Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009






Από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση


Λογοτεχνία
Αφηγηματική ποίηση είναι ο έμμετρος λόγος που επικεντρώνεται στην αφήγηση (ιστόρηση) διαφόρων γεγονότων της ζωής ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων. Το αντιπροσωπευτικότερο είδος κατά το Μεσαίωνα είναι το έπος στο οποίο δινόταν εξαιρετική αξία. Το έπος διακρίνεται για την έμμετρη αφήγηση, τον μακροσκελή στίχο και το ηρωικό ή μυθικό στοιχείο του θέματός του. Είναι γραμμένο πάντα σε ύφος υψηλό. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα κυκλοφορούν αφηγηματικά κείμενα τα οποία είναι κυρίως μεταφράσεις ή παραλλαγές κειμένων που γράφτηκαν παλαιότερα όπως ο κύκλος του Αλέξανδρου, ο κύκλος του Τρωικού πολέμου και τα chansons de geste (έπη με θέμα τα ανδραγαθήματα του Καρλομάγνου). Κατά το Μέσο Μεσαίωνα έχουμε το Τραγούδι του Ρολάνδου, κείμενα από την ιρλανδική παράδοση, τα ισλανδικά saga, καθώς και τον κύκλο του Διγενή Ακρίτα από το Βυζάντιο. Ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος αποτελούν οι μυθιστορίες ή romans με εκπρόσωπο τον Κρετιέν ντε Τρουά.
Στη διάρκεια της αναγέννησης η αφηγηματική ποίηση αποκτά τη μεγαλύτερη αίγλη της με τη Νέα ζωή και τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, καθώς και το Μαινόμενο Ορλάνδο του Αριόστο. Πολύ κοντά στο νεότερο διήγημα βρίσκεται ο Τσόσερ με τις Ιστορίες του Καντέρμπουρυ. Εκτός από τα λατινικά τα έργα αναπτύσσονται και οι εθνικές γλώσσες, με παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων. Χαρακτηριστική περίπτωση το ισπανικό «ρομανθέρο». Αρχίζουν να εμφανίζονται και μυθιστορίες σε πεζό λόγο με χαρακτηριστικά δείγματα τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες και τον Θάνατο του Αρθούρου του Μάλορυ.


Η λυρική ποίηση αποτελεί τη σημαντικότερη έκφανση της Μεσαιωνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για σύντομα ποιήματα με βασικό θέμα τον έρωτα που διακρίνονται για τη λιτότητα της μορφής, τη συγκινησιακή ενέργεια και τη μουσικότητά τους όπως φαίνεται και από τον ίδιο τον όρο που προέρχεται από την αρχαιοελληνική «λύρα». Γράφονται στη γλώσσα του Οκ, τα προβηγκιανά, τα λατινικά αλλά και σε δημώδεις γλώσσες, τραγουδιούνται δε από τους τροβαδούρους. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι ο Γερμανός Φολγκεβάιντε και ο Ιταλός Καβαλκάντι . Δημοφιλές λογοτεχνικό έργο ολόκληρης της περιόδου η Μυθιστορία του Ρόδου . Επίσης εμφανίζεται και ένα άλλο είδος λυρικής ποίησης, η σατιρική, που συναντάται κυρίως στα Γερμανικά και δίνει έμφαση στην κοινωνική κριτική και το κωμικό στοιχείο.

Η λυρική ποίηση αποτελεί τη σημαντικότερη έκφανση της Μεσαιωνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για σύντομα ποιήματα με βασικό θέμα τον έρωτα που διακρίνονται για τη λιτότητα της μορφής, τη συγκινησιακή ενέργεια και τη μουσικότητά τους όπως φαίνεται και από τον ίδιο τον όρο που προέρχεται από την αρχαιοελληνική «λύρα». Γράφονται στη γλώσσα του Οκ, τα προβηγκιανά, τα λατινικά αλλά και σε δημώδεις γλώσσες, τραγουδιούνται δε από τους τροβαδούρους. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι ο Γερμανός Φολγκεβάιντε και ο Ιταλός Καβαλκάντι . Δημοφιλές λογοτεχνικό έργο ολόκληρης της περιόδου η Μυθιστορία του Ρόδου. Επίσης εμφανίζεται και ένα άλλο είδος λυρικής ποίησης, η σατιρική, που συναντάται κυρίως στα Γερμανικά και δίνει έμφαση στην κοινωνική κριτική και το κωμικό στοιχείο.

