Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009



ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
( Α΄ ΜΕΡΟΣ )



1. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΙΕΡΑ (1050 - 700 π.Χ.)
Για την πρώιμη ιστορία της Σπάρτης ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι λίγα και αποσπασματικά, ενώ οι φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες και η αξία τους για την ανασύστα¬ση της ιστορίας αυτής της εποχής περιορισμένη. Κατ' ανάγκη, οι υποθέσεις των ιστορικών για την πρώιμη ιστορία της Σπάρτης συνιστούν προσπάθει¬ες συνδυασμού αρχαιολογικών, φιλολογικών, γλωσσολογικών και μυθολογικών δεδομένων, που περισσότερο ως προτάσεις μελλοντικής έρευνας παρά ως ολοκληρωμένες θεωρίες μπορεί να θεω¬ρηθούν. Κι αυτό για μια εποχή και μια περιοχή που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς σχετίζονται τόσο με το πολυσυζητημένο ζήτημα της «καθόδου των Δωριέων» όσο και με τη συγκρότη¬ση της σπαρτιατικής πόλης-κράτους.
Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα αρχαιολο¬γικά δεδομένα, καθώς αυτά αποτελούν μια απτή όαση για τη μελλοντική έρευνα, αλλά και για την ενδεχόμενη επαλήθευση ήδη διατυπωμένων ή μελλοντικών υποθέσεων.
Μετά το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού (γύρω στο 1050 π.Χ.) ακολουθεί στην περιοχή της Σπάρ¬της (αλλά και σε ολόκληρη τη Λακωνία) ένας αι¬ώνας περίπου πλήρους απουσίας αρχαιολογικών ευρημάτων, γεγονός που από ορισμένους ερευνητές έχει θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε σημαντική μείωση του πληθυσμού, αν όχι ερήμωση. Από το 950 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης πρωτογεωμετρικής λακωνικής κεραμικής, που πι¬στοποιούν την κατοίκηση της περιοχής στην οποία αναπτύχθηκε αργότερα η πόλη της Σπάρτης. Πρό¬κειται για όστρακα και λίγα σχεδόν ακέραια αγ¬γεία που έχουν βρεθεί στον περίβολο του μεταγενέστερου ναού της Αθηνάς Χαλκιοίκου στην Ακρόπολη της Σπάρτης, στο λεγόμενο Ηρώο στη δυτική όχθη του Ευρώτα, νότια της σύγχρονης γέ¬φυρας, στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας λίγο νοτιό¬τερα, καθώς και στο λόφο του ιερού του Απόλλω¬να σας Αμυκλές, πέντε χιλιόμετρα περίπου νότια της Σπάρτης, και προέρχονται από αγγεία ποικί¬λων σχημάτων, κυρίως σκύφων και κυπέλλων δια¬φόρων μεγεθών. Η μελέτη των οστράκων αυτών έ¬δειξε ότι παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηρι¬στικά, όπως είναι η διευθέτηση των διακοσμητικών θεμάτων σε μετόπες, η διάκριση μεταξύ των διακο¬σμητικών ζωνών με εγχαράξεις, η προτίμηση για δικτυωτή διακόσμηση, η έναρξη της διακόσμησης αμέσως κάτω από το χείλος, καθώς και ο περιορι¬σμός της διακόσμησης στο άνω τμήμα του αγγείου. Αυτός ο ενιαίος χαρακτήρας της κεραμικής όμως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα όστρακα προέρ¬χονται από μη καθαρά αρχαιολογικά στρώματα, εμποδίζει την ακριβέστερη χρονολόγηση τους σε διάστημα μικρότερο των δύο αιώνων. Η πρωτογεωμετρική κεραμική της Σπάρτης (και της Λακωνίας ευρύτερα) χρονολογείται δηλαδή στο διάστημα 950-750 π.Χ. και δεν διευκολύνει έτσι την παρακολού¬θηση εξελίξεων, τα αποτελέσματα των οποίων μό¬λις διαφαίνονται στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα.
Όσον αφορά τους τόπους εύρεσης της κεραμικής, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα όστρακα προέρ¬χονται από τους χώρους των σημαντικότερων ιερών της Σπάρτης. Με εξαίρεση την περίπτωση του ιε¬ρού της Αρτέμιδος Ορθίας, το γεγονός αυτό δεν έ-χει θεωρηθεί ότι σημαίνει κατ' ανάγκη την ίδρυση λατρείας σε μια τόσο πρώιμη εποχή. Οπωσδήποτε όμως δείχνει, όπως αναφέραμε, ότι η περιοχή της Σπάρτης ήταν ήδη κατοικημένη. Το ίδιο πιστοποι¬ούν και εφτά τάφοι που ήλθαν στο φως τα τελευ¬ταία χρόνια και συμπληρώνουν την ένδειξη ενός που είχε βρεθεί παλαιότερα, στη δεξιά όχθη του Ευρώτα. Πρόκειται για τέσσερις πρωτογεωμετρι¬κούς τάφους, τρεις από τους οποίους μπορεί να α¬νήκαν σε μία οικογένεια και οι οποίοι βρέθηκαν στην περιοχή των Λιμνών στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, κοντά στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας.
Από τα μέσα του 8ου π.Χ. έως τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, στο διάστημα δηλαδή της μεσογεωμετρικής και της υστερογεωμετρικής κε¬ραμικής φάσης της Λακωνίας, παρατηρείται μια αλλαγή, φανερή τόσο στο πλήθος και στην ποικιλία των ευρημάτων των ιερών (Αμυκλαίο, ιερό Αρτέμιδος Ορθίας) όσο κατ στα πρώτα κατάλοιπα οικοδομικής δραστηριότητας σε αυτά (ιερό Αρτέμιδος Ορθίας, Μενελάειο). Η έρευνα του Ταούντα στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα το 19ο αιώνα και οι διαδοχικές ανασκαφές των Γερμανών αρχαιολόγων μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα έφεραν στο φως λιγοστά αντικείμενα - κεραμική, χάλκινους σφικωτήρες, μία χάλκινη περόνη - που μπο¬ρούν με σχετική βεβαιότητα να χρονολογηθούν πριν από τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Στη συνέχεια, η εικόνα αλλάζει και τα χάλκινα κυρίως αναθήματα παρουσιάζουν ποικιλία και πλούτο. Σε αυτά περιλαμβάνονται τμή¬ματα από μεγάλους τρίποδες, γνωστούς από όλα τα μεγάλα ιερά αυτήν την περίοδο, ζωόμορφα ειδώ¬λια, ιδιαίτερα αλόγων, ταύρων και βοοειδών, πόρ¬πες, περόνες, σφικωτήρες, δαχτυλίδια, καθώς κατ μικροσκοπικοί διπλοί πελέκεις.
