα φαινόμενα. Αυτές οι γνωστικές δομές ονομάζονται σχήματα εαυτού. Τα σχήματα αυτά συνίστανται σε ένα δίπολο (ένοχος-αθώος, κοινωνικός-εσωστρεφής, κ.α.) στο οποίο τα άτομα κατατάσσουν τον εαυτό τους.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως τα ήδη διαμορφωμένα σχήματα εαυτού επηρεάζουν τον τρόπο που επεξεργαζόμαστε πληροφορίες. Έτσι, πειράματα της Markus απέδειξαν ότι οι άνθρωποι επεξεργάζονται με ευκολία πληροφορίες σχετικές με το υπάρχον σχήμα εαυτού, ανακαλούν σχετικές αποδείξεις για τη συμπεριφορά και αντιστέκονται σε αποδείξεις αντίθετες προς τα σχήματα εαυτού. Μ’ άλλα λόγια, από τη στιγμή που διαμορφώνουμε κάποιο σχήμα εαυτού, έχουμε την ισχυρή τάση να τα διατηρήσουμε μέσω κάποιας προκατάληψης ως προς αυτά τα ερεθίσματα και τις πληροφορίες στις οποίες δίνουμε προσοχή, αυτά που θυμόμαστε κι αυτά που είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε ως αληθινά για τον εαυτό μας.
Επίσης, ενεργούμε απέναντι στους άλλους με τρόπο τέτοιο ώστε να τους κάνουμε να μας αντιληφθούν έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε εμείς τον εαυτό μας, ανεξάρτητα αν η εικόνα για τον εαυτό μας είναι θετική ή αρνητική. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται, αρκετοί από σας έχετε ήδη καταλάβει, αυτοεπιβεβαιωτική προκατάληψη. Ένα άλλο εύρημα που προέκυψε από τις έρευνες σχετικά με την έννοια του εαυτού, είναι η λεγόμενη «οικογένεια» εαυτών. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, έχουμε πολλούς εαυτούς, ενταγμένους σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια, καθένα με ένα ιδιαίτερο σύνολο χαρακτηριστικών και συμπεριφορών. Υπάρχει ένα εαυτός του Σπιτιού, ένας τη Εργασίας, ένας για τους Φίλους, κ.α. Σε ένα υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης υπάρχει ένας πρωτότυπος εαυτός που μας κάνει να λέμε: Έτσι είμαι στην πραγματικότητα. Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, όλοι μας είμαστε ερασιτέχνες ψυχολόγοι, με την έννοια ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε τις συμπεριφορές των άλλων. Χρησιμοποιούμε λοιπόν αιτιώδεις εξηγήσεις (εξηγήσεις αναφορικά με τις αιτίες των πραγμάτων). Σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, υπάρχουν τρεις διαστάσεις σχετικές με τις αιτιώδεις εξηγήσεις. Η εστία αιτιολογίας αφορά αν τα αίτια γίνονται αντιληπτά ως εσωτερικά ή εξωτερικά, η σταθερότητα αφορά το αν το αίτιο είναι σταθερό και σχετικά αμετάβλητο ή ασταθές και μεταβλητό, ενώ η ελεγξιμότητα έχει να κάνει με το αν τα γεγονότα υπόκεινται στον έλεγχο ή την επίδραση της επιπλέον προσπάθειας. Οι συνέπειες των αιτιωδών αποδόσεων είναι εξαιρετικά σημαντικές για την εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του αλλά και για τα κίνητρα του.
