Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ, Η ΜΑΝΤΙΚΗ

ΟΙ ΜΑΝΤΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ & ΑΛΛΟΥ

Στην πόλη Κάρρα σφραγίστηκε ο ναός και απαγορεύθηκε το άνοιγμά του, μέχρι την επιστροφή του ίδιου [Ιουλιανού του Παραβάτη] από την εκστρατεία στην Περσία. Όταν ανοίχθηκε, αφού ο Ιουλιανός ποτέ δεν επέστρεψε, βρέθηκε μια νεκρή γυναίκα κρεμασμένη από τα μαλλιά, με τα χέρια ανοιγμένα και τα σπλάχνα της βγαλμένα. [Περίπτωση σπλαχνοσκοπίας, για να μαντέψει το τέλος του πολέμου.] (Πηγή: Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3,21 PG 82, 1120)]


Ο Μαρίνης δέχεται ότι: «επί του θεμελιώδους τούτου έργου [Χαλδαϊκών Λογίων] της οψίμου περιόδου της ελληνικής διανοήσεως, που δύνανται να θεωρηθή ως το κύκνιον άσμα του ελληνικού εθνισμού» (Πηγή: Χαλδαϊκά Λόγια ή Χρησμοί, Κείμενον Αρχαία Σχόλια, Πρόλογος και Σχόλια του Παναγιώτη Μαρίνη, Εκδόσεις Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1998, σελ. 39)

Αυτό το έργο αναφέρει 4. «Μή τά πελώρια μέτρα γαίης ὑπό σήν φρένα βάλλου· Οὐ γάρ ἀληθείης φυτόν ἐνί χθονί. Μηδέ μέτρει μέτρα ἡλίου κανόνας συναθροίσας. Ἀϊδίῳ βουλῇ φέρεται Πατρός, οὐχ ἕνεκά σου. Μήνης ῥοῖζον ἔασον· άεί τρέχει ἔργῳ ἀνάγκης. Ἀστέριον προπόρευμα σέθεν χάριν οὐκ ἐλοχεύθη. Αἴθριος ὀρνίθων ταρσός πλατύς, οὔ ποτ' ἀληθής, Καί θυσιῶν καί σπλάγχων τε τομαί· τάδ’ ἀθύρματα πάντα, Ἐμπορικῆς ἀπάτης στηρίγματα. Φεῦγε σύ ταῦτα, Μέλλων εὐσεβείης ἱερόν παράδεισον ἀμοίγειν, Ἔνθ’ ἀρετή, σοφία τε καί εὐνομίη συνάγονται».

[Ερμ: «Ἀπάγει τόν μαθητευόμενον ὁ Χαλδαῖος πάσης ἑλληνικῆς σοφίας καί μόνῳ προσκολλᾶν οἰεται τῷ Θεῷ. Μή τά μεγάλα μέτρα τῆς γῆς πολυπραγμόνει τῇ σῇ φρενί, ὥσπερ οἱ γεωγράφοι· σπέρμα γάρ ἀληθείας οὐκ ἔστιν ἐν γῆ... Μή ἀχολοῦ περί ἀστρονομίαν· οὐ γάρ ἕνεκεν τῆς σῆς ζωῆς τόν δρόμον (ἥλιος) ποιεῖται, ἀλλ’ ἀϊδίως;κινεῖται κατά τό τοῦ Θεοῦ βούλημα...Τό τῆς σελήνης εὔτροχον κίνημα μή πολυπραγμόνει· τρέχει γάρ αὕτη οὐ διά σέ, ἀλλ’ ὑπό κρείττονος ἀνάγκης ἀγομένη... Οἱ προηγούμενοι τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἤ τῶν πετωμένων ὀρνίθων ἐν τῷ ἀέρι τέχνη, ἥν δή καί οἰωνιστικήν ὀνομάζουσιν, οὐκ ἔστιν ἀληθής, περιεργαζομένη πτήσεις αὐτῶν καί κλαγγάς καί καθέδρας... Καί ἡ θυτική καλουμένη ἐπιστήμη, ἤγουν ἡ διά θυσιῶν τῶν μελλόντων ζητοῦσα τήν πρόγνωσιν καί ἡ διά τομῆς τῶν σπλάγχνων τῶν σφαζομένων ἱερείων, παίγνια εἰσίν .αντικρυς καί ἀφορμαί κέρδους ἀπατηλαί...

«Μή τοίνυν (φησί) πολυπραγμόνει σύ μαθητευόμενος ὑπ’ ἐμοῦ «μέλωλων εὐσεβείης παράδεισον ἀνοίγειν». Παράδεισος δέ κατά Χαλδαίους, οὐχ ὅν ἡ τοῦ Μωυσέως Βίβλος φησίν, ἀλλ’ ὁ λειμών τῶν ὑψηλοτάτων θεωριῶν, ἔνθα τά ποικίλα τῶν ἀρετῶν δένδρα καί τό ξύλον τό γνωστικόν καλοῦ καί πονηροῦ, τ.ἔ. ἡ διαιρετική φρόνησις, καί τό γνωστικόν καλοῦ καί πονηροῦ, τ.ἔ. ἡ διαιρετική φρόνησις, καί τό ξύλον τῆς ζωῆς, τ.ἔ. τό φυτόν τῆς θείας ἐλλάμψεως τῆς καρποφορούσης τῇ ψυχῇ ζωήν ἱερωτέαν καί κρείσσονα. Ἐν τούτῳ γοῦν τῶ παραδείσῳ καί ἀρετή καί σοφία εὐνομία φέρονται. Ἔστι δέ ἀρετή, μία μέν ἡ γενική, πολαί δέ αἱ κατ’ εἴδη διαιρόύμεναι. Σοφία δέ ἐστιν ἡ τούτων ἁπάντων πειρεκτική ἥν ώς μόνος ἄρρητος ὅ θεῖος προβάλλεται νοῦς.»]

(Μτφρ: Μή προσπαθείς να κατανοήσεις τα πελώρια μεγέθη της γής· διότι το φυτόν της αληθείας δεν ευρίσκεται εις τον χθόνιον κόσμον. Μήτε να υπολογίσεις το μέγεθος τού ηλίου συγκεντρώνων κανόνας και πίνακας· περιφέρεται υπό της αϊδίου θελήσεως τού Πατρός, όχι χάριν σού. Εγκατάλειψε την συρρίζουσαν κίνησιν της σελήνης· τρέπει πάντοτε διά το έργον της Ανάγκης. Η προϊούσα περιφορά των αστέρων δεν εγγενήθη προς χάριν σου. Αι αναπεπταμέναι πλατείαι πτέρυγες των οιωνών εις τον αέρα ουδέποτε είναι αληθείς, ούτε αι τομαί των σπλάγχνων των θυμάτων κατά τας θυσίας· όλα αυτά είναι παίγνια, στηρίγματα εμπορικής απάτης. Σύ να τ’ αποφεύγεις εφ’ όσον πρόκειται ν’ ανοίξεις τον ιερόν παράδεισον της ευσεβείας, όπου η αρετή, η σοφία και η ευνομία συνέρχονται επί ταυτώ] (απ. 169)

[Μτφρ Ερμ: Ο Χαλδαίος αποτρέπει τον μαθητή του από κάθε ελληνική σοφία και τον προσκαλεί, όπως πιστεύει, εις μόνον τον Θεόν. Διότι λέγει: «Μην προσπαθείς να μετρήσεις τα πελώρια μεγέθη της γης· διότι το φυτόν της αληθείας δεν ευρίσκεται επί του εδάφους». Δηλαδή, μη πολυπραγμονείς δια του εγκεφάλου σου περί τα απέραντα όρια της γης, όπως κάνουν οι γεωγράφοι όταν καταμετρούν την γην· διότι δεν υπάρχει σπέρμα αληθείας μέσα στην γη. «Ούτε να μετρά τας διαστάσεις του ήλιου, συναθροίζων κανόνας και πίνακας· διότι ούτος περιφέρεται υπό της αϊδίου βουλήσεως του Πατρός και όχιν χάρην σου. Όπερ σημαίνει, μη ασχολείσαι με την Αστρονομία, ούτε να μετράς την κίνησην των αστέρων με την βοήθεια των αστρονομικών πινάκων· διότι δεν διατρέχει την τροχιάν του χάριν της ιδικής σου ζωής, αλλά κινείται εκτός χρόνου κατά το θέλημα του Θεού. «Εγκατέλειψε την συρρίζουσαν κίνηση της σελήνης· διότι τρέχει πάντα δια το έργον της ανάγκης». τ.ε. μη σε απασχολεί η ταχεία περιφορά της σελήνης· διότι τρέχει όχι δια σε, αλλά προωθείται από κάποιαν σοβαρότερη ανάγκη. Η πορεία των άστρων δεν εγεννήθη χάριν σου, δηλαδή, τόσον οι απλανείς όσον και οι πλανήτες που περιφέρονται εις το στερέωμα, δεν εδημιουργήθησαν για σένα. Αι αναπεπταμέναι πτέρυγες των οιωνών εις τον αέρα, ουδέποτε είναι αληθείς, δηλαδή η οιωνοσκοπία δεν προλέγει το μέλλον, η οποία στηρίζεται εις την παρατήρηση του τρόπου πτήσεως, των κραυγών και του τρόπου προσγειώσεως αυτών· ούτε οι τομές των σπλάγχνων των θυσιαζομένων ζώων· όλα αυτά είναι παίγνια· διότι η τέχνη των θυσιών (θυτική) που προσπαθεί δια των μέσων αυτών να συναγάγη συμπεράσματα δια το μέλλον, όλα αυτά είναι αθύρματα και τρόποι εμπορικής εκμεταλλεύσεως και αφορμές κέρδους δι’ απάτης. Μη πολυασχολείσαι, λοιπόν, με αυτά τα πράγματα συ που μαθητεύεις εις την σχολή μου, συ που μέλλεις να ανοίξεις τας πύλας της ευσεβείας του παραδείσου. Ιερός δε παράδεισος, κατά τους Χαλδαίους, δεν είναι εκείνος που παρουσιάζει η Βίβλος του Μωϋσέως, αλλά ο λειμών των θαυμασίων θεάσεων, όπου φύονται τα ποικίλα των αρετών δένδρα και το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, δηλαδή η διακριτική ικανότης η χωρίζουσα το καλύτερο από το χειρότερο, όπως και το δένδρο της ζωής, ήτοι το φυτό της θειοτέρας εκλάμψεως που παρέχει εις την ψυχήν ζωής ιεροτέραν και υψηλοτέρα. Εις αυτόν, λοιπόν, τον παράδεισο ρέουν δίκην ποταμών και οι τέσσερεις αρχές των γενικοτάτων αρετών· μέσα σε αυτόν τον παράδεισο ευδοκιμούν η αρετή, η σοφία και η ευνομία. Η αρετή είναι συγχρόνως μία κατά το γένος, αλλά και πολλαπλή δια της διαρέσως της εις είδη. Η σοφία, περιλαμβάνει πάντα (τα είδη) την οποία ο θείος Νους προβάλλει ως αόριστο μονάδα*. Μεταξύ των χαλδαϊκών τούτων παραινέσεων οι πλείστες συμφωνούν με τις ημετέρες εξηγήσεις (τα χριστιανικά) άλλες όμως απορρίπτονται. Ούτως ενώ δια την σαφώς υποστηριζομένη άποψη της πίστεώς μας η ορατή δημιουργία έγινε για τον άνθρωπο, ο Χαλδαίος δεν παραδέχεται την άποψη αυτήν· δι αυτόν τα ουράνια όντα κινούνται αιωνίως, λόγω ανάγκης και όχι για χάρη δική μας»]

Πηγή: Μιχαήλ του Ψελλού, Ερμηνεία σε 42 Χαλδαϊκά Λόγια, (Migne Patr.Graeca, T. 122) Μετάφραση Π. Γράβιγγερ, Χαλδαϊκά Λόγια ή Χρησμοί, Κείμενον Αρχαία Σχόλια, Πρόλογος και Σχόλια του Παναγιώτη Μαρίνη, Εκδόσεις Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1998, σσ. 269 - 270, 297 - 300

ΕΝΑΣ ΨΕΥΤΗΣ ΘΕΟΣ

Ένας Ικέτης και ένας «Ψεύτης Θεός», Ηροδότου Ιστορίαι (Ι 157-160), Μετάφραση Ε. Πανέτσου

[Ο Κύρος έχοντας καταλάβει την Λυδία αφήνει στις Σάρδεις διοικητή τον Τάβαλο και με τον Κροίσο αιχμάλωτο-σύμβουλο επιστρέφει στην Περσία. Κάποιος Πακτύης ξεσηκώνει τους Λυδούς και αρχίζει να πολιορκεί τον Τάβαλο στην ακρόπολη των Σάρδεων. Ο Κύρος στέλνει τον Μαζάρη να επιβάλλει την τάξη].

157

Αφού λοιπόν έδωκε αυτάς τας διαταγάς καθ' οδόν ο Kύρος, εξηκολούθει την πορείαν του προς την χώραν των Περσών· ο δε Πακτύης άμα έμαθε ότι πλησιάζει στρατός βαδίζων εναντίον του, εφοβήθη και έφυγε γρήγορα-γρήγορα εις την Κύμην. Και ο Μήδος Μαζάρης επροχώρησε προς τας Σάρδεις έχων ένα μέρος του στρατού του Κύρου, όσον κι' αν ήτο, αδιάφορον, κι' επειδή εύρε ότι δεν ήσαν πλέον εις τας Σάρδεις ο Πακτύης και οι μετ' αυτού, πρώτον επέβαλεν εις τους Λυδούς να εκτελούν τας διαταγάς του Κύρου· και εξ αιτίας της διαταγής αυτού οι Λυδοί άλλαξαν εντελώς τον τρόπον της ζωής των. Έπειτα ο Μαζάρης έστειλε απεσταλμένους εις την Κύμην και τους διέταξε να του παραδώσουν τον Πακτύην. Οι Κυμαίοι όμως απεφάσισαν να αναφέρουν το πράγμα εις τον θεόν των Βραγχιδών και να ζητήσουν συμβουλήν. Διότι εις εκείνο το μέρος υπήρχεν ένα μαντείον από τα παλιά χρονιά και απ' αυτό συνήθιζαν να ζητούν χρησμόν και οι Ίωνες όλοι και οι Αιολείς. Το μέρος αυτό είναι εις την περιοχήν της Μιλήτου υπεράνω του λιμένος Πανόρμου.

158

Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι θεοπρόπους εις τους Βραγχίδας και ηρώτων, σαν τι πρέπει να κάνουν με τον Πακτύην, ώστε να ευχαριστήσουν τον θεόν. Ενώ επρόβαλλον αυτήν την ερώτησιν, τους εδόθη χρησμός να εκδώσουν τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Μόλις την έφεραν πίσω την απάντησιν αυτήν και την ήκουσαν οι Κυμαίοι, ετοιμάζοντο να τον παραδώσουν. Ενώ όμως οι περισσότεροι ήσαν έτοιμοι να το κάμουν, ένας από τους εγκρίτους πολίτας, ο Αριστόδικος, ο υιός του Ηρακλείδη, επειδή δεν έδινε πίστιν εις τον χρησμόν και υπώπτευε ότι οι θεοπρόποι δεν λέγουν την αλήθειαν, συνεκράτησε τους Κυμαίους να μη το κάμουν, έως πού έφυγαν άλλοι θεοπρόποι, από τους οποίους ένας ήτο και ο Αριστόδικος, διά να ερωτήσουν δια δευτέραν φοράν δια το ζήτημα του Πακτύη.

159

Σαν έφθασαν εις τους Βραγχίδας, εζήτει χρησμόν εξ ονόματος όλων ο Αριστόδικος και απηύθυνε την έξης ερώτησιν: «Κύριε, ήλθε προς ημάς ως ικέτης ο Λυδός Πακτύης δια να γλυτώση από βίαιον θάνατον εκ μέρους των Περσών αυτοί όμως τώρα τον ζητούν καλά και σώνει και προκαλούν τους Κυμαίους να τον παραδώσουν. Αλλ' ημείς μολονότι φοβούμεθα την δύναμιν των Περσών, δεν ετολμήσαμεν ως τα σήμερα να παραδώσωμεν τον ικέτην, πριν μας δηλωθή σαφώς εκ μέρους σου, ποιό από τα δυό να κάνωμε.» Εκείνος μεν αυτήν την ερώτησιν απηύθυνε, ο δε θεός τους παρουσίαζε πάλιν τον ίδιο χρησμό και τους εκάλει να παραδώσουν τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Ύστερα απ' αυτήν την απάντησιν ο Αριστόδικος κατέστρωσε ένα σχέδιον και να τι έκανε· εγύριζε γύρω γύρω εις τον ναόν και ξεφώλιαζε τα σπουργίτια και όσα άλλα είδη πουλιών είχαν κτίσει την φωλιά τους εις τον ναόν. Αλλά την ώρα πού το έκανε αυτό, λέγουν, ότι εβγήκε μία φωνή από το άδυτον πού απηυθύνετο προς τον Αριστόδικον και του έλεγε· «Ανοσιώτατε άνθρωπε, πως τολμάς να το κάνης αυτό; διώχνεις από τον ναόν τους ικέτας μου;» Κι' ο Αριστόδικος, λέγουν, χωρίς να παραξενευθή απήντησε προς την φωνήν· «Κύριε, συ ο ίδιος έτσι προστατεύεις τους ικέτας σου, και τους Κυμαίους τους προστάζεις να παραδώσουν τον ικέτην;» Και ο θεός, λέγουν, απήντησε πάλιν· «Ναι, προστάζω, δια να ασεβήσετε και να χαθείτε μιά ώρα αρχύτερα, και έτσι να μη έλθετε άλλη φορά εις το μαντείον να ερωτάτε, αν πρέπει να παραδώσετε ικέτας».

160

Όταν έφεραν πίσω αυτά τα λόγια και τα ήκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν είχαν όρεξη ούτε να τον παραδώσουν και να χαθούν, ούτε πάλι να τον κρατήσουν κοντά τους και να εκτεθούν εις πολιορκίαν, τον έστειλαν έξω από τον τόπον τους εις την Μυτιλήνην. Οι Μυτιληναίοι, επειδή ο Μαζάρης έστειλε από πίσω του ειδοποίησιν να παραδώσουν τον Πακτύην, ετοιμάζοντο να το κάμουν, αν τους εδίδετο κάποια χρηματική αμοιβή, αδιάφορον πόση· διότι δεν είμαι εις θέσιν να αναφέρω επακριβώς το ποσόν, και τούτο, διότι το παζάρεμα δεν επήρε τέλος. Οι Κυμαίοι δηλαδή, μόλις έμαθαν, ότι οι Μυτιληναίοι έκαναν τοιαύτας διαπραγματεύσεις, έστειλαν ένα πλοίον εις την Λέσβον και πήραν τον Πακτύην και τον μετέφεραν εις την Χίον. Από εκεί τον απέσπασαν βιαίως οι Χίοι από το ιερόν της πολιούχου Αθηνάς και τον παρέδωσαν. Και τον παρέδωσαν οι Χίοι λαβόντες αντάλλαγμα την περιφέρειαν του Αταρνέως· η περιφέρεια αυτού του Αταρνέως είναι εις την χωράν της Μυσίας, απέναντι της Λέσβου. Παρέλαβον λοιπόν οι Πέρσαι τον Πακτύην και τον εφύλαττον καλά, θέλοντες να τον παρουσιάσουν είς τον Κύρον. Και υπήρξε εποχή και μάλιστα μακράς διαρκείας, που κανένας κάτοικος της Χίου προσφέρων θυσίας εις οιονδήποτε θεόν δεν εχρησιμοποίει ουλάς κριθής από την περιφέρειαν αυτού του Αταρνέως, ούτε εζύμωνε ιερά πλακούντια από σίτον της περιφερείας αυτής και γενικά όλα τα προϊόντα αυτής της περιφερείας απεκλείοντο από κάθε θρησκευτικήν χρήσιν.

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΤΟΥΣ

«Τη μαντεία απειθών»

Πλάτων

Μαντείο καλείται ο τόπος όπου μαντεύεται, λαμβάνει κανείς τον χρησμό, χρηστήριο «το εν Δελφοίς μαντείον». Το μαντείο ήταν κατά την αρχαιότητα τόπος, εις τον οποίο ασκούνταν η μαντική από είδος ιερατικού σώματος και περιελάμβανε τρία ουσιώδη στοιχεία:

1. τον εμπνευστή θεό

2. το ιερατείο

3. και την τοποθεσία στην οποία η παράδοση είχε αποδώσει ειδικές δυνάμεις.