Η λυρική ποίηση της εποχής της αναγέννησης συνδέεται με την εμφάνιση του σονέτου και της μπαλάντας . Το σονέτο καθιερώνεται από τον Ιταλό ποιητή, λόγιο και ουμανιστή Πετράρχη που δημιουργεί λογοτεχνική τάση, τον «πετραρχισμό» και ασκεί μεγάλη επιρροή στη δυτικοευρωπαϊκή ποίηση. Έργα του το επικό ποίημα Αφρική, οι Έμμετρες επιστολές, οι Θρίαμβοι και οι συλλογές λυρικών ποιημάτων Ασματολόγιο . Η μπαλάντα καλλιεργείται από τον Γάλλο Βιγιόν, ένα αιώνα μετά τον Πετράρχη, με ένα διαφορετικό τύπο ποιητικής γραφής . Έργα του η Μικρή Διαθήκη, ο Επιτάφιος, η Μεγάλη Διαθήκη. Αυτά τα είδη αναπτύσσονται και στην Ισπανία (cancioneiros), στη Γερμανία (Minnesang και Meistersang) και στις Κάτω Χώρες.

Ο Δάντης θεωρείται σήμερα, ο Όμηρος της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Το έργο του Θεία Κωμωδία γραμμένο στο τέλος του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα αποτελεί λογοτεχνικό έργο της αφηγηματικής ποίησης και μάλιστα από το χαρακτηριστικότερο είδος της, το έπος. Διαθέτει μακροσκελή στίχο και υψηλό ύφος. Χαρακτηρίζεται από καλλιέπεια και υπερβολή των μεγεθών. Είναι ένα αλληγορικό ποίημα γραμμένο στην τοσκανική γλώσσα, που αποτελείται από 15.000 στίχους, 100 άσματα και χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Ο ποιητής και μαζί με αυτόν ο κάθε αναγνώστης οδηγείται από την Κόλαση στο Καθαρτήριο για να φτάσει τελικά στον Παράδεισο . Οι στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι και η ομοιοκαταληξία ονομάζεται «τερτσίνα» . Από τους τρεις στίχους της τερτσίνα ή τρίστιχης στροφής, ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος με τον τρίτο, ή ο πρώτος με τον δεύτερο ή ο δεύτερος με τον τρίτο. Ο στίχος που μένει μόνος ομοιοκαταληκτεί με το μονό της παρακάτω στροφής . Έτσι το ποίημα αποκτά μια σφιχτή δομή και μια ροή προς τα εμπρός . Ονομάστηκε Κωμωδία χωρίς να έχει σχέση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αλλά επειδή αρχίζει με την περιγραφή θλιβερών πραγμάτων και οδηγείται σε χαρμόσυνο τέλος . Είναι ένα ταξίδι γνώσης και «άσκησης» που οδηγεί στην αλήθεια και τη σωτηρία . Αποτελεί την ποιητική περιγραφή μιας περιπλάνησης της ανθρώπινης ψυχής από το κακό και την αμαρτία στον εξαγνισμό και τη λύτρωση. Το ταξίδι αυτό το κάνει ο ίδιος ο ποιητής συνοδευόμενος από τις ψυχές του μεγάλου ηθικού ποιητή του λατινικού κόσμου, του Βιργιλίου και της αγαπημένης του Βεατρίκης . Το ύφος του ποιήματος είναι σύνθετο. Δραματικό και ρεαλιστικό για την Κόλαση, ελεγειακό και λυρικό για το Καθαρτήριο, υψηλό για τον Παράδεισο . Οι αντιθέσεις οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές είναι χαρακτηριστικές σε όλο το έργο .

Η Λάουρα είναι η ιδανική γυναίκα για τον Πετράρχη και αποτελεί την κεντρική μορφή του βιβλίου του Canzoniere (Aσματολόγιο), που περιλαμβάνει ερωτικά ποιήματα, κυρίως σονέτα. Το σονέτο καλλιεργήθηκε συστηματικά από τον Πετράρχη και επιβλήθηκε ως κατεξοχήν μορφή ερωτικής ποίησης. Ονομάζεται και δεκατετράστιχο και είναι ένα δύσκολο στιχουργικό είδος. Αποτελείται από τέσσερις στροφές από τις οποίες οι δύο πρώτες είναι τετράστιχες και οι δύο δεύτερες τρίστιχες. Οι στίχοι είναι ιαμβικοί ενδεκασύλλαβοι και η ομοιοκαταληξία ως εξής: Η πρώτη στροφή έχει δύο ομοιοκαταληξίες, το ίδιο και η δεύτερη. Η τρίτη και τέταρτη στροφή έχουν ομοιοκαταληξία περισσότερο ελεύθερη. Είναι χαριτωμένο και λεπτό είδος, συμπαγές αλλά μελωδικό που πάλλεται από λυρισμό. Είναι στιχουργικό κομψοτέχνημα και απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία σύνθεσης. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στη Λάουρα αντικείμενο ενός ιδανικού έρωτα.