Για παράδειγμα, αν η κοινωνική απόρριψη λόγω ασχήμιας αποδίδεται σε εσωτερικά, σταθερά και ανεξέλεγκτα αίτια θα κάνουν το άτομο παθητικό, με την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει την απόρριψη (ακόμη χειρότερα, η πεποίθηση αυτή σε συνδυασμό με την αυτοεπιβεβαιωτική προκατάληψη θα τον κάνει να επιδιώκει την απόρριψη) ενώ η απόδοση σε εξωτερικά (φταίνε κυρίως οι άλλοι, όχι μόνο εγώ), ασταθή (δε θα είναι πάντα αρνητική η συμπεριφορά) και ελέγξιμα (μπορώ να αλλάξω την κατάσταση αφού, σε κάποιο βαθμό, την ελέγχω) θα έχει σαν συνέπεια την αύξηση της αυτοεκτίμησης και τη συνεπακόλουθη βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι το επίκτητο αίσθημα αβοήθητου (η εντύπωση ότι το άτομο δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δυσάρεστη κατάσταση όσο κι αν προσπαθεί οπότε δεν αξίζει καν να προσπαθήσει για να μην απογοητευτεί περισσότερο) κυριαρχεί στην κατάθλιψη και είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής, σταθερής, γενικής απόδοσης. Τα αποτελέσματα των αιτιωδών εξηγήσεων είναι πολύ σημαντικά και θα άξιζαν ενός ειδικού άρθρου (το οποίο θα γίνει κάποια στιγμή). Απλά θέλω να τελειώσω με μία φεμινιστική προσέγγιση: Ενώ η επιτυχία αντρών και γυναικών γενικά αποδίδεται στην ικανότητα (εσωτερικό αίτιο), η αποτυχία αποδίδεται για τις μεν γυναίκες πάλι στην ικανότητα (δηλαδή στην έλλειψη αυτής) ενώ για τους άντρες στην τύχη (εξωτερικό αίτιο)!! Οι γνωστικές διεργασίες ωστόσο δε λειτουργούν πάντοτε βάση της λογικής. Υπάρχουν πολλά λάθη στην επεξεργασία της πληροφορίας, λάθη κοινά για όλους τους ανθρώπους. Ας δούμε μερικά: Η προκατάληψη λόγω των πεποιθήσεων που ήδη έχουμε μας οδηγεί στο να βλέπουμε στους άλλους αυτό που αναμένουμε να δούμε ώστε να επιβεβαιωθούν οι πεποιθήσεις (ετερο-επιβεβαιωτική προκατάληψη). Μπορεί να βλέπουμε γεγονότα που ακολουθούν το ένα το άλλο σαν να έχουν αιτιολογική σύνδεση ενώ δεν έχουν καμία σχέση ή έχουν προκληθεί αμφότερα από άλλη αιτία (αυτό το φαινόμενο προκαλεί τις προλήψεις). Συχνά θεωρούμε ότι τα μεγάλα γεγονότα προκαλούνται από σοβαρές αιτίες ενώ τα απλά, καθημερινά από λιγότερο σοβαρές. Στην ερώτηση «τι θα έρθει, κορώνα ή γράμματα;» στο ρίξιμο ενός νομίσματος, η απάντηση θα εξαρτηθεί από την προηγούμενη προσπάθεια. Αν έχει έρθει κορώνα, θα σκεφτούμε ότι τώρα είναι πιο πιθανό να έρθει γράμματα, αν και ξέρουμε ότι σε κάθε ριξιά οι πιθανότητες είναι ίδιες.