Κυριακή 26 Ιουλίου 2009


Ο Κόσμος μας την περίοδο το Μεσοπολέμου (1920-1939) Κριτική των Συνθηκών της Ειρήνης ή Εκδίκησης ή άλλης Σκοπιμότητας.
Υπογράφτηκαν το 1919-20 πέντε ( 5) συνθήκες Ειρήνης, που, πολλοί τις αισθάνθηκαν ή τις ερμήνευσαν ευθύς ως συνθήκες Εκδίκησης και κάποιες μπορεί να θεωρηθούν συνθήκες Ταπείνωσης και Εκμετάλλευσης ή άλλης Σκοπιμότητας. Μερικές επισημάνσεις συγκεκριμένες:Η Γερμανία θεωρήθηκε κύρια υπεύθυνη Δύναμη για την κήρυξη του Πολέμου. Και τιμωρήθηκε, όπως είδαμε, με ακρωτηριασμό σε όλες τις πλευρές της (προς Γαλλία, Δανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία), από όπου τμήματά της εκχωρήθηκαν σε άλλα κράτη.Ειδικά προς την κατεύθυνση της Τσεχοσλοβακίας εκχωρήθηκαν και εδάφη με συμπαγείς γερμανόφωνους πληθυσμούς (Σουδήτες). Άρα, είχε παραβιαστεί από τους νικητές η αρχή (περί ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης) των εθνοτήτων. Το αμάρτημα αυτό θα γίνει αφορμή άλλων διεκδικήσεων, προστριβών και προσαρτήσεων, από πλευρά των χιτλερικών, το 1938. Επιπλέον, επιβλήθηκαν στη Γερμανία τόσες επανορθώσεις, που έπρεπε να πληρώσει, ώστε δεν υπήρχε πια πιθανότητα να ορθοποδήσει η οικονομία της χώρας. Και η τελική ρύθμιση πληρωμής των χρεών με ετήσιες δόσεις εκτεινόταν χρονικά ως το 1989 (σύμφωνα με μια «ρύθμιση» μεταγενέστερη).Επίσης, για να εξασφαλίσουν οι νικητές την αποπληρωμή των χρεών επέβαλαν για χρόνια στρατιωτική κατοχή και εκμετάλλευση βιομηχανικής ζώνης του γερμανικού εδάφους (δυτικά του Ρήνου).Για να αποτρέψουν επανεξοπλισμό της χώρας, επέβαλαν οι νικητές συναφείς περιορισμούς: η Γερμανία δεν επιτρεπόταν πια να έχει στρατό περισσότερο από 100.000, ούτε στόλο πολεμικό, ούτε εργοστάσια παραγωγής όπλων.Συνέπειες των παραπάνω «ρυθμίσεων»: Σύντομα η δυσφορία των νικημένων μετατράπηκε σε οργή και σε διάθεση εκδίκησης.Σύντομα η Γερμανία (το 1922) βρήκε τον τρόπο για διπλωματική προσέγγιση προς τη Σοβιετική Ένωση, για οικονομική συνεργασία και ….στρατιωτική εκγύμναση Γερμανών σε ειδικά στρατόπεδα στη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Rapallo).Και λίγο αργότερα προώθησαν οι Γερμανοί στην εξουσία ηγέτη που υποσχόταν επίσημη –βίαιη- παραβίαση των περιορισμών της Συνθήκης τω Βερσαλλιών, τον Adolph Hitler.Είχε προηγηθεί βέβαια και η Συνθήκη Brest - Litovsk, που ουσιαστικά είχαν επιβάλει οι Γερμανοί στους Σοβιετικούς, το Μάρτη του 1918, δηλ. πριν από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Μετά την κατάρρευση όμως της καϊζερικής Γερμανίας (Νοέμβρη του 1918) έγιναν νέες ρυθμίσεις από τους νικητές της: Ανάμεσα στη μεταπολεμική Γερμανία και τη μετεπαναστατική Ρωσία δημιουργήθηκαν πολλά νέα εθνικά κράτη (Φινλανδία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία) αρχικά ως ζώνη διαχωρισμού, έπειτα ως πεδίο ανταγωνισμού Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, τελικά ως πεδίο λεηλασίας ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο Μεγάλες Δυνάμεις. Σκέψεις και Προσπάθειες για Επέμβαση στην επαναστατημένη Ρωσία (1919-21).Στην αρχή οι Γερμανοί έβλεπαν την εσωτερική αναστάτωση της τσαρικής Ρωσίας ως δυνατότητα απαγκίστρωσής τους από το Ανατολικό Μέτωπο και μάλιστα με κέρδη (που αποτυπώθηκαν στη συνθήκη του Brest- Litovsk ( Μάρτης του 1918). Οι Δυτικοί, αντίθετα, δυσφορούσαν που έχαναν ένα σύμμαχο - εταίρo στην Αντάντ και προσδοκούσαν εύλογα ότι θα δεχτούν όλη τη γερμανική πίεση στο Δυτικό Μέτωπο (την ώρα ακριβώς που ενισχύονταν με τη σύμπραξη των Η.Π.