Εκούσια θυσία κόρης. Η Μακαρία θυσιάστηκε για να επαληθευθεί ο χρησμός σύμφωνα με τον οποίο μόνο αν θυσιάζονταν μια κόρη από αρχοντική γενιά θα νικούσαν οι Ηρακλείδες τους Αργείους. Λεπτομέρεια από κρατήρα της Απουλίας, 360 π.Χ., Μπάρι αρχαιολογικό Μουσείο (Πηγή: Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των Πολιτισμών «Corpus», τεύχος 48, Άρθρο «Παιδί και Βία στην ελληνική μυθολογία (κοινωνικά φαινόμενα και μυθολογικοί συσχετισμοί), η βία προς τα παιδιά και η πολιτιστική εμπειρία της κλασσικής Αθήνας», Σπυρίδων Δ. Σπυρόπουλος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, σελίδα 66)


«μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τ᾽ ἀληθές ἀναζητῶν»

Λουκιανός

Τα μαντεία αποτελούσαν τεράστιες δυνάμεις και άσκησαν επί μακρύτατο χρονικό διάστημα μέγιστη επιρροή επί της τύχης όχι μόνο των ατόμων αλλά και ολόκληρων πόλεων. Τα ιερατεία τους ήταν σωματεία κλειστά, των οποίων τα μέλη ενεργούσαν προς το συμφέρον της κοινότητας. Το πρόσωπο του θεού, το οποίο ομιλούσε δια μέσω του μαντείου, ήταν αδιάφορο. Κάθε φυλή συμβουλεύονταν τον πατρόνα της, όλοι δε οι θεοί και όλοι οι ήρωες πιστεύονταν ότι γνώριζαν τα μυστικά του πεπρωμένου και μπορούσαν να τα αποκαλύψουν στους θνητούς. Το ιερατείο το οποίο υπήρξε το κυριότερο στοιχείο δύναμης των μαντείων, δεν ήταν πάντοτε κοινοτικά οργανωμένο. Ενίοτε μάλιστα εξέλιπε ολοκληρωτικά. Συνήθως όμως το μαντείο εξυπηρετούνταν από κοινοτικά οργανωμένο ιερατείο. Κάθε τόπος δεν θεωρούνταν κατάλληλος για την ίδρυση μαντείου. Έπρεπε να έχει καθαγιαστεί από την παράδοση με κάποια επιφάνεια η με τον θάνατο θεοποιημένου ήρωα ή με εξαιρετικό γεγονός. Μαντεία υπήρχαν τριών ειδών:

1. θεών

2. ηρώων

3. θνητών

Μεταξύ των θεών η Γη η Γαία θεωρούνταν ως η κατ’ εξοχήν μαντική θεά. Προείπε και την τύχη και αυτών των θεών Κρόνου και Δία. Τα μαντεία της Ολυμπίας, των Δελφών, της Δωδώνης κ.λ.π. ήσαν κατ’ αρχάς μαντεία της Γης. Επίσης οι Έλληνες πίστευαν και στην μαντική δύναμη του ύδατος και του πυρός και επομένως και των προσωποποιήσεων των στοιχείων αυτών της φύσης. Οι Ναϊάδες, οι Νύμφες, ο Ήλιος, η Σελήνη, η Εκάτη κ.τ.λ. θεωρούνταν ως μαντικές θεότητες. Τα σπουδαιότερα μαντεία της αρχαιότητας ήταν της Δωδώνης, της Ολυμπίας, το Αμμώνιον στην Λιβύη, των Δελφών, τα Ασκληπιεία κ.λ.π.

ΟΙΩΝΟΣ & ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ

«εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης»

Ιλιάδα Μ 243

Εξήγηση: το υπέρ πατρίδος μάχεστε είναι ο άριστος οιωνός, δηλαδή ο υπέρ πατρίδος μαχόμενος δεν πρέπει να αναζητά μαντικά σημεία.

ΟΙΩΝΟΣ

Καλείται

1. Πτηνό το οποίο πετά μόνο όχι κατ’ αγέλη

2. η εκ της πτήσης ή της κραυγής των τοιούτων πτηνών μαντεία - προφητεία

3. σημείο που δηλώνει μέλλουσα ενέργεια ή κατάσταση, μαντικό σημείο, προμήνυμα «καλὸς - κακὸς οἰωνός»

Γενικότερα οιωνοί καλούνται τα διάφορα σημεία, τα οποία εκλαμβάνονται υπό του λαού ως προγνωστικά του μέλλοντος, ειδικότερα δε τα εκ των πτηνών. Ή πίστη ότι είναι δυνατό κατάλληλη ερμηνεία των απροσδόκητα προσφερομένων σημείων (αστραπών, εμφανίσεων κομητών, παραδόξων εμφανίσεων του ηλίου και της σελήνης, ιδιορρύθμων σχημάτων και χρωματισμών νεφών, πτήσεων ή φωνών των πτηνών, ασυνήθιστων σωματικών εκδηλώσεων, όπως φτερνίσματα, παλμών των οφθαλμών, συναντήσεων απροόπτων κλπ.) να οδηγήσει στην πρόγνωση του μέλλοντος είναι παλαιότατη και απαντά σε όλους τους κατά φύση ζώντας λαούς, ως προϊόν του εσφαλμένου συλλογισμού, κατά τον οποίο ότι ακολουθεί είναι αποτέλεσμα αυτού. Η μελέτη και η προσπάθεια ερμηνείας πάντων τούτων των σημείων, σε μερικούς λαούς εξήλθε τα όρια της επ' ευκαιρίας ερμηνείας και ανυψώθηκε σε ειδική τέχνη, την «οἰωνοσκοπίαν», με εξ επαγγέλματος εκπροσώπους, τους «οἰωνοσκόπους»

Έλληνες

Στους Έλληνες η οιωνοσκοπία ήταν μεν συνήθης από παλαιότατους χρόνους, αλλά δεν έλαβε μεγάλη, συστηματική και αυτοτελή ανάπτυξη. Συνήθως περιορίζονταν στην παρατήρηση των πτηνών (από όπου έλαβε και το όνομα: «οἰωνός» = πτηνό), ασχολούνταν όμως και με τα μετεωρολογικά φαινόμενα και σημεία (τέρατα) και με άλλης προελεύσεως σημεία, η ερμηνεία των οποίων, γνωστή σε όλους, δεν απασχολούσε ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων. Ο λαός, από τον οποίο η οιωνοσκοπία έλαβε συστηματικό χαρακτήρα και αποτέλεσε δημόσια λειτουργία, βάση του κύρους και της αυθεντίας της πολιτείας, είναι ο ρωμαϊκός λαός.

Κλουβιά με ιερές όρνιθες (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΗ΄, σελίδα 789)

Ρωμαίοι

Οι οιωνοί (auspicial) στην Ρώμη υπάγονταν σε ορισμένους κανόνας, το σύνολο των οποίων αποτελούσε το οιωνοσκοπικό δίκαιο (jus augurum), είδος επιστήμης τελούσης υπό την φύλαξη του συλλόγου των οιωνοσκόπων, «ερμηνευτών του Διός». Οι οιωνοσκόποι διαιρούσαν τους οιωνούς σε 4 κατηγορίες:

1. Ουράνιους οιωνούς (caelestia auspicial ή auguria), περιλαμβάνοντας τα μετεωρολογικά φαινόμενα, με τα οποία η θεότητα εκδήλωνε την βούλησή της και ιδίως την αστραπή και την βροντή, οι οποίες είναι οιονεί λόγοι απαντητικοί του Διός. Αν η αστραπή κατευθύνονταν από δεξιά προς τα αριστερά , αυτό αποτελούσε κακό οιωνό, αν αντίθετα από αριστερά προς τα δεξιά καλό. Αστραπή σε ανέφελο ουρανό αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν καλό οιωνό του Δία.

2. Οιωνούς των πτηνών (auspicial ex avibus) τούς παλαιοτέρους προφανώς από όλους, που έδωσαν και το όνομά τους στην οιωνοσκοπική επιστήμη (εκ του avis = πτηνό και spicere = παρατήρηση). Όλα τα πτηνά δεν μπορούσαν ν' αποτελέσουν αντικείμενο οιωνισμού και όλα τα οιωνοσκοπικά πτηνά δεν έπρεπε να παρατηρούνται κατά τον ίδιο τρόπο. Στον γύπα και τον αετό παρατηρούσαν μόνο την πτήση (alites), στα άλλα πτηνά μόνο τον κρωγμό, όπως στον κόρακα την γλαύκα κλπ. (oscines). Άλλων πτηνών τέλος παρατηρούσαν ταυτοχρόνως την πτήση και το κρωγμό, όπως του δρυοκολάπτη.

3. Οιωνούς εκ της ορέξεως ιερών ορνιθών (auspicial ex tripudiis). Ο οιωνισμός αυτός είχε το πλεονέκτήμα ότι μπορούσε να γίνει σε κάθε εποχή και σε κάθε στιγμή. Χρησιμοποιούνταν κυρίως κατά τις εκστρατείες, γι΄ αυτό και κάθε στρατιά ήταν εφοδιασμένη με τις ιερές της όρνιθες. Αναλόγως του τρόπου κατά τον οποίο η όρνιθα λάμβανε την τροφή της, συνήγαγαν και τις αναμενόμενες απαντήσεις. Ταχεία λήψη της τροφής της, τόσο ταχεία ώστε τμήματα αυτής να πίπτουν εκ του ράμφους, ήταν αίσιος οιωνός.

4. Τυχαίους οιωνούς (dirae) παντότε κακής σημασίας, ως π.χ. ο γρυσμός ποντικού, ο τριγμός επίπλου, το σβήσιμο Ιερής λυχνίας κλπ

Η οιωνοσκοπία είχε τεραστία σημασία δια το δημόσιον ρωμαϊκό δίκαιο. Οι Ρωμαίοι ουδέν επιχειρούσαν χωρίς να συμβουλευτούν τους θεούς. Η τύχη του κράτους εξαρτιόνταν πολλές φορές από τον τρόπο από τον οποίο ερμήνευαν τα σημεία των θεών και ευρίσκονταν επομένως στα χέρια των οιωνοσκόπων. Γι’ αυτό το λόγο οι ρωμαίοι είχαν κανονίσει με μεγάλη φροντίδα τον τρόπο του οιωνισμού και είχαν καθορίσει ποιοι άρχοντες είχαν το δικαίωμα να συμβουλεύονται οιωνούς, να αντιπροσωπεύουν δηλαδή παρά τους θεούς τον ρωμαϊκό λαό Υπό το μοναρχικό καθεστώς, ο βασιλεύς ήταν ο μοναδικός κάτοχος του δικαιώματος των οιωνών, σε όλη του την πληρότητα, μπορώντας να τον μεταβιβάζει σε ανάγκη. Αλλά το σύστημα της ελευθέρας πολιτείας περιέπλεξε την θεωρία και την πρακτική των οιωνών. Κατ’ αρχάς εμπιστεύθηκαν τους οιωνούς σε δύο άρχοντες με ίσα δικαιώματα. Όταν οι ύπατοι έχασαν τον ιερατικό τους χαρακτήρα, το δικαίωμα του εγκαινιασμού με οιωνούς τους λειτουργούς της δημοσίας λατρείας απενεμήθη στον pontifex maximus. Όταν δε οι πληβείοι στερήθηκαν τους ιδιωτικούς οιωνούς, διεκδίκησαν το δικαίωμα του να εκλέγονται ύπατοι και τους αντιπροβλήθηκαν θεολογικοί λόγοι, πρέπει, κατά την συνδιαλλαγή, η οποία δημιούργησε για το χρονικό διάστημα (444-367) χιλίαρχους με υπατική εξουσία, να εισήχθη διαφορά τις μεταξύ των οιωνών των εκ πατρικίων χιλίαρχων και των οιωνών των εκ πληβείων. Η μεταμόρφωση της ταμιείας στην αρχή cum imperio (447), η θέσπιση της τιμητείας (443), της στρατηγίας και της επιδιφρίου αγορανομίας (366), η δημιουργία εκτάκτων αρχών, η παράταση των τακτικών αρχών δια διανομής του οιωνιστικού δικαιώματος σε περισσοτέρους, κατέστησαν απαραίτητο μία αναθεώρηση της θεωρίας. Παρέστη ανάγκη, επί τη προόψει αναπόφευκτων συγκρούσεων, να καθορισθεί η σχετική αξία στα χέρια των διαφόρων αρχόντων οιωνών. Διαίρεσαν τότε τις αρχές και τους οιωνούς τους σε μείζονες (auspicial maxima) και σε ελάσσονες (auspicial minora). Οι μείζονες οιωνοί υπήρχα εκεί όπου υπήρχε imperium, δόθηκαν δηλαδή: στους υπάτους (ή υπατικούς χιλίαρχους) και τους στρατηγούς (praetores), εκ των εκτάκτων δε και των διανεμημένων αρχών στους δικτάτορες, τους ανθυπάτους και τους προπραίτωρες, ίσως δε και τους ίππαρχους. Οι τιμητές, στερούμενοι imperiumι, είχαν τιμητικά μόνο μείζονες οιωνούς. Οι επιδίφριοι αγορανόμοι και οι ταμίες έλαβαν ελάσσονες οίωνούς. Όσες φορές οι ελάσσονες άρχοντες εξηγούσαν δυσμενή οιωνό επί ενός θέματος, ενώ οι μείζονες ευμενή, τότε ελάμβανε χωράν η obnuntiatio, δηλαδή απαγόρευση δράσεως κατά τα πορίσματα του οιωνισμού των μειζόνων αρχόντων.

Οιωνοί λαμβάνονταν σε όλες τις σημαντικές περιστάσεις της δημοσίας ζωής, προ της εκλογής ενός άρχοντος, προ της συγκλήσεως εκκλησίας, κατά την ημέρα της αναλήψεως των καθηκόντων υπό κάποιου άρχοντα, προ της αναχωρήσεως στρατιάς κλπ. Από την εποχή του Σύλλα άρχεται ή παρακμή της οιωνοσκοπίας, ως αποτέλεσμα της μειώσεως των δικαιωμάτων και της σημασίας των διαφόρων αρχόντων, προς τους οποίους ήταν στενά συνδεδεμένη. Από τον Αύγουστο και μετά, με την επαναφορά της βασιλείας, οι οιωνοί έχασαν την σημασία τους και παρέμειναν απλώς ως ένα νεκρός θρησκευτικός τύπος, κληρονομηθείς από το παρελθόν.

Παραλλήλως προς τους δημοσίους οιωνούς υπήρχαν και οι ιδιωτικοί οιωνοί (auspicial private) οι οποίοι είναι ελάχιστα γνωστοί και περιέπεσαν νωρίς σε αχρηστία. Μεταξύ των ιδιωτικών οιωνών και των δημοσίων οιωνών υπάρχει διαφορά αξίας και όχι χαρακτήρα. Η οικογένεια, κύτταρο της πολιτείας, είχε ως μεσάζοντα μεταξύ αυτής και του Διός τον αρχηγό της, τον pater famiglias. Οι ιδιωτικοί οιωνοί εξηγούνταν, εν ανάγκη, από ιδιώτες οιωνοσκόπους, όπως οι δημόσιοι από τους δημόσιους. Οι ιδιώτες οιωνοσκόποι απολάμβαναν κατ’ αρχάς μεγάλη τιμή στην κοινωνική οργάνωση διότι αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος των δημοσίων οιωνοσκόπων.

Συστηματική σπουδή των οιωνών βρίσκει κανείς στις «Βέδες» των Ινδιών και στους Ασσυροβαβυλωνίους, όπου τα περί οιωνών ήταν γραμμένα σε μέγα συστηματικό έργον του οποίου μερικές πινακίδες διασώθηκαν), οι δε οιωνοσκόποι αποτελούν μέρος του ιερατείου.

Κατά τους ελληνορωμαϊκούς και τους μεταγενεστέρους χρόνους, οι οποίοι διακρίνονται δια την εξ επιδράσεως της Ανατολής μεγάλη δεισιδαιμονία των, η οιωνοσκοπία ανεπτύχθη σε ποικίλα συστήματα, εξ ων προέρχονται και τα λίαν διαδεδομένα οιωνοσκοπικά βιβλία (βροντολογία, σεισμολογία, περί διοσημειών κλπ.). Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η πίστης στους οιωνούς ήταν κραταιοτάτη, και κατεβάλλονταν μεγάλη προσοχή για την συναγωγή οιωνών κατά κρίσιμους στιγμές του βίου, γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμους κ.λ.π. Και σήμερα ακόμη παραμένουν ικανά λείψανα της πίστης στους οιωνούς, όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και σε άλλους λαούς. Έτσι π.χ. η συνάντηση ιερέα κατά το πρωί, η φωνή γλαυκός, ο τριγμός επίπλων, το φτάρνισμα, το λόξιγκας, η εμφάνιση λαγού, ο παλμός των οφθαλμών, ο βόμβος των αυτιών κ.λ.π. είναι από τους συνηθέστερους οιωνούς, οι οποίοι ερμηνεύονται σήμερα.

Παπακωσταντίνου Θ., φιλόλογος, Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΗ΄, σελίδα 788 - 789

ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ

Είναι εκείνος που εξετάζει τους οιωνούς, που αναζητά την θέληση των θεών από μαντικά σημεία, ο μάντης.

Οι οιωνοσκόποι (augures), όπως και το όνομα των μαρτυρεί και στην ελληνική και στην λατινική γλώσσα, ήσαν κατ’ αρχάς μάντεις ασκούντες την ορνιθομαντεία. Αλλ’ ήδη από τους Ετρούσκους προστέθηκε στην ειδικότητα τους (ή οποία συνίστατο στην παρατήρηση της πτήσης των πτηνών) και την παρατήρηση των παντός είδους σημείων, τα οποία εμφανίζονταν εντός του τεμένους (templum), του νοητού δηλαδή τετραγώνου, όπερ χάραζαν επί του ουρανού. Επειδή δε τόσο η πολιτεία όσο και οι ιδιώτες είχαν ανάγκη να συμβουλεύονται τους θεούς, ιδρύθηκε ειδικός σύλλογος στην Ρώμη με την ειδική εντολή της ερμηνείας των δημοσίων οιωνών, δηλαδή των σημείων, τα οποία απέστελλαν οι θεοί ως απάντηση στα τιθέμενα ερωτήματα. ο σύλλογος των οιωνοσκόπων (augures publici popyli Romani Quiritium) είναι κατά πάσα πιθανότητα ο αρχαιότερος των Ιερατικών συλλόγων στη Ρώμη. Οι οιωνοσκόποι βοηθούσαν τους άρχοντας, όταν αυτοί λάμβαναν τους οιωνούς. Χάρασσαν το τέμενος και ανήγγελλαν τα σημεία, τα όποια παρατηρούσαν (nuntiario). Κυρίως τρεις πηγές χρησιμοποιούσαν οι οιωνοσκόποι δια το έργον τους: την πτήση ή κραυγή των πτηνών, την όρεξη των Ιερών ορνίθων και τις αστραπές. Το οιωνοσκοπικό δίκαιο αναπτύχθηκε στην Ρώμη σε υπέρτατο βαθμό, οι οιωνοσκόποι ήσαν περιπτωσιολόγοι, όχι Ιερείς, και είχαν λεπτομερή καταγραφή του τρόπου, κατά τον οποίο έπρεπε να γίνεται η παρατήρηση, των τύπους κατά τους οποίους έπρεπε να υποβάλλονται τα ερωτήματα κλπ. Το αρχείο του συλλόγου των οιωνοσκόπων δημιούργησε και ιδιαίτερη φιλολογία, ήτις δυστυχώς χάθηκε. Η μεγάλη πολιτική σημασία των οιωνών εξηγεί την σημασία των περιπτωσιολογικών προβλημάτων της οιωνοσκοπίας. Ό σύλλογος των οιωνοσκόπων φαίνεται ότι κατ’ αρχάς αποτελέθηκε εκ τριών μελών, τα οποία κατόπιν έγιναν τέσσαρα ή πέντε. Το 300 π. Χ. ο ογούλνιος νόμος υποχρέωσε τους τέσσερις πατρικίους οιωνοσκόπους να προσλάβουν στον σύλλογό τους και άλλους πέντε πληβείους. Ο Σύλλας ανέβασε τον αριθμόν των οιωνοσκόπων σε δεκαπέντε. Ίσοι προς αλλήλους οι οιωνοσκόποι, συνέρχονταν άπαξ του μηνός στην ακρόπολη (arx) του Καπιτωλίου. Είχαν υπό τις διαταγές τους ένα αγγελιαφόρο και μερικούς ορνιθοτρόφους, τελούσαν δε στην διάθεση του κράτους και των διαφόρων αρχόντων και υπό την δικαιοδοσία του μεγάλου ποντίφικα.

Παπακωσταντίνου Θ., φιλόλογος, Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΗ΄, σελίδα 789

ΠΥΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Κατά την αρχαιότητα καλούνταν έτσι η μαντεία η οποία γίνονταν με κύριο μέσο την φωτιά, είτε δια παρατηρήσεως του τρόπου κατά τον οποίο καίγονταν μικρά τεμάχια ξύλου ριπτόμενα στο πυρ της θυσίας, είτε δια της ρίψης στην φωτιά πίσσας κονιοποιημένης, η οποία έπρεπε να αναφλεχτεί αυτοστιγμή για να είναι ευνοϊκός ο οιωνός, είτε δια ανάμματος λαμπάδων αλειμμένων με πίσσα, οι οποίοι ανήγγειλαν ευτυχή έκβαση, αν και η αναδυόμενη φλόγα ήταν πυραμοειδής καθαρή και άνευ καπνού, δυσάρεστο δε έκβαση, αν η φλόγα ήταν χαμηλή, μελανή και διακεκομένη. Υπό του Ελληνικού λαού σήμερα, φωτιά που υποβόσκει στην εστία θεωρείται ως υποδηλών ότι ύπουλα κάποιος φθονεί η διαβάλει τον ιδιοκτήτη της οικίας. Φωτιά που σπινθηρίζει πιστεύεται ότι προμηνύει ξηρασία. Αν η γάτα στρέψει τα νώτα προς την φωτιά, μαρτυρεί μεταβολή του καιρού. Αν τυχαία καεί μέρος του ενδύματος ή καλύμματος κάποιου, αυτό θεωρείται κακός οιωνός.

Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ, σελίδα 937

Στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται ως μαντική εξ εμπύρων [K.F. Hermann: Lehrbuch Der Gottesdienst, σ. 241, K.B. Stark, Heidenberg 1858], ειδικότερα ο Αισχύλος παρατηρεί πως: «Και φλογωπά σήματα ἐξωμάτωσα, πρόσθεν ὂντ’ ἐπάργεμα» [Αισχύλος: Προμηθεύς, 498, B.G. Teubner, Leipzig 1992]

Αν και στην περίπτωση αυτή , η πυρομαντεία επικεντρώνεται στην πυρά του θυσιαστηρίου, η διαδικασία είναι ταυτόσιμη με την ανάλογη που επιβιώνει στην Πρωσία και στην Λιθουανία του 17ου αιώνα. Σημαντική όμως είναι και η μαρτυρία του Λιβίου για την θεσμοθέτηση επί Νουμά του Flamen Dialis, του επίσημου πυρομάντη της πρώιμης «Ρωμαϊκής Πολιτείας» [Titus Livius: AB Urbe Condita I, 19, Loed, Harvard Univeristy Press] (Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 37, άρθρο «Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος», Γιώργος Ηλιόπουλος, σελίδα 49)

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ή ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΟ

Τόπος όπου επικαλούνται τα πνεύματα των νεκρών για να ερωτηθούν από τους θνητούς περί του μέλλοντος. Συνήθως κατάλληλοι τόποι για αυτή την μαντεία θεωρούνταν διάφορες φαραγγώδεις οπές, οι οποίες νομίζονταν ως στόματα του Άδη. Νεκρομαντεία υπήρχαν στην γέφυρα της Ηπείρου, στον Αχέροντα ποταμό, στο Ηράκλειο του Πόντου, στην Κύμη της Κάτω Ιταλίας, στο Ταίναρο, δίπλα στην Ιεράπολη της Φρυγίας και αλλού. Τα νεκρομαντεία ονομάζονταν και Πλουτώνεια και Χαρώνεια. Κατά την αρχαιότητα, ως γνωστό τρία ήσαν τα περιώνυμα νεκυομαντεία (εκ του «νέκυς», που κατά κυριολεξία σημαίνει στα αρχαία Ελληνικά, το «είδωλο - ψυχή» του νεκρού): το νεκυομαντείο του Αχέροντα, εκείνο της Ηράκλειας (στον Πόντο) και αυτό του Ταινάρου.

Ειδικά το πρώτο, αυτό του Αχέροντα (εκ του «ἂχεα- ρέων» ή από την ρίζα «αχ» που σήμανε ύδωρ όπως και ο Αχελώος) στην Ήπειρο υπήρξε το γνωστότερο, εφόσον σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση, εκεί βρίσκονταν η «είσοδος στον Άδη» (Ομήρου Οδύσσεια κ. 513). Στην συμβολή των ποταμών Αχέροντα (το όνομα του ποταμού αυτού έγινε στα αρχαία χρόνια συνώνυμο με τον Άδη «ἐν Ἀχέροντος, εἰς Ἀχέροντος, εἰς δόμον Ἀχέροντος, εἰς μέλαθρα Ἀχέροντος» και Κωκυτού, είχε δημιουργηθεί η ελώδης λίμνη της Αχερουσίας, την οποία οι ψυχές διαπερνούσαν με την βάρκα του Χάροντα, καθ’ οδών προς τον Άδη. Στην όχθη της Αχερουσίας, σε ένα σπήλαιο ενός κωνικού βράχου, είχε κτισθεί από αρχαιοτάτων χρόνων (εξ’ ου και τα Κυκλώπεια τείχη του) το νεκρομαντείο του Αχέρωντα (Ηρόδοτος V. 92 η΄). Πάνω ακριβώς από το μαντείο βρίσκονταν η εσχάρα, όπου γίνονταν οι αιματηρές τελετές των εναγισμών. Κάτω από την οπή της εσχάρας βρίσκονταν το άδυτο του νέκυο/νεκρομαντείου. Πρόκειται για μια υποβλητική στοά, όπου χύνονταν το αίμα και οι χοές των εναγισμών και έρχονταν οι ψυχές των νεκρών για να πιουν και να ζωντανέψουν.

Δίπλα από τα νεκρομαντεία βρίσκονταν τα εγκοιμητήρια (όπως και στα Ασκληπιεία), συνήθως έγγλυφες κλίνες σε βράχους, που ονομάζονται «όλμοι». Εκεί οι πιστοί, «καθ’ ύπνους», έρχονται σε επικοινωνία με τα εγκαλούμενα πνεύματα.

Καψάλης Γερ. Δ, Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού συμβουλίου της Μέσης Εκπαίδευσης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος ΣΤ΄, Σελίδα 386

Το Άδυτο του Μαντείου Αχέροντος όπου ελάμβαναν χώρα οι εναγισμοί με χοές και σπονδές αίματος. (Πηγή: Παναγιώτης Κούτουλας, «Οι απόκρυφες επιστήμες στην Ελληνική αρχαιότητα», κεφάλαιο Α «Εναγισμοί», εκδόσεις Έσοπτρον, Αθήνα 2002, σελίδα 39)

Η όλη δραστηριότητα των ανθρώπων δεν συνδέεται φυσικά μόνο με την επίδραση των πνευμάτων αλλά κιε με την «ὑπηρεσία». Ένα τέτοιο είδος υπηρεσίας αποτελούσε και η Ομηρική νεκρομαντεία. Η πληρέστερη μορφή νεκρομαντείας αναφέρεται στην ραψωδία της Οδύσσειας (Νέκυια). Ο Οδυσσέας ακολουθώντας της οδηγίες της Κίρκης έφτασε στα πέρατα του (Ατλαντικού) Ωκεανού, στην χώρα των Κιμμερίων, η οποία καλύπτονταν από ομίχλη. «Ἡ δ’ ἐς πείραθ΄ἳκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο, ἒνθα δέ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε, ἠέρι καί νεφέλη κεκαλυμμένοι » (Ομ. Οδύσσεια, λ 13 -15). Εκεί ο Οδυσσέας έσκαψε τάφρο, έκανε χοές και διασκόρπισε λευκό αλεύρι. Κατόπιν θυσίασε πάνω στην τάφρο πρόβατα και σύροντας το σπαθί έδιωχνε τα πενύματα για να μην πιουν αίμα και ζωντανέψουν πριν εμφανιστεί και του μιλήσει ο μάντης Τειρεσίας από τον Άδη

«βόθρον ὂρυξ· ὃσσον τε πυγούσιον ἒνθα καί ἒνθα,

ἀμφ’ αὐτῷ δέ χοήν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι,

πρώτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δέ ἡδέϊ οἲνῳ,

τό τρίτον αὖθ΄ ὓδατι· ἐπί δ’ ἂλφιτα λευκά πάλυνον…

… τά δέ μῆλα λαβών· ἀπεδειροτόμησα

ἐς βόθρον, ρέε δ’ αἷμα κελαινεφές· αἱ δ’ ἀγέροντο

ψυχαί ὑπέξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων·…

…οἳ πολλοί περί βόθρον έφοίτων ἂλλοθεν ἂλλος θεσπεσίῃ ἲαχῇ·…

…αὐτός δέ ξίφος ὀξύ ἐρυσσάμενος παρά μηροῦ

ἣμην, οὐδ΄ εἲων μεκύων ἀμενηνά κάρηνα

αἳματος ἂσσον ἲμεν πρίν Τειρεσίαο πυθέσθαι» (Οδύσσεια, λ 25 -50)

[Μετάφραση: έσκαψα τάφρο (βόθρο) περίπου έναν πήχη από το ένα και το άλλο μέρος, και γύρω από αυτήν σπονδές έχυνα στους νεκρούς, στην αρχή μείγμα από μέλι και γάλα, αργότερα με γλυκό κρασί και την Τρίτη φορά με νερό. Κατόπιν άπλωσα από πάνω λευκό αλεύρι… Τότε στα πλήθη των νεκρών έκανα δεήσεις και προσευχές και κατόπιν, αφού αποκεφάλισα πρόβατα, έτρεχε το μαύρο αίμα στην τάφρο… Τα πνεύματα των νεκρών συγκεντρώθηκαν γύρω από την τάφρο με ένα φοβερό αλαλαγμό… Εγώ, αφού έσυρα από τον μηρό μου κοφτερό σπαθί, έδιωχνα τα πνεύματα (άσαρκα κρανία των νεκρών) να μην έρθουν κοντά στο αίμα, πριν ρωτήσω το πνεύμα του Τειρεσία…]

Η παραπάνω ακριβής περιγραφή νεκρομαντείας του Ομήρου αποτελεί το αρχαιότερο κείμενο απόκρυφης τελετουργίας στον κόσμο. Ας τη δούμε μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, σε κάθε τάφο ήρωα μπορούσε να γίνει παρόμοια τελετή αίματος, δηλαδή σφαγή θύματος πάνω σε τάφρο με διάφορες χοές και σπονδές, επειδή κατά τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων το ΑΙΜΑ ΖΩΟΠΟΙΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ. Ο Όμηρος είναι σαφέστατος γι’ αυτή την τελετή αίματος, που αποτελεί την ουσία της «απόκρυφης επιστήμης» της νεκρομαντείας : «ὃν τινά μέν κεν ἐᾷς νεκύων κατατεθνηώτων, αἳματος ἂσσον ἲμεν, ὁ δε τοι νημερτές ἐνίψει· ᾦ δέ κ’ ἐπιφθονέοις, ὁ δε τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω» (Οδύσσεια, λ 147 -149).

[Μετάφραση: Όποιον μεν θέλεις, αφήνεις από τους πεθαμένους νεκρούς να έρχεται κοντά στο αίμα κι αυτός θα σου πι την αλήθεια. Σε όποιον όμως δεν θα επιτρέψεις να πιει από το αίμα, αυτός πάλι από σένα θα φύγει μακριά.]

Στο σημείο αυτό θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε και την αρχιτεκτονική δομή ενός νεκρομαντείου. Κατά την αρχαιότητα, ως γωνστόν, τρία ήσαν τα πειώνυμα νεκυομαντεία (εκ του «νέκυς», που κατά κυριολεξία σημαίνει στα αρχαία ελληνικά, το «εἲδωλο -ψυχή» του νεκρού): Το νεκυομαντείο του Αχέροντος, εκείνο της Ηρακλείας (στον Πόντο) και αυτό του Ταινάρου. Ειδικά το πρώτο, αυτό του Αχέρωντος στην Ήπειρο, υπήρξε το γνωστότερο, αφού εκεί, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, βρισκόταν η «είσοδος στον Άδη». Στην συμβολή των ποταμών Αχέροντος και Κωκυτού, είχε δημιουργηθεί η ελώδης λίμνη της Αχερουσίας, την οποία οι ψυχές διαπερνούσαν με την βάρκα του Χάροντα, καθ οδόν προς τον Άδη. Στην όχθη της Αχερουσίας, σ’ ένα σπήλαιο ενός κωνικού βράχου, είχε κτισθεί από αρχαιοτάτων χρόνων (εξ ου και Κυκλώπεια τείχη του) το Νεκρομαντείο του Αχέρωντος. Πάνω ακριβώς από το σπήλαιο βρισκόταν η εσχάρα, όπου γινόταν οι αιματηρές τελετές των εναγισμών. Κάτω από την οπή της εσχάρας βρισκόταν το άδυτο του νέκυο/νεκρομαντείου. Πρόκειται για μια υποβλητική στοά, όπου χυνόταν το αίμα και οι χοές των εναγισμών και έρχονταν οι ψυχές των νεκρών για να πιουν και να ζωντανέψουν… Δίπλα από τα νεκυομαντεία βρίσκονταν τα Εγκοιμητήρια (όπως και στα Ασκληπιεία), συνήθως έγγλυφες κλίνες σε βράχους, που ονομάζονταν «όλμοι». Εκεί οι πιστοί, «καθ’ ὓπνους», έρχονταν σε επικοινωνία με τα εγκαλούμενα πνεύματα. Εκτός των τριών αυτών πασίγνωστων νεκρομαντείων υπήρχαν στην αρχαιότητα και μια σειρά ηρωομαντείων (Αμφιαράειο, Τροφώνιο κ.τ.λ.) όπου και εκεί γίνονταν νεκρομαντικές τελετές, αφού -όπως έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει- οι εναγισμοί εναφέρονταν κατ’ εξοχήν στους ήρωες και στις χθόνιες δυνάμεις.

Ας συνοψίσουμε: Σύμφωνα με την προ-ομηρική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων (πριν καθιερωθεί επισήμως το Ολυμπιακό Δωδεκάθεο), οι περισσότερες -αν όχι όλες- οι συμφορές των ανθρώπων ενάγονται στην ΜΗΝΙΝ των χθονίων δυνάμεων, των νεκρών ηρώων και των δαιμόνων. Ο εξευμενισμός αυτών των σκοτεινών όντων γίνονταν, όπως είδαμε, με την προσφορά ΑΙΜΑΤΟΣ σε ΤΑΦΡΟΥΣ ή ΤΑΦΟΥΣ.

Αυτές οι τελετές εξιλεώσεως ονομάζονταν ΕΝΑΓΙΣΜΟΙ. Ωστόσο, στα πνεύματα των νεκρών αποδίδονταν και ΜΑΝΤΙΚΕΣ ικανότητες, οι οποίες ήσαν δυνατές με την εξέγερση των «φαντασμάτων», η οποία επιτυγχάνονταν με την ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑ. Σε κάθε περίπτωση πάντως το σφαγίον δεν καταναλίσκονταν, αλλά καταστρέφονταν δια πυράς επί τόπου (ολοκαυτώματα0. Παρατηρούμε ότι αυτές οι τελετές αίματος της ομηρικής και προ-ομηρικής εποχής αποτέλεσαν την παλαιότερη «απόκρυφη επιστήμη» της ελληνικής αρχαιότητας, ταυτιζόμενη εν πολλοίς με το σημαντικότερο και ιερότερο κομμάτι της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες για να εξοστρακισθούν αυτές οι τελετές αίματος και οι αιματηρές θυσίες από την αρχαία ελληνική λατρεία κι αυτό γιατί θεωρήθηκαν ως πόλος έλξης των ακαθάρτων, υποσεληνίων πνευμάτων.


Η ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ή ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ

Νεκρομαντεία είναι η πνευματική επικοινωνία με τους νεκρούς προς την επίτευξη μαντείας. Ήταν η τέχνη της επίκλησης των νεκρών για την φανέρωση απόκρυφων ή μελλοντικών πραγμάτων. Η λατρείατροφές και αρώματα και με την βοήθεια διάφορων επωδών προσπαθούσαν να καλέσουν τις σκιές τους.

ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΟΙ

Η αντίληψη του δυνατού της επικοινωνίας των ζωντανών με τους νεκρούς γεννήθηκε στην Ανατολή και στους Εβραίους έλαβε σαφή και καθορισμένο χαρακτήρα. Μολονότι πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη δεν γίνεται ρητά λόγος περί της αθανασίας της ψυχής, το γεγονός ότι οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους για την επίκληση της σκιάς των νεκρών πείθει ότι στον λαό αυτόν υπήρχε η πίστη της αθανασίας της ψυχής. Τα βιβλικά παραδείγματα της νεκρομαντείας αφθονούν, σπουδαιότερο δε είναι το παράδειγμα της πρόσκλησης της σκιάς του Σαμουήλ προ του Σαούλ υπό τινός πυθωνίδος. Η δεισιδαιμονία αυτή άφησε τα ίχνη της και στην αυτή ακόμη την νομοθεσία του περιούσιου λαού. Στο Δευτερονόμιο ο Μωυσής λέει «οὐκ εὑρεθήσεται ἐν σοι… τερατοσκόπος ἐπερωτῶν τους νεκρούς, ἒστι γάρ βδέλυγμα κυρίῳ τῷ θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα» (ιη΄, 11). Υπό τους ειδωλολάτρες ηγεμόνες η νεκρομαντεία ήταν σε μεγάλη χρήση και οι δε μέθοδοι αυτής γίνονταν γνωστοί σε όλους τους Ιουδαίους. Δεν είναι καθόλου απίθανο όλη αυτή η διάδοση της νεκρομαντείας να οφείλεται και σε απάτες διάφορων επιτήδειων εγγαστρίμυθων, οι οποίοι με τις ικανότητές τους έπειθαν τους αφελείς ότι ομιλεί ο νεκρός τους. Έτσι εξηγείται γιατί στην Ελληνική μετάφραση των Ο’ ο Εβραϊκός όρος obot (νεκρομάντης) αποδίδεται με τον όρο εγγαστρίμυθος. Στους Εβραίους, όπως και στους Σύριους, συναντάται και μια τρομερή μέθοδος νεκρομαντείας: φόνευαν παιδί, έκοβαν το κεφάλι του, το ταρίχευαν, το τοποθετούσαν πάνω σε μεταλλικό έλασμα, επί του οποίοι είχαν χαράξει το όνομα του πνεύματος ή της θεότητας την οποία ήθελαν να επικαλεστούν και κατόπιν μάντευαν.

ΕΛΛΗΝΕΣ & ΡΩΜΑΙΟΙ

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι νεκρομάντες ήταν λιγότερο σκληροί. Στην Ελλάδα η νεκρομαντεία ασκούνταν σε δικούς της ναούς. Ο Περίανδρος, ο τύραννος της Κορίνθου συμβουλεύθηκε το πνεύμα της συζύγου του στο νεκρομαντείο της Θεσπρωτίας για να ανακαλύψει κρυμμένες ξένες παρακαταθήκες. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι το φάσμα του νεκρού του Παυσανία, τον οποίοι οι Λακεδαιμόνιοι ανάγκασαν να πεθάνει από την πείνα στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, εμφανίζονταν στον ναό και προκαλούσε τόσο τρόμο ώστε κανείς δεν τολμούσε να εισέλθει σε αυτόν. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε αναγκάστηκαν να καλέσουν νεκρομάντες από την Θεσσαλία, οι οποίοι επικαλέστηκαν τις σκιές όλων των εχθρών του Παυσανία και κατόρθωσαν με αυτές, κατόπιν άγριας πάλης, να διώξουν το φάσμα του οριστικά. Κάθε νεκρομαντική τελετή συνοδεύονταν και από εξαγνιστικές θυσίες. Την μεγαλύτερη φήμη ως νεκρομάντες την είχαν οι Θεσσαλοί, οι οποίοι συνήθως περιέβαλλαν με θερμό αίμα το πτώμα ενός πεθαμένου και κατόπιν συνήγαγαν πορίσματα περί του μέλλοντος.

Ο Όμηρος περιγράφει μακρά στο «λ» της Οδύσσειας του, η οποία από τους επόμενους έλαβε το όνομα Νέκυια λόγω του περιεχόμενού του, τον τρόπο με τον οποίο ο Οδυσσέας με τις οδηγίες της Κίρκης, έφτασε στα πέρατα του Ωκεανού, στην χώρα των Κιμμερίων , η οποία καλύπτονταν από ομίχλη.

Παρόμοιες μέθοδοι χρησιμοποιούνταν και από τους Ρωμαίους, με την διαφορά ότι αυτοί προτιμούσαν τα οστά του κρανίου για να τα χρησιμοποιήσουν μαντευτικά. Ο Λουκανός στο έπος του «Pharsalia» περιγράφει επί πολλού τέτοια τελετή και απαριθμεί όλες τις καθιερωμένες διατυπώσεις. Συνήθως άνοιγαν μικρή τάφρο, έρριπταν σε αυτήν λάδι και αλεύρι και κατόπιν, τοποθετημένοι κυκλικά ανάμεναν την εμφάνιση της σκιάς του νεκρού. Κατά τις αρχαίες αντιλήψεις, η ψυχή αποτελούσε αστάθμητη εμφάνιση του σώματος μεν αλλά ορατή, άνευ οργάνων αλλά να υπόκεινται στην χαρά και την λύπη. Από αυτές τις εμφανίσεις κατοικείται ο Άδης του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Βιργίλιου και η κόλαση του Δάντη.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Η νεκρομαντεία εισήχθη στην Δύση και εξαπλώθηκε σε όλες τις χώρες και η εκρίζωσή της από τον Χριστιανισμό ήταν δυσκολότατη. Η νέα θρησκεία προσπάθησε να την αντικαταστήσει με την λατρεία απλώς των νεκρών και εν μέρει το επέτυχε. Κατά τους πρώτα χριστιανικά χρόνια οι νεκρομάντες τιμωρούνταν με χρηματικό πρόστιμο και εξορία. Επί Κωνσταντίνου η εξορία μεταβλήθηκε σε θανατική ποινή και κατά τον μεσαίωνα επιβλήθηκαν και άλλες ποινές, οι οποίες όμως δεν μείωσαν την πίστη του λαού προς τους νεκρομάντες. Κατά τα νεώτερα χρόνια η νεκρομαντεία με το χρόνο περιέπεσε σε αφάνεια και αντικαταστάθηκε από άλλες μεθόδους μαντικής, κυριότερη των οποίων είναι ο πνευματισμός.

Λείψανα νεκρομαντείας αποτελούν και οι διάφοροι οιωνισμοί κατά τον θάνατο. Έτσι κατά τις δοξασίες του ελληνικού λαού αν ο τελών την κηδεία ιερέας στραφεί καθ’ οδών προς τα όπισθεν, πιστεύεται ότι θα πεθάνει και άλλος συγγενής του νεκρού. Το ίδιο πιστεύεται και αν ο νεκρός κατά το ψυχορράγημα έχει το ένα πόδι πάνω στο άλλο ή το ένα πόδι λυγισμένο και κοντύτερο από το άλλο ή εύθυμο πρόσωπο ή αν κατά την μετακόμισή του μετακινείται εντός του φέρετρου. Επίσης πιστεύεται ότι αυτός που πταρνίζεται κατά την ώρα της κηδείας θα πεθάνει και αυτός, ότι αν βρέχει ο πεθαμένος ήταν αγαθός άνθρωπος και αν βραχεί ο πεθαμένος ότι θα βρέχει επί 40 ημέρες, δηλαδή όσο νομίζεται ότι η ψυχή του διατρίβει στην γη.