Οι αρχαιότερες κατασκευές στο χώρο του ιε¬ρού της Αρτέμιδος Ορθίας, που ανασκά¬φτηκε από την αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα, χρονολογούνται πλέον γύρω στο 700 π.Χ. Πρόκειται για ένα λιθόστρωτο, καθώς και ίχνη του παλαιότερου βωμού του ιερού, που βρέθηκαν κάτω από ένα στρώ¬μα άμμου. Στα λοιπά ευρήματα που χρονολογούνται την ίδια εποχή και μέχρι τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα περιλαμβά¬νονται κεραμική και διάφορα αναθήματα, όπως οστέϊνες πόρπες, πλακίδια από ελε¬φαντόδοντο με παραστάσεις φανταστικών ζώων και θρησκευτικού περιεχομένου, μικροσκοπικές μορφές ανθρώπων και ζώων, έν¬θετες σε άλλα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο και μόλυβδο, χάλκινες περόνες και ειδώλια ζώων από χαλ¬κό, πήλινες πλάκες με παραστάσεις ανθρώπων και ζώων, σφραγίδες σε σχήμα σκαραβαίου και χάντρες.
Στο λόφο που υψώνεται πάνω από την αριστερή όχθη του Ευρώτα, στις νότιες παρυφές της σημερινής πόλης, που ονομάζεται από τους ντόπιους «Μενελάτα», η αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα και στη δεκαετία του ’70 ερεύνησε και ανέσκαψε ιερό αφιερω¬μένο στον Μενέλαο και στην Ελένη, το επονομαζόμενο Μενελάειο. Η αρχαιότερη φάση του ιερού τοποθετείται στα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Σε αυτήν ανήκουν αναθήματα από πηλό, χαλκό και μόλυβδο, αλλά η σύνδεση με αυτή τη φάση πώρινων δόμων που είχαν βρεθεί στις παλαιότερες ανασκαφές αμφισβητείται. Είναι πιθανόν να υ¬πήρχε αρχικά εδώ ένας απλός βωμός, πολύ κοντά ή πάνω στο έξαρμα γης που αποτέλεσε τον πυρήνα του ιερού στη συνέχεια.
Η ανασκόπηση των αρχαιότερων φάσεων των σημαντικότερων σπαρτιατικών ιερών και των ευρημάτων τους δείχνει ότι από τα μέσα του 8ου αιώνα υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση της περιοχής της Σπάρτης, η οποία έχει συνδεθεί από όλους τους ερευνητές με την εγκαθίδρυση της σπαρτιατικής κυριαρχίας στην περιοχή αλλά και ευρύτερα, με τις απαρχές δηλαδή της ιστορίας της Σπάρτης ως εύρω¬στης και κυρίαρχης πόλης-κράτους. Πιο συγκεκριμένα, έχει θεωρηθεί ότι η οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας προϋποθέτει ένα συγκροτημένο κοινωνικό σώμα για την ανάληψη κοινής προσπάθειας αναδιοργάνωσης και προβολής μιας παλαιότερης σημαντικότατης κοινής λατρείας, ενώ η αναβάθμιση του ιερού του Αμυκλαίου Απόλ¬λωνα προϋποθέτει την ενσωμάτωση των Αμυκλών ως πέμπτης κώμης της σπαρτιατικής πόλης. Η ίδρυση του Μενελαείου, εξάλλου, εντάσσεται σε μια συνή¬θη, αυτή την εποχή, προσπάθεια των αναδυομένων πόλεων-κρατών να συνδεθούν με το ηρωϊκό παρελ¬θόν τους μέσω της ηρωολατρίας.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η πρώιμη ιστο¬ρία της Σπάρτης είναι προς το παρόν γνωστή σχε¬δόν αποκλειστικά μέσω των πρώιμων φάσεων των ιερών της, τα περισσότερα στοιχεία για τα οποία προέρχονται μάλιστα από τα τελευταία χρόνια της περιόδου που εξετάσαμε σε αυτό το άρθρο. Σημα¬ντικά ζητήματα που συνδέονται με την εμφάνιση και την πρώιμη εξέλιξη των δωρικών φύλων στην περιοχή, τη σχέση τους με τον υπόλοιπο πληθυ¬σμό, την αρχική συγκρότηση της σπαρτιατικής κοι¬νωνίας και τις προϋποθέσεις της σπαρτιατικής επι¬βολής στην υπόλοιπη Λακωνία, αλλά και πέραν αυτής, μένουν προς αρχαιολογική και ιστορική διερεύνηση. Θα ήταν ευχής έργο, η μελλοντική αρχαιολογική έρευνα να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που δη¬μιουργεί η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα.

2. ΜΥΘΟΙ - ΛΑΤΡΕΙΕΣ
Σε κάθε προσπάθεια ανασύνθεσης του σπαρτιατικού θρησκευτικού συναισθήματος συνήθως δίνεται έμφα¬ση στς ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζουν οι θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές και στο βαθμό που οι θεϊκές μορφές και οι λατρείες τους προσδιορίζονται μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών θεσμών και της ιδεολογίας της Σπάρτης, αλλά και εντάσσονται στο πανελλήνιο θρησκευτικό σύστημα. Η σύγκριση με τη θρησκεία άλλων ελληνικών πόλεων, και κυρίως με εκείνην της Αθήνας, είναι αναπόφευκτη.
Ο Όμηρος είχε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη Σπάρτη, αφού ήταν η απαγωγή της βασίλισσας της Ελένης η οποία οδήγησε στη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων και αποτέλεσε τη βασική αιτία του Τρω¬ικού πολέμου στην Ιλιάδα και των περιπλανήσεων του Οδυσσέα στην Οδύσσεια. Η λατρεία της Ελέ¬νης μαρτυρείται στον ίδιο ακρι¬βώς χώρο, εκεί όπου την τοπο¬θέτησαν τα ομηρικά έπη, στη Σπάρτη. Στο Μενελάειο, στη θέση της αρχαίας Θεράπνης, υπήρχε κοινή λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου (Παυσανίας, 3,19, 9). Σε αυτό το χώρο, στο λόφο του Μενε-λάειου, στράφηκε ο Ερρίκος Σλίμαν μετά τις μεγάλες α¬νακαλύψεις στην Τροία, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, αναζητώντας το ιερό όπου λατρεύονταν οι δύο επικοί ήρωες, αλλά και το μυκηναϊκό-ομηρικό ανάκτορο. Οι συστηματικές ανασκα¬φές οι οποίες έγιναν από τους διαδόχους του Σλίμαν έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα μαζί με αναθηματικές επι¬γραφές στον Μενέλαο και στην Ελένη: Δεινι[ς] τάδ’ ανέθεκε χάρι[.] Fελέναι ΜενελάFο (β΄ τέταρτο ή μέσα του 7ου αι.), Ται Fελέναι (6ος αι.), Ευθυκρενές ανέθεκε τοι Μενέλαι (5ος αι.), το]ι Μενέλαι (6ος αι.).
Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ηρωικές λατρείες αποδόθηκε ως ένα Βαθμό στην επίδραση της μετάδοσης των ομηρικών επών στον 8ο αιώνα, οπότε και καθιερώνονται οι περισσότερες από αυ¬τές. Η περίπτωση, ωστόσο, της Ελένης και ίου Με¬νέλαου φαίνεται να διαφέρει ως προς το ότι τους α¬ποδίδονταν θεϊκές τιμές (Ισοκράτης, 10,63), πράγμα ασυνήθιστο για τοπικούς ήρωες. Είναι πολύ πιθανό ότι το Μενελάειο εχρησιμοποιείτο ως χώρος λατρεί¬ας ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο. Φαίνεται ότι η ίδια θεότητα, μία τοπική θεά η οποία προϋπήρχε του Μενέλαου, εξακολούθησε να λατρεύεται εκεί και στην αρχαϊκή περίοδο και αργότερα ταυτίστηκε με την ηρωική μορφή της Ελένης. Κοινές ιδιότητες καθώς και ο μύθος της απαγωγής ήταν ίσως οι κυ¬ρτοί παράγοντες που έφεραν κοντά τις δύο μορφές, οι οποίες κατέληγαν στη συγχωνευμένη θεϊκή προ¬σωπικότητα που έγινε το επίκεντρο μιας σημαντι¬κής λατρείας στη Σπάρτη γύρω στο τέλος του 8ου αι.
Σημαντικό χαρακτηριστικό της λατρείας της Ελέ¬νης στην αρχαία Θεράπνη ήταν η ικανότητα να α¬ποδίδει ομορφιά στις νέες της Σπάρτης. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η διήγηση του Ηρόδοτου (6,61, 2-5; πβ. Παυσανίας, 3,7,7) σύμφωνα με την οποία η θεά Ελένη μεταμόρφωσε τη μετέπειτα σύζυγο του βασιλιά Αρίστωνα από ένα άσχημο κοριτσάκι σε μια πανέμορφη νέα, έπειτα από επανει¬λημμένες επισκέψεις στο ιερό της μαζί με την τροφό της. Τα Ελένεια, τα Ελενηφόρια, τα θεραπν(αι)ί-δια ήταν γιορτές αφιερω¬μένες στην Ελένη. Χαρα¬κτηριστικά της θεϊκής της λατρείας στη Σπάρτη επι-σημαίνουμε στο 18ο ει¬δύλλιο του Θεόκριτου (Ελένης επιθαλάμιος). Σε αθηναϊκές πηγές (Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 1314-15, Ευριπί¬δης, Ελένη 1465 κ.ε.), η Ελένη είναι η «χοραγός» σε τελετουργικούς χορούς Λακεδαιμονίων παρθένων. Η λατρεία της Ελένης αποτελεί μια ιδι¬αιτερότητα για τη Σπάρτη επειδή, όπως παρατηρεί και ο ελληνιστής Μ. Ουεστ (M. West), «εάν στην Ελλάδα γενικά αυτή ανήκε στο χώρο της μυθολο¬γίας ως μία από τις πρώτες βασίλισσες της Σπάρτης, στην ίδια τη Σπάρτη η Ελένη ανήκε στο χώρο της θρησκείας».
Άλλη σημαντική λατρεία ήταν εκείνη της Αθη¬νάς Χαλκιοίκου στο ναό της στη σπαρτιακή ακρό¬πολη. Η παράδοση αποδίδει στο Σπαρτιάτη ποιητή και καλλιτέχνη Γιτιάδα την κατασκευή του περί¬φημου χάλκινου αγάλματος της θεάς (Παυσανίας, 3, 17, 2) καθώς και τη διακόσμηση με μυθολογικές σκηνές των τοίχων του ναού, που όπως φαίνεται εί¬χαν χάλκινη επένδυση. Πομπή νέων πολεμιστών κατευθυνόταν κάθε χρόνο σ’ αυτό το ναό στο πλαί¬σιο μιας γιορτής που ονομάζονταν Αθήναια, αντί¬στοιχης ίσως προς τα αθηναϊκά Παναθήναια. Λα¬τρεία της Αθηνάς Εργάνης υπήρχε στη σπαρτιατι¬κή ακρόπολη, όπως και στην αθηναϊκή, αποδει¬κνύοντας έτσι ότι και στη Σπάρτη η θεά προστάτευε τις ειρηνικές δραστηριότητες, τις τέχνες και τους τε¬χνίτες. Το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου ήταν ένα από τα κεντρικά ιερά της Σπάρτης, προσιτό σε όλους τους οικισμούς της, η δε λατρεία της εμφανίζεται κι εδώ ως πανελλήνια μάλλον παρά ως ιδιαίτερα σπαρτιατική. Η θεϊκή προσωπικότητα της ορίζονταν μέσα στο πλαίσιο της πόλης της Σπάρτης και του συστήματος της με το οποίο ταίριαζε η σοβαρό¬τητα της λατρείας της. Η σπαρτιατική Αθηνά ήταν κυρίως η θεά με το «χάλκινο οίκο», δηλαδή το «χάλκινο ναό», αλλά και η θεά του πολέμου. Ωστό¬σο, ο πολεμικός χαρακτήρας της Αθηνάς ήταν κι ε¬δώ αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον πολιτικό και κοινωνικό της χαρακτήρα, με την κατ' εξοχήν ιδιό¬τητα της ως «θεάς της πόλης και της ακρόπολης».
Η λατρεία της Ορθίας-Αρτέμιδος θεωρείται ως μία από τις πιο περίεργες και πολυσυζητημένες λατρείες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κυρίως εξ αιτίας του εθίμου της διαμαστίγωσης των Σπαρτιατών εφήβων στο βωμό της θεάς. Φαίνεται ότι η Ορθία ήταν αρχικά ανεξάρτητη τοπική θεά που αργότερα συνδέθηκε με την Ολύμπια Άρτεμη. Στις πρώιμες απεικονίσεις της στη σπαρτιατική τέχνη και στη λατρευτική πρακτική η Ορθία-Άρτεμις διατήρησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά με τα ο¬ποία είναι γνωστή στην πανελλήνια λατρεία της.
Είναι η «πότνια θηρών», n θεά των ζώων και της άγριας φύσης. Στη Σπάρτη είναι επίσης η κουροτρόφος θεά η οποία προστατεύει τη γέννηση και την ανάπτυξη, καθώς και η θεά της βλάστησης και της γονιμότητας (βλ. τα επίθετα της Κορυθαλία, Καρυάτις, Λυγόδεσμα). Η λατρεία της Ορθίας-Αρτέμιδος περισσότερο από κάθε άλλη τοπική λα¬τρεία συνδέθηκε με το κοινωνικό σύστημα της πό¬λης και ιδιαίτερα με την αγωγή των αγοριών, ο δε ρόλος του ιερού της ήταν κυρίως μυητικός. Τελε¬τουργικοί χοροί παρθένων αποτελούσαν μέρος της λατρείας της, η δε πρώτη απαγωγή της Ελένης από τον Θησέα και τον Πειρίθοα έγινε την ώρα που αυ¬τή χόρευε προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας (Πλούταρχος, θησεύς 31).