Α. και είχαν ελπίσει σε απόλυτη υπεροχή). Σε λίγο όμως τα γεγονότα – κοινωνική ανατροπή που προήλθε από τις μάζες των εργαζομένων στη Ρωσία- οδήγησαν σε άλλες εκτιμήσεις και ανησυχίες. Η διάδοση μιας κοινωνικής ιδεολογίας των εργαζομένων με επαναστατική προοπτική (των Μπολσεβίκων) θορύβησε τόσο τις Δυτικές αστικές κοινωνίες, ώστε έσπευσαν – παρά την κόπωση από τον αιματηρό πόλεμο- να οργανώσουν ένοπλη Επέμβαση για να αναχαιτίσουν την Επανάσταση ή να περιορίσουν τις επιπτώσεις και την επέκτασή της, ενισχύοντας τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, με όλα τα μέσα, με όλες τις δυνάμεις που μπορούσαν, από όλες τις δυνατές προσβάσεις, από τη Βαλτική, από τον Εύξεινο Πόντο, από την Άπω Ανατολή. Διπλωματικά μελετούσαν οι χώρες της Αντάντ (οι βιομηχανικές –κεφαλαιοκρατικές – αστικές Δυνάμεις) την πιθανή Επέμβαση για ενίσχυση των αντεπαναστατικών δυνάμεων του Κορνίλωφ από την περίοδο της Κυβέρνησης Κερένσκυ (άνοιξη – καλοκαίρι του 1917), πριν ακόμη επικρατήσει η Επανάσταση των Μπολσεβίκων (τον Οκτώβρη – Νοέμβρη του 1917) . Και δραστηριοποιήθηκαν στρατιωτικά αμέσως μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη και τη Μόσχα[5]. Η Επέμβαση ήταν σε πλήρη εξέλιξη – ανάπτυξη το 1918-19. Και εκδηλώθηκε με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις από πλευρά Αγγλίας – Γαλλίας – Η.Π.Α. – Ιαπωνίας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πριν από την κατάρρευσή της - Ρουμανίας – Ιταλίας και άλλων χωρών, που παρακινήθηκαν από τους ηγέτες της Αντάντ με κίνητρα ποικίλα. Και οργανώθηκε η επιχείρηση Επέμβασης από όλα τα προσιτά σημεία πρόσβασης: από το μέτωπο Ρουμανίας, από Πολωνία, από τη Βαλτική Θάλασσα, από τον Αρχάγγελο στο ρωσικό βορρά, από τον Εύξεινο Πόντο (άγγλο – γάλλο – ελληνικός στόλος και στρατός ξηράς), από την περιοχή Καυκάσου [Οθωμανικές δυνάμεις πριν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (φθινόπωρο 1918) και τη διάλυσή της με τη συνθήκη των Σεβρών, Αύγουστο 1920], από την Άπω Ανατολή (δυνάμεις Ιαπωνίας και Η.Π.Α.). Μετείχαν στην επέμβαση και οι Η.Π.Α. (από δυο μέτωπα) ενώ ο Πρόεδρός τους ήταν θερμός κήρυκας των 14 σημείων ειρήνευσης και ίδρυσης των Κοινωνίας των Εθνών. (Συμπεριφορά ενδεικτική των προθέσεων μιας μεγάλης Δύναμης). Οι βασικοί στόχοι των επεμβασιών ήταν δυο, όπως διαφαίνεται από τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις τους: να ενισχύσουν όλες τις αντεπαναστατικές δυνάμεις οπουδήποτε υπήρχαν και εκδηλώνονταν και να αποκόψουν τους Μπολσεβίκους (που είχαν επικρατήσει στη ζώνη Πετρούπολης – Μόσχας) από όλες τις πηγές αναγκαίων αγαθών, π.χ. από το σιτοπαραγωγικό ρωσικο-ουκρανικό νότο, από τον Καύκασο και την Κασπία, από τη Βαλτική. Η Ελληνική συμμετοχή με πλοία στον Εύξεινο και στρατό ξηράς στην Ουκρανία (2 Μεραρχίες, γύρω στις 24.000 στρατιώτες) ήταν, νομίζω, περισσότερο αποτέλεσμα διπλωματικής επιδίωξης για να κερδηθεί η εύνοια των Δυτικών Συμμάχων στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στο Παρίσι από τα Χριστούγεννα του 1918 (δείτε προηγούμενη σημείωση , αριθμ. 6 ) παρά ιδεολογικής πολεμικής κατά των Μπολσεβίκων. Όμως η συμμετοχή σε κείνη την επιχείρηση (1919-20) είχε αργότερα συνέπειες εις βάρος του Ελληνισμού της περιοχής Ουκρανίας (Η πρώτη ομαδική επιστροφή μεταναστών, αναγκαστικά παλιννοστούντων). Για την επιχείρηση εκείνη εύλογο ήταν να αναζητηθούν αξιωματικοί εθελοντές, για να στελεχώσουν τις στρατιωτικές μονάδες. Ανάμεσα σε άλλους αναφέρονται ονόματα γνωστά από μεταγενέστερες εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως: Στεφ. Σαράφης, Γ. Κονδύλης, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Νικ. Πλαστήρας, ως διοικητές ταγμάτων, συνταγμάτων. Επίσης, εύλογο ήταν να γίνει κάποια ιδεολογική προετοιμασία για όλους εκείνους που μετείχαν στο εκστρατευτικό σώμα, όπως και αναμενόμενο ήταν να συναντήσουν εκεί ιδεολογικές αντιενημερώσεις από τους μπολσεβίκους. Αξίζει να παραθέσουμε λίγες γραμμές από σχετική προκήρυξη σοβιετικού αξιωματικού προς το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα: «Δεν γνωρίζομεν να εγένετο καμία εχθρική πράξις εκ μέρους του ρωσικού λαού εναντίον της χώρας σας. Γνωρίζομεν όμως ότι η Ελλάς υπήρξεν κοιτίς της δημοκρατίας…..