Αποκρυφ

ΤΑ ΗΡΩΟΜΑΝΤΕΙΑ

Εκτός των νεκρομαντείων υπήρχαν στην αρχαιότητα και μια σειρά ηρωομαντείων (Αμφιαράειο, Τροφώνιο κ.λ.π.) όπου και εκεί γίνονταν νεκρομαντικές τελετές, αφού οι εναγισμοί αναφέρονται κατ’ εξοχήν προς τους ήρωες και τις χθόνιες θεότητες

ΜΑΝΤΕΙΟ ΑΜΦΙΑΡΑΟΥ

Δεν θα γίνει αναφορά σε όλον τον μύθο του ήρωα Αμφιάραου αλλά μόνο στο τέλος για να καταλάβουμε γιατί αυτός θεοποιήθηκε. Ενώ λοιπόν τον πολέμαρχο Αμφιάραο τον κυνηγούσε ενώ οδηγούσε το άρμα του ο Περικλύμενος, βρίσκονται μπρος σε ένα βάραθρο. Το χώμα από την βροχή είναι γλιστερό και ο κυνηγός του μέλλοντα ήρωα υψώνει το ακόντιο για να τον κτυπήσει. Τότε γίνεται το θαύμα και ο ήρωαςθεοποιήθηκε και πήρε μορφή πανελληνίας λατρείας. Το Αμφιαράειο ήταν ένα από τα 4 - 5 ονομαστότερα μαντεία της αρχαιότητας στον μεσογειακό χώρο. Η φήμη του ξεπέρασε πολλές φορές τα σύνορα της χώρας και Βάρβαροι Βασιλιάδες και πολέμαρχοι ζήτησαν την συμβουλή του μαντείου σε υποθέσεις τους. εξαφανίζεται μαζί με το άρμα του. Ο διώκτης του γυρνώντας στην Θήβα διηγείται την ιστορία και τότε αρχίζει ο θρύλος του ήρωα που

Τα ερείπια του Αμφιαράειου

Το μεγαλύτερο όμως ιερό του που επισκίασε όλα τα άλλα ήταν αυτό του Ωρωπού. Εδώ ο ήρωας αναγνωρίσθηκε ως θεός και θεσπίσθηκαν αγώνες γυμνικοί, μουσικοί, ιππικοί προς τιμήν του. Ο Ωρωπός έγινε αιτία πολέμου πολλές φορές στην αρχαιότητα ανάμεσα σε Αθηναίους και Θηβαίους. Μετά την ήττα και των 2 από τον Φίλλιπο τον Β’ το 338 π.Χ., παραχωρήθηκε στους Αθηναίους. Αυτή την στιγμή θα προστεθούν νέα στοιχεία στον μύθο του ήρωα όπως ότι μόλις η γη κατάπιε τον Αμφιάραο αυτός βγήκε πάλι από την πηγή που βρίσκονταν σε εκείνο τον χώρο. Σε αυτό το σημείο καθιερώθηκε και η λατρεία του.

Οι προσκυνητές του ιερού, που έρχονταν και για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά νερά πηγής) πλήρωναν εισιτήριο για να εισέλθουν στο ιερό και υποβάλλονταν σε κάθαρση προσφέροντας θυσία. Ακολουθούσε νηστεία και απαγόρευση να πιουν κρασί για 3 ημέρες. Αφού θυσίαζαν ένα κριάρι μετά έπαιρναν το δέρμα του και κοιμόνταν πάνω του την νύχτα σε ειδικό χώρο, το «Εγκοιμητήριο». Αυτά ήταν 2, ένα για τις γυναίκες και ένα για τους άνδρες. Για την εγκοίμηση οι προσκυνητές πρόσφεραν στον θησαυρό του Θεού που βρίσκονταν στον ναό, την «απαρχή» τους που ήταν 9 οβολοί (Πηγή Παυσανίας).Υπήρχε επίσης η συνήθεια να ρίχνουν και στην ιερή πηγή αργυρό ή χρυσό νόμισμα. Αφιέρωναν κι άλλα δώρα πλούσια και αναθήματα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Άμα οι άρρωστοι γίνονταν καλά αφιέρωναν επίσης στον Θεό τα λεγόμενα τυπία δηλαδή ελάσματα από άργυρο ή χρυσάφι που απεικόνιζαν το θεραπευθέν μέλος του σώματος κάτι ανάλογο με τα σημερινά τάματα.

Στα βόρεια του βωμού του ιερού υπάρχει χώρος όπου διασώζονται διάφορα εγκοιμητήρια όπως επίσης και ανδριάντες ευεργετών του ναού. Σε ένα από αυτά τα βάθρα υπάρχει και το όνομα του Ρωμαίου δικτάτορα Σύλλα, που από την σωζόμενη επιγραφή και άλλες μαρτυρίες, ξέρουμε ότι ευεργέτησε το μαντείο γιατί απήλλαξε το λιμάνι και τα χωράφια του από τον φόρο που ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει στο Ρωμαϊκό κράτος «Ο δήμος Ωρωπίων Λεύκιον Κορνήλιον Λευκίου υιόν Σύλλα Επαφρόδιτον τον εαυτού σωτήρα και ευεργέτην Αμφιαράω»

ΤΡΟΦΩΝΙΟ & ΠΛΥΣΗ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ

Ο Δ. Κουρέτας (270) προ τινός απέδειξε προκληθείσες αλλαγές της προσωπικότητας στην ελληνική Αρχαιότητα, και παρουσίασε τα παράλληλα στην σημερινή «πλύση εγκεφάλου». Στο υπόγειο μαντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά, αυτοί που υπέβαλλαν τα αιτήματά τους τελούσαν υπό την επήρεια τέτοιου σοκ, ώστε υφίστατο αλλαγές της προσωπικότητας τους, αναγεννιούνταν κατά συμβολικό τρόπο. Μετά την επίσκεψη στο μαντείο αυτοί που ζητούσαν συμβουλή έχανα την ικανότητα να γελούν για ένα ορισμένο διάστημα ή και για πάντα. Μαρτυρείται ότι και σοβαρά πρόσωπα επισκέφτηκαν την σπηλιά του Τροφωνίου. Η ίδρυση του μαντείου αυτού, η ακμή του οποίου τοποθετείτο στον 6ο αιώνα π.Χ., και το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ., ανάγεται στον ακόλουθο μύθο:

Ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, τα δύο νεότερα παιδιά του βασιλιά Εργίνου του Ορχομενού της Βοιωτίας, ήταν ικανοί αρχιτέκτονες, που οικοδόμησαν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά Αυγεία. Σ’ αυτοί οι δύο αδελφοί τοποθέτησαν ένα λίθο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε μπορούσε κανείς από έξω να τον απομακρύνει εύκολα από την θέση του. Από τον δρόμο αυτόν λεηλατούσαν επανειλημμένα τον θησαυρό που απέθεσε εκεί ο βασιλιάς. Επειδή οι κλειδαριές της πόρτας βρίσκονταν απαραβίαστες, ο Αυγείας έστησε μέσα στο θησαυροφυλάκιο παγίδες. Κατά την επόμενη διάρρηξη ο Αγαμήδης πιάστηκε σε μια θηλιά. Ο Τροφώνιος του έκοψε αμέσως το κεφάλι, ώστε αυτός μετά την αιχμαλωσία του και κάτω από βασανιστήρια να μην μπορέσει να τον αποκαλύψει. Τον Τροφώνιο όμως που διέφυγε, τον κατάπιε η γη. Στην θέση αυτή κατ’ εντολή του Απόλλωνα οικοδομήθηκε ένα μαντείο.

Κατά τον Πλούταρχο και τον Παυσανία την κατάβαση στον χώρο, όπου υπήρχε το μαντείο, ακολουθούσε μια πολυήμερη διαμονή στο ιερό του αγαθού δαίμονος (271). Εκεί επιτελούνταν καθαρμός, προσφορά θυσιών, επάλειψη και ο ικέτης έπινε ένα ποτό της λήθης. Έπειτα κατέβαινε κανείς στο άβατον του Τροφωνίου. Ότι διαδραματιζόταν εκεί δεν επιτρεπόταν να ειπωθεί σε κανέναν. Ο επισκέπτης επέστρεφε από το Τροφώνιο πλήρως διαταραγμένος· σιγά-σιγά ανελάμβανε και ερχόταν πάλι στα λογικά του.

Ο Κουρέτας έχει την γνώμη ότι το άτομο τόσο στο ιερό του Τροφωνίου όσο και κατά την «πλύση εγκεφάλου» χάνει την αίσθηση του «εγώ» και κατατρύχεται από παραισθήσεις. Αυτό συνέβαινε από την χρησιμοποίηση μέσων που καταστρέφανε την προσωπικότητα υπό την επίδραση του σοκ που προκαλούνταν από την συναισθηματική βία.

Ο Έλληνας ψυχίατρος παραθέτει και ένα δεύτερο παράδειγμα: Από το ιερό του Απόλλωνα στη Λευκάδα, το οποίο βρισκόταν πάνω σε ένα βράχο ύψους 72 μέτρων, απόκρημνο προς την θάλασσα, οι ψυχοπαθείς σπρώχνονταν προς τα κάτω, ώστε να θεραπευτούν με το σοκ. Το αποτέλεσμα μπορούσε να επαυξηθεί, όταν δένονταν θαλασσοπούλια στους βραχίονες των ασθενών. Με τον τρόπο αυτόν η πτώση επιβραδύνεται, όπως με το αλεξίπτωτο, και το αποτέλεσμα επαυξάνεται.

Όταν κανείς στρέψει την προσοχή του από αυτές τις διηγήσεις στη σύγχρονη εφαρμογή του σοκ για θεραπευτικούς σκοπούς και στην πλύση εγκεφάλου για κατάχρηση πολιτικής εξουσίας, πρέπει να δώσει δίκιο σε ένα ρητό του Όσκαρ Ουάιλντ: «Όλα όσα στη ζωή μας θεωρούνται σύγχρονα, τα οφείλουμε στους αρχαίους Έλληνες»

Τα διασημότερα πράγματα στο άλσος [στη Λιβαδειά της Βοιωτίας] είναι ένας ναός και ένα άγαλμα του Τροφώνιου. Το άγαλμα, που φτιάχτηκε από τον Πραξιτέλη, έχει τη μορφή του Ασκληπιού [...] Αν προχωρήσει κανείς προς τα πάνω, προς το μαντείο, και από εκεί στο βουνό, θα φθάσει σε αυτό που ονομάζεται το Κυνήγι της Κόρης […] Αυτά που συμβαίνουν στο μαντείο είναι τα ακόλουθα. Σαν θελήσει κάποιος να κατεβεί στο μαντείο του Τροφώνιου, εγκαθίσταται πρώτα σε ένα ορισμένο κτήριο για ορισμένες μέρες, αφιερώνοντας έτσι τον εαυτό του στον Αγαθοδαίμονα και την Τύχη. Όσο μένει εκεί, ανάμεσα στους άλλους κανονισμούς για αγνότητα απέχει από τα ζεστά λουτρά, λουόμενος μόνο στον ποταμό Έρκυνα. Κρέας έχει άφθονο από τις θυσίες, γιατί εκείνος που κατεβαίνει, θυσιάζει στον ίδιο τον Τροφώνιο και στα παιδιά του, στον Απόλλωνα επίσης και τον Κρόνο, στον Δία τον Βασιλέα, στην Ηνίοχο Ήρα και τη Δήμητρα, την οποία αποκαλούν Ευρώπη και λένε ότι ήταν τροφός του Τροφώνιου. Σε κάθε θυσία είναι παρών ένας μάντις, που κοιτάζει τα εντόσθια του σφάγιου και μετά την επιθεώρησή του προφητεύει σ' εκείνο που θέλει να κατέβει αν θα τύχει ευγενικής και γενναιόδωρης υποδοχής. Τα εντόσθια των άλλων σφάγιων δε δείχνουν τόσο την πρόθεση του Τροφώνιου, όσο εκείνα του κριού, το οποίο θυσιάζει ο αναζητητής του χρησμού σε ένα λάκο τη νύχτα που κατεβαίνει, επικαλούμενος τον Αγαμήδη. Ακόμη κι αν ήταν ευνοϊκές οι προγενέστερες θυσίες, δε λαμβάνονται υπ’ όψιν, εκτός και αν τα εντόσθια του κριού δείχνουν τα ίδια. Αλλά αν συμφωνούν, τότε ο αναζητητής κατεβαίνει με ελπίδα καλή. Η διαδικασία της κατάβασης έχει ως εξής. Πρώτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας τον οδηγούν στον ποταμό Έρκυνα δύο αγόρια πολιτών περίπου 13 ετών, που ονομάζονται Ερμαί. Πηγαίνοντάς τον εκεί τον αλείφουν με λάδι και τον λούζουν [...] Μετά από αυτό τον παραλαμβάνουν οι ιερείς και τον οδηγούν, όχι αμέσως στο μαντείο, αλλά στις πηγές του νερού πολύ κοντά η μία στην άλλη. Εδώ πρέπει να πιει νερό, το αποκαλούμενο ύδωρ της Λήθης, έτσι ώστε να ξεχάσει όσα σκεπτόταν ως τότε, και κατόπιν πίνει ένα άλλο νερό, το ύδωρ της Μνημοσύνης, που τον βοηθά να θυμηθεί αυτά που βλέπει κατά την κάθοδό του. Κατόπιν βλέπει το άγαλμα που λένε ότι έγινε από τον Δαίδαλο (οι ιερείς δεν το δείχνουν παρά μόνον σε εκείνον που πρόκειται να επισκεφθεί τον Τροφώνιο). Αφού το δει, το λατρέψει και προσευχηθεί προχωρά στο μαντείο […] Μετά την άνοδό του από τον Τροφώνιο ο αναζητητής οδηγείται από τους ιερείς σε ένα κάθισμα, που ονομάζεται κάθισμα της Μνημοσύνης, όχι πολύ μακριά από το ιερό, όπου οι ιερείς τον ρωτούν όλα όσα είδε ή έμαθε. Αφού πάρουν τις πληροφορίες, τον εμπιστεύονται στους συγγενείς του. Τον σηκώνουν, παραλυμένο από τον τρόμο και ασυνείδητο, τόσο σε σχέση με τον εαυτό του όσο και σε σχέση με το περιβάλλον και τον μεταφέρουν στο πρότερο κατάλυμμά του με την Τύχη και τον Αγαθοδαίμονα. Κατόπιν, όμως, θα αναλάβει τις δυνάμεις του και θα επιστρέψει σ’ αυτόν η δύναμη του γέλιου. Αυτά που γράφω δεν τα άκουσα μόνον. Επισκέφθηκα ο ίδιος το Τροφώνιο και είδα άλλους αναζητητές. Εκείνοι που κατέβηκαν στο ιερό του Τροφώνιου είναι υποχρεωμένοι να αφιερώσουν μια πινακίδα, πάνω στην οποία είναι γραμμένα όλα όσα άκουσαν ή είδαν..."

Πηγή: Παυσανίας, 9.39.3

ΙΕΡΟΜΑΝΤΗΣ ή ΙΕΡΟΣΚΟΠΟΣ, ΙΕΡΟΣΚΟΠΙΑ & ΣΠΛΑΓΧΝΟΣΚΟΠΙΑ

Οι Λιθουανοί Widdurones (από την λέξη «widuriai», έντερα, εντόσθια), είναι μάντεις που προβλέπουν το μέλλον, παρατηρώντας εντόσθια διαφόρων ζώων που προσφέρονται ως θυσία. Ως τα τέλη του 19ουου αιώνα [Otto SchraderQ Aryan Religion, Brittannica, 1905] στην Λιθουνία δρουν ακόμη οι Kraujutten, οι οποίοι χρησιμοποιούν ένα μικρό κούφιο κέρας, για να ρουφούν το αίμα από μια πληγή μικρού μεγέθους, διαβλέποντας από την γεύση του εάν το συγκεκριμένο άτομο θα παραμείνει υγιές ή θα παρουσιάσει κάποια πάθηση, ενώ, πριν χρησιμοποιήσουν το μικρό κούφιο κέρας, ψιθυρίζουν κάποιες ακατάληπτες λέξεις [Matthaeus Praetorius: Delicioe Prussicoe, σ. 43]. αιώνα, σε διάφορους μικρούς οικισμούς της Λιθουανίας και της Πρωσσίας [Otto Schrader, Aryan Religion, Britannica, 1905], οι κάτοικοι διατηρούν την ικανότητα να προλέγουν το μέλλον, εξετάζοντας την σπλήνα, το ήπαρ και άλλα όργανα του σώματος των χοίρων, και ειδικά να προσδιορίζουν τις καιρικές συνθήκες κατά τον επερχόμενο χειμώνα (ήπιες ή αντίξοες), την ποιότητα και την ποσότητα της συγκομιδής που αναμένουν, και εάν τα πρώιμα ή τα ύστερα σπαρτά πρόκειται να ευδοκιμήσουν περισσότερο. Οι Πρώσσοι Kraujuttei (από την λέξη «Kraujas», αίμα) προβλέπουν την καλή ή κακή τύχη ενός ατόμου, με βάση το αίμα ανθρώπων ή οικόσιτων ζώων, παρατηρώντας την μορφή της ροής του, το χρώμα του και τις μεταβολές του, ενώ σημαντική θέση κατέχουν και οι Medici, οι οποίοι προλέγουν με βάση τα έμμηνα των γυναικών παρατηρώντας τα ίδια σημεία.

Η αντίστοιχη μεθοδολογία στην Ελλάδα, που επικεντρώνεται στην θυσίες ζώων, είναι η ιεροσκοπία, ενώ στην Ρώμη είναι τα Haruspices….αξίζει να σημειωθεί πως στους Πρώσσους το ήπαρ κατέχει κυρίαρχη θέση στην διαδικασία της διενέργειας προβλέψεων, ενώ στην Ελλάδα θεωρείται το κυρίαρχο όργανο του οργανισμού των ζώων για τις ανάγκες των ιεροσκόπων [K.F. Hermann: Lehrbuch des Gottesdienstlichen Altertumer der Griechen, σ. 242, K.B. Stark, Heidelberg 1858]. Αλλά και γενικότερα σε όλους τους λαούς της Ευρώπης, το αίμα των ανθρώπων και των ζώων θεωρείται ένα από τα ισχυρότερα μέσα μαντείας, με ιδιαίτερα έντονη την εικόνα των Κιμβρίων ιερειών με τα άσπρα μαλλιά, που περιγράφει ο Στράβων, οι οποίες χρησμοδοτούν με μια λεκάνη αίματος, που προέρχεται από τους σφαγιασμένους αιχμαλώτους πολέμου [Στράβων: Γεωγραφικά, vii, Vol III, Loeb, Harvard University Press] (Πηγή: Περιοδικό «Ιχώρ», Τεύχος 37, άρθρο «Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος», Γεώργιου Ηλιόπουλου, σελίδα 44 - 46.)

Καλείται αυτός που μαντεύει από τα ιερεία, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα από τα σπλάγχνα των ιερείων ή αλλιώς καλείται ιεροσκόπος. Το έργο του ιεροσκόπου ήταν η ιεροσκοπία, δηλαδή η εξέταση από τον ιερά των σπλάγχνων των θυσιαζόμενων εις τους θεούς ζώων προς διάγνωση του μέλλοντος. Η ιεροσκοπία τελούνταν ιδίως κατά τις θυσίες, οι οποίες προηγούνταν από κάποια σπουδαία επιχείρηση, όπως δηλαδή προ του απόπλου, της έναρξης της μάχης κ.τ.λ. και απέβλεπε στην διάγνωση της διαθέσεως των θεών, και από αυτό αν η επιχείρηση θα πετύχαινε ή όχι. Γι’ αυτό εξετάζονταν τα σπλάχνα των ζώων και ιδίως το ήπαρ και η χολή. Αν ήσαν καθαρά και άνευ κάποιας κηλίδας, αυτό δήλωνε την ευμένεια των θεών και την επιτυχή έκβαση της επιχειρήσεως, ένα τουναντίον παρουσιάζονταν σκοτεινές κηλίδες, τότε δεν προοιωνίζονταν τίποτα αίσιο. Η εξέταση των σπλάχνων η οποία καλούνταν σπλαγχνοσκοπία, αποτελούσε το κύριος μέρος της ιεροσκοπίας αλλά δεν ήταν το μόνο. Οι ιερείς για ασφαλέστερη διάγνωση, προσέτρεχαν επίσης και στον τρόπο με τον οποίο βάδιζαν τα σφάγια οδηγούμενα προς τον βωμό, στην φωνή τους κατά την στιγμή της θυσίας κ.α.. Η εκ της παρατηρήσεως των σπλάγχνων μαντεία, η οποία διασώθηκε σε ορισμένους λαούς μέχρι σήμερα, άσκησε κατά την αρχαιότητα μέγιστη ροπή στην δημόσια ζωή του βίου των Ελλήνων.