Η ποίηση του Βιγιόν χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση ενός σημαντικού νεοτερισμού που τον καθιστά τον πρώτο μοντέρνο ποιητή της Γαλλίας . Το έργο του είναι διαποτισμένο από απλότητα, ευαισθησία και ειλικρίνεια αλλά και από φρίκη και θάνατο. Καλλιέργησε συστηματικά τη μπαλάντα, τραγούδι που προοριζόταν για να συνοδεύσει το χορό, όπως δηλώνει και η ρίζα της λέξης (βαλλίζω = χορεύω, βλ. μπαλέτο, μπαλαρίνα). Η μπαλάντα είναι είδος αφηγηματικού ποιήματος που συνδυάζει δραματικά και επικολυρικά στοιχεία . Εδώ πρόκειται για τη γαλλική μπαλάντα που διακρίνεται από τη ρομαντική γιατί έχει σταθερή μορφή . Αποτελείται από τέσσερις στροφές από τις οποίες οι τρεις πρώτες είναι οχτάστιχες η δε τελευταία τετράστιχη. Σε όλες τις στροφές ο τελευταίος στίχος είναι ο ίδιος που επαναλαμβάνεται (refrain). Η τελευταία στροφή λέγεται στάλσιμο, επειδή σ’ αυτή πρέπει να γίνει φανερό για ποιο πρόσωπο ή για ποια ιδέα γράφτηκε η μπαλάντα. Η μπαλάντα δεν έχει ορισμένο είδος μέτρου, ούτε ορισμένο αριθμό συλλαβών στους στίχους της και το πλέξιμο των ομοιοκαταληξιών γίνεται με διάφορους τρόπους. Η «Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού» είναι ένας θρήνος για τη φθορά του χρόνου και το θάνατο. Ο χρόνος που αδυσώπητος αφανίζει τα πάντα, οδηγεί τον ποιητή στη σύνθεση αυτού του ποιήματος . Με την επαναλαμβανόμενη ερώτηση «πού είναι;» θρηνεί για το χαμό φημισμένων γυναικών και ανδρών του παρελθόντος. Με το ρεφρέν ρωτά ρητορικά, ζωντανεύοντας περισσότερο το λόγο του, χωρίς να περιμένει απάντηση «Μα πού ‘ναι τα χιόνια τα αλλοτινά;». Η υλική αίσθηση της φθοράς, ο θάνατος, η ζωή που περνά και χάνεται όπως το χιόνι που λιώνει . Οι αντιφατικές έννοιες είναι έντονες σε όλο το ποίημα: ζωή και θάνατος, γλέντι και μοναξιά. Ο τόνος είναι και αυτός αντίστοιχος: εναλλάσσεται ανάμεσα στη χαρά και το πένθος, την ευθυμία και τη λύπη.