Επιστρέφοντας στα κίνητρα σε σχέση με τον εαυτό, συναντούμε την αυτοεπαλήθευση και την αυτοανύψωση. Η αυτοεπαλήθευση είναι η αυτοεπιβεβαιωτική προκατάληψη που συναντήσαμε νωρίτερα. Ο λόγος γι αυτό το φαινόμενο έχει να κάνει με τη σταθερότητα, την προβλεψιμότητα και τον έλεγχο που απαιτούν οι άνθρωποι να υπάρχει στη ζωή τους. Τα γεγονότα που παραβιάζουν την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας προκαλούν άγχος καθώς ταράζουν τον κόσμο έτσι όπως τον έχουμε δομήσει. Ως εκ τούτου, ένα άτομο με αρνητική εικόνα για τον εαυτό του θα αναζητήσει πληροφορίες και κοινωνική ανατροφοδότηση που θα επιβεβαιώνουν αυτό το γνωστικό σχήμα, καθηλωμένο καθώς είναι από την ανάγκη για σταθερότητα, γινόμενο με αυτό τον τρόπο ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του. Μη σας ξαφνιάζει λοιπόν όταν άνθρωποι με θετική εικόνα για τον εαυτό τους διαλέγουν συντρόφους που τους σέβονται και τους εκτιμούν ενώ άνθρωποι με αρνητική εικόνα προτιμούν συζύγους που τους σέβονται ελάχιστα ή καθόλου.Η αυτοανύψωση προσπαθεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στα άτομα με αρνητικό σχήμα εαυτού. Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι προτιμούν θετική παρά αρνητική ανατροφοδότηση, την ίδια στιγμή που υπερεκτιμούν τις θετικές τους ιδιότητες, μειώνοντας παράλληλα τις αρνητικές. Αυτό το κάνουμε συγκρίνοντας τον εαυτό μας με άτομα κατώτερα απ’ εμάς ενώ παράλληλα συσχετίζουμε τον εαυτό μας με άτομα που έχουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της προσπάθειας να παρουσιάσουμε ένα καλύτερο εαυτό απ’ ότι έχουμε στην πραγματικότητα. Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί τι γίνεται αν συγκρουστούν αυτά τα κίνητρα. Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με απόλυτη βεβαιότητα αλλά οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν θετική ανατροφοδότηση εκτός απ’ αυτούς που έχουν ισχυρή αρνητική αυτοεικόνα.Όλα καλά θα πείτε, αλλά τι γίνεται με την αλλαγή; Πως προτείνει η γνωστική ψυχολογία ότι μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος;Η γνωστική θέση για την αλλαγή είναι σχετικά απλή: Αφού η ψυχοπαθολογία είναι αποτέλεσμα μη ρεαλιστικών, δυσπροσαρμοστικών γνωστικών λειτουργιών, η θεραπεία πρέπει να μεταβάλλει αυτές τις διαστρεβλώσεις, αντικαθιστώντας τες με ρεαλιστικές, προσαρμοστικές γνωστικές λειτουργίες.
Το σύστημα του Έλις ονομάζεται: λογικοθυμική θεραπεία (Rational-Emotive Therapy). Θεωρεί ότι τα αίτια των ψυχολογικών δυσκολιών είναι οι παράλογες πεποιθήσεις ή παράλογες δηλώσεις που κάνουμε στον εαυτό μας – ότι πρέπει να κάνουμε κάτι, ότι πρέπει να αισθανθούμε έτσι, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τα συναισθήματα ή τη θέση μας, κ.α..Μερικές χαρακτηριστικέςδυσπροσαρμοστικές λειτουργίες είναι οι παράλογες πεποιθήσεις, οι εσφαλμένοι συλλογισμοί, η αρνητική θεώρηση του εαυτού, κ.α. Μέσα από τη χρήση της λογικής, της πειθούς, του σαρκασμού και του χιούμορ, γίνεται μια προσπάθεια να αλλάξουν οι παράλογες πεποιθήσεις που προκαλούν τα προβλήματα.