Η λατρεία του Αμυκλαίου Απόλλωνα ήταν επί¬σης μία από τις σημαντικότερες λατρείες. Στο ιερό του, το Αμυκλαίο, υπήρχε κοινή λατρεία Υάκινθου και Απόλλωνα. Ο ιδιόμορφος σύνδεσμος των δύο θεών αποτυπώνεται στη λατρεία με ξεχωριστές ιε-ρουργίες: τελετουργικός θρήνος και πένθος για τον Υάκινθο, μουσική, χορός και ύμνοι για τόν Απόλ¬λωνα (Αθηναίος, 4,139d). Η γιορτή των Υακινθίων ήταν πολύ σημαντική για τη θρησκευτική ζωή των αρχαίων Σπαρτιατών. Σ’ αυτή συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές ομάδες: γυναίκες, νέοι και νέες, ακόμη και δούλοι. Κανένας δεν απουσίαζε σύμφωνα με τις πήγες: ουδείς δ’ απολείπει την θυσίαν, αλλά κε¬νουσθαι συμβαίνει την πόλιν προς την θέαν (Αθή¬ναιος, 4. 139f). H ιδιότυπη σχέση των δύο θεών, Υάκινθου και Απόλλωνα, και τα έθιμα της λατρείας τους εισηγούνται μία διαφορετική από την παραδοσιακή ερμηνεία του μύθου, σύμφωνα με τον ο¬ποίο ο Απόλλωνας σκότωσε κατά λάθος τον Υάκιν¬θο με το δίσκο του. Ο θάνατος του Υάκινθου και ο θρήνος γι’ αυτόν, καθώς και η σκηνή της αποθέω¬σης του στη βάση του αγάλματος του Απόλλωνα στις Αμυκλές, όπως περιγράφεται από τον Παυσα¬νία (3,19. 4), υπαινίσσονται στοιχεία ενός μυητικού εθίμου. Στην ίδια συμβολική διαδικασία μύησης, θανάτου και αποθέωσης, υποβάλλονται και οι νέοι κατά τη μετάβαση τους με την ενηλικίωση στην ώ¬ριμη κοινωνική ομάδα.
Τα Κάρνεια ή Κάρνεα, η σπουδαιότερη ίσως γιορτή των Δωριέων, ήταν επίσης αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι Γυμνοπαιδιαί συνδέθη¬καν επίσης με τον Απόλλωνα, αν και δεν μπορούν να ενταχθούν στις γιορτές με την αυστηρή έννοια του όρου. Επρόκειτο για μια σειρά αγωνισμάτων που διαρκούσαν για πολλές μέρες.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της σπαρ¬τιατικής θρησκευτικής ζωής είναι ότι δεν υπήρχαν αγροτικές γιορτές στο σπαρτιατικό εορτολόγιο, α¬ντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα. Γύρω στον 5ο αιώνα λατρευτικά έθιμα προς τιμήν της Δήμη-τρας και του Διονύσου κατείχαν ένα μεγάλο μέρος του αθηναϊκού και γενικότερα του αττικού εορτο¬λογίου. Και οι δύο θεοί λατρεύονταν στη Σπάρτη, μόνο που η λατρεία τους δεν είχε την ίδια μορφή και σημασία όπως στην Αθήνα. Μερικά χαρακτη¬ριστικά στη λατρεία του Διονύσου, όπως η τελε¬τουργική δημόσια οινοποσία, δεν ταίριαζαν με την αυστηρότητα και τους περιορισμούς του σπαρτιατι¬κού κοινωνικού συστήματος. Όσον αφορά τη Δή¬μητρα, η σχέση της με τη γεωργία και την καλ¬λιέργεια των αγρών δεν ήταν από τα στοιχεία που ενδιέφεραν τους Σπαρτιάτες. Συγκεκριμένα, ωστόσο, τελετουργικά έθιμα προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης τελούνταν αποκλειστικά από τις γυ¬ναίκες όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η θρησκεία ήταν κυρίαρχη ιδεολογική μορφή στη Σπάρτη, όπως άλλωστε σε ό¬λες τις αρχαίες κοινωνίες. Χαρακτηριστι¬κή ήταν η μεγάλη σημασία που έδιναν οι Σπαρτιάτες στη λατρεία των ηρώων, η συ¬χνότητα στην τέλεση θυσιών, η έκταση της συμμε¬τοχής τους σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Κι όμως, όλα αυτά αποτελούσαν χαρακτηριστικά της θρη¬σκευτικής ζωής και άλλων πόλεων, μόνο που ήταν μοναδικά ως προς τον τρόπο που επικρατούσαν στη σπαρτιατική πολιτεία, δηλαδή σε ένα συνεχές και συστηματικό επίπεδο που διαπερνούσε όλες τις ό¬ψεις της καθημερινής Ζωής. Γενικά η σπαρτιατική θρησκεία δεν διέφερε από τη θρησκεία άλλων ελ¬ληνικών πόλεων, γιατί οι σημαντικότερες πανελ¬λήνιες θεότητες λατρεύονταν κι εκεί, συχνά με πα¬ρόμοιες τελετές. Ωστόσο, υπήρχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις θρησκευτικές εκδηλώσεις, στη συμμετοχή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, στην επικοινωνία του θείου με το ανθρώπινο στοι¬χείο, τα οποία ήταν κατ’ εξοχήν σπαρτιατικά.

3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ

Οι μεγάλες κατευθύνσεις των πολιτικών θεσμών της Σπάρτης είναι σχετικά ελάχιστα γνωστές, αλλά η λειτουργία τους και η φύση της πολιτείας έδωσαν α¬φορμή, από την αρχαιότητα κιόλας, για πλήθος αμ¬φισβητήσεων, συνδυαζόμενες μάλιστα με το σπαρ-τιατικό μύθο. Αφού υπενθυμίσουμε κάποια σημεία λίγο-πολύ γνωστά, θα εξετάσουμε ορισμένες από τις προτεινόμενες γενικές ερμηνείες και θα προχωρή¬σουμε σε μερικές υποθέσεις.