Λυπούμεθα, λοιπόν, διότι σας βλέπομεν παρά το πλευρόν των γάλλων κεφαλαιοκρατών…διότι έρχεσθε εις την χώραν μας ως σύμμαχοι του τσαρισμού….». Απρόβλεπτες διπλωματικές προσεγγίσεις με απροσδιόριστες για το προσεχές μέλλον εξελίξεις – προοπτικές. Η συνθήκη του Brest-Litovsk (Μάρτης του 1918) σήμαινε πρωτοφανή εδαφική και πληθυσμιακή μείωση της πρώην τσαρικής Ρωσίας υπέρ της Γερμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν από την κατάρρευσή τους και την ανακωχή (του Φθινοπώρου 1918) . Εύλογο είναι να περιμένει κάποιος παρατηρητής των εξελίξεων αγεφύρωτο μίσος ανάμεσα στους σοβιετικούς και τους ως τότε αντιπάλους, τους Γερμανούς, που είχαν επιβάλει μια συνθήκη λεηλασίας. Ακολούθησαν όμως οι συνθήκες: Βερσαλλιών (1919) και των Σεβρών (1920). Με αυτές οι σύμμαχοι της Αντάντ επέβαλαν σκληρούς όρους τιμωρίας ή λεηλασίας και διάλυσης εις βάρος τα Γερμανίας (και Αυστροουγγαρίας) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και παράλληλα προς τη διατύπωση των συνθηκών οι Δυνάμεις της Αντάντ οργάνωσαν κυκλωτική στρατιωτική Επέμβαση, για να καταπνίξουν την Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία (1919-22). Απέτυχαν. Αλλά , αυτονόητα εισέπραξαν άσβεστο το μίσος των σοβιετικών και, φυσικά, έλλειψη εμπιστοσύνης για το μέλλον. Όλοι λοιπόν αυτοί οι λαοί (Ρώσοι, Τούρκοι, Γερμανοί), ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους εχθρότητα (συνέπεια του Brest-Litovsk), ένιωθαν περισσότερη εχθρότητα για όλους τους λαούς της Αντάντ, για όσα είχαν υποστεί από αυτούς (Συνθήκες Βερσαλλιών και Σεβρών) . Το κοινό μίσος τους για την Αντάντ άνοιξε το δρόμο επικοινωνίας και πιθανής συνεργασίας ανάμεσα σε : Σοβιετική Ένωση – Κεμαλική Τουρκία (από το 1920). Σοβιετική Ένωση – μεταπολεμική Γερμανία (1922). Πραγματικά έλαβαν χώρα διπλωματικές προσεγγίσεις το 1920 (Τουρκοσοβιετικό Σύμφωνο) και το 1922 (Γερμανοσοβιετική Συμφωνία του Rapallo), που φαίνονταν απίστευτες λίγο πριν και απροσδόκητες. Συγκεκριμένα: 1. Η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920) διαλύοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε το δικαίωμα στους Ελληνοπόντιους και τους Αρμένιους να δημιουργήσουν Ποντοαρμενική Δημοκρατία (ενόχληση για τους Οθωμανούς και για τους Ρώσους). Η σοβιετική διπλωματία δε δυσκολεύτηκε να προσεγγίσει την κεμαλική Τουρκία (μόλις ο Κεμάλ είχε καταργήσει το Σουλτάνο και είχε κηρύξει εθνική αντίσταση των Τούρκων) και να υπογράψουν τη συνθήκη του Alexantropol (19 Νοέμβρη / 3 Δεκέμβρη 1920). Μοίρασαν τα αρμενικά εδάφη και οι Ρώσοι ονόμασαν σοβιετική δημοκρατία το ένα τμήμα της Αρμενίας που πήραν. Στις αρχές του Μάρτη (1921) υπόγραψαν σύμφωνο φιλίας με τον Κεμάλ, που άνοιγε το δρόμο για τεχνικό- οικονομική συνεργασία. Αυτές οι διπλωματικές εξελίξεις έκαναν τους Δυτικούς διαλλακτικούς έναντι του Κεμάλ, ο οποίος εφάρμοσε εξωτερική πολιτική ενεργού ουδετεροφιλίας, όπως ονομάστηκε. 2. Το 1922 πραγματοποιήθηκε στη Γένοβα συνάντηση αντιπροσώπων των νικητών και των νικημένων του πολέμου (του 1914-18) για θέματα διάφορα. Οι αντιπρόσωποι Γερμανίας και ΕΣΣΔ ( υπουργός Εξωτερικών Chicherin) είχαν παλιές διαφορές αλλά κοινό μίσος κατά της Αντάντ. Βρήκαν λοιπόν τρόπο να επικοινωνήσουν στη Γένοβα και αποσύρθηκαν στο γειτονικό Rapallo , για να συζητήσουν ανενόχλητοι. Εκεί συμφώνησαν τα ως τότε απροσδόκητα: - Αμοιβαία διπλωματική αναγνώριση (de jure). - Αμοιβαία οικονομική και τεχνολογική βοήθεια. - Και… δυνατότητα εκπαίδευσης Γερμανών στρατιωτικών και δοκιμής νέων όπλων σε στρατόπεδα που παραχωρούσε η Σοβιετική Ένωση στους Γερμανούς σε έδαφος σοβιετικό! Ειδικά το τελευταίο σημείο της συμφωνίας του Rapallo (1922) αποτελούσε σαφή παραβίαση της συνθήκης των Βερσαλλιών(1919), με την οποία οι νικητές είχαν επιδιώξει κυριότατα τον αφοπλισμό της Γερμανίας, ώστε να μην έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει εκ νέου απειλή για η Δυτική Ευρώπη. Η συνεργασία των δυο χωρών επρόκειτο να διευρυνθεί και να εξομαλυνθεί περισσότερο με τη Συμφωνία Φιλίας και Συνεργασίας των δυο χωρών που υπογράφτηκε στο Βερολίνο (1926).