Ο Beck ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κατάθλιψη. Πρεσβεύει ότι τρεις αρνητικές θεωρήσεις, το σχήμα αυτό ονομάζεται γνωστική τριάδα , είναι υπαίτιες για την κατάθλιψη. Οι τρεις αυτές αρνητικές θεωρήσεις είναι οι αρνητικές απόψεις του ατόμου για τον εαυτό του (είμαιανεπαρκής, ανεπιθύμητος, ανάξιος), για τον κόσμο (ο κόσμος έχει πολλές απαιτήσεις από μένα, η ζωή είναι μια διαρκής ήττα) και για το μέλλον (η ζωή θα είναι πάντα τόσο απογοητευτική όσο είναι τώρα). Την ίδια στιγμή, τα άτομα με κατάθλιψη κάνουν λάθη και στην επεξεργασία των πληροφοριών, όπως τη μεγαλοποίηση των καθημερινών, απλών για τους περισσότερους, προβλημάτων που φτάνει στην καταστροφολογία, ενώ υπεργενικεύει από μια μεμονωμένη περίπτωση απόρριψης στην πεποίθηση «κανένας δε με συμπαθεί».Η θεραπεία συνίσταται στην εκμάθηση εκ μέρους του πελάτη της παρακολούθησης των αρνητικών σκέψεων, στη συνειδητοποίηση των προβληματικών συναισθημάτων που προκαλούν, στην κριτική εξέταση τους και τελικά στην αντικατάσταση αυτών των σκέψεων με άλλων, πιο ρεαλιστικών και σαφώς πιο θετικών. Η θεραπεία πλέον έχει διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει και άλλες ψυχολογικές δυσκολίες όπως το άγχος, τη διαταραχή προσωπικότητας και τα προβλήματα των ζευγαριών.Συνοψίζοντας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η γνωστική θεωρία είναι η πλέον επιστημονική θεωρία από όλες τις ψυχολογικές θεωρίες. Κάθε έννοια έχει οριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια (δίχως ωστόσο να είναι πλήρως ορισμένη) και στηρίχθηκε σε πάρα πολλά ερευνητικά δεδομένα. Κατηγορήθηκε ωστόσο ότι προσκολλήθηκε στη γνωστική πτυχή του ανθρώπου παραμελώντας τη συναισθηματική πτυχή του. Στο επόμενο, και τελευταίο, μέρος θα δούμε 2 θεωρίες που εντάσσονται στους κόλπους της γνωστικής ψυχολογίας και οι οποίες προσπάθησαν να ενοποιήσουν τα συναισθηματικό με το γνωστικό κόσμο του ανθρώπου. Οι Νοητικές κατασκευές: Αν και ο G.A Kelly εντάσσεται στους γνωστικούς ψυχολόγους, ο ίδιος αρνιόταν αυτό τον χαρακτηρισμό. Τη θεωρία του τη διατύπωσε καθώς εργαζόταν ως κλινικός ψυχολόγος σε σχολείο του Κάνσας. Όταν οι δάσκαλοι παρέπεμπαν μαθητές παραπονούμενοι για διάφορα προβλήματα, ο Κέλυ δεν μελετούσε τόσο το μαθητή όσο το δάσκαλο, προσπαθώντας να κατανοήσει τη νοητική κατασκευή του δασκάλου για τη συμπεριφορά. Νοητική κατασκευή είναι η θεωρία που ο καθένας μας αναπτύσσει για να κατανοήσει τον κόσμο και να προβλέψει την συμπεριφορά. Αυτή η μελέτη του τρόπου σκέψης των ανθρώπων είναι που τον κατέταξε τελικά στους γνωστικούς ψυχολόγους.Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του για την αιτιοκρατία. Ενώ υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ερμηνεύουν τη ζωή με διαφορετικούς τρόπους, αν και μερικοί προσκολλούνται επίμονα σε μια προκαθορισμένη ερμηνεία, η ερμηνεία αυτή περιορίζεται από τα όρια των διαθέσιμων κατηγοριών (νοητικών κατασκευών). Είμαστε δηλαδή ελεύθεροι να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα αλλά μας δεσμεύουν οι κατασκευές μας. Αυτή η άποψη στηρίζεται στη φιλοσοφική θέση της κατασκευαστικής εναλλακτικότητας η οποία πρεσβεύει ότι δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ή απόλυτη αλήθεια να ανακαλύψουμε. Υπάρχουν προσπάθειες ερμηνείας των γεγονότων και μια πληθώρα εναλλακτικών κατασκευών για να διαλέξουμε. Η άποψη αυτή του Κέλυ προκάλεσε επανάσταση στο δογματικό τρόπο με τον οποίο οι ψυχολόγοι αντιμετώπιζαν, και αρκετοί δυστυχώς ακόμα αντιμετωπίζουν, τους πελάτες τους. Π.