Η Συνέλευση, που ονομάστηκε Απέλλα στη Με¬γάλη Ρήτρα την αρχαϊκή εποχή και Εκκλησία (ό¬πως και στην Αθήνα) στα κείμενα της κλασικής ε¬ποχής, περιλαμβάνει αυτοδικαίως όλους τους πολί¬τες, τους Σπαρτιάτες ή Ίσους, στους οποίους απαγο-ρευόταν κάθε οικονομική δραστηριότητα και οι ο¬ποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους στον πόλεμο, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την πολιτική. Σύντομα ο αριθμός αυτών των Ομοίων γνώρισε ταχύτατη μεί¬ωση, από 8.000 περίπου το 479 σε λιγότερο από 1.500 oto 371. Η Συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά, πι¬θανόν κάθε μήνα. Δεν φαίνεται όλοι οι Σπαρτιάτες να χαίρουν του δικαιώματος λόγου ίσου για όλους (ισηγορία), που έκανε τόσο υπερήφανους τους Αθη¬ναίους: εκτός από τους βασιλείς, τη Γερουσία και τους εφόρους, δεν ελάμβαναν το λόγο παρά μόνο αυτοί που ο προεδρεύων έφορος επέλεγε. Η ψήφος δεν γινόταν με την ανάταση των χειρών ούτε με μυ¬στικά ψηφοδέλτια, όπως στην Αθηναϊκή Δημοκρα¬τία, αλλά συνηθέστερα σύμφωνα με την δια βοής αρχαϊκή και υποτυπώδη διαδικασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος της συνεδρίασης μπορού¬σε να ζητήσει από τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους μετακινούμενοι προς τη μία ή την άλ¬λη πλευρά της συνέλευσης: αυτό έκανε ο Σθένελος το 432. Η μέθοδος αυτή επέτρεπε τόσο την άρση των αμφισβητήσεων όσο και τον εκφοβισμό.
Η Γερουσία ή Συμβούλιο των Γερόντων περιε¬λάμβανε τους δυο βασιλείς και είκοσι οκτώ) γέροντες πάνω από εξήντα ετών. Αυτοί οι παλαιοί έ¬δρευαν δια βίου. Η εκλογή τους γινόταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, κατά τρόπο «παιδαριώδη»: ο κάθε υποψήφιος παρουσιαζόταν μπρο¬στά στη Συνέλευση και οι πάρεδροι, κλεισμένοι σε ένα γειτονικό οίκημα, εκτιμούσαν την ένταση των επιδοκιμασιών. Κατά τον Ξενοφώντα η είσοδος στη Γερουσία ήταν η ανταμοιβή μιας ενάρετης ζωής, αλλά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν αποτέλεσμα σκληρού ανταγωνισμού στο στενό πλαίσιο μιας ο¬μάδας ανδρών και επιβράβευε περισσότερο τη φι¬λοδοξία παρά την αξία. Το να εμπιστευτούν σημα¬ντικές εξουσίες σε άνδρες τόσο ηλικιωμένους απο¬τελούσε για το φιλόσοφο σφάλμα, επειδή «υπάρχει το γήρας του πνεύματος όπως υπάρχει το γήρας του σώματος»• επιπλέον, μην έχοντας να λογοδοτήσουν, οτ γέροντες ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά.
Η Γερουσία ασκεί σημαντικές νομικές εξουσίες: ιδιαίτερα εκδικάζει, μαζί με τους εφόρους, τις κο¬ρυφαίες υποθέσεις. Το Συμβούλιο έχει επίσης την ευθύνη της προετοιμασίας ίων αποφάσε¬ων της Συνέλευοης και οφείλει να υποβάλλει τα νομοσχέδια στο λαό. Αυτή η λειτουρ¬γία, ανάλογη της Βου¬λής πολλών ελληνι¬κών πόλεων, πιστο¬ποιείται στη Σπάρτη ήδη από τη Με¬γάλη Ρήτρα, που πιθανόν χρονολο-γείται το αργότερο κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα. Αυτό έ¬κανε τον Άντονι Άντριους (Athony Andrewes) να υπο¬δείξει την προβούλευση, τόσο σπουδαία στην ελληνική πολιτική Ζωή, σαν σπαρτιατική ε¬πινόηση.
Η βασιλεία ίων πρώτων αρχαϊκών χρόνων επέζησε στη Σπάρτη με τη μορφή δυαρχίας. Οι δυο δυ¬ναστείες των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών - και οι δύο των Ηρακλείδων - βασιλεύουν από κοι¬νού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Η απαρχή αυτής της δυαρχίας προκάλεσε σει¬ρά συζητήσεων στους σύγχρονους ιστορικούς- οι ί¬διοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι δυο δυναστείες κατάγονταν από διδύμους (στο ερώτημα ποιο από τα δύο αδέρφια έπρεπε να βασιλεύει, ο χρησμός των Δελφών είχε απαντήσει ορίζοντας την εκχώρηση της βασιλείας και στους δύο) και υπάρχει ένας πο¬λύ ισχυρός δεσμός, που αναφέρει ο Ηρόδοτος (5, 75), μεταξύ της δυαδικής βασιλείας και της προ¬στασίας που ασκούν στη Σπάρτη οι δίδυμοι θεοί Διόσκουροι. Στους κόλπους των δύο βασιλικών οι¬κογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονομική, χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 3), ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατερά του στο βασιλικό αξίωμα έχει περισσότερα δικαιώματα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε από έναν πατέρα που ήταν τότε απλός ιδιώτης.
Τα προνόμια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που μας napéöojoav o Ηρό¬δοτος (6, 56-58) και ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 130 και 115). Οι σύγχρονοι ιστορικοί, α¬ναλύοντας τις δικαιοδοσίες των βασιλέων της Σπάρ-της, τείνουν να εξετάζουν διαδοχικά τις «εξουσίες», τις «τιμές» και τα «υλικά προνόμια» τους. Παρόμοι¬ες διακρίσεις είναι τεχνητές. Οι όροι που χρησιμο¬ποιούνται από τον Ηρόδοτο (γέρεα) και τον Ξενοφώντα (τιμαί) συνδυάζουν αυτές τις έννοιες. Η δια¬τύπωση δε του Ηροδότου είναι ιδιαίτερα αξιοσημεί¬ωτη, καθότι προσεγγίζει τους βασιλείς της Σπάρτης με τους ομηρικούς βασιλείς: Γέρεα δη τάδε τοισι βασιλευσι Σπαρτιηται δεδώκασι, «να τα προνόμια που οι Σπαρτιάτες έχουν προσφέρει στους βασιλείς τους» (ο Παρακείμενος υπογραμμίζει τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της προσφοράς). Αυτά τα γέρεα συνδυάζουν αντιλήψεις περί τιμής και εξουσίας και εμφανίζονται σαν «πατρώοι νόμοι» - αξιοσέβαστοι -και κατατάσσονται από τον Ηρόδοτο σε τρεις κατη¬γορίες: τις δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέμου, τις α¬ντίστοιχες σε περίοδο ειρήνης, τις αποδιδόμενες τιμες στους βασιλείς μετά θάνατον. Ο Ξενοφών ακο¬λουθεί την ίδια τάξη. Οι δυο συγγραφείς σημειώ¬νουν τη διπλή αντίθεση μεταξύ της σπουδαιότητας του βασιλιά ευρισκομένου σε εκστρατεία και της με¬τριοπάθειας των εξουσιών του στη Σπάρτη, μεταξύ της υποταγής του εν ζωή βασιλιά στους νόμους και τη μετά θάνατον ηρωοποίησή του.