Η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος κατά την περίοδο 1919-29.
Μπορεί κανείς να δώσει μία συνοπτική εικόνα της περιόδου 1919-29 καταγράφοντας μερικά κραυγαλέα συμπτώματα ύστερα από έναν καταστροφικό πόλεμο, που φαινομενικά τον είχαν κερδίσει οι φιλελεύθερες δημοκρατίες και τον είχαν επισφραγίσει με τις γνωστές σε μας συνθήκες ειρήνης (του 1919-20): · Έκαναν σεβαστή ως αρχή την Κοινωνία των Εθνών (αλλά απέκλεισαν, για λόγους διαφορετικούς, τη Γερμανία και την αναδυόμενη τότε κοινωνία των Μπολσεβίκων, έπειτα Σοβιετική Ένωση…..). · Προώθησαν την Αρχή των Εθνοτήτων και δημιούργησαν νέα εθνικά κράτη: Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία…αλλά δεν εφάρμοσαν πάντα την αρχή αυτή στις συνθήκες που υπέγραψαν…. · Οργάνωσαν Επέμβαση στρατιωτική στη Ρωσία των Μπολσεβίκων, γιατί ανησυχούσαν για πιθανή εξάπλωση της επαναστατικής ιδεολογίας. · Επιπλέον, οι νικήτριες φιλελεύθερες χώρες της Ευρώπης (Αγγλία – Γαλλία) αντιμετώπιζαν εσωτερικά προβλήματα οικονομικά, δημοσιονομικά, κοινωνικά, ως συνέπεια του πολέμου, τον οποίο τυπικά είχαν κερδίσει. Αντιμετώπιζαν δραματική μείωση της βιομηχανικής παραγωγής τους και ανεργία σε ύψη απειλητικά, ενώ ταυτόχρονα διαπίστωναν ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου κέρδισαν στο διεθνή οικονομικό στίβο οι εξωευρωπαϊκές χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία). Τη δυσφορία του πολίτη της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας και την ψυχολογία της απογοήτευσης φαίνεται ότι θέλησε να εκφράσει ο βρετανός ποιητής Edmond Blunden με τον τίτλο που επέλεξε για ένα πρωτοχρονιάτικο ποίημα (1921), ένα στίχο βιβλικό: «….κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου».Έτσι έβλεπε τις κοινωνίες που νίκησαν αλλά ξαναγύρισαν στα ίδια πολιτικά, διπλωματικά αμαρτήματα ή ατοπήματα. Μέσα σε αυτό το κλίμα αρχίζει να κλονίζεται η εμπιστοσύνη ότι τα συσσωρευμένα προβλήματα είναι δυνατό να λυθούν από δημοκρατικά πολιτεύματα ή με την παρέμβαση της άοπλης Κοινωνίας των Εθνών. Πρώτο βήμα αναζήτησης άλλης πολιτειακής μορφής για την επίλυση των προβλημάτων έκανε η Ιταλία, όπου ο Μπενίτο Μουσολίνι διεκδίκησε την εξουσία κινητοποιώντας κομματικό στρατό – τους φασίστες του- σε δυναμική πορεία προς τη Ρώμη (1922). Από τότε οι μιμητές του υπήρξαν πολλοί (στην Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνία …Γερμανία, Ελλάδα…). Το 1939 είχαν επιβιώσει τρεις μόνο από τις γνωστές φιλελεύθερες δημοκρατίες: Γαλλία, Αγγλία, Η.Π.Α. Σε όλες τις άλλες χώρες η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε ανατραπεί ή είχε νοθευτεί. (Ειδική παράγραφος παρακάτω είναι αφιερωμένη στην Εμφάνιση του Φασισμού). Στον ενδιάμεσο χρόνο η ανθρωπότητα γνώρισε κάποια αισιοδοξία από τις εξελίξεις που οδήγησαν στις συμφωνίες του Λοκάρνο (1925-26) αλλά γνώρισαν και πολλή δοκιμασία από: · Μία μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τη χώρα που ευημερούσε επιφανειακά (Η.Π.Α.) · Γένεση του Ναζισμού στη Γερμανία και ανάλογης στρατοκρατίας στην Ιαπωνία. · Επιθετικότητα από την Ιταλία προς τη Μεσόγειο και την Αβησσυνία και από την Ιαπωνία προς όλη την Ανατολική Ασία και από τη χιτλερική Γερμανία προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω της. · Αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να παρέμβει ειρηνευτικά, γιατί είχε από τους ιδρυτές της αφεθεί αδύναμη, άοπλη. · Εξελίξεις σημαντικές στη Σοβιετική Ένωση, που είχαν κριθεί κατά καιρούς από πολύ θετικές (π.χ. γρήγορη εκβιομηχάνιση και οικοδόμηση κοινωνικού Κράτους) έως πολύ αρνητικές (πορεία προς άκρατο συγκεντρωτισμό και στυγνή καταπίεση εις βάρος των αντιφρονούντων και κατάργηση της οποιασδήποτε αντιπολίτευσης) (ακολουθεί ειδική παράγραφος). Συμφωνίες του Λοκάρνο (Ελβετία, Οκτώβριος 1925). Οι ειδικοί μελετητές θεωρούν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε – για τις συμφωνίες ειρήνης και ασφάλειας που υπογράφτηκαν τότε- η παρουσία δυο ηγετών με συμβιβαστική νοοτροπία (αντίληψη): του Gustav Stresemann στην ταπεινωμένη και οργισμένη Γερμανία, του Aristide Briand στη νικήτρια της ώρας εκείνης (1918-20), αλλά πάντα ανήσυχη και ανασφαλή (από το 1870) Γαλλία. Με στόχο την εκτόνωση στις σχέσεις των χωρών τους επιδίωξαν οι παραπάνω δυο ηγέτες μια συμφωνία αμοιβαίας εγγύησης συνόρων (Γερμανίας – Γαλλίας – Βελγίου) και μη επίθεσης στο μέλλον. Και με διεθνή εγγύηση. Για τη διατύπωση τέτοιας συμφωνίας προσκλήθηκαν αντιπρόσωποι από τη Βρετανία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο. Με αυτό το πνεύμα κατευνασμού, ασφάλειας, αμοιβαίας εγγύησης και συνεργασίας υπογράφτηκαν συνολικά 7 συμφωνίες τότε στο Λοκάρνο. Και το «πνεύμα του Λοκάρνο» έδωσε κάποια πρόσκαιρη προσδοκία ειρήνης για το μέλλον της Ευρώπης. Στο ίδιο πνεύμα με πολύ γενικότερη διατύπωση υπογράφτηκε τρία χρόνια αργότερα η αντιπολεμική συμφωνία των Παρισίων ή το Σύμφωνο / Πρωτόκολλο Kellogg – Briand (από τα ονόματα των δυο πρωτεργατών: του γάλλου Πρωθυπουργού Aristide Briand και του αμερικανού Υπουργού των Εξωτερικών Frank B. Kellogg). Συνυπόγραψαν αντιπρόσωποι 15 χωρών που καταδίκαζαν τον πόλεμο ως μέσο επίλυσης διαφορών. Μέσα σε λίγα χρόνια υπόγραψαν συνολικά οι αντιπρόσωποι 62 χωρών. Καλός οιωνός. Αλλά…. παρέμενε η εκκρεμότητα των «επανορθώσεων» (που ήταν βάρος ασήκωτο για τη Γερμανία) και λοιπών διαφορών (που ήταν χάσμα αγεφύρωτο). Οικονομική κρίση (του 1929-33) : Στο μακρινό παρελθόν ο όρος οικονομική κρίση μπορούσε να σημαίνει μόνο ότι οι οικονομικές προσπάθειες των ανθρώπων ματαιώνονταν (λ.χ. εξαιτίας ενός πολέμου) ή τα αγαθά που παρήγαν καταστρέφονταν ή χάνονταν (από δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή από λεηλασία). Μετά την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της διαρκώς ανανεούμενης τεχνολογίας οικονομική κρίση σημαίνει ότι υπάρχει παραγωγή ή υπερπαραγωγή προϊόντων , αλλά δεν υπάρχει αντίστοιχη ζήτηση για οποιοδήποτε λόγο, που συνοψίζεται σε μια πρόταση: το αγοραστικό κοινό δεν μπορεί να αγοράσει, γιατί δεν έχει επαρκές εισόδημα (από ανεργία ή άλλη αιτία).Συνέπεια της κρίσης για τις βιομηχανίες είναι ότι μειώνουν την παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται λιγότερο προσωπικό, λιγότερες πρώτες ύλες, λιγότερα μεταφορικά μέσα. Συνέπεια άμεση: αύξηση της ανεργίας, άρα μείωση της αγοραστικής δύναμης άρα ο φαύλος κύκλος διευρύνεται και συνεχίζεται, εκτός αν επινοηθούν άλλοι τρόποι /δρόμοι εξόδου από τον κύκλο της οικονομικής κρίσης. Η μεγάλη οικονομική κρίση (του 1929-33) άρχισε κάποια «Μαύρη Τετάρτη» (24 Οκτ. 1929) από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, το οποίο ως θεσμός είναι ένα «ευαίσθητο βαρόμετρο» της εμπιστοσύνης που νιώθουν οι επενδυτές για τη βιωσιμότητα και κερδοφορία των επιχειρήσεων, όπου έχουν επενδύσει τα χρήματά τους. Τη συγκεκριμένη εκείνη ώρα η αμερικανική οικονομία, που είχε κερδίσει το προβάδισμα τον καιρό του Ευρωπαϊκού (κυρίως) Πολέμου (1914-18), άρχιζε να γνωρίζει τον αντίκτυπο της βαθμιαίας βελτίωσης της οικονομίας των Ευρωπαίων, που χρειάζονταν ολοένα λιγότερο να εισάγουν προϊόντα από την Αμερική. Λογουχάρη, καθώς γύρισαν πάλι εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στα ειρηνικά έργα- κυρίως γεωργία- η Ευρώπη χρειαζόταν διαρκώς λιγότερο σιτάρι να εισάγει από την Αμερική. Συνέπεια: ότι εκεί έπεφταν οι τιμές, μειώνονταν και οι προοπτικές βιωσιμότητας / κερδοφορίας των επιχειρήσεων…., οι επενδυτές πουλούσαν μετοχές, που κατρακυλούσαν ασταμάτητα εκείνη τη Μαύρη Τετάρτη και ύστερα. Και άρχιζε ο φαύλος κύκλος που περιγράψαμε. Η κρίση σταδιακά - και με ποικίλες μορφές- άρχισε να επηρεάζει την Ευρώπη και πρώτα τη Γερμανία- Αυστρία, που κάλυπταν ένα μέρος των υποχρεώσεών τους(πολεμικές αποζημιώσεις) με χρήματα αμερικανικά, τα οποία τώρα (μετά τη Μαύρη Τετάρτη ) μειώνονταν. Τελικά, ονομάστηκε Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, με επιπτώσεις κυρίως στις βιομηχανικές χώρες και με αδιατάρακτη μόνο την οικονομική πορεία στη Σοβιετική Ένωση, που είχε κλειστή οικονομία, αυστηρά ελεγχόμενη από το Κράτος και προωθούσε πιεστικά την εκβιομηχάνισή της βάζοντας στην υπηρεσία της βιομηχανίας (για τις εσωτερικές ανάγκες) τα χέρια των αγροτών που εκτοπίζονταν από τους αγρούς λόγω προώθησης του βενζινάροτρου. Οι συνέπειες της Οικονομικής Κρίσης ήταν διαφορετικές από χώρα σε χώρα (λ.