χ. αν κάποιος ψυχολόγος χαρακτηρίσει ένα πελάτη του εσωστρεφή, τείνουμε να ελέγχουμε αν είναι όντως εσωστρεφής αντί να ελέγχουμε το άτομο που έκανε το χαρακτηρισμό! Οι νοητικές κατασκευές έχουν πεδίο καταλληλότητας (περιλαμβάνουν όλα εκείνα τα γεγονότα για τα οποία το άτομο θα έβρισκε χρήσιμη τη νοητική κατασκευή), εστία καταλληλότητα (περιλαμβάνει τα συγκεκριμένα γεγονότα στα οποία η κατασκευή θα είχε τη μέγιστη χρησιμότητα) και είναι οργανωμένες ως μέρος ενός συστήματος. Υπάρχουν δηλαδή πυρηνικές νοητικές κατασκευές, θεμελιώδεις για τη λειτουργία ενός ατόμου και περιφερειακές νοητικές κατασκευές που μπορούν να μεταβληθούν δίχως να αλλάξει σημαντικά η προσωπικότητα του ατόμου. Παράλληλα, υπάρχουν οι ιεραρχικά ανώτερες και κατώτερες νοητικές κατασκευές, με τις δεύτερες να αποτελούν μέρος των πρώτων. Π.χ. οι νοητικές κατασκευές έξυπνος-κουτός και ελκυστικός-άσχημος μπορεί να συμπεριλαμβάνονται στην ανώτερη νοητική κατασκευή καλός-κακός.Επομένως, το να ξέρει κανείς κάποιους ανθρώπους σημαίνει να ξέρει πως αυτοί οι άνθρωποι ερμηνεύουν τον κόσμο. Σημαντική πτυχή της θεωρίας είναι η γνωστική πολυπλοκότητα-απλότητα του συστήματος. Ένα γνωστικά πολύπλοκο σύστημα περιέχει πολλές νοητικές κατασκευές και διαφοροποιεί σημαντικά την αντίληψη των φαινομένων. Έτσι, ένα γνωστικά σύνθετο άτομο διακρίνει στους ανθρώπους ποικίλες ιδιότητες ενώ ένα γνωστικά απλό άτομο χρησιμοποιεί ελάχιστες κατασκευές, ίσως και μόνο μία (καλός-κακός).Για τον Κέλυ, η ψυχοπαθολογία επέρχεται όταν το άτομο εμμένει στις ίδιες κατασκευές παρά τις επαναλαμβανόμενες λαθεμένες προβλέψεις και αναιρέσεις. Μοιάζει με τον επιστήμονα που αλλάζει τα δεδομένα για να ταιριάξουν στη θεωρία του αντί να αλλάξει τη θεωρία! Στη ρίζα αυτή της αμετακίνητης προσκόλλησης βρίσκονται το άγχος, ο φόβος και η απειλή. Η ψυχοθεραπεία έχει σαν στόχο την αλλαγή των λαθεμένων κατασκευών, τη βελτίωση δηλαδή της «επιστημονικότητας» του ανθρώπου. Με λίγα λόγια, η ψυχοθεραπεία είναι η ψυχολογική αναδόμηση της ζωής.
Αδυναμίες της Θεωρίας:Το βασικό μειονέκτημα της θεωρίας είναι ότι παρέμεινε στάσιμη κι έτσι δε μας έδωσε πληροφορίες για το συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων αλλά και περισσότερα δεδομένα που θα επιβεβαίωναν ή θα αναιρούσαν την ύπαρξη και τη λειτουργία των νοητικών κατασκευών.
Η Κοινωνικο-γνωστική Θεωρία
Συνοψίζοντας, η πεποίθηση αυτεπάρκειας έχει αντίκτυπο στους εξής παράγοντες:
Επιλογή: Τα άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια επιλέγουν πιο δύσκολους και απαιτητικούς στόχους από τα άτομα με χαμηλή αυτεπάρκεια.
Προσπάθεια, Επιμονή, Επίδοση: Τα άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια και επιμονή και σημειώνουν καλύτερες αποδόσεις από ότι τα άτομα με χαμηλή αυτεπάρκεια.
Συναίσθημα: Τα άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια προσεγγίζουν τις δοκιμασίες με καλύτερη διάθεση (δηλαδή με λιγότερο άγχος και κατάθλιψη) από ότι τα άτομα με χαμηλή αυτεπάρκεια.