Η Μεγάλη Ρήτρα δεν μνημονεύει τους ε¬φόρους, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως η ανάδυση τους στο πρώτο επίπεδο του πολιτικού σπαρτιατικού βίου είναι μετα-γενέστερη. Από πολλές πλευρές η Εφο¬ρεία αποτελεί ένα αξίωμα κλασικού τύπου, όπως οι αρχαί πλήθους άλλων πόλεων: οι πέντε έφοροι ε¬κλέγονται για ένα έτος από και μέσα από το λαό. Η εξουσία που ασκούν -συγκρίθηκε με την τυραν¬νία (Ξενοφών. Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 4)- και οι σχέσεις των κυβερνώντων με τους κυβερνώμε-νους αναδεικνύουν την Εφορεία σε εντελώς ιδιαί¬τερη περίπτωση.
Η διπλωματία και ο πόλεμος αποτελούν το ευρύ¬τερα γνωστό πεδίο της σπαρτιατικής ζωής, χάρη στο πλήθος των ενδείξεων, υπαινικτικών και άλ¬λοτε λεπτομερειακών των αρχαίων ιστορικών. Με¬ρικά μείζονα γεγονότα ξεχωρίζουν. Στην κλασική περίοδο η Συνέλευση είναι αυτή που αποφασίζει περί ειρήνης ή πολέμου• είναι αυτή που επιλέγει το βασιλιά ή το στρατηγό που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία. Οι έφοροι κηρύσσουν την επιστράτευση ή καθορίζουν τον αριθμό των κλάσεων που πρέπει να αναχωρήσουν σε εκστρατεία και συνεπώς το μέ¬γεθος της αποστολής• οι ίδιοι επίσης διεξάγουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις, τόσο εν καιρώ ειρή¬νης όσο και εν καιρώ πολέμου.
Επειδή οι εκστρατείες από ξηράς δέσμευαν τον τακτικό στρατό της πόλης, η φρουρά επανδρωμένη με πολίτες και περιοίκους λογικά διοικείται από τον έτερο βασιλιά. Ως τα τέλη του 6ου αιώνα οι δυο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στρατό, όμως κατά την εισβολή το 506 στην Αττική, ο Κλεομένης Α΄ και ο Δημάρατος δίνουν αντικρουόμενες διατα¬γές, με αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατεύματος. Από τότε ένας νέος νομός ορίζει ότι ένας μόνο από τους βασιλείς θα αναχωρεί σε εκστρατεία, ενώ ο άλλος θα παραμένει στη Σπάρτη. Βεβαίως εδώ υπάρ¬χει ένας παράγοντας ανισότητας μεταξύ των βασι¬λέων: ο ένας αναλαμβάνει μεν εντολή που εμπε¬ριέχει πολλούς κινδύνους, μα που μπορεί να του προσφέρει δόξα και επιρροή, ενώ ο άλλος αδημο¬νεί στη Σπάρτη. Ένας βασιλιάς με κύρος που απο¬λαμβάνει της εμπιστοσύνης του «δόμου» και που έχει το απαραίτητο πολιτικό βάρος να επιβάλλει την εκλογή των φίλων του στο αξίωμα του εφόρου, κατορθώνει μερικές φορές να εμπνεύσει και να δι¬ευθύνει άμεσα ή έμμεσα όλη την εξωτερική πολι¬τική της πόλης: είναι η περίπτωση για πολλά χρόνια του Κλεομένη Α΄ και του Αγησίλαου και, για μικρότερη χρονική περίοδο, του Αρχίδαμου Β΄, του Πλειστοάνακτα και του Παυσανία. Παραφράζοντας τον Θουκυδίδη, θα μπορούσαμε να χαρα¬κτηρίσουμε συχνά τη σπαρτιατική κυβέρνηση «αρχή υπό τον πρώτον βασιλέως».
Αντίθετα, σπάνια οι ιστορικοί μνημονεύουν τη Γερουσία όσον αφορά την εξωτερική πολιτική• προφανώς αυτό δεν σημαίνει πως δεν προϋπήρχε η απόφαση των γερό-. ντων, απλά για τους εξωτερικούς παρατη¬ρητές η συζήτηση στη Συνέλευση και η ψήφος του δάμον ήταν καθοριστικοί παράγοντες. Παραμένει το γεγονός ότι η Γερουσία, που εκδικάζει πολλές κατηγορίες προδοσίας εναντίον των βασιλέων και των στρατιωτικών αρχηγών, διαθέτει αξιοσημείωτη ισχύ πίεσης. Κάποιοι γέροντες συμπράττουν ή συμ¬μαχούν με τη μια ή την άλλη βασιλική οικογένεια και σχηματίζουν φατρίες προσκείμενες άνευ όρων σε ένα βασιλιά• σ’ αυτές έρχονται να προστεθούν και άλλοι γέροντες για λόγους προσωπικούς ή πο¬λιτικούς. Ένας βασιλιάς που θέλει να αποφύγει τη θανατική καταδίκη του ή κάποιου από τους συγγε¬νείς του, οφείλει είτε να κερδίσει την υποστήριξη των ανεξάρτητων από τις φατρίες γερόντων είτε να έρθει σε συνεννόηση με τον άλλο βασιλιά και τους φίλους του (οι δυο βασιλικές φατρίες ενωμένες φαίνεται να διαθέτουν την πλειοψηφία). Αν πιστέ¬ψουμε την με έντονα χρώματα αφήγηση του Ξενο¬φώντα (Ελληνικά 5, 4, 24-33), ο Σφοδρίας, φίλος του βασιλέα Κλεόμβροτου, απαλλάχθηκε μετά την άτυχη εκστρατεία του κατά του Πειραιά, επειδή ο γιος του ήταν ο ερωμένος του Αρχίδαμου, γιου του Αγησίλαου.
Η Εκκλησία λαμβάνει τις κύριες αποφάσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής• οι εντολές κατ η ε¬πιρροή προέρχονται στην πλειονότητα τους από την εμπιστοσύνη του λαού. Στα δύο αυτά σημεία, το σπαρτιατικό σύστημα δεν είναι στις βασικές του δο¬μές διαφορετικό από αυτό της Αθήνας. Ωστόσο όταν ο Αριστοτέλης κάνει μνεία στα «δημοκρατικά» στοιχεία της Λακεδαιμόνιας Πολιτείας, επιμένει σχετικά με τη συμμετοχή των ανδρών του λαού στην Εφορεία, την κοινή εκπαίδευση για όλους και τα συσσίτια, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τη Συνέλευση. Ακόμη περισσότερο, βεβαιώνει ότι στη Σπάρτη, όπως επίσης στην Κρήτη, ο λαός δεν έχει το δικαίωμα παρά να επικυρώνει με την ψήφο του [συνεπηψηφίσα, Πολιτικά 2,1271b] τις αποφάσεις των γερόντων και υπογραμμίζει ότι, αντίθετα από τους Καρχηδόνιους, οι Σπαρτιάτες πολίτες δεν έ¬χουν το δικαίωμα να συζητούν τις προτάσεις που τους διαβιβάζονταν. Οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη μοιάζουν να απηχούν την περίφημη προσθή¬κη της Μεγάλης Ρήτρας που αποδίδεται στους βασιλείς Πολύδωρο ή Θεόπομπο: αι δέ σκολιάν ο δάμος εροιτο, τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ημεν, αν ο λαός διατυπώνει στρεβλό αίτημα, οι γέροντες και οι βασιλείς λύουν τη συνε¬δρίαση (Πλούταρχος, Λυκούργος 6, 8).