Νεράτζουλης Π. Α. Καθηγητής, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΒ΄, σελίδα 883

ΚΙΜΒΡΙΟΙ και ΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ

Αρχαίος λαός, γνωστός από τις μετά των Τευτόνων επιδρομές τους κατά του Ρωμαϊκού κράτους. Ασφαλώς δεν μπορεί να πει κανείς σε ποία φυλή ανήκουν. Ίσως φυλετικά προσεγγίζουν τους Κιμμέριους. Οι αρχαίοι έλεγαν αυτούς Κέλτες, βραδύτερα δε ο Πλούταρχος εις τον βίο του Μαρίου χαρακτηρίζει ως Γερμανούς. Κατοικούσαν, κατά μερικούς στην Βαλτική, κατά τον Πλίνιο και τον Πτολεμαίο στην Κιμβρική χερσόνησο (τώρα Γιουτλάνδη). Ωθούμενοι πιθανώς υπό τους Δανούς ή τους Άγγλους περί τα τέλη του Β' αιώνος π.Χ., κατήλθαν προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη, προς αναζήτηση νέας πατρίδας. Έτσι άρχισε ή περιπλάνηση τους μετά των Τευτόνων, ήτις περιήγαγε τους Ρωμαίους σε λίαν επικίνδυνη θέση. Τω 113 π. Χ., επί των υπάτων Καικίιίου Μέτελλου και Παπίριου Κάρβωνα, άκουσαν στην Ρώμη πρώτη φορά τις επιδρομές τους. Κατ’ αρχάς ήλθαν ΝΑ, προς την Βοημία, όπου βρήκαν μεγάλη αντίσταση εκ μέρους των Βοΐων, και δια αυτό τράπηκαν προς την Ουγγαρία. Από εκεί στράφηκαν προς δυσμάς, και έφθασαν στα νότια μέρη του Νωρικού (Καρινθία), ζητώντας γη από τον ανθύπατο Γν. Παπίριο Κάρβωνα προς εγκατάσταση. Επειδή δε ο Κάρβιος αρνήθηκε, συγκροτήθηκε μάχη παρά την σημερινή πόλη Νόυιμαρκτ της Καρινθίας, κατά την οποία ηττήθηκαν οι Ρωμαίοι. Μετά την νίκη τους στράφηκαν βορείως προς την Ελβετία, παρακάμπτοντας τις Άλπεις, και αφού παρέσυραν τις ελβετικές φυλές Τιγουρίνους, Τουγήνους καί Άμβρωνες εισήλθαν στην Γαλατία με 300.000 μαχητές, λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Τον πρώτο δε ρωμαϊκό στρατό, το οποίον συνάντησαν υπό τον ύπατο Μ. Ιούνιο Αιλανόν, τον κατασύντριψαν (110 π. Χ.).

Οι περί των Κίμβρων γράψαντες αναφέρουν ότι ήσαν μεγαλόσωμοι, φοβεροί στην όψι, τολμηρότατοι, πολεμικοί και σκληραγωγημένοι. Έφεραν επί αμαξών τις γυναίκας και τα παιδία τους και έτρωγαν ωμά κρέατα. Όπλα είχαν θώρακες, ασπίδες και κράνη, όμοια προς ρύγχη αγρίων θηρίων, με υψηλά λοφία, επιθετικά δε ακόντια και σπάθες μακριές. Η προς μάχη παράταξη ήταν τετραγωνική, άνευ ιππικού, η δε επίθεσής τους ορμητική και ασυγκράτητη. Η ανδρεία ανδρών και γυναικών ήταν αξιοθαύμαστη. Η έφοδος γίνονταν μετά βοής μεγάλης, την οποίαν επαύξαναν τα παιδία βοώντας και κρούοντας τα δερμάτινα καλύμματα των αμαξών ως τύμπανα. Ο εν μάχη θάνατος εθεωρείτο έντιμος και ιδιάζων σε ελευθέρους ανθρώπους, ο δε εξ ασθενείας εθεωρείτο θάνατος άθλιος. Παρ' αυτούς δεν υπήρχαν ιερείς αλλά ιέρειες, πολιές γυναίκες, γυμνόποδες, ενδεδυμένες λευκούς λινούς χιτώνες και φορούσαν χαλκή ζώνη. Καθήκον δε είχαν να σφάζουν τους δια τις θυσίας ορισμένους αιχμαλώτους και να μαντεύουν εκ του ρέοντος αίματος και των σπλάγχνων τους. Τέτοιοι λοιπόν που ήταν δίκαια, ενέβαλλαν μέγα τρόμο παντού.

Στην Γαλατία νίκησαν τω 109 π. Χ. τον ύπατο Α. Κάσσιο Λογγίνο, το 108 τον Γν. Μ. Μάξιμο, το 107 τον ανθύπατο Κ. Σερβίλιο Καιπίωνα, το 106 τον υπατικό Μ. Αυρήλιο Σκαύρο με 120.000, και το 105 εξολόθρευσαν νέο στρατό με 80.000 υπό δύο υπάτους κοντά στην Αραυσίωνα (Οράγγη). Ένεκα αυτών των επανειλημμένων ατυχιών και καταστροφών, κατέλαβε τους Ρωμαίους ο κληθείς κιμβρικός ή τευτονικός τρόμος. Τότε η σύγκλητος αποφάσισε να καλέσει αυτόν τον νικητή της Αφρικής Μάριο και να του ανάθεση την υπεράσπιση της κινδυνεύουσας Ιταλίας. Επί πενταετία λοιπόν εξέλεγε αυτόν ανθύπατο και του παρείχε όλα τα μέσα προς αποτροπή των φοβερών επιδρομέων. Ούτοι όμως, άγνωστο γιατί, εστράφησαν προς τα Πυρηναία και περνώντας τα Πυρηναία εισήλθαν στην Ισπανία. Αλλά η γενναία αντίσταση των Κελτιβήρων επανέφερε αυτούς στην Γαλατία (101).

Αυτή η εισβολή στην Ισπανία έδωσε καιρό εις τον Μάριο να οχυρώσει απόρθητο στρατόπεδο παρά τον Ροδανό. Επί 3 ημέρες ματαίως προσπάθησαν να κυριεύσουν αυτούς, οπότε στράφηκαν προς Β, αλλά και πάλιν στράφηκαν προς Ν., ένεκα της γενναίας αντιστάσεως των Βέλγων. Τότε παρακάμπτοντας το οχυρωμένο στρατόπεδο του Μάριου χωρίστηκαν σε δύο και αποφάσισαν να εισβάλουν εις την Ιταλία, οι μεν Κίμβροι ανατολικά δια του Νωρικού, οι δε Τεύτονες υπό τον βασιλέα τους Τευτόβοδο δυτικά δια της ρωμαϊκής Γαλατίας. Τότε ο Μάριος, ο οποίος πάντοτε τους παρακολουθούσε, παρά την θέση Aquae Sextiae σε διπλή μάχη (102) καταστρέφει τους Τεύτονες και αιχμαλωτίζει τον βασιλέα τους. Οι Κίμβροι εν τω μεταξύ διάβηκαν δια του Τυρόλου τις Άλπεις και εισερχόμενοι στην Ιταλία ανάγκασαν τον ύπατο Κ. Λ. Κάτουλλο να υποχωρήσει και να αφήσει στην διάθεσή τους την μέχρι του Πάδου Ιταλία. Ο Μάριος, μετά την καταστροφή των Τευτόνων, σπεύδει προς συνάντηση του Κατούλλου και στις Ουερκέλλες, μεταξύ Τορίνου και Μιλάνου, οι ενωμένοι στρατοί του Μαρίου και Κατούλλου συγκρούονται προς τους Κίμβρους την 30 Ιουλίου του 101 π. Χ. Η καταστροφή παρ’ όλη την ορμή των Κίμβριων ήταν πλήρης, 140.000 φονεύτηκαν και 60.000 συνελήφθησαν. Όσοι σώθηκαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, λυσσασμένα υπεράσπισαν το εξ αμαξών στρατόπεδό τους. Προς αποφυγήν δε της αιχμαλωσίας πλείστοι, ιδίως γυναίκες, αυτοκτόνησαν. Από τους Κίμβριους ελάχιστα μόνο λείψανα έμειναν εις την Γαλατία και εις την πρώτη κατοικία αυτών, την Κιμβρική χερσόνησο.

Ζαφειρίου Ν. Ι., Καθηγητής, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΔ, σελίδα 381

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ & ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ

Μαρτυρίες περί της Δωδώνης: η πρώτη και αρχαιότερη μαρτυρία περί της Δωδώνης και του μαντείου της, η οποία αποτελεί την βάση της ιστορίας της είναι οι περίφημοι στίχοι του Ομήρου (Ιλιάδα ΙΙ. 233), όπου ο Αχιλλέας απευθύνει θερμότατη παράκληση για τον φίλο του Πάτροκλο, προς τον θεό των προγόνων του που μετοικήσανε από την Ήπειρο, τον Δωδωναίο Δία:

«Ζεῦ ἂνα Δωδωναῖε Πελασγικέ, τηλόθι ναίων

Δωδώνης μ δέον δυσχειμέρου∙ ἀμφί δε Σελλοί

σοι ναίουσι ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι»

Επίσης σπουδαιότατη μαρτυρία είναι και οι παρακάτω Ομηρικοί στίχοι που αναφέρονται στην επίσκεψη του Οδυσσέα στην Δωδώνη (Οδύσσεια, Ξ. 327)

«Τον δ’ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὂφρα θεοῖο

ἐκ δουός ὑψικόμοιο Διός βουλήν ἐπακούση,

ὅπως νοστησῃ Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον»

Εκτός αυτών υπάρχει και απόσπασμα των απολεσθέντων Ηοιών του Ησίοδου που περισώθηκαν από τον σχολιαστή Σοφοκλή (Τραχ. Στ. 1164), χαρακτηριστικότατο όχι μόνο για το μαντείο αλλά και για την πόλη:

«Ἕστι τις Ἐλλοπίη, πολυλήϊος ἡδ’ εὐλείμων,

ἀφνειή μήλεσι και εἰλιπόδεσι βόεσιν

ἐν δ’ ἅνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβοῦται,

πολλοί άπειρίσιοι, φῦλα θνητῶν ἀνθρώπων.

Ἐνθάδε Δωδώνη τις ἐπ’ ἐσχατιῇ πεπολίσται.

Τήν δε Ζεύς ἐφίλησε καλόν χρηστήριον εἲναι

Τίμιον ἀνθρώποις, ναῖον ἐν πυθμένει φηγοῦ.

Ἒνθεν ἐπιχθόνιοι μαντεύματα πάντα φέρονται»

Από αυτές τις μαρτυρίες και από τις ανασκαφές του Καραπάνου συνάγεται ότι το μαντείο αυτό άκμαζε κατά την Μυκηναϊκή εποχή (1500 -1000 π.Χ.) και ήταν γνωστό σε όλη την τότε Ελλάδα. Εκτός από το μαντείο της Ηπείρου ο Όμηρος στον Κατάλογο (Ιλ. Β. στ. 750) αναφέρει και Δωδώνη στην Θεσσαλία:

«Γουνεύς δ´ ἐκ Κύφου ἣγεν δύο και είκοσι νῆας

τῷ δ´ Ἐνινῆες ἓποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοί

οἱ περί Δωδώνην ἐν Θεσσαλίᾳ δυσχείμερον οἰκ´ ἒθεντο»

Την Δωδώνη αυτή που βρίσκονταν στην κοιλάδα του Τιταρησίου, σήμερα άνω Σαραντάπορος, εξερεύνησε με βάση της ομηρικές περιγραφές ο Α. Αρβανιτόπουλος (Πρακτ. Αρχ. Εταιρίας 1914 σ. 165, 196, 207). Μερικοί μάλιστα, από τους οποίους πρώτος ο Κινέας, εξέφρασαν την ολότελα αβάσιμη γνώμη, ότι το μαντείο της Δωδώνης προήλθε από εκείνο της Θεσσαλίας (Στραβ. Ζ’ 7). Την γνώμη αυτή αναφέρει στα γεωγραφικά του και ο Μελέτιος (σ. 274). Ο Αρβανιτόπουλος όμως, ερευνώντας διεξοδικά το ζήτημα των σχέσεων των δύο Δωδωνών, συνήγαγε το συμπέρασμα, ότι εκείνο της Θεσσαλίας καθώς και το ιερό του Φηγοναίου Διός εν αυτή, ίδρυσαν οι Πετθαλοί που μετανάστευσαν από την Ήπειρο στην Θεσσαλία.

ΙΔΡΥΣΗ ΜΑΝΤΕΙΟΥ, ΗΡΟΔΟΤΟΣ & ΘΗΒΑ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

Περί της ιδρύσεως του μαντείου της Δωδώνης δεν υπάρχει τίποτα θετικό. Πρώτος ο Ηρόδοτος (Β’ 53 - 59) επισκεπτόμενος αυτήν αναφέρει, όπως έμαθε από τους ιερείς του Άμμωνα Δία στην Θήβα, ότι Φοίνικες άρπαξαν δύο ιέρειες και την μία πούλησαν στην Λιβύη και την άλλη στην Ήπειρο. Προσθέτει μάλιστα ότι αυτό που του διηγήθηκαν οι ιερείς και οι ιέρειες του Δωδωναίου Διός ήταν ότι όχι δύο ιέρειες αλλά δύο μαύρες περιστερές έφυγαν από τις Θήβες της Αιγύπτου και η μία ήλθε στην Ήπειρο και κάθισε σε φηγό (fagus=δρυς που παράγει φαγώσιμους βαλάνους, κοιν. Ημερόδενδρο), και με ανθρώπινη φωνή είπε ότι σε κείνη την φηγό πρέπει να ιδρυθεί μαντείο του Δία, όπως και το εκτέλεσαν οι επιχώριοι, θεωρώντας ότι αυτό ήταν η επιθυμία του θεού. Αυτά περιγράφοντας ο Ηρόδοτος λέει: «Ἐγώ δ´ ἒχω περί αὐτέων γνώμην τήνδε. Εἰ ἀληθέως οἱ Φοίνικες ἐξήγαγον τάς ἱράς γυναῖκας και την μέν… την δε ἐς την Ἐλλάδα ἀπέδοντο, δοκέει ἐμοί ἡ γυνή αὓτη… πρηθῆναι ἐς Θεσπρωτούς, ἒπειτα δουλεύουσα αὑτόθι ἱδρύσασθαι ὑπό φυγῷ πεφυκυίη ἱρόν Διός, ἒνθα ἀπίκεντο, ἐνθαῦτα μνήμην αὐτοῦ ἒχειν. Ἐκ δε τούτου χρηστήριον καταγησατο, ἐπεί τε συνέλαβε την Ἐλλάδα γλῶσσαν» (Ηροδ. Β’ 56).

Την γνώμη αυτή του Ηρόδοτου επανέλαβαν όλοι όσοι έγραψαν για το μαντείο της Δωδώνης μετά από αυτόν. Οι νεώτεροι πιστεύουν ότι η λατρεία του Δωδωναίου Διός και η ίδρυση ιερού αυτού σε κορμού φηγού προήλθε από τους πρωτόγονους ανθρώπους, οι οποίοι απέδωσαν θείες δυνάμεις στην φηγόΤεύτονες και στους Κέλτες. Ο Decharme παρομοιάζει αυτή την παράδοση προς εκείνου του ουράνιου δένδρου η οποία είναι κοινή σε όλες τις άριες ομοφυλίες. Το δέντρο αυτό συμβολίζει τα διακλαδιζόμενα νέφη στον ουράνιο θόλο και καλύπτουν με τους μεγάλους τους κλάδους όλο τον κόσμο. Κατά την Βεδική μυθολογία το δέντρο αυτό παράγει καρπό τον κεραυνό, ο οποίος με την μορφή πυρακτωμένου κλάδου κλέβεται από θείο πτηνό και φέρεται επί της γης. Κατά ανάλογο τρόπο και στους Έλληνες η σύγκρουση των νεφών από την φορά του ανέμου και οι παραγόμενοι από αυτόν βροντές και αστραπές γέννησαν σε αυτούς την ιδέα του τερπικεραύνου Δωδωναίου Διός, του Ναΐου ή Νάου επικαλούμενου (εκ του νέω = βρέχω), ως θεού της γονιμοποιού υγρασίας που εισδύει στη γη καθιστώντας την γόνιμη και της συννάου αυτής Διώνης, που συμβολίζει την παραγωγό και γενέτειρα γη, ως και της φυγού που χρησμοδοτεί. Ο Kern όμως (Ήπειρος, εφημερίδα Ιωαννίνων αριθμ. 2556) δυσκολεύεται να παραδεχτεί σχέση του ινδογερμανικού αυτού μύθου και της λατρείας του Δωδωναίου Διός. Μάλλον, λέει, θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι στους αρχαιότατους χρόνους λατρεύονταν κάποιος πηγαίος θεός, που συνταυτίσθηκε αργότερα με τον πανελλήνιο Δία και αποκλήθηκε Ναΐος. Επί της φηγού φώλευαν κατά τους αρχαίους ιερές πέλειες (αγριοπερίστερα), οι οποίοι κατά τον Όμηρο (Οδ. Μ. στ. 62) «ἀμβροσίης Διί πατρί φέρουσι». Τα ευρήματα του Καραπάνου και τα υπάρχοντα ερείπια είναι ικανά να καταδείξουν την σπουδαιότητα του μαντείου και να δικαιολογήσουν την φήμη την οποία είχε στους αρχαίους. Στις επιγραφές που βρέθηκαν απαντούν τα ονόματα μεγάλων Ελληνικών πόλεων, όπως της Κέρκυρας και του Τάραντα, ιδιωτών από όλη την Ελλάδα προσερχόμενων ανδρών, γυναικών, πάσης τάξης και φυλής, ποιμένων, εμπόρων, ναυτών, εργατών, ερχόμενων να ρωτήσουν το μαντείο. Ο Ίναχος, ο βασιλιάς του Άργους, απευθύνθηκε προς αυτό για να αποσαφηνίσει τα όνειρα της θυγατέρας του Ιούς, της οποίας το μαντείο προείπε τους έρωτές της με τον Δία, από τους οποίους η Ήρα ζήλεψε και την μεταμόρφωσε σε δαμάλι. Αυτό το μαντείο ρώτησε και ο Ηρακλής για την έκβαση των άθλων του. Σε αυτό κατέφυγε, με συμβουλή της Αθηνάς, ο υιός του Φρύξου Άργος, για να προμηθευτεί από Δωδωνιαίο δρυ την τρόπι του πλοίου των Αργοναυτών. Προς αυτό αποτείνεται ο Κρέων κατά των πόλεμο των 7 επί Θήβας προς διάσωση του υιού του Μενοικέα. Και ο Ορέστης το μαντείο της Δωδώνης συμβουλεύτηκε, όπως και οι υιοί του Αχιλλέα, Πύρσος και Νεοπτόλεμος. Και ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας και ο Αινείας αυτό ρώτησαν. Και ξένοι ηγεμόνες, όπως π.χ. ο Κροίσος (Ηροδ. Α, 46), επισκέφτηκαν και το ρώτησαν. Ο Πίνδαρος με τον παιάνα του προς τον Δωδωναίο Δία το ύμνησε. Και θεοί ακόμη δεν απαξίωσαν να το συμβουλευτούν, διότι και ο Βάκχος προσήλθε σε αυτό ζητώντας το χαμένο λογικό του. Ακόμη και η εμφάνιση των Δελφών δεν ελάττωσε την φήμη του.

ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΕΣ ΜΑΝΤΕΙΟΥ & ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ

Σε αυτό το μαντείο τις υπηρεσίες εκτελούσας από αρχαιότατα χρόνια ιερείς που από τον Όμηρο καλούνταν (Οδύς. ΙΙ, στ. 430) τόμουροι ή τομούροι ή υποφήτες «τόμουροι ἣ τομοῦροι ἣ ὑποφῆται», τους οποίους ο Στράβων ετυμολογεί από το τομαρούρους «τομαροῦρους», δηλαδή τομαροφύλακες. Εκτός αυτών καλούνται και Σελλοί ή Ελλοί αλλά αυτό το όνομα δεν σημαίνει μόνο τους ιερείς αλλά και τους κάτοικους της Δωδώνης. Ο Όμηρος τους καλεί ανυπτόποδας «ἀνυπτόποδας» και χαμαιεύνας «χαμαιεύνας» ενώ οι λοιποί ποιητές γηλεχέας «γηλεχέας» και χαμαικοίτας «χαμαικοίτας». Εκτός από τους τομούρους ή υποφήτες υπήρχαν και ιέρειες, πέλειαι ή πελειάδες ή προφήτιδες ονομαζόμενες, τα οποία στην γλώσσα των Ηπειρωτών σήμαινε γριές. Αυτές φαίνεται ότι προστέθηκαν όταν εμφανίστηκε η λατρεία της Διώνης και κατά τα χρόνια του Ηρόδοτου ήσαν 3 : Η Προμενεία, η Τιμαρέτη και η Νικάνδρη. Οι τόμοροι ή τομούροι και οι πέλειες φαίνεται ότι αποτελούσαν ιερατικό ασκητικό σωματείο, του οποίου οι κανονισμοί επέβαλλαν σκληραγωγίες ως προς την ανιπτοποδία και την χαμαιεύνειαν, προς καταπολέμηση των σωματικών ορμών, διότι και ο Ευριπίδης λέει (αποσπασμ. 368) «ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὓδουσι πηγαῖς δ´ οὐχ ὑγραίνουσι πόδας». Το αξιοπερίεργο αυτό είδος ασκητισμού συναντάται και στην ινδική λατρεία. Υπήρχε δε και στην Ελλάδα όπως βεβαιώθηκε από επιγραφή που δημοσιεύτηκε από τον Μιχ. Παπακωνσταντίνου (Συλλογή Τραλλιανών επιγραφών, Αθήνα, 1895). Οι ιερείς και οι ιέρειες είχαν ως έργο την εξήγηση των προφητικών σημείων της ιεράς φηγού και των άλλων προφητικών μέσων και την χορήγηση των απαντήσεων σε εκείνους που ρωτούσαν. Τέτοιες απαντήσεις δεν σώθηκαν αλλά βρέθηκαν πολλές ερωτήσεις σε ανασκαφές. Αρκετές από αυτές βρίσκονταν πάνω σε μολύβδινες πλάκες και αναλογούν προς τους «καταδέσμους» που βρέθηκαν στο ιερό της Δήμητρας στην Κνίδο. Αυτές αναφέρονται όχι μόνο σε άτομα αλλά και σε πόλεις. Μερικές, όπως οι κατώτερες, είναι πολύ περίεργες:

«Έρωτῆ Λυσανίας Δία Νάϊον και Διώναν ἣ οὐκ ἒστι ἑξ αὐτοῦ το παιδάριον ὁ ἂν Νύλα κύει»

(Καραπάνου πιν. Λς αρ. 2)

«Έπερωτεῖ Ἃγις Δία Νᾷον [καί Διώναν] ὑπέρ τῶν στρωμμάτων κ[αί τῶν προς]κεφαλαίων, τά ἀπώλολ[εν αὐτός] ἣ ταῶν ἒξωθεν τις ἂν ἒκ[λεψει]»

(Αυτόθι πιν., Λς αρ.1)

Άλλος ρωτά αν θα πετύχουν οι εμπορικές του επιχειρήσεις. Ένας ποιμένας ρωτά αν θα πάνε καλά τα πρόβατα εκείνο το έτος. Οι Κερκυραίοι ρώτησαν πιο θεό πρέπει να λατρεύουν για να έχουν ομόνοια. Ο Εύανδρος και η σύζυγός του ρωτούσαν πιο θεό πρέπει να λατρεύουν για να ευτυχήσουν. Μια γυναίκα ρωτούσε τι πρέπει να κάνει για να γιατρέψει την νόσο της. Ένας άλλος ρωτά αν τον συμφέρει περισσότερο να μείνει ο ίδιος στο σπίτι ή να το ενοικιάζει.