Αντιμετώπιση: Τα άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα το στρες και την απογοήτευση από ότι τα άτομα με χαμηλή αυτεπάρκεια.Τελειώνοντας με την αίσθηση αυτεπάρκειας, πρέπει να τονιστεί ο ρόλος της στη σωματική λειτουργία του άτομου, Έτσι, άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια αντιμετωπίζουν καλύτερα τις νόσους όχι μόνο γιατί είναι σε ψυχολογικά καλύτερη διάθεση (με αποτέλεσμα να ακολουθούν τις οδηγίες του γιατρού και να μη θέτουν σε περαιτέρω κίνδυνο τη ζωή τους) αλλά και γιατί βελτιώνεται η λειτουργία του ανοσοποιητικού τους συστήματος!
Σε σχετική έρευνα αποδείχθηκε ότι η αύξηση του αισθήματος ανεπάρκειας οδηγούσε σε αύξηση των βοηθητικών κυττάρων Τ τα οποία βοηθούν στην καταστροφή καρκινογόνων κυττάρων και ιών.Αναφορικά με τα κίνητρα, ο Bandura υποστήριξε ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους τα ανθρώπινα κίνητρα έχουν γνωστική προέλευση». Έτσι, τα άτομα δεν απαντούν απλώς στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος αλλά προλαμβάνουν τα γεγονότα, θέτοντας στόχους και εσωτερικές προδιαγραφές. Οι στόχοι αναφέρονται στην ικανότητα των ανθρώπων να προβλέπουν το μέλλον και να παρακινούν τον εαυτό τους να δράσει. Μέσω των στόχων είμαστε ικανοί να προσπεράσουμε τις στιγμιαίες επιρροές και να οργανώσουμε τη συμπεριφορά μας για εκτεταμένες χρονικές περιόδους.
Οι προδιαγραφές δικαιολογούν την ενίσχυση που περιμένουμε, για την εκπλήρωση των στόχων, από τους άλλους αλλά και από τον εαυτό μας. Το δεύτερο συμβαίνει μέσω τηςαυτοενίσχυσης η οποία συντελεί στο να διατηρείται η επιθυμητή συμπεριφορά που θα οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου, απουσία εξωτερικών ενισχυτών ή ακόμα, και ενάντια στο περιβάλλον (φανταστείτε ένα μαθητή που διαβάζει αντί να πάει βόλτα προσβλέποντας στην εισαγωγή στο πανεπιστήμιο). Με την ανάπτυξη των παραπάνω γνωστικών μηχανισμών, είμαστε σε θέση να θέτουμε στόχους και να ελέγχουμε έτσι τη μοίρα μας.Ο Bandura στη συνέχεια αναπτύσσει την πλευρά της μάθησης. Αυτή γίνεται μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς των άλλων. Το άτομο που παρατηρείται ονομάζεται «πρότυπο» και η διαδικασία «μάθηση μέσω προτύπου». Το σημαντικότερο μέρος ωστόσο αυτής της πτυχής είναι η διάκριση ανάμεσα στη μάθηση και στην εκτέλεση. Έτσι, ενώ το άτομο μαθαίνει τη συμπεριφορά παρατηρώντας κάποιον άλλο, το αν θα την εκτελέσει εξαρτάται από τις συνέπειες που είχε η συμπεριφορά αλλά και τα κίνητρα που έχει κάποιος. Δηλαδή, αν η εκτέλεση της συμπεριφοράς συνοδεύεται από υψηλά κίνητρα και αμοιβή ή μη τιμωρία του μοντέλου, τότε η συμπεριφορά θα εκτελεστεί. Σε άλλη περίπτωση οι πιθανότητες εκτέλεσης της συμπεριφοράς μειώνονται δραστικά. Το παλιό γνωμικό «Ό,τι βλέπει η μαϊμού, το κάνει» πρέπει να αλλαχθεί σε «Ό,τι βλέπει η μαϊμού να αμείβεται ή να μην τιμωρείται, το κάνει». Άλλωστε, η μαϊμού δεν είναι ανόητη.Πέρα από τη μάθηση μέσω προτύπου, υπάρχει και η μάθηση μέσω υποκατάστατου, η οποία αναφέρεται ως εξάρτηση μέσω υποκατάστατουκαθώς αφορά τις συναισθηματικές αντιδράσεις οι οποίες αναπτύσσονται σε ανθρώπους απέναντι σε άλλους ανθρώπους, ζώα ή αντικείμενα δίχως να έχουν καμία επαφή μ\' αυτά. Παράδειγμα είναι τα παιδιά που μπορεί να αναπτύξουν φοβία απέναντι στα σκυλιά επειδή τα φοβάται η μητέρα τους ακόμα κι αν ποτέ δεν δουν ένα πραγματικά! Όπως είδαμε και στις άλλες θεωρίες, η σημαντικότερη πτυχή μιας ψυχολογικής θεωρίας είναι η ικανότητα της να προτείνει λύσεις σε προβλήματα ψυχοπαθολογίας. Για την κοινωνικογνωστική θεωρία, η ψυχοπαθολογία είναι αποτέλεσμα δυσλειτουργικών προσδοκιών και αυτοαντιλήψεων.
Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν την εσφαλμένη προσδοκία ότι οδυνηρά γεγονότα ακολουθούν κάποια άλλα και η δυσλειτουργική συμπεριφορά τους να τα οδηγήσει στη δημιουργία της κατάστασης που προσπαθούν να αποφύγουν. Παράδειγμα αποτελεί το άτομο που φοβάται ότι η στενή σχέση θα το πληγώσει και αντιδρά εχθρικά με αποτέλεσμα να απορρίπτεται από τους άλλους, επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχική προσδοκία του. (Αυτοεκπληρούμενη προφητεία).Παράλληλα, η αίσθηση χαμηλής αυτεπάρκειας οδηγεί, όπως είδαμε και στη σχετική παράγραφο, σε συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης και απογοήτευσης. Στόχος του θεραπευτή είναι η γνωστική αναδόμηση του κόσμου του πελάτη ώστε να εξαλειφθούν τα συναισθήματα αυτά. Πιο ειδικά, το άγχος προκαλείται από την αίσθηση του ατόμου ότι θα αποτύχει στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, ενώ η κατάθλιψη εξαιτίας της τάσης του ατόμου να θέτει υπερβολικά υψηλούς, απραγματοποίητους στόχους και προδιαγραφές τις οποίες, φυσικά, αδυνατούν να εκπληρώσουν κατηγορώντας τον εαυτό τους για έλλειψη ικανότητας.Οι υψηλοί στόχοι ωστόσο δεν οδηγούν πάντα σε κατάθλιψη; Όταν το άτομο νιώθει ότι διαθέτει την ικανότητα να τον πετύχει τότε θα προσπαθήσει ακόμη περισσότερο. Όταν νιώθει ότι ο στόχος δεν είναι ρεαλιστικός τότε θα τα παρατήσει και θα απογοητευτεί αλλά δε θα νιώσει κατάθλιψη. Κατάθλιψη θα νιώσει όταν θα αποτύχει στον στόχο που έθεσε αλλά θα συνεχίζει να θεωρεί ότι ο στόχος είναι ρεαλιστικός αλλά ο ίδιος ανίκανος.Τα προβλήματα αυτής τη θεωρίας είναι ότι χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη διερεύνηση και περαιτέρω ανάπτυξη των μερών που την αποτελούν.
Υ.Γ Ελπίζω να σας βοήθησα να καταλάβατε τα βασικότερα σημεία των πιο διαδεδομένων θεωριών προσωπικότητας και να σας εισήγαγα έτσι στα «μυστικά» της ψυχολογίας . Αν θέλετε περισσότερες πληροφορίες, προτεινόμενο βιβλίο είναι το ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ Έρευνα και Εφαρμογές, LAWRENCE A. PERVIN OLIVER P. JOHN . Από κει και πέρα, κυκλοφορούν άφθονα βιβλία τόσο για κάθε θεωρία όσο και για κάθε ερευνητή ξεχωριστά. Καλή ανάγνωση!