Αυτές οι μαρτυρίες μας ωθούν στη μη γενίκευση των παρατηρήσεων που δημιουργεί η μελέτη της σπαρτιατικής εσωτερικής πολιτικής: σε άλλους το¬μείς, που αφορούν τη διανομή γης, την παιδεία και γενικά την εσωτερική τάξη της πόλης, πιθανά οι α¬ποφάσεις λαμβάνονταν από μικρές ομάδες και ε¬νίοτε εν κρύπτω.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο καταστολής ίων συνωμοσιών ή υποτιθέμενων συνωμοσιών. Το 397, ο Αγησίλαος παρατηρεί κατά τη διάρκεια μιας θυσίας κάποια ανησυχητικά ση¬μεία - πέντε μέρες αργότερα, έρχονται να καταγγεί¬λουν στους εφόρους τη συνωμοσία του Κινάδωνα. Οι έφοροι δεν καλούν καν τη «μικρή συνέλευση», παρά αρκούνται στο να συμβουλευτούν ατομικά κά¬ποιους γέροντες, συλλαμβάνουν και ανακρίνουν με άκρα μυστικότητα τον Κινάδωνα. Η υπόθεση παίρ¬νει δημοσία διάσταση όταν πια ο Κινάδων και οι συνένοχοι του σιδηροδέσμιοι περιφέρονται στους δρόμους της πόλης πριν εκτελεστούν (Ξενοφών, Ελληνικά. 3.3). Το 369, κατά την εισβολή των Θη¬βαίων, ο Αγησίλαος υποψιάζεται τα επαναστατικά σχέδια μιας ομάδας Σπαρτιατών πολιτών που συγκεντρώνονταν συχνά σε ένα σπίτι. Έπειτα από μια σύσκεψη με τους εφόρους, δίνει εντολή να θανα¬τώσουν τους συνωμότες ή υποτιθέμενους συνωμότες. (Πλούταρ¬χος, Αγησίλαος 32, 10-11). Σίγουρα επρόκειτο για εξαιρετικό μέτρο καθώς φαίνεται, μα κανένας δεν μέμφθηκε τον Αγησίλαο για κατάχρηση εξουσίας.
Όταν η σπαρτιατική τάξη απειλείται, υπάρχει σειρά διαδικασιών που επιτρέπουν στις «αρχές» (οι εν τέλει, ο όρος είναι ευρύς κατά Βούληση) να δρουν γρήγορα και διακριτικά: σύγκληση της μικράς εκκλησίας, συγκέντρωση της Γερουσίας, συμβουλή κάποιων γερόντων ή μονό των εφόρων. Πάντως υπάρχει συνεννόηση, αλλά μερικές φορές σε πολύ κλειστό κύκλο• ελάχιστοι κανόνες θεσμο-θετημένοι περιορίζουν τη δράση των «αρχών».
Η εξαιρετική πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης, η οποία δεν γνώρισε ούτε τυραννία ούτε εμφύ¬λιο πόλεμο (τουλάχιστον προς τον 3ο αιώνα), δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από την έννοια της πειθαρχίας που τους εμπέδωσε η σπαρ¬τιατική παιδεία, αλλά οφείλεται, όπως υπογράμ¬μισαν ο Πλάτων και ο Αριστο¬τέλης, εν μέρει στο μικτό χαρακτή¬ρα ίου συντάγματος (áv0pojnoi του λαού, ευ¬γενείς και βασιλείς είναι εξ ίσου αφοσιωμένοι σε έ¬να καθεστώς στο οποίο συμμετέχουν), εν μέρει δε και ίσως ακόμη περισοοιερο στη διαρκή επαγρύ¬πνηση «αρχών» που τους ακολουθεί ο φόβος των ε-ξεγέρσεων.
Υπήρχαν στη Σπάριη θέματα για διαρκή συζήτηση - η ομορφιά των νεαρών αγοριών, η αξία του τάδε ή του δείνα- υπήρχαν ερωτήματα που υποβάλλονταν σε δημόσια ψη- φοφορία, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την ειρήνη ή τον πόλεμο, υπήρχε το τεράστιο θέμα της εσωτερικής ασφάλειας της πόλης - οι είλωτες, οι υπομείονες (τα κατώτερα στρώματα), τα φατριαστικά σχεδία κάποιων - το οποίο μονό με μισόλογα ανέ¬φεραν αφήνοντας το στη διακριτική ευχέρεια των αρχών. Τέλος, υπήρχε η διατήρηση των οικονομι¬κών και πολιτικών προνομίων μιας κρυφής ολι-γαρχίας, διατήρηση που απασχολούσε ορισμένους χωρίς ποτέ να μιλούν γι’ αυτή, τουλάχιστον μέχρι nou ξέσπασαν οι επαναστάσεις του 3ου αιώνα.
Δεν γίνονταν όλα κρυφά στη Σπάρτη, αλλά ο Θουκυδίδης έχει πολλούς λόγους για να επισημά¬νει το κρυπτόν της πολιτείας.

4. Ο ΚΑΙΑΔΑΣ

Από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι σήμερα, με ελά¬χιστες εξαιρέσεις ή αποκλίσεις, η έκθεση των δύσμορφων βρεφών στη Σπάρτη χαρακτηρίζεται ως βάρβαρη και απάνθρωπη πράξη, η οποία υπαγο¬ρεύεται από την αρχή της ευγονίας και της χρησι-μότητας στο κράτος (τροφοδοτείται έτσι η αντίληψη περί σπαρτιατικής επιλεκτικότητας και στρατοκρα¬τούμενης πόλης) και από την αρχή πως κάθε Σπαρτιάρτης ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην πόλη.
Η άποψη αυτή ταυτίστηκε με μια σειρά στερεοτύ¬πων που ακολουθούν συνήθως τους χαρακτηρι¬σμούς της σπαρτιατικής κοινωνίας και συνδέθηκε με μια συγκεκριμένη εικόνα-παράσταση για τη σπαρ¬τιατική πολιτεία. Απομονώνει επίσης τη σπαρτιατι¬κή πρακτική από το ευρύτερα διαδεδομένο φαινό¬μενο της έκθεσης των βρεφών στην αρχαιότητα, α¬ποδίδοντας της ιδιαίτερο σημασιολογικό φορτίο.