H Θεία Κωμωδία, γραμμένη στο μεταίχμιο δύο εποχών (Μεσαίωνας–Αναγέννηση), είναι μία τοιχογραφία της εποχής που τελειώνει, φωτισμένη από τις ακτίνες της εποχής που έρχεται. Eίναι έργο διδακτικό, με θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές αλήθειες, που ανάγονται στον κόσμο του μεσαίωνα. Μέσα από τη διαδρομή του ταξιδιού του, ο Δάντης μας περιγράφει την πολιτική και κοινωνική κρίση της εποχής του και εκφράζει την ανάγκη για αλήθεια και δικαιοσύνη. Συνοδεύεται από τη Βεατρίκη, τον ιδεόπλαστο έρωτά του, μορφή καταλυτική στη ζωή του. Η Βεατρίκη έχει εξιδανικευτεί και τοποθετείται στην υψηλότερη θέση του Παραδείσου. Βρίσκεται στη θέση που θα έπρεπε να κατέχει η Εκκλησία ως οδηγός του ανθρώπου προς τη λύτρωση . Ο Δάντης, με τη βοήθειά της, θα συναντήσει τον Άγιο Βερνάρδο, ο οποίος θα προσευχηθεί στην Παναγία να βοηθήσει τον ποιητή, ώστε να αξιωθεί να εννοήσει το Θείο πνεύμα . H προσευχή αυτή αφορά κατ’ επέκταση και όλο τον κόσμο που είχε απομακρυνθεί από το Θεό και τώρα αναζητά την ελπίδα και τη λύτρωση. Η θρησκευτικότητα και το Θεϊκό Δίκαιο διακατέχουν και καθορίζουν τις αξίες στον κόσμο του Δάντη. Η ταπείνωση, η ηθικότητα, και η αγνότητα, είναι αξίες που έχουν εκλείψει. Η άδολη και απέραντη αγάπη της Παναγίας είναι η ελπίδα για την απαλλαγή του ανθρώπου από τις επίγειες αμαρτωλές απολαύσεις (στ. 19-21 και 31-33). Μαζί με τον Άγιο Βερνάρδο, παρακαλούν και οι άλλοι άγιοι και η Βεατρίκη ώστε τα ανθρώπινα πάθη να παραμερισθούν για να γίνει δεκτό το Αιώνιο Φως της αλήθειας (στ. 37-39 και 43-45). Έτσι με αυτή την εξαγνισμένη ματιά θα μπορέσει ο ποιητής και μαζί με αυτόν οι άνθρωποι, να δουν καθαρά, να γνωρίσουν τη μόνη αλήθεια, αυτή του Θεού (στ. 109). Άλλωστε σύμφωνα με το ουμανιστικό πνεύμα, η σωστή παιδεία και η γνώση, οδηγούν τον άνθρωπο στην ψυχική, ηθική και πνευματική ολοκλήρωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Ν. Καζαντζάκης «…μας δείχνουν τον ανήφορο της αυτοτελειοποίησης, ν’ ανεβαίνουμε επίπονα από τη σκοτεινή Κόλαση που έχουμε μέσα μας στο βουνό της επίγειας άσκησης κι από κει στη λύτρωση …» . Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι σηματοδοτείται η μετάβαση στην Αναγέννηση, όπου τα πάντα διαχέονται από άπλετο φως, μετά το σκοτάδι του Μεσαίωνα.

Ο κόσμος του Πετράρχη μέσα από τα μάτια της Λάουρα είναι γεμάτος φως, έρωτα και φύση. Είναι η απάντηση του ποιητή στη μεσαιωνική αντίληψη που συνοδευόταν από τον πουριτανισμό και την απάρνηση των ανθρώπινων επιθυμιών. Επανατοποθετεί και επαναπροσδιορίζει την ανθρώπινη φύση αναγνωρίζοντας ως συστατικά της στοιχεία, τον έρωτα και τη γυναίκα. Αυτός ο νέος κόσμος της Αναγέννησης, ξεφεύγει από τη στενή Μεσαιωνική οπτική, δίνοντας στον άνθρωπο το δικαίωμα της ζωής και της απόλαυσης. Όλα τα στοιχεία είναι εξισορροπημένα και αρμονικά: η ψυχή, το πνεύμα, το σώμα. Δεν υπάρχει διαχωρισμός των εσωτερικών από τα εξωτερικά στοιχεία, δεν δίνονται προτεραιότητες. Με το ποίημα αυτό, ο Πετράρχης δημιουργεί μια εικόνα, ένα σκηνικό, φωτεινό, αέρινο, ερωτικό, αισθησιακό και ταυτόχρονα απλό, εξευγενισμένο και ουράνιο . Κατεβάζει τη γυναίκα από τον αιθέρα και την τοποθετεί στο γήινο φυσικό περιβάλλον πλάθοντας μία σχέση μεταξύ γυναίκας και φύσης. Η Λάουρα αποτελεί πηγή δόξας και έρωτα (στ.1ος) χωρίς όμως να απομακρύνεται από την εξιδανίκευση (στ. 4ος). Η χρήση της μεταφοράς (στ. 12ος) και της παρομοίωσης (στ. 4ος), σε συνδυασμό με το σχήμα της υπερβολής (στ. 11ος) δημιουργούν την αίσθηση του παράδοξου. Οι αντιφατικές έννοιες που συνενώνονται στις προσωποποιήσεις (στ. 1ος, στ. 12ος) δημιουργούν οξύμωρο σχήμα. Ο ποιητής δεν αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον ιερό και το βέβηλο έρωτα. Βλέπει στη μορφή της Λάουρα την ιδανική γυναίκα που εμφανίζεται μέσα από τη νέα οπτική του αναγεννησιακού άνδρα. Διεκδικεί την ικανοποίηση αισθησιακότερων και ανθρώπινων επιθυμιών σε αντίθεση με τον ιδεόπλαστο και πλατωνικό έρωτα του Δάντη για τη Βεατρίκη. Αλλά και η Λάουρα δεν είναι παράταιρο στοιχείο μέσα στον πετραρχικό κόσμο. Είναι στοιχείο δομικό και απόλυτα εναρμονισμένο με τη φύση γιατί αποτελεί μέρος της. Ο Πετράρχης μας πείθει ότι ζει σε ένα κόσμο, που δεν έχουν θέση η θρησκευτικότητα και ο μυστικισμός του Μεσαίωνα. Ο άνθρωπος δεν είναι ταπεινός, αμαρτωλός και αβοήθητος, έρμαιο της θεϊκής πρόνοιας. Αντίθετα, υμνεί την ομορφιά της φύσης και του ανθρώπου και προβάλλει την εγκόσμια ζωή. Αυτός ο κόσμος είναι ο ιδανικός.