Μάντεις ακούν τους ήχους από τα δοχεία - κουδούνια (χαλκεία) που κρέμονται από τα κλαριά ιερού δένδρου και τα οποία ταρακουνά ο αέρας, προσπαθώντας να προφητέψουν το μέλλον. (Πηγή εικόνας: Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 37, «Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος», Γεώργιου Ηλιόπουλου, σελίδα 48)

ΠΩΣ ΔΙΔΟΝΤΑΝ ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ

Χρησιμοποιούνταν διάφορα μέσα για την εξήγηση των βουλών του Δωδωναίου Διός. Το συνηθέστερο ήταν ιερά δρυς ή φυγός την οποία ο Σοφοκλής (Τραχ 171) αποκαλεί πολύγλωσσον και οι περιστερές «Ὡ την παλαιάν φηγόν αὐδῆσαι ποτε Δωδῶνι δισσων ἐκ πελειάδων ἒφη». Άλλος τρόπος ήταν το χαλκείον, σύμφωνα με το Στράβωνα (Ζ. 329) ήταν χαλκός ατέβης αναρτημένος στο ιερό. Από αυτόν υπερέκειτο ανδριάς κρατώντας μάστιγα, ανάθημα των Κερκυραίων. Η μάστιγα ήταν αλυσιδωτή και κατέληγε σε αστραγάλους. Αιωρούμενη από τον άνεμο έπεφτε επί του χαλκείου και προξενούσε ήχους, με τους οποίους οι ιερείς χρησμοδοτούσαν. Από αυτό προήλθαν και οι παροιμίες «Δωδωναῖον χαλκεῖον» και «Κερκυραίων μάστιξ» που λέγονταν σε εκείνους που φλυαρούσαν ή που έλεγαν ασυνάρτητα πράγματα. Εκτός από τον δρυ, από το ψιθύρισμα των φύλλων της οποίας μαντεύονταν, υπήρχε κατά τον Πλίνιο (Hist. Nat. II. 183) και η πηγή του Διός (fon jovis), από της οποίας το κελάρυσμα οι τόμουροι και οι πέλειες εμάντευαν. Εκτός αυτών γίνονταν χρήση των πτήσεων των περιστεριών καθώς και κληρομαντεία όπως αναφέρει ο Κικέρων (De devinatione 1). Χρησμοί του Δωδωναίου μαντείου ελάχιστοι διασώθηκαν. Αρχαιότερος θεωρείται εκείνος που μνημονεύεται από τον Παυσανία (Φωκικά κεφ. 12) και τον οποίο έλαβε η Φαεννίς η θυγατέρα του βασιλιά των Χαόνων, που ρώρησε για την ηλικία προς εξέταση των χρησμών «Ζεύς ᾖν, Ζεύς έστί, Ζεύς ἒσσεται, ὦ μεγάλε Ζεύ! Γᾶ καρπούς ἀνίει, διό κλῄζετε ματέρα γαῖαν». Γνωστός είναι επίσης και άλλος, αναφερόμενος στον βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο, λέγοντας προς αυτόν «Φυλάττεσθαι τον Άχέροντα και την Πανδοσίαν».

«Η ιερότητα όμως, της δρυός είναι γνωστή και στην Ελλάδα, όπου ο Όμηρος σημειώνει ότι: «Τον δ’ ἐς Δωδώνην φάτο βήμναι, ὂφρα θεοῖο ἐκ δρυός ὑψικόμοιο Διός βουλήν ἐπακούση»[Όμηρος: Οδύσσεια xiv, 327 f., B.G. Teubner, Leipzig 1962] Αλλά και ο Αισχύλος επισημαίνει πώς : «Ἀμφί Δωδώνη, ἳνα μάντεια θακός, τ’ ἐστί Θεσπρωτοῦ Διός, τέρας τ’ ἂπιστον, αἱ προσήγοροι δρύες» (Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 37, άρθρο «η Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος)

ΤΑ ΝΑIA

Η εμφάνιση των Δελφών ελάττωσε οπωσδήποτε την φήμη του Δωδωναίου μαντείου, μολονότι οι ιερείς του μηχανεύτηκαν τα πάντα για να διατηρήσουν την παλιά εύκλεια. Τα Πύθια επίσης γίνονταν αιτία της τελέσεως εν Δωδώνη των Ναΐων προς τιμή του Ναίου Διός και της Διώνης. Την τελετή των Ναΐων επιβεβαιώνουν επιγραφές (Καραπ. σ. 157), σε πλείστες μνημονεύονται αγωνοθέτες και σε μια και Ναΐαρχος (Καραπ. πιν. ΚΘ’ αρ. 3). Κατά την τέλεση των Ναΐων διεξάγονταν και ποιητικοί αγώνες και αυτό μπορούμε να το συνάγουμε από την μοναδική επιγραφή «Τερψικλῆς Διῒ Ναῒῳ ραψῳδός άνέθηκε» (Καραπ. πιν. ΚΓ’ αρ. 2)

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ

Η παρακμή της Δωδώνης άρχισε, κατά κάποια παράδοση, αφότου το μαντείο συμβούλεψε στους Αθηναίους την ατυχή εκστρατεία εις την Σικελία, αν και οι ιερείς απέδωσαν την συμφορά σε παρανόηση του χρησμού. Το καίριο όμως πλήγμα επέφερε έπ’ αυτού ο στρατηγός των Αιτωλών Δωρίμαχος. Αυτός εκδικούμενος κατά το 221 π.Χ. τους Ηπειρώτες, επειδή συμμάχησαν με τους Μακεδόνες και τους Αχαιούς «το περί Δωδώνην ἱερόν τάς τε στοάς ένέπρησε, κατέσκαψε δε καί τήν ἱεράν οίκίαν» (Πολύβ. Δ΄ 67). Το έργο του συνέχισαν αργότερα ο Αιμίλιος Παύλος (168 π.Χ.) και οι Θράκες (88 π.Χ.), ως και ο Μιθριδάτης απέστειλε κατά των Ηπειρωτών πολεμώντας τους Ρωμαίους (Δίων Κάσσιος 36). Έτσι λοιπόν κατά τον Α’ αιώνα, όπως αναφέρει ο Στράβων (Ζ’ 7) «ἐκλέλοιπε το ἐν Δωδώνῃ μαντεῖον». Μετά από λίγο ο Λουκιανός (Ικαρομ. 24) κοροϊδεύοντας τον Δωδωναίον Δία, φέρει αυτόν λέγοντας «ἦν γάρ ποτε χρόνος, ὃτε καί μάντις ἐδόκουν αὐτοῖς και ἰατρός καί πάντα ὃλως ἦν ἐγώ». Μόλις όμως οι Ηπειρώτες ανέλαβαν από τις αλλεπάλληλες καταστροφές αυτές επανίδρυσαν το μαντείο. Το χρόνο της επανιδρύσεως αυτής είναι αδύνατο να τον καθορίσουμε. Το νέο μαντείο έμεινε μέχρι τον Δ’ αιώνα, οπότε ο Χριστιανισμός με τον Μέγα Κωνσταντίνο έγινε επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους. Τότε και η Δωδώνη υπέστη την τύχη που είχαν και άλλοι αρχαίοι ναοί. Αυτό πιστοποιείται από τα νομίσματα του Μ. Κωνσταντίνου και του Πρίσκου που ανακαλύφθηκαν από τις ανασκαφές (Καραπ. σ. 115 πιν. 62 κα 63). Έκτοτε ο ναός του Δωδωναίου Διός και της συνναίου της Διώνης μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία σχήματος βασιλικής της οποίας και σήμερα σώζονται τα ερείπια, ενώ η Δωδώνη έγινε έδρα επισκόπου που πολλές φορές αναφέρεται στα πρακτικά των συνόδων (Καραπ. σ. 173). Οι Γότθοι όμως επιδράμοντες κατά το 550 με τον Τοτίλα κατέστρεψαν και την χριστιανική Δωδώνη και έκτοτε βαθύ σκοτάδι κάλυψε και καλύπτει εν μέρει ακόμη τον περιλάλητο τούτο μαντείο.

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ

Η μικρή αρχαία πόλη επί του Παρνασού έγινε περίδοξη τόσο κατά τον αρχαίο κόσμο, όσο και στον νεώτερο, λόγω του περίφημου ιερού και μαντείου του Απόλλωνα το οποίο βρίσκονταν εκεί. Οι Δελφοί, μετά τις ανασκαφές ιδίως, αποτελούν σπουδαιότατη πηγή για την γνώση του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, του οποίου πάντοτε υπήρξαν σπουδαιότατο κέντρο. Το όνομα Δελφοί (αλλά και Δαλφοί και Βελφοί στις βοιωτικές επιγραφές) κατά την αρχαία παράδοση, προέρχεται από τον επώνυμο ήρωα Δελφού αλλά σήμερα ερμηνεύεται ως σημαίνον χάσμα (Solmsen), σχετιζόμενο από την παράδοση με μαντικό χάσμα, κατά ε τον Βιλαμόβιτς είναι όνομα γένους, συγγενικό προς το ευβοϊκό Δίρφυς. Το παλαιότερο όνομα του τόπου ήταν Πυθώ και με αυτό το όνομα γνωρίζει το ιερό ο Όμηρος. Κατά την ετυμολογία δε, την οποία ήδη ο Παυσανίας γνώριζε και φαίνεται ασφαλής, το Πυθώ προέρχεται από το ρήμα πύθεσθαι = σήπεσθαι και αναφέρεται στον από τον Απόλλωνα φονευθέντα δράκοντα που αφέθηκε να σαπίσει.

Η χάλκινη βάση του χρυσού τρίποδα των Δελφών, επάνω στην οποία είναι χαραγμένα τα ονόματα των 31 πόλεων που έλαβαν μέρος στον κατά των Περσών αγώνα (Ιππόδρομος Κωνσταντινούπολης) (Πηγή: Πολεμικές Μονογραφίες, τεύχος 1, «Μηδικοί Πόλεμοι», Παντελής Καρύκας, σελίδα 67)


ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΠΑΙΔΙΩΝ

Με βάση την νομοθεσία, όσοι σφετερίζονταν χρήματα του Ιερού των Δελφών ή αναθήματα γκρεμίζονταν από έναν βράχο ,την Υάμπεια: «εάν δε τις περι των ιερών χρημάτων μνησθή κατακρημνίζεται» [Δημοσθένης, περί παραπρεσβείας, 327].

Ακόμα και ΝΗΠΙΑ θανατώνονταν για ιεροσυλία. Ένα παιδάκι, γράφει ο Αιλιανός, κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, επειδή παίζοντας , μάζεψε από το χώμα ένα πέταλο, που έπεσε από το χρυσό στεφάνι της Άρτεμης. Οι δικαστές άπλωσαν μπροστά στο νήπιο, διάφορα παιχνίδια, αστράγαλους και άλλα, τοποθέτησαν ανάμεσα στα αντικείμενα το χρυσό πέταλο και περίμεναν να δουν τι θα πρωτοαγγίξει. Ξανάπιασε το χρυσό πέταλο. Φανερό πως ήταν ιερόσυλος. Έπρεπε να εφαρμοστεί ο δελφικός νόμος που προέβλεπε θάνατο στους Ιερόσυλους. Και το παιδάκι θανατώθηκε: «και δια ταύτα απέκτειναν αυτόν ως θεοσύλην, ου δόντες συγγνώμην τη ηλικία, αλλα τιμωρησάμενοι δια την πραξιν» (Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία» V,16 )

Ο Αιλιανός μας πληροφορεί επίσης πως και ο γνωστός μας Αίσωπος, ο οποίος ήταν δούλος, βρισκόταν σε μία ομάδα ανθρώπων που θανατώθηκε για ιεροσυλία με βάση τον Δελφικό νόμο «λαβόντες ουν αυτούς ως θεοσύλας απήγαγον επι την πέτραν και κατακρήμνισαν κατα τον δελφικόν νόμον» («Ποικίλη Ιστορία», ΧΙ , 5).

Αλλά και ο Πλούταρχος, μας λέει για ομάδες ανθρώπων που εκτελέστηκαν με την κατηγορία της ιεροσυλίας: «Οι δε συνθέντες τν αιτίαν επ΄αυτόν ιεροσυλίας απέκτειναν ώσαντες απο της πέτρας εκείνης ην Υάμπειαν καλούσιν » («Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων», 557)


ΛΑΤΡΕΙΑ

Η διαδοχή των θεών: Αν και ο Απόλλωνας καθ’ όλη την ιστορική εποχή ήταν ο κυρίαρχος των Δελφών, εντούτοις είναι γεγονός ότι ή λατρεία του δεν ήταν ή παλαιότατη στον τόπον, ούτε επικράτησε εκτοπίζοντας τους πρώην θεούς άνευ αντιστάσεως. Οι παραδόσεις ομιλούν άλλοτε περί αγώνος του Απόλλωνος δια την επικράτηση και άλλοτε περί ομαλής διαδοχής κατά παραχώρηση. Φαίνεται όμως ότι το πρώτον αληθεύει, ή δε παραχώρηση του Ιερού από τους τέως κυρίους του φάνηκε εύλογο να πλασθεί αργότερα, υποστηριζόμενη άλλωστε και εκ τούτου, ότι των παλαιότατων θεών ή ανάμνηση δεν εξέλιπε, αλλά απ' εναντίας διατήρησαν και τα παλαιότατα Ιερά τους, αν και βεβαίως ήσαν επισκιασμένα πλέον από την λάμψη του κατακτητή. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μαντείο προϋπήρχε του Απόλλωνα και ήταν αφιερωμένο στην πανάρχαια θεά Γη ή Γαία, της οποίας πρώτη μάντις ήταν ή νύμφη Δαφνίς. Συν-λατρεύονταν με την Γη και ο Ποσειδώνας, ο οποίος εκτοπίσθηκε κατόπιν από τον Απόλλωνα και αποζημιώθηκε με το νησί της Καλαυρίας. Ό Απόλλων δεν παρέλαβε το μαντείο απ' ευθείας από την Γης, αλλά από την Θέμιδα, στην οποία είχε αφεθεί προηγουμένως. Άλλη όμως παράδοση παρεμβάλλει μεταξύ Απόλλωνα και Θέμιδος την Φοίβην, εκ της οποίας και ο Απόλλωνας έλαβε την προσωνυμία Φοίβος.

Η λατρεία της Γης δεν συναντάται μόνον στους Δελφούς αλλά και στην Ολυμπία και σε άλλες πόλεις εκατέρωθεν του Κορινθιακού κόλπου, του σεισμικού τούτου επικέντρου της Ελλάδος. Μπορούμε να δεχτούμε ότι κατ’ αρχάς ή μαντική ιδιότητα ανήκε στην Γη, την μητέρα και τροφών των πάντων, αλλά και την κυρία του κάτω κόσμου, αφ’ όπου αποστέλλει τα όνειρα και τους εχθρούς των θεών, τους γίγαντας και τους τιτάνες. Ότι ο Απόλλωνας δεν ήταν εξ αρχής μαντικός θεός καταφαίνεται και εκ του ότι ως Δήλιος δεν είχε ίχνος μαντικής ικανότητας. Άρα την απέκτησε στους Δελφούς Αλλά και ο Ποσειδώνας, ο οποίος συν-λατρεύονταν ως σύζυγος της Γης, φαίνεται ότι εδώ δεν ήταν ο θεός της θαλάσσης, όπως σε άλλες πόλεις του Κορινθιακού, αλλά μάλλον της υγρασίας, των πηγών και ποταμών, οι όποιοι γονιμοποιούν την γη και των σεισμών. Άλλα και οι Μούσες ήσαν προγενέστεροι του Απόλλωνος ως φύλακες της μαντικής πηγής του Ιερού της Γης, το δε Ιερόν των εκείτο εκεί που πλησίον.

Εικονικά στις παραδόσεις, ο ανταγωνισμός του Απόλλωνα προς τους παλαιοτέρους θεούς εμφανίζεται ως μάχη προς τον δράκοντα, ο οποίος φύλασσε το Ιερόν της Γης και ο φόνος του υμνήθηκε ως ένδοξο κατόρθωμα του θεού. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο δράκων παρουσιάζεται ενίοτε ως θηλυκός, και ταυτίζεται εντελώς με την Γη ως προσωποποίηση της. Το γεγονός τούτο αποτελεί το κέντρο του Εθνικού δελφικού ύμνου του Απόλλωνος («πυθικός νόμος»), αναπαράσταση δε μιμική λάμβανε χώρα κατά την τελετή των «Σ(τ)επτηρίων». Κατά αυτή, μετά τον φόνο του δράκοντα, παριστάνονταν η φυγή του Απόλλωνα εις την κοιλάδα των Τεμπών προς εξαγνισμό. Τον Απόλλωνα υποκρίνονταν ευγενής νέος ακολουθούμενος από συνηλικιωτών του και ομίλου αγίων γυναικών. Αυτοί αφού έθεταν πυρ σε ξύλινο παράπηγμα, απομακρύνονταν δρομέως χωρίς να στρίψουν το κεφάλι προς τα πίσω. Κατόπιν εμφανίζονταν ο Απόλλωνας πορευόμενος προς τα Τέμπη και εξαγνίζονταν και τέλος παριστάνονταν ή επάνοδος του θεού με ακολουθία δαφνηφόρων εις ένδειξη του καθαρμού. Κατά τον ύμνο ο Απόλλων έδιδε τους χρησμούς του δια των κλάδων δάφνης, ήτις απέβη κατόπιν σύμβολο του θεού. Παραδίδεται όμως ότι μία δάφνη βρίσκονταν πλησίον του Ιερού της Γης προ του Απόλλωνα, και τούτο είναι επίσης χαρακτηριστικό όσον αφορά τον μύθο της νύμφης Δάφνης, της καταδιωκόμενης από τον Απόλλωνας που επικαλούνταν προς σωτηρία της την μητέρα της Γη.