χ. στη Γερμανία , όπως θα δούμε, διευκολύνθηκε η άνοδος του Ναζισμού) και αντιμετωπίστηκαν με τρόπο διαφορετικό στη Γερμανία, με ανάπτυξη πυρετώδη της πολεμικής βιομηχανίας (!) ύστερα από τη επικράτηση των Εθνικοσοσιαλιστών (Nationalsozialisten – Nazi). Στη χώρα από όπου ξεκίνησε η κρίση αυτή αντιμετωπίστηκε με το λεγόμενο New Deal (τον καινούργιο χειρισμό), πρόγραμμα του Προέδρου Franklin Delano Roosevelt. Αυτό σήμαινε: · Βοήθεια ειδική για τους ανέργους. · Ομοσπονδιακή βοήθεια για τους γεωργούς ( που δεν έβρισκαν αγοραστές για τα σιτηρά τους). · Προγράμματα για μεγάλα δημόσια έργα, ώστε να απορροφηθούν οι στρατιές των ανέργων.Σε άλλες χώρες η οικονομική κρίση προκάλεσε κυβερνητικές αλλαγές, με την προώθηση κεντροαριστερών συνασπισμών (στη Γαλλία Λαϊκό Μέτωπο, στη Βρετανία Κυβέρνηση Εργατικών) ή επικράτηση ακροδεξιών παρατάξεων ή στρατοκρατικών, που υπόσχονταν επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων με επιθετική εξωτερική πολιτική.Οι συνέπειες της Κρίσης ήταν αισθητές ως το τέλος της δεκαετίας του 1930 και η ανεργία αντιμετωπίστηκε τελικά – σημειώνουν με πίκρα οι μελετητές- με τα έργα πολεμικής προετοιμασίας του Χίτλερ και με την κήρυξη του Παγκόσμιου Πολέμου (1939), όταν εκατομμύρια νέοι στρατεύτηκαν και άλλα εκατομμύρια εργατών απορροφήθηκαν στις πολεμικές βιομηχανίες….
1919: Συνθήκη Βερσαλλιών, το τέλος του Μεγάλου Πολέμου
Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται το 2009 από την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών που επισημοποιούσε το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, του «πολέμου που τελειώνει όλους τουςπολέμους», όπως πίστευαν και διαλαλούσαν εκείνη την εποχή οι ιδεαλιστές στην Ευρώπη και στην Αμερική. Με την υπογραφή, στις 28 Ιουνίου, ενός κειμένου σχεδόν 450 σελίδων στη μεγαλοπρεπή Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου του Λουδοβίκου ΙΔ Δ τερματιζόταν η αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε μετά την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1919, τόσο στις χώρες της Μεγάλης Συμμαχίας (Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ, Ιταλία κ.ά.) όσο και στις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Εξι μήνες διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων μεταξύ των Συμμάχων- οι οποίοι διαπληκτίζονταν μεταξύ τους για τους όρους που έπρεπε να επιβληθούν στην ηττημένη Γερμανία και για το τι θα αποκόμιζε η καθεμία- κατέληξαν σε ένα ιστορικό κείμενο το οποίο συνέταξαν ουσιαστικά οι πρωθυπουργοί της Γαλλίας και της Αγγλίας, ο (εκδικητικός) Ζορζ Κλεμανσό και ο (ισορροπιστής) Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, αντιστοίχως, με τη σύμπραξη του (ιδεαλιστή) αμερικανού προέδρου Γούντρο Γουίλσον. Ο ιταλός πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο διαφώνησε για το μικρό μερτικό που πίστευε ότι έπαιρνε η χώρα του και αποχώρησε, ακολουθούμενος από τον ρουμάνο ομόλογό του Ιον Μπρετιάνου. Η Ρωσία, όπου το κομμουνιστικό καθεστώς δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί, δεν εκλήθη στη διάσκεψη.
Η Συνθήκη (ειρήνης) των Βερσαλλιών τιμωρούσε τη Γερμανία- την κατονόμαζε ως«απολύτως υπεύθυνη» (Αρθρο 231) του πολέμου 1914-1918- και την υποχρέωνε να εγκαταλείψει εδάφη της στη Γαλλία και στην Πολωνία, «να παραχωρήσει» τις αποικίες της στην Αφρική. Οι επίσημες υπογραφές στη Συνθήκη των Βερσαλλιών σφραγίζουν το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου στις νικήτριες Γαλλία και Αγγλία και «να αποζημιώσει» το Βέλγιο και τη Γαλλία με 34 δισ. δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή. Αρχικά το Βερολίνο αρνήθηκε να εγκρίνει τη Συνθήκη, αλλά έναν μήνα αργότερα η Βουλή συμφώνησε με 237 υπέρ και 138 εναντίον. Στη Συνθήκη περιελήφθησαν και οι συνθήκες ειρήνης των Συμμάχων με την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και την (τότε) Οθωμανική Τουρκία. Η Συνθήκη δημιουργούσε τον «νέο χάρτη της Ευρώπης», στη βάση του εθνικού κράτους, αλλά με πολλές ασάφειες και παραδοξότητες. Ετσι, τα σύνορα με τη Ρωσία έμειναν ακαθόριστα, καθώς δεν προσδιοριζόταν το μέλλον της Φινλανδίας, της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Στο εθνικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας, που δημιουργήθηκε τεχνητά και μόνο για να αποτελέσει φράγμα στον επεκτατισμό της κομμουνιστικής Ρωσίας, περιελήφθησαν 700.000 γερμανόφωνοι Σλοβένοι οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τους Σέρβους ή τους Κροάτες. Γενικά 30 εκατομμύρια άτομα έμειναν εκτός των εθνικών κρατών στα οποία, λόγω εθνότητος, έπρεπε να ανήκουν.