Σε αντιπαράθεση με τους δύο προηγούμενους ποιητές, ο Βιγιόν έχει διαφορετική αντίληψη για τον έρωτα και τον κόσμο . Η προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης γίνεται από μια άλλη πλευρά. Άτομο με εκλεπτυσμένη παιδεία λόγω των σπουδών του στο πανεπιστήμιο, διώχθηκε από τις αρχές για ποινικά αδικήματα εξαιτίας των σχέσεών του με τον υπόκοσμο. Έτσι έρημος και μόνος, κατατρεγμένος και τραγικός, αντλεί τα θέματά του από τα προσωπικά του βιώματα. Η ματαιότητα, το κακό, η μωρία και κυρίως ο θάνατος είναι τα στοιχεία των ποιημάτων του. Το ποίημά του <ι>Μπαλάντα των Κυριών του παλιού καιρού είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιοσυγκρασίας του. Η σαφής αναφορά του σε γυναίκες της εποχής του, κάθε άλλο παρά χρηστών ηθών, είναι δείγμα των συναναστροφών και του βίου του. Αναφέρεται με νοσταλγία σε επώνυμες εταίρες της αρχαιότητας, εστιάζοντας στη ματαιότητα της δόξας και της ομορφιάς. Σύμβολα του έρωτα, του πάθους και της έντονης ζωής έχουν εξαφανισθεί από τη γη και έχουν λιώσει σαν τα χιόνια. Ο ποιητής πενθεί για τη ματαιοδοξία, για τη φθορά του χρόνου και του θανάτου. Ο κόσμος του Βιγιόν είναι εφήμερος, ρευστός και παρακμιακός. Αποτελείται από στιγμές απόλαυσης, γλεντιού και ευχαρίστησης που αμέσως όμως λησμονούνται και χάνονται μέσα στο χρόνο. Αυτή είναι η μοίρα και η τραγική πραγματικότητα του ανθρώπινου βίου για τον Βιγιόν. Το μόνο που του απομένει, είναι να τον καταγράψει και να τον πενθήσει μέσα από τους στίχους του, αφήνοντας όμως να διαφανεί μια ελπίδα «τάχα θα τις έβρετε …;» , «τάχα θα υπάρχουν…;».

Εξετάζοντας, λοιπόν, αυτά τα τρία ποιήματα, που γράφτηκαν διαδοχικά από τις αρχές του 14ου αιώνα έως το τέλος του 15ου αιώνα, αντιλαμβανόμαστε ότι η μετάβαση από τη ποίηση του Μεσαίωνα στην ποίηση της Αναγέννησης, γίνεται με τρόπο χαρακτηριστικό. Οι αλλαγές είναι θεαματικές τόσο στη θεματική και τη ρητορική όσο και στα νέα σχήματα και τις στιχουργικές μορφές που εμφανίζονται. Όπως αναφέρει και ο Γ. Βάρσος στην <ι>Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, «Αν η Θεία Κωμωδία μας επιβάλλει να ελέγξουμε την τάση μας να διαβάσουμε ένα ποιητικό έργο σαν να ήταν θρησκευτικό κείμενο, οι μπαλάντες του Βιγιόν μας επιβάλλουν να ελέγχουμε την τάση να διαβάζουμε την ποίηση σαν απλή και αυθόρμητη έκφραση εμπειριών και συναισθημάτων» .