Σπουδαιότερον ενδιαφέρον παρέχουν αϊ παραδόσεις περί της καταγωγής της λατρείας του Απόλλωνα. Ο θεός φέρεται να ήλθε από την ξηρά εκ του Ολύμπου δια της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας. Η μορφή αυτή της παραδόσεως πρέπει να θεωρηθεί καθαρά ελληνικής προελεύσεως των μετά τον Όμηρο χρόνων και ίσως υπόκειται εις αυτήν η ανάμνηση της καθόδου των Δωριέων, ως οδηγός των οποίων υμνείται ο Απόλλωνας και υπό του Πίνδαρου. Ως προς αυτό άξιο παρατηρήσεως είναι ότι στην Αρκαδία (το μόνο μέρος όπου δεν φέρεται να περιπλανήθηκε ο Απόλλωνας) δεν υπήρχε σχεδόν Ιερόν του, αντιθέτως προς τα άλλα μέρη, τα υπό των Δωριέων κατακτημένα. Μεταγενέστερη είναι η ποιητική παράδοση, κατά την οποία ο θεός ήλθε από τους υπερβορείους, την χώρα της ευλάβειας και της αγιότητας. Αντιθέτως όμως ο Απόλλωνας σχετίζεται και με την Κρήτη, οδηγώντας με την μορφή δελφινιού πλοίο από την Κνωσό, κατά μήκος της Δ. πλευράς της Πελοποννήσου, προς την δελφική παραλία, όπου και προσκάλεσε τους Κρήτες να γίνουν Ιερείς του, αφού απεκαλύφθη σε αυτούς. Εκείνοι τον ακολούθησαν χορεύοντας και ψάλλοντας παιάνα. Η λατρεία του Απόλλωνος ως Πυθίου σε μερικά μέρη της Κρήτης, π.χ. την Γόρτυνα, είναι βεβαίως νεωτέρα, ερχόμενη δια των Δωριέων. Αλλά στην Κνωσό λατρεύονταν ως Απόλλων Δελφίνιος μαζί με την θεά των δελφίνων Λικτύνη, δελφίνια δε απεικονίζονταν επί των δελφικών νομισμάτων ήδη από τής αρχαϊκής εποχής. Η Ιδέα του θεού των δελφινιών, ασφαλώς μη δελφική, φαίνεται κρητική και πραγματικά αυτός ο εκ Κρήτης θεός Δελφίνος και όχι ο Απόλλωνας ερχόμενος ταυτίσθηκε με τον δελφικό θεό, προσαφθείς ως επίθετο στον Απόλλωνα. Το όνομα άλλωστε των Δελφών εκ ρίζας δελφ = κοίλον, μόνον κατά παρετυμολογία μπορεί να σχετισθεί με τον δελφίνα Άλλωστε μέρος της δελφικής παραδόσεως παρουσιάζει μεγάλη επίδραση της Κρήτης. Είναι γνωστό ότι η πρώτη ίδρυση του μαντείου οφείλεται κατά την παράδοση, στην ανακάλυψη χάσματος γης, εκ του οποίου αναδίδονταν αναθυμιάσειςο, 5ο και 8ο έτος. Ο εμβόλιμος αυτός μήνας ήταν ιδιαιτέρως Ιερός και παλαιότατα κατ' αυτόν τελούνταν τα Πύθια, τα όποια αργότερα, κατά το 582 π. Χ., παρουσιάσθηκε ανάγκη να προσαρμοστούν αλλιώς χρονολογικά, αλλά το παλαιό ημερολόγιο εξακολουθούσε να ισχύει για τα Σεπτήρια και άλλες τελετές που συνέπιπταν με την συμπλήρωση του 8ου έτους. Ο κύκλος αυτός των εννεαετηρίδων φαίνεται κρητικής προελεύσεως, διότι και ο Όμηρος (Οδυσ. Σ. 178) χαρακτηρίζει τον Μίνωα ως άρχοντα εννεαετών περιόδων. Η Κρήτη ίσως πλούτισε και την θρησκευτική μουσική των Δελφών, αν αναλογισθούμε, ότι ο εκ Κρήτης Χρυσόθεμις παραδίδεται ως πρώτος πουν νίκησε μουσικό αγώνα εκεί (Παύσ. Χ, 7, 2). Τέλος οι ανασκαφές απέδειξαν την σχέση Δελφών και Κρήτης σε προομηρική εποχή, διότι κρητικό ρητό, όμοιο προς άλλο που βρέθηκε στην Κνωσό, βρέθηκε υπ’ αυτό ακριβώς το άδυτο του ναού του Απόλλωνα. οι οποίες αποτελούσαν την εμπνευστική δύναμη προς χρησμοδότηση. Κατά τον Πλούταρχο αυτό κατά πρώτο ανακάλυψαν οι αίγες του βοσκού Κουρήτα (Κρήτες Ιερείς = Κουρήτες). Πριν χρησμοδοτήσει η Πυθία, έριχναν ψυχρό νερό στο κεφάλι μιας γίδας και εάν το ζώο έτρεμε σύγκορμο, τότε δίδονταν χρησμοί, αλλιώς ή Πυθία δεν υπέβαλλε ερωτήσεις προς τον θεό (Διοδ. XVI, 26). Παρόμοια συνήθεια υπάρχει σε πολλούς πρωτόγονους λαούς (Frazer, PAusanias V, 237) αλλά φυσικό είναι να συνδεθεί αυτό με την κρητική λατρεία (Αμάλθεια). Η Κρητική Έλυρος έστησε στους Δελφούς χάλκινη αίγα σε ανάμνηση της παραμονής του Απόλλωνα με τον Κρητικό εξαγνιστή Καρμάνορα, μετά τον φόνο του δράκοντα. Πιθανώς κρητικής προελεύσεως είναι το παλαιότερο δελφικό ημερολόγιο, στηριζόμενο σε σεληνιακό έτος, το οποίο ελάμβανε μήνα καθ' έκαστο 3

Δια να συμπληρωθεί η έκθεση της διαδοχής και των σχέσεων των δελφικών θεών, πρέπει να αναφέρουμε την χαρακτηριστική παράδοση, κατά την οποία, αυτός ο κυρίως Δωρικός ήρωας, ο Ηρακλής, δυσαρεστημένος κατά της Πυθίας, διότι του αρνούνταν χρησμό, άρπαξε τον τρίποδα του μαντείου, απειλώντας την ίδρυση δικού του μαντικού ιερού. Η ρήξη μεταξύ Ηρακλέους και Απόλλωνας αποσοβήθηκε μόνο με επέμβαση άλλων θεών, αφού πείσθηκε ο Ηρακλής ν' αποχώρησει. Το επεισόδιο όμως βρήκε πλούσια απήχηση στην ποίηση και την τέχνη. Επίσης σε συμβιβασμό κατέληξε και ή διαμάχη μεταξύ Απόλλωνα και Διονύσου. Ο Διόνυσος έφτασε στους Δελφούς, όπως και γενικά στην Ελλάδα, μετά τον Απόλλωνα, αλλά ή νέα λατρεία του θεού, η οποία ήταν και το πνεύμα των αρχαίων ήταν ακριβώς ο αντίποδας της Απολλωνικής, επέρχονταν τόσο σφοδρά, ώστε εις αυτό το κέντρο του Απόλλωνος μόλις Ισορροπήθηκαν οι δύο λατρείες και ο Διόνυσος παρακάθισε συγκυρίαρχος σχεδόν. Πιστεύονταν εκεί ότι ο Διόνυσος βασίλευε στους Δελφούς κατά τους τρεις χειμερινούς μήνας, όταν ο Απόλλωνας αποχωρούσε στους Υπερβορείους. Τότε έπαυαν οι παιάνες του απελθόντος θεού, δια ν' αντηχήσουν οι διονυσιακοί διθύραμβοι. Τελούνταν δε προς τιμήν του Διονύσου διάφορες εορτές, η καλούμενη «Χάριλα», κατά την οποία πρωταγωνιστούσε ή εκ των Θοιάδων Αρχηίς, καθώς και μυστική εορτή «Ηρωίς» εννεατηρική, όπως και η πρώτη, κατά την οποία γίνονταν υπαινιγμοί στην αναγωγή εκ του Άδη της μητέρας του Διονύσου Σεμέλης. Κατά τα «Δαδαφόρια» τέλος οι Θυιάδες σε παννυχίδα αναζητούσαν επί του Παρνασού τον Διόνυσο παιδί Λικνίτη, όπου και είχε Ιερόν άντρο, ενώ οι πέντε όσιοι τελούσαν μυστική θυσία στο Ιερό του Απόλλωνα

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ

Το αρχαιότατο μαντείο, το όποιο, ως ειπώθηκε, ήταν χάσμα γης από όπου εξερχόμενοι ατμοί (ή μάλλον ρεύμα αέρα) έδιδαν την μαντική δύναμη, ανήκε στην Γη και φυλάσσονταν από το τέκνο της, τον δράκοντα Πύθωνα, τον όποιον φόνευσε ο Απόλλωνας αποκληθείς Πύθιος ή Πυθοκτόνος Μαντεύονταν δε δια γυναικός που λέγονταν κατόπιν Πυθία, ως πρώτη όμως να έχει πει χρησμούς φέρεται η Σίβυλλα και μετά αυτή ή Ηροφίλη, που επονομάστηκε επίσης Σίβυλλα. Παλιότερα δίδονταν οι χρησμοί από κάποιο βράχο που ονομάζονταν «Βράχος της Σιβύλλης» κειμένου κατά το Ιερό της Γης. Κατόπιν όμως, κατά την παράδοση, το μαντικό χάσμα περιελήφθη εντός του αδύτου του ναού του Απόλλωνα και στήθηκε επί αυτού ιερός τρίποδας φέροντας λέβητα, επί του οποίου καθήμενη η Πυθία μασούσε φύλλα δάφνης και εμπνεόμενη εκ των αναθυμιάσεων χρησμοδοτούσε. Οι ερωτώντες το μαντείο λέγονταν θεοτρόποι και έκαναν προηγουμένως στην Κασταλία πηγή καθαρμούς, προσφέροντας και ανάλογον προς τις δυνάμεις τους θυσία Φυσίαν, η δε σειρά της λήψης χρησμού κανονίζονταν δια κλήρο, εξαιρουμένων των εχόντων την τιμήν της προμαντείας. Οι γυναίκες δεν εισέρχονταν στο άδυτο, αλλά ρωτούσαν δια μέσω ανδρών. Αρχικά η Πυθία ήταν νέα, άψογου βίου και δεν έπρεπε, για το ασκανδάλιστο των δύσπιστων, να έχει τεχνικές γνώσεις. Αργότερα όμως κρίθηκε ασφαλέστερο να είναι υπερντηκονταετής γυνή, η οποία όμως καθήμενη επί του τρίποδος έπρεπε να είναι στολισμένη ως νέα. Κατά την ακμή του ιερού και του μαντείου δεν επαρκούσε μία Ιέρεια και προσετέθη και δευτέρα, ίσως και τρίτη βοηθητική, όπως επίσης προστέθηκαν και άλλες ημέρες προ χρηστηριασμό αντί της αρχικής γενέθλιας του Απόλλωνα, εβδόμης του Βυσίου (Φεβρουάριου) μήνα. Οι ιερείς του Απόλλωνα ήσαν ισόβιοι, ονομάζονταν και προφήτες, νεώτερος δε θεσμός ήταν ο των πέντε οσίων. Κατώτερα καθήκοντα είχε ο νεωκόρος. Οι χρησμοί της Πυθίας ήσαν άτεχνα ψελλίσματα, διότι, αντίθετα, προς την οιωνοσκοπία ή την εξέταση των σπλάχνων, οι οποίες καλλιεργούνταν επί γενεές από ειδικά πρόσωπα, η μαντική δύναμη της Πυθίας ήταν αφελής ενθουσιασμός ώστε το αποτέλεσμα οφείλονταν μάλλον σε θεία αποκάλυψη, κάτι παραπλήσιο της μαντικής μανίας της Κασσάνδρας, παρά στην γνώση και την εξάσκηση. Τα άτεχνα όμως επιφωνήματα της Πυθίας συντάσσονταν σε αρχαιοπρεπείς εξάμετρους από τους πολύπειρους Ιερείς, και μόνον από της ελληνιστικής εποχής οι χρησμοί δίδονταν πεζά, διότι φαίνεται ότι και τότε ήσαν αρκετοί οι άπιστοι, όπως ο Λουκιανός-βραδύτερα, οι οποίοι ήσαν πρόθυμοι να περιγελάσουν τα μετρικά σφάλματα της Πυθίας, τόσον ολίγο αρμονιζόμενα προς την θεία καταγωγή της εμπνεύσεως της.

Κατ’ αρχάς οι στο μαντείο προσερχόμενοι περίοικοι προέβαλλαν αφελείς ερωτήσεις του κύκλου των ατομικών ενδιαφερόντων αυτών, περί του γάμου των ή του αγρού τους, αλλά ήδη μετά τον πρώτον Ιερό πόλεμο η φήμη του ιερού απλώνεται και το μαντείο είχε ν’ ασχοληθεί με σοβαρότερα ζητήματα. Το μαντείο είχε εξασφαλίσει ήδη την διεθνή του θέση. Ο Απόλλωνας, θεωρούμενος αρχηγέτης των αποικιών, υπεδείκνυε τον τόπον του αποικισμού. Ασιάτες βασιλείς και μεγιστάνες προσέτρεχαν προς αυτόν και γέμιζαν τους Δελφούς με αφιερώματα. Οι προφήτες έπρεπε να γνωρίζουν καλώς την πολιτική του καιρού τους και είχαν ανάγκη πολλών γνωριμιών, προσώπων και πραγμάτων. Τα σπουδαιότερα γεγονότα καταγράφονταν και τα χρονικά αυτά των Δελφών μεταχειρίσθηκε και ο Ηρόδοτος. Βεβαίως οι προφητείες δεν γίνονταν ν' αποβαίνουν πάντοτε αληθείς, αλλ’ από σκοπού δίδονταν σκοτεινοί, ώστε να επιδέχονται περισσότερες ερμηνείες και να σώζεται έτσι το γόητρο του ιερού. Είναι γνωστή η δικαιολογία των ιερέων μετά την πανωλεθρία του Κροίσου, ότι ο χρησμός, ότι θα καταστρέψει μεγάλη δύναμη διαβαίνοντας τον Άλυ, αναφέρονταν στην δική του δύναμη και όχι του αντιπάλου. Αλλά ο Κροίσος ήταν εκ των μεγαλυτέρων δωρητών του δελφικού ιερού και η περιπέτεια του ανησύχησε πολλούς πιστούς του μαντείου, ώστε να χρειασθεί να τεθεί καταλλήλως σ κυκλοφορία ο θρύλος, ότι ο Απόλλωνας τον ανάπαυσε στην χωράν των Υπερβορείων. Επίσης κίνδυνο διέτρεξε ο προς το μαντείο σεβασμός ως εκ της αμφιβόλου στάσεως του κατά τα Μηδικά. Αλλ’ εν τούτοις ο σεβασμός των μαζών αύξανε και το μάλλον χαρακτηριστικό είναι, ότι και ανώτεροι διανοούμενοι, ποιητές και σοφοί το σέβονταν και βρίσκονταν σε στενές σχέσεις με αυτό. Εξαιρετικές τιμές απολάμβανε στους Δελφούς ο Πίνδαρος, του οποίου και θρόνος δείχνονταν εντός του ναού, εξ’ άλλου κι αυτός, όπως και ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής, δεν κουράζονται να υμνούν την σοφία του θεού. Ο Σωκράτης στην πλατωνική «Απολογία» λέγει, ότι η αποστολή του επιβεβαιώθηκε από τον Απόλλωνα. Συν το χρόνο είναι φανερό, ότι το μαντείο εξασκούσε την επιρροή του όχι μόνον επί του θρησκευτικού αλλά και επί του ηθικού πεδίου. Οι Δελφοί ήσαν αυτοί που διακήρυξαν ότι και ο φόνος δούλου ενοχοποιεί τον δράστη και επιβάλλει εξαγνισμό. Δια τα διεθνή δε έθιμα σημαντική είναι ή εκεχειρία, η οποία κηρύσσονταν κατά τις εορτές. Έτσι οι Δελφοί απέβησαν είδος διαρκούς διαιτητικού δικαστηρίου για έριδες μεταξύ πολιτειών και εκεί κατατήθονταν οι σχετικές επιγραφές με τον κανονισμό των συνόρων μεταξύ των πόλεων. Αλλά το μαντείο δεν ήταν πάντοτε αμερόληπτο και εξασκούσε πλαγίως μία πολιτική δικών του συμφερόντων. Καθ' όλον τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν αντίθετο με τους Αθηναίους, διότι δεν το είχαν υποστηρίξει εναντίον των Φωκίων. Γεγονός όμως είναι ότι στους Δελφούς ετέθησαν οι βάσεις υψηλότερης θρησκευτικής συνειδήσεως και ότι ο Απόλλωνας λατρεύτηκε ως Καθάρσιος και όχι μόνον ως εξαγνίζων με νερό, αλλ’ ως εξυψώνων σε περιωπή την καθαρά ψυχική διάθεση. Η δελφική αρχή «γνῶθι σαὑτόν», η οποία στην αρχή ήταν προορισμένη να θυμίζει μόνον την αδυναμία των ανθρώπων προ των θεών, λαμβάνει νέο βάθος ως παρακίνηση προς ηθική αυτοεξέταση και δια του Σωκράτη γίνεται σπουδαίο στοιχείο της Ελληνικής σκέψεως.

ΤΑ ΠΥΘΙΑ

Καθ’ έκαστο έτος η επάνοδος του Απόλλωνα στους Δελφούς εορτάζονταν με τελετή της ανοίξεως, τη «Θεοφάνεια», από την ημερομηνία της οποίας καθορίζονταν ολόκληρο το δελφικό έτος. Τον ακόλουθο μήνα εορτάζονταν τα «Θεοξένια» και ακολουθούσε η εποχή της τελέσεως των «Πυθίων», η οποία ήταν η μεγαλύτερη δελφική εορτή. Το έτος της τελέσεως συνέπιπτε προς το 3ο έτος των Ολυμπιάδων και παλαιότερα του Δ’ αιώνα γίνονταν κατά τον Βουκάτιο μήνα, όπως και κατά τον Β’ αιώνα, αλλά κατά τον Δ’ κατά το Ηραίον,, τον τέταρτο μήνα του Δελφικού έτους. Μετά τον πρώτο ιερό πόλεμο (582 π.Χ.) αποφασίστηκε να τελούνται μετά κάθε τετραετία (πεντετηρικοί, πυθική πεντετηρίς) υπό την διεύθυνση των αμφικτιόνων, οι οποίοι ήσαν οι αγωνοθέτες. Τελέσθηκαν τότε μεγαλοπρεπώς τα Πύθια, δοθέντων ως άθλων πολεμικών λαφύρων και έγινε η εορτή πολυήμερη και οι αγώνες στεφανίτες, δίνοντας στους πυθιονίκες κλάδους φοίνικα ή στεφάνη δάφνης των Τεμπών. Τα Πύθια ήσαν εορτή θρησκευτική και αγωνιστική συγχρόνως, της οποίας το τυπικό δεν είναι γνωστό καλά. Προηγούνταν οι θρησκευτικές πράξεις, αρχίζοντας κατά την 6ην Βουκάτιου με θυσία των τριττύων. Το απόγευμα τελούνταν η μίμηση του φόνου του δράκοντα, η οποία αργότερα έλαβε τη μορφή των «Στίπτηρίων» (από το 342 π. Χ.). Ακολουθούσε την επομένη μεγάλη πομπή των Ιερέων και των θεωρών και των αγωνιστών μαζί με τα θύματα που προορίζονταν για την επί του βωμού του Απόλλωνα εκατόμβη. Το απόγευμα γίνονταν πανηγυρική εστίασης. Την 9ην Βουκατίου άρχιζαν οι αγώνες, οι μουσικοί πρώτα οι κυρίως απολλωνικοί και παλαιότεροι, οι οποίοι από του κιθαρικού ύμνου εξελίχθηκαν σε παράσταση τραγωδιών στο θέατρο, ακολουθούσαν οι γυμνικοί αγώνες και οι Ιππικοί οι οποίοι γίνονταν επί αναπεπταμένου πεδίου, του Ιπποδρόμου, ο οποίος βρίσκονταν υπό την Κρίσαν. Τα γυμνικά αγωνίσματα ήταν: δόλιχος, στάδιον, δίαυλος, ίππιος, πένταθλον, πάλη, πυγμή, παγκράτιο, οπλίτης δρόμος, τα δε Ιππικά: δρόμος κελήτων και πώλων, αρμάτων και ξυνωρίδων. Κατά την έναρξη των Πυθίων κηρύσσονταν η εκεχειρία, η οποία διαρκούσε για τρίμηνο περίπου και άρχιζε από τις οδούς που οδηγούσαν στους Δελφούς. Ο κόσμος κατά τα Πύθια συνέρεε πανταχόθεν, δεν έλειπαν δε και οι βάρβαροι και πολλές θυσίες γίνονταν και ανατίθονταν αναθήματα. Εκτός του συρρέοντος λαού προσέρχονταν και διάφοροι επίσημοι αντιπροσωπίες των πόλεων, μεταξύ των οποίων διακρίνονταν η αθηναϊκή «Πυθαίς θεωρία». Την διεύθυνση και την εποπτεία της τάξεως είχαν ο επιμελητής και οι μαστιγοφόροι. Τα ονόματα των πυθιονικών αναγράφονταν σε πίνακες και οι ίδιοι είχαν το δικαίωμα να στήσουν τον ανδριάντα τους στον ναό.

Άρτεμις και Απόλλωνας βάλλουν κατά του Πύθωνα. Παράσταση από Ετρουσκικό καθρέπτη. (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ, σελίδα 882)

ΠΥΘΩΝ

Τερατώδης όφις ή δράκοντας, τέκνο της Γης, που γεννήθηκε από τα εναπομείναντα νερά του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα. Είχε 100 πυρίπνους κεφαλές και ζούσε μέσα σε σπήλαιο του όρους Παρνασσού, φυλάγοντας το αρχαίο μαντείο της Θέμιδας. Κατά μια παράδοση εξαολύθηκε από την ζηλότυπο Ήρα και καταδίωξε την Λυτώ μέχρι το νησί της Ορτυγίας, που από τότε ονομάστηκε Δήλος, την οποία ο Ζευς και ο Ποσειδώνας παρείχαν άσυλο στην έγκυο φυγάδα. Ο δράκοντας τότε επανήλθε στον Παρνασσό, αλλά ο υιός της Λητού, Απόλλωνας, τέσσερις ημέρες μόλις μετά την γέννησή του, τον προσέβαλε και τον σκότωσε, ονομαζόμενος πλέον ως Πύθιος και παρέλαβε το μαντείο και όρισε και αγώνες να τελούνται σε ανάμνηση της νίκης του. Κατά την ανά κάθε έτος τελούμενη στους Δελφούς εορτή των Σηπτηρίων, συμβολικό δράμα θύμιζε την νίκη του θεού. Κατά μερικούς συγγραφείς από τον Πύθωνα γεννήθηκαν η Γοργώ, ο Γηρυόνης, ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σφίγγα, ο γύπας που έτρωγε το ήπαρ του Προμηθέα και τέλος όλα τα τέρατα της Ελληνικής μυθολογίας.

Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ, σελίδα 881 - 882

Η ΠΥΘΙΑ

Στην εικονογράφηση βλέπουμε μια Πυθία την ώρα που χρησμοδοτεί, καθισμένη στον μαντικό τρίποδα μέσα στο χαμηλοτάβανο υπόγειο άντρο που υπήρχε στο ναό του Απόλλωνα. Στο ένα χέρι κρατά κλώνο δάφνης από το ιερό δένδρο του Απόλλωνα και στο άλλο μια κούπα με νερό της Κασσοτίδος πηγής. Οι αναθυμιάσεις που προέρχονταν από το υπέδαφος ήταν, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αιθυλένιο. (Πηγή: Περιοδικό Myst, τεύχος 2, άρθρο «Αναζητώντας το μυστικό της Πυθίας», Γεωργία Μεταξά, σελίδα 38 )

Καλούνταν έτσι η ιέρεια του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς του προς αυτούς που συμβουλεύονταν το μαντείο του για μελλοντικές υποθέσεις. Ονομάζονταν αυτή έτσι, κατά την παράδοση, από τον δράκοντα Πύθωνα,με το δέρμα του οποίου είχε περιβάλει τον προφητικό τρίποδα ο Απόλλωνας, όταν φόνευσε αυτόν (κατά τον Στράβωνα η λέξη αυτή γίνεται από το πρόθεμα «πυθ» του πυνθάνεσθαι). Ο τρίποδας ήταν τοποθετημένος μέσα στο άδυτο του ιερού, πάνω από ένα χάσμα, από το οποίο ανέρχονταν αναθυμιάσεις «πνεῦμα ἐνθουσιαστικόν» κατά τον Στράβωνα (C. 419), υπό την επίδραση των οποίων διατελούσε η καθήμενη επί του τρίποδα Πυθία και έδινε τις αποκρίσεις του θεού σε εκείνους που την ερωτούσαν. Κατ’ αρχάς ως Πυθάι εκλέγονταν νεαρή γυναίκα από πτωχή οικογένεια, διότι έπρεπε να αγνοεί τα κοσμικά πράγματα, έπρεπε δε να είναι ωραία, σεμνή και αγνή και όφειλε να απέχει, κατά τον Πλούταρχο, από κάθε γυναικεία πολυτέλεια. Από όταν μια Πυθία όμως, που ήταν πάρα πολύ όμορφη, απήχθηκε από έναν νεαρό Θεσσαλό, αποφασίστηκε με νόμο η Πυθία να εκλέγεται ανάμεσα από εκείνες των Δελφών που είχαν 50 έτη ηλικία. Στην αρχή η Πυθία ήταν μόνο μία (πρώτη υπήρξε η Φημονόη), από όταν όμως το κύρος του μαντείου των Δελφών όχι μόνο κατέστη πανελλήνιο, αλλά υπερέβη και τα όρια του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, δεν επαρκούσε μια Πυθία για το πλήθος των προσερχομένων να συμβουλευτούν τον θεό και διορίστηκε και δεύτερη. Αργότερα όταν αυξήθηκε και άλλο το πλήθος των εισερχομένων, διορίσθηκε και τρίτη αναπληρωματική.

Όσο αφορά την οιωνοσκοπία των υδάτων, ο Πλούταρχος διασώζει τον δεσμό των Τευτόνων ιερών γυναικών [Πλούταρχος: «Βίοι Παράλληλοι», Ιούλιος Καίσαρ, 19, Vol II, Fasc 2, B.G. Teubnre, Leipzig 1994], οι οποίες χρησμοδοτούν, παρατηρώντας υδάτινες μεταβολές. Αναφέρει λοιπόν πως: «Δίναις προσβλέπουσαι καί ῥευμάτων ἑλιγμοῖς καί ψόφοις τεκμαιρόμεναι προεθέσπιζον». Η διαδικασία αυτή ταυτίζεται με την ανάλογη που ακολουθεί η εκάστοτε Πυθία των Δελφών, για να χρησμοδοτήση, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη νερό σε ορειχάλκινο τρίποδα και ράβδο (για να προκαλεί δίνες στο νερό). Πρόκειται για το «λάλον ὓδωρ» που περιγράφει ο Ιάμβλιχος, εξηγώντας την συγκεκριμένη μέθοδο της οιωνοσκοπίας, στην οποία βασίζεται και ο διάσημος Νοστράδαμος για την διατύπωση των χρησμών του….η συγκεκριμένη μέθοδος αποδίδεται στους Βραγχίδες, μια οικογένεια ιερέων και μάντεων του Απόλλωνος, της οποίας ο ιδρυτής Βράγχος ανήκει στην δελφική οικογένεια των Δημοκλειδών (Κόνων: Διηγήσεις, 33, Scriptores Poeticae Historiae Graeci, A. Westermann, Brynswick, 1843) (Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ, Τεύχος 37, άρθρο «Οιωνοσκοπία, η διάγνωση του μέλλοντος», Γεώργιου Ηλιόπουλου, σελίδα 40 & 43)

Η Πυθία χρησμοδοτούσε μόνο στις αρχές του έαρ και έπρεπε πριν ανεβεί προς χρησμοδότηση στον τρίποδα να προπαρασκευασθεί δεόντως με διάφορους εξαγνισμούς. Μασούσε φύλλα δάφνης (προφητικό δένδρο, ως ιερό δένδρο του Απόλλωνα) και έπινε πολύ κρύο νερό της Κασσοτίδας πηγής και ανέβαινε στον τρίποδα αγόμενη από τους ιερείς του ιερού στο άδυτο, μετά την δια σεισμών εξαγγελλόμενη παρουσία του Απόλλωνα στο ιερό του. Η επί της Πυθίας επίδρασης των αναθυμιάσεων (άγνωστο παραμένει αν ήσαν τεχνικές ή φυσικές) εκδηλώνονταν με την ανόρθωση των τριχών της κεφαλής της, τους εξερχόμενους αφρούς από το στόμα της, το ρίγος του σώματός της και την άγρια λάμψη του βλέμματός της. Μετά από αυτά εξέβαλλε κραυγές και ωρυγμούς, οι οποίοι ενέπνεαν ιερά φρίκη στους παριστάμενους και άναρθρους λόγους, τους οποίος ερμήνευαν και επιμελώς συνέθεταν σε στίχους (εξάμετρους παλαιότερα, ιαμβικούς αργότερα) οι παριστάμενοι ιερείς και οι προσκολλημένοι στο ιερό ποιητές. Από αυτό γεννάται η υπόνοια ότι οι προφητείες (χρησμοί) της Πυθίας (επί της οποίας με αυστηρότατους νόμους απαγορεύονταν η άσκηση οποιαδήποτε ηθικής πίεσης) κανονίζονταν από τους ιερείς και παρασκευάζονταν νωρίτερα από το συμβούλιο των Δελφών. Οι χρησμοί ήσαν συνήθως, διφορούμενης έννοιας, και σε αυτό κυρίως οφείλεται η διατήρηση του κύρους τους, όπως εκείνος που δόθηκε στον βασιλιά Κροίσο (Ηροδ. Ι. 75) ο οποίος δεν καθόριζε αν η διάβαση του ποταμού Άλυου από την στρατιά του Κύρου θα σε αυτή ή στην εχθρική (του Κύρου) επιβλαβής.

Καψάλης Γερ. Δ, Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού συμβουλίου της Μέσης Εκπαίδευσης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Κ, Σελίδα 880

Η ΠΥΘΙΑ ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΟΥΣΕ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΤΟΞΙΚΩΝ ΑΕΡΙΩΝ

(Περισσότερα για τον παγανισμό και τα ναρκωτικά εδώ)

Πριν από 2.000 χρόνια περίπου, ο συγγραφέας και φιλόσοφος Πλούταρχος ανέφερε ότι η Πυθία καθόταν τυλιγμένη σε γλυκερές αναθυμιάσεις που έβγαιναν μέσα από το έδαφος.

Η Πυθία χρησμοδοτούσε υπό την επήρεια τοξικών αερίων

Για πολλούς αιώνες, προσκυνητές από όλο τον αρχαίο κόσμο έρχονταν στο Μαντείο των Δελφών, για να συμβουλευτούν το θεό Απόλλωνα για όλα τα μεγάλα θέματα της ζωής. Ο θεός μιλούσε μέσω της Πυθίας, η οποία σε κατάσταση έκστασης έδινε χρησμούς για ζητήματα όπως, π.χ., η έκβαση ενός πολέμου. Νεότερες έρευνες αποκαλύπτουν ότι η Πυθία χρησμοδοτούσε υπό την επήρεια φυσικών ναρκωτικών αερίων.

«Πότε είναι η καλύτερη στιγμή για τη συγκομιδή των δημητριακών;» «Έφτασε η ώρα για πόλεμο;» «Θα αποκτήσω κληρονόμους; Και πόσα παιδιά θα κάνω;»

Το Μαντείο των Δελφών απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα της ζωής, και κανένας δεν τολμούσε να πάρει κάποια καθοριστική απόφαση, χωρίς πρώτα να συμβουλευτεί τη σεβαστή ιέρεια, που ήταν το φερέφωνο του θεού Απόλλωνα. Παρ’ ότι οι απαντήσεις του μαντείου ήταν κατά κανόνα διφορούμενες και ασαφείς -και έτσι επιδέχονταν πολλές διαφορετικές ερμηνείες- για αιώνες πολλοί άνθρωποι έπαιρναν το δρόμο προς το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου βρισκόταν το Μαντείο, περίπου 200 χιλιόμετρα από την Αθήνα.

Σύμφωνα με το μύθο, ο θεός Απόλλωνας ίδρυσε το μαντείο του -γύρω στο 800 π.Χ.-, αφού απέσπασε το ιερό των Δελφών από τη θεά Γαία. Η μετάβαση δεν έγινε χωρίς μάχη: Ο Απόλλωνας χρειάστηκε πρώτα να εξοντώσει έναν τρομερό δράκοντα, τον Πύθωνα, που φρουρούσε τον τόπο. Όταν πια εδραιώθηκε το Μαντείο, απέκτησε πολύ σύντομα τεράστια πολιτική επιρροή. Κανένας στρατηγός δεν τολμούσε να εκστρατεύσει για πόλεμο πριν ζητήσει τη συμβουλή του Μαντείου, και καμία πόλη-κράτος δε θέσπιζε νέους νόμους χωρίς πρώτα να εξασφαλίσει την έγκριση του θεού Απόλλωνα. Οι Έλληνες άποικοι περνούσαν από τους Δελφούς για να πάρουν την ευλογία του θεού, προτού ξεκινήσουν για να ιδρύσουν αποικίες σε ξένους τόπους. Ακόμα και αξιωματούχοι και ιδιώτες από την Ασία και την Ευρώπη κατέφευγαν στο Μαντείο, ζητώντας χρησμούς για κάθε είδους ζητήματα, από κρατικά θέματα μέχρι την αγορά σπιτιού και την ερωτική ζωή.

Χωριατοπούλα η Πυθία

Μια εναλλασσόμενη σειρά από ιέρειες, που είχαν επιλεγεί μεταξύ των νέων, ανύπαντρων κοριτσιών της περιοχής και έπαιρναν το τελετουργικό όνομα «Πυθία», εκφωνούσαν την απάντηση του θεού. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα, οι χρησμοί δίνονταν μία φορά το μήνα, και έναντι αμοιβής. Όσοι έρχονταν να συμβουλευτούν το θεό, πλήρωναν πρώτα λίγα ημερομίσθια και προσέφεραν μια κατάλληλη θυσία, π.χ. μια γίδα, και στη συνέχεια έπαιρναν την άδεια να υποβάλουν το ερώτημά τους στους ιερείς του Απόλλωνα, οι οποίοι το μετέφεραν στην Πυθία κατ’ ιδίαν.

Η Πυθία, πριν ξεκινήσει, έπινε νερό από την ιερή πηγή Κασσοτίδα, για να έρθει στη συνέχεια σε επαφή με τον Απόλλωνα με τη βοήθεια των φύλλων της δάφνης, του ιερού δέντρου του θεού. Μασούσε τα φύλλα ή τα έκαιγε σαν θυμίαμα, κι έπειτα αποσυρόταν σε έναν ιερό θάλαμο, όπου καθόταν στον τρίποδα και περίμενε τη φωνή του θεού. Τότε άρχιζε να μιλάει, πότε σε κατάσταση ήρεμης ύπνωσης, πότε εκστασιασμένη ή με φρενιασμένη μανία. Στο πλευρό της έστεκαν αρκετοί ιερείς, που ερμήνευαν τα ακατάληπτα λόγια της. Ο συμβουλευόμενος δεν παρευρισκόταν ποτέ στην ιεροτελεστία. Πάντοτε οι ιερείς του ανακοίνωναν την απάντηση αργότερα.

Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς περιέγραψαν τη δραστηριότητα του Μαντείου, και υπάρχουν καταγεγραμμένοι περίπου 600 χρησμοί που διατυπώθηκαν απ’ αυτό. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς χρησμούς της μυθολογίας, είναι αυτοί που αφορούν την προδιαγεγραμμένη τραγική μοίρα του Οιδίποδα. Παρ’ όλο που ο Οιδίποδας έκανε τα πάντα για να αποφύγει τη μοίρα του, κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη: Τελικά, σκότωσε τον πατέρα του σε αυτοάμυνα και παντρεύτηκε τη μητέρα του, τη χήρα βασίλισσα της Θήβας.

Πολλά γνωστά ιστορικά πρόσωπα έχουν επισκεφτεί το Μαντείο. Για παράδειγμα, το 546 π.Χ., ο Κροίσος, ο πάμπλουτος βασιλιάς της Λυδίας, παραπλανήθηκε από το διφορούμενο χρησμό του Μαντείου, το οποίο είχε γεμίσει με τα πολύτιμα δώρα του. Ο Κροίσος ήθελε να μάθει αν θα έπρεπε να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, και πήρε η απάντηση ότι, αν διέσχιζε το συνοριακό ποταμό Άλυ, «θα κατέλυε ένα σπουδαίο βασίλειο». Ο Κροίσος, σίγουρος για τη νίκη, κήρυξε τον πόλεμο, ωστόσο σύντομα αποδείχτηκε ότι το βασίλειο που θα διαλυόταν με την κίνηση αυτή ήταν το δικό του.

Αναποτελεσματική η δάφνη

Παρ’ όλο που, κατά την αρχαιότητα, οι περισσότεροι Έλληνες ήταν πεπεισμένοι ότι ο παντογνώστης Απόλλωνας μιλούσε με θεϊκό τρόπο μέσω της Πυθίας, κυκλοφορούσε ήδη από τότε και μια άλλη, πιο ορθολογική εξήγηση για την έκσταση της ιέρειας: ότι την προκαλούσαν τα φύλλα δάφνης που μασούσε πριν από την ιεροτελεστία. Ωστόσο, η θεωρία αυτή έχει πλέον καταρριφθεί από αρκετούς ιστορικούς θρησκειολόγους, που δεν έφτασαν σε κανενός είδους μέθη μετά από κατανάλωση πολλών φύλλων.

Ο αρχαίος συγγραφέας και φιλόσοφος Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε μέλος του ιερατείου του ιερού του Απόλλωνα από το 95 μ.Χ., ήταν πεπεισμένος -παρά το ιερατικό του αξίωμα- ότι η έκσταση της Πυθίας οφειλόταν σε κάποιες σκοτεινές δυνάμεις. Ανέφερε ότι γλυκερές, αρωματικές αναθυμιάσεις έβγαιναν μέσα από ρωγμές στο δάπεδο του ιερού και πλημμύριζαν το άδυτο της Πυθίας. Κατά τη γνώμη του, αυτές οι αναθυμιάσεις ήταν που έδιναν στην ιέρεια τις προφητικές της ικανότητες. Ο Πλούταρχος υπέθετε ότι οι ατμοί αναδύονταν από υπόγειες πηγές, και ότι είχαν σχέση με της σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το 1950, πολλοί επιστήμονες μελέτησαν το χώρο του ιερού, προκειμένου να λύσουν το αίνιγμα των αναθυμιάσεων. Όλοι συμπέραναν ότι ήταν αδύνατον να απελευθερώνονται αέρια αυτού του είδους από το υπέδαφος. Ωστόσο, το 1981, ο Ολλανδοαμερικανός γεωλόγος Jelle Zeilinga de Boer ανακάλυψε τυχαία ένα ρήγμα στο φλοιό της γης, που περνούσε ακριβώς κάτω από το ναό του Απόλλωνα και το χώρο όπου χρησμοδοτούσε η Πυθία. Ο de Boer μελετούσε τη σεισμικότητα του τεκτονικού ρήγματος του Κορινθιακού κόλπου στην περιοχή των Δελφών κατ’ εντολή του ελληνικού κράτους, και σύντομα ξέχασε εντελώς αυτή την ανακάλυψή του. Απλά, θεώρησε δεδομένο ότι άλλοι, καλύτεροι γνώστες του αρχαιολογικού χώρου, είχαν ήδη υπόψη τους το ρήγμα.

Μετά από 14 ολόκληρα χρόνια, το 1995, πληροφορήθηκε ότι το ρήγμα της Κερνάς, όπως ονομάστηκε, είχε παραμείνει ως τότε εντελώς άγνωστο. Ο de Boer ενθουσιάστηκε. Αποφάσισε να διαλευκάνει το μυστήριο της έκστασης της Πυθίας, και κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια συγκέντρωσε μαζί με μια ομάδα ερευνητών πειστικά επιχειρήματα που επιβεβαίωναν την υπόθεση του Πλούταρχου. Πράγματι η Πυθία περιερχόταν σε έκσταση υπό την επήρεια αναθυμιάσεων. Γιατί οι νέες έρευνες αποκάλυψαν ότι το έδαφος κάτω από το ναό αποτελείται από ασβεστόλιθο πλούσιο σε ορυκτή πίσσα, που περιέχει φυσικό αέριο. Δύο κρυφές γραμμές ρηγμάτων -το ρήγμα της Κερνάς και το ρήγμα των Δελφών- διαπερνούν αυτά τα πισσασφαλτικά, ασβεστολιθικά στρώματα και τέμνονται ακριβώς κάτω από το ιερό του Απόλλωνα. Όταν υπάρχει σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή, τα δύο ρήγματα συγκρούονται με τόση δύναμη, που τα υπόγεια αέρια απελευθερώνονται από τον ασβεστόλιθο.

Ακριβώς στο σημείο τομής των δύο ρηγμάτων, δηλαδή κάτω από το άδυτο της Πυθίας, ο ασβεστόλιθος είναι ιδιαίτερα πορώδης και διαπερατός, κι έτσι τόσο τα αέρια όσο και τα υπόγεια ύδατα μπορούν μέσα απ’ αυτόν να βγαίνουν στην επιφάνεια.

Οι χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι τα ασβεστολιθικά στρώματα -καθώς επίσης και μια πηγή που υπάρχει ακόμη και σήμερα κοντά στο ναό- περιέχουν μεθάνιο και αιθάνιο. Και τα δύο αυτά αέρια έχουν ψυχοτρόπο δράση. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε το γεγονός ότι εντοπίστηκε και αιθυλένιο. Το αέριο αυτό έχει γλυκερή οσμή, επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και χρησιμοποιήθηκε ως αναισθητικό μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Το αιθυλένιο, σε μικρές δόσεις, προξενεί μια αίσθηση ελεγχόμενης ευφορίας, ενώ η δράση του παύει μόλις σταματήσει η εισπνοή του. Όμως, όσο μεγαλύτερες ποσότητες εισπνέει κανείς, τόσο περισσότερο επηρεάζεται από αυτό, το οποίο σε μεγάλες δόσεις μπορεί να αποβεί και θανατηφόρο.

Οι αναθυμιάσεις σκότωσαν την Πυθία

Με άλλα λόγια, οι γεωλογικές συνθήκες στους Δελφούς ήταν ιδανικές για να προκαλέσουν έκσταση στην Πυθία -και σίγουρα και στους ιερείς που ερμήνευαν τις ρήσεις της. Η Πυθία έπινε πρώτα νερό από την πηγή, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα περιείχε αιθυλένιο, και έπειτα κλεινόταν σε ένα θάλαμο, ακριβώς πάνω από μια ρωγμή του βράχου που ανέδιδε ναρκωτικά αέρια.

Κατά πάσα πιθανότητα οι δόσεις διέφεραν από φορά σε φορά και, τουλάχιστον σε μία περίπτωση, είναι γνωστό ότι τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Ο Πλούταρχος περιγράφει ένα περιστατικό, κατά το οποίο η Πυθία δίστασε πολύ πριν πέσει σε έκσταση, επειδή είχε το προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Κατά τη διάρκεια της μέθεξης, έδειχνε να την έχει καταλάβει ένα «ανόητο και κακό πνεύμα». Στο τέλος, έβγαλε μια φωνή και έσπευσε προς την έξοδο, αλλά σκόνταψε και έπεσε, και οι ιερείς τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Όταν τελικά επέστρεψαν, η Πυθία είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της, αλλά μετά από λίγο πέθανε.

Η Πυθία μετέφερε τα μηνύματα του Απόλλωνα για ένα διάστημα περίπου 1.200 χρόνων. Όμως, το 392 μ.Χ., το Μαντείο σφράγισε οριστικά τις πύλες του, με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου. Έτσι, η φωνή της Πυθίας σίγησε για πάντα.

Οι Δελφοί ήταν ο ομφαλός του κόσμου

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το ιερό των Δελφών στον Παρνασσό ήταν το κέντρο του κόσμου.