Το σοβαρότερο ίσως επίτευγμα της Συνθήκης ήταν η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (και τα δύο στη Γενεύη). Η ΚτΕ, στην οποία μετείχαν αρχικά οι νικήτριες χώρες, ήταν- επέζησε εν απραξία ως το 1939- ένα είδος διαιτητικού οργανισμού ο οποίος θα μεσολαβούσε για να αποφεύγονται κρίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο. Μολονότι εισηγητής της δημιουργίας της ήταν ο πρόεδρος Γουίλσον- ο οποίος υπέβαλε στη Διάσκεψη και τα ιστορικά «Δεκατέσσερα σημεία» του για εμπέδωση της ειρήνης - οι ΗΠΑ δεν έλαβαν μέρος, επειδή ουδέποτε η Γερουσία ενέκρινε τα σχετικά κείμενα. Ανατροπή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1933-1937)Το πρώτο σημαντικό πλήγμα στη συλλογική ασφάλεια δόθηκε από τους Ιάπωνες, που εισέβαλαν στη Μαντζουρία το Σεπτέμβριο του 1931 στα πλαίσια της επεκτατικής στρατιωτικής και οικονομικής πολιτικής. Οι Ιάπωνες δημιούργησαν ένα κράτος στην κινεζική αυτή επαρχία, το οποίο ονόμασαν Μαντουκουό (ονομασία της Μαντζουρίας στα ιαπωνικά) και το έθεσαν "υπό την προστασία" της Ιαπωνικής αυτοκρατορίας. Ως κεφαλή του κράτους αυτού τοποθέτησαν τον εγγονό της έκπτωτης τελευταίας αυτοκράτειρας της Κίνας, τον Που-Γι. Η Κοινωνία των Εθνών συγκρότησε εξεταστική επιτροπή για τα γεγονότα της Μαντζουρίας. Το πόρισμα της Επιτροπής της ΚΤΕ ήταν καταδικαστικό για την Ιαπωνία. Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος το 1933 η Ιαπωνία αντέδρασε αποχωρώντας από την ΚΤΕ.Στην Ευρώπη η πιο έκδηλη πρόκληση ήρθε από τον Χίτλερ, που επεδίωξε με συστηματικό τρόπο την ακύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919. Είναι μάλλον απίθανο ότι είχε επεξεργαστεί κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, αλλά, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός Ταίυλορ, ήταν ένας πολιτικός που εκμεταλλευόταν αποτελεσματικά τα λάθη των αντιπάλων του. Σε αυτό το στάδιο μάλιστα προτίμησε να πραγματοποιήσει τους στόχους του όχι χρησιμοποιώντας βία, αλλά αντίθετα χρησιμοποιώντας διαρκώς αναφορές στην ανάγκη για τη διαφύλαξη της ειρήνης, αναφορές στην ανάγκη για προώθηση των αποφάσεων σχετικά με τον αφοπλισμό στη βάση "της δικαιοσύνης και της λογικής". Τέλος, κάθε φορά που κέρδιζε κάτι, υποσχόταν ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία. Ωστόσο, κατά κανέναν τρόπο δεν έκρυβε την πρόθεσή του να ανατρέψει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.Επανεξοπλισμός της Γερμανίας (Οκτώβριος 1933)Καθώς στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμιά διεθνής συμφωνία για τον αφοπλισμό, ο Χίτλερ υποστήριζε ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να εξακολουθεί να δέχεται ότι μόνη αυτή από όλες τις χώρες του κόσμου έπρεπε να μένει αφοπλισμένη, όπως προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Έτσι, το 1933 η Γερμανία αποσύρθηκε από τη Συνδιάσκεψη για τον Αφοπλισμό και από την Κοινωνία των Εθνών.Το Γερμανοπολωνικό Σύμφωνο (Ιανουάριος 1934)Ο Χίτλερ συνήψε με την πολωνική κυβέρνηση μια δεκαετούς διάρκειας συμφωνία σχετικά με τον αφοπλισμό, παρουσιάζοντας έτσι ένα φιλειρηνικό πρόσωπο. Ωστόσο, μόλις μερικές εβδομάδες αργότερα εξηγούσε στους Γερμανούς στρατιωτικούς ηγέτες ότι η Γερμανία θα έπρεπε να κατακτήσει "ζωτικό χώρο" στην ανατολική Ευρώπη. Παράλληλα το γερμανο-πολωνικό Σύμφωνο κατέστρεφε το σύστημα συμμαχιών της Γαλλίας την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Η Γαλλία προσπάθησε να απαντήσει σε αυτό το Σύμφωνο με διάφορους τρόπους:τη Γραμμή Μαζινό. Η οροθετική γραμμή από το ύψος του Βελγίου ως το ύψος της Ελβετίας θεωρήθηκε ότι έπρεπε να οχυρωθεί κατά απόλυτη προτεραιότητατην επιδίωξη ενός "ανατολικού Λοκάρνο". Οι προσπάθειες του Υπουργού Εξωτερικών Λουί Μπαρτού (Louis Barthou) για την επίτευξη εγγυήσεων για τα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας απέτυχε λόγω της καχυποψίας των μικρότερων κρατών έναντι της Ρωσίας. Τον Οκτώβριο του 1934 ο Μπαρτού έπεσε νεκρός κατά τη δολοφονική επίθεση κατά του βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Αλεξάνδρου στη Μασσαλίατη γαλλο-ιταλική συμμαχία. Ο διάδοχος του Μπαρτού, Πιέρ Λαβάλ, επέτυχε τη σύναψη συμμαχίας με την Ιταλία τον Ιανουάριο του 1935. Η συμμαχία αυτή βασίστηκε σε μια προηγούμενη συμφωνία σχετικά με διαφορές στις αποικίες της Αφρικής και σε μια κοινή δήλωση για την εγγύηση της ανεξαρτησίας της Αυστρίας. Μια τέτοια εγγύηση κατέστη αναγκαία σε συνέχεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος που οργάνωσαν οι Αυστριακοί Ναζί τον Ιούλιο του 1934, κατά τη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκε ο Καγκελάριος της χώρας Δρ Ντόλφους (Dollfuss). Ι Ιταλία υποστήριξε τις αυστριακές αρχές, ενώ ο Χίτλερ αναγκάστηκε να αρνηθεί οποιαδήποτε γερμανική ανάμειξη.Εισαγωγή της υποχρεωτικής θητείας (Μάρτιος 1935)Η εξαγγελία ότι η Γερμανία θα συγκροτούσε (παρά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών) στρατό 600.000 ανδρών επικρίθηκε από την Κοινωνία των Εθνών. Η Γαλλία, η Βρετανία και η Ιταλία, αντιδρώντας στην είδηση, συγκεντρώθηκαν στο Stressa Front, για να εξακολουθήσουν τις συνομιλίες που είχαν οδηγήσει τις Συμφωνίες του Λοκάρνο. Αλλά και η σοβιετική Ρωσία υπέγραψε Σύμφωνα Αλληλοβοήθειας με τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία. Ωστόσο, αυτή η δυναμική αντίδραση εξασθενούσε λόγω:της αγγλο-γερμανικής Ναυτικής Συμφωνίας τον Ιούνιο του 1935, με βάση την οποία ο γερμανικός στόλος θα έπρεπε να αντιστοιχεί στο 35% του συνόλου κόρων του βρετανικού ναυτικού, ενώ η Γερμανία θα μπορούσε να διατηρεί ισάριθμα υποβρύχια με τη Βρετανία. Ούτε η Βρετανία ούτε η Γερμανία ζήτησαν τη γνώμη της Γαλλίας ή της Ιταλίας - γεγονός που οδήγησε στην αναζωπύρωση του ανταγωνισμού των εξοπλισμών.της ιταλικής εισβολής στην Αβησσυνία τον Οκτώβριο του 1935.Στρατιωτική ανακατάληψη της Ρηνανίας (Μάρτιος 1936)Ο Χίτλερ επωφελήθηκε από τις συνομιλίες στο Stressa Front και έστειλε γερμανικά στρατεύματα να εισβάλουν στις αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες. Ταυτοχρόνως αποκήρυξε τις Συμφωνίες του Λοκάρνο. Για να δικαιολογήσει την εισβολή του σε αυτές τις περιοχές, επικαλέστηκε το γαλλο-σοβιετικό Σύμφωνο υποστηρίζονταν ότι ήταν επιθετικό στη φύση του και στρεφόταν κατά της Γερμανίας. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η στρατιωτική αντίδραση των Συμμάχων του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου θα μπορούσε να αποτρέψει ή να ακυρώσει την ενέργεια του Χίτλερ: οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις ήταν ολιγάριθμες, οι αξιωματικοί του γερμανικού στρατού δεν εμπιστεύονταν ακόμη τον Χίτλερ και, τέλος, Η Γαλλία, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία θα μπορούσαν σύντομα να κινητοποιήσουν 190 μεραρχίες. Από την άλλη πλευρά:Η Γαλλία αιφνιδιάστηκε. Εξάλλου στα στρατηγικά σχέδια των επιτελών του γαλλικού στρατού ό,τι είχε απόλυτη προτεραιότητα ήταν η Γραμμή ΜαζινόΟι περισσότεροι στη Βρετανία έβλεπαν με συμπάθεια τη γερμανική ενέργεια. Θεωρούσαν ότι οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ένα τμήμα της πατρίδας τους, το οποίο τους είχε αφαιρεθεί άδικα. Επιπλέον, πολλοί Βρετανοί πολιτικοί υιοθετούσαν την άποψη ότι μια δυνατή Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει φραγμό για την επέκταση του κομμουνισμού στην ΕυρώπηΗ σοβιετική Ρωσία, η Πολωνία και οι άλλοι σύμμαχοι της Γαλλίας δεν αναλάμβαναν πρωτοβουλίες, καθώς έβλεπαν τη διστακτικότητα της Βρετανίας και της ΓαλλίαςΈτσι ο Χίτλερ αύξησε τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό της χώρας του, απέδειξε ότι όσοι Γερμανοί στρατηγοί τον συμβούλευαν να μην εισβάλει στις αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες είχαν άδικο, και ανέδειξε τις διαφωνίες στους κόλπους της αντιπολίτευσης. Τον Ιανουάριο του 1937, κατήγγειλε και επισήμως τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.