Παραδόξως, καμιά από αυτές τις αντιλήψεις-απόψεις περί σπαρτιατικής ιδιαιτερότητας ή «αγριό¬τητας» δεν καταγράφονται στις μαρτυρίες των αρ¬χαίων. Οι αιτίες που οδηγούσαν κάποια οικογένεια στην έκθεση ενός αρτιμελούς παιδιού ήταν συνή¬θως κοινωνικές και οικονομικές, και υπάρχουν δια¬φορές από πόλη σε πόλη και από εποχή σε εποχή ως προς τις διαστάσεις και τον τρόπο εφαρμογής της. Αντίθετα, η έκθεση των παιδιών με κάποια γε¬νετική δυσπλασία ή δυσμορφία αποτελούσε κοινή πρακτική και δεν παρατηρούνται διακρίσεις ή πο¬λυνομία από πόλη σε πόλη και από εποχή σε επο¬χή. Το τερατόμορφο βρέφος θεωρούνταν ανεπιθύ¬μητο και προκαλούσε το φόβο της κοινότητας.
Η μελέτη της μοναδικής φιλολογικής μαρτυρίας που διαθέτουμε (Πλούτ., Λυκ., 16, 1-3) εμφανίζει μεγάλη συνάφεια και πνευματική συγγένεια με τις απόψεις του Πλάτωνα, οι οποίες όμως δεν αναφέ¬ρονται στη σπαρτιατική πρακτική. Ο Πλάτωνας, ό¬πως συχνά κάνει και σε άλλα Ζητήματα, καινοτομεί και στο σημείο αυτό. θεωρητικοποιεί την ευγονία, τη συνδέει με την έκθεση και εισάγει στη διαδικα¬σία της έκθεσης μια ειδική επιτροπή «αξιολόγησης» των νεογέννητων. Παράλληλα, αποκλείει την έκθεση των υγιών παιδιών και επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του στα δύσμορφα. Τη λογική αυτή κατάταξη του θέματος, καθώς και τον τρόπο περιγραφής της διαδικασίας της έκθεσης από τον Πλάτωνα, τη συναντάμε στον Πλούταρχο για την περίπτωση της Σπάρτης.
Το χωρίο του Πλουτάρχου εγείρει πέντε ουσια¬στικά προβλήματα: την εξέταση, την ευγονία, την απονομή κλήρου στο υγιές παιδί, τη ρίψη του δύσμορφου στον Καιάδα, και το ρόλο των φυλετών που συνδυάζεται με το βαθμό εξουσίας του πατέρα πάνω στο παιδί του.
Σε μια κλειστή κοινωνία, όπως αυτή των Ομοίων στη Σπάρτη, όπου επικρατούσαν ενδογαμικές σχέ¬σεις, το φαινόμενο ως προς τη διαμαρτία περί της διάπλασης των παιδιών δεν πρέπει να ήταν σπάνιο και ίσως για το λόγο αυτό μέτρα προστασίας να κρί¬θηκαν από την κοινότητα απαραίτητα και αναγκαία. Εκεί, ίσως, να βρίσκεται και η αιτία της ιατρικής ε¬ξέτασης του παιδιού από τους γεροντότερους.
Η ορθολογική ερμηνεία της ευγονίας, πολιτικά μεταφράζεται στη διάθεση των Σπαρτιατών να απο¬μακρύνουν μόνο τα τερατόμορφα, βασιζόμενοι στην αρχή πως κάθε υγιές παιδί είναι συγχρόνως και έ¬νας μελλοντικός πολίτης.
Με την ευκαιρία της διαδικασίας εξέτασης του παιδιού από τους φυλέτες, συνδυάζονταν και η α¬πονομή του κλήρου από τον πατέρα. Ο χαράκτηρας, η σημασία όμως αυτής της απονομής ήταν δια¬φορετική πριν και μετά το νόμο του Επιταδέα. Πριν από το νόμο του Επιταδέα, η απονομή κλή¬ρου ίσως είχε συμβολικό χαρακτήρα, μια και το παιδί αποκτούσε αυτοδίκαια την πατρική περιου¬σία. Μετά το νομό του Επιταδέα, η απονομή γης στο νεογέννητο πρέπει να αποκτά ουσιαστικό χα¬ρακτήρα για το μελλοντικό πολίτη. Η δημοσιοποί¬ηση της απονομής κλήρου αποτελούσε ίσως μια δεσμευτική υπόσχεση του πατέρα, παρουσία των μελών της φυλής, ότι 8α αφήσει τον κλήρο στο παι¬δί που αναγνωρίζει και αναλαμβάνει να αναθρέψει και όχι σε κάποιον άλλον.
Στη νεότερη και σύγχρονη ιστοριογραφία επι¬κρατεί η άποψη που ταυτίζει τους Αποθέτες με τον Καιάδα. Ο Πλούταρχος, όπως και καμιά άλλη μαρ¬τυρία, δεν συσχετίζει τους Αποθέτες με τον Καιά¬δα. Αν μεταξύ Καιάδα και Αποθετών - δυο ονοματολογικοι προσδιορισμοί που δηλώνουν βαραθρώδη τόπο - επήλθε εννοιολογική ταύτιση, οφείλεται στο συνειρμικό συλλογισμό που απορρέει από τη διαμορφωμένη αντίληψη περί σπαρτιατικής σκλη¬ρότητας. Η θρυλική ρίψη στον Καιάδα αφορά τους καταδικασμένους σε θάνατο ή τα πτώματα τους και όχι τα εκ γενετής δύσμορφα παιδιά. Η ταύτιση του με τους Αποθέτες ανταποκρίνεται περισσότερο στην παράσταση-εικόνα της πόλης αυτής έτσι όπως κατασκευάστηκε στη σύγχρονη εποχή και λιγότε¬ρο στην ιστορική της πραγματικότητα.
Και μόνο το γεγονός πως ο Σπαρτιάτης, με την ι¬διότητα του πατέρα, παρουσιάζει το παιδί στους φυλέτες, προϋποθέτει ένα προηγούμενο στάδιο ανα-γνώρισης του βρέφους εκ μέρους του (κάτι αντί¬στοιχο με τη γιορτή των Αμφιδρομίων στην Αθή¬να). Ο πατέρας δηλαδή έφερνε στη λέσχη μόνο ό¬σα παιδιά επιθυμούσε να αναθρέψει. Το γιατί στη Σπάρτη η έκθεση των αρτιμελών παιδιών δεν εκφραζόταν με την κλασική μορφή της εγκατάλει¬ψης τους, όπως συνέβαινε στην Αθήνα, ίσως να ο-φειλόταν στη διαφορετική δομή που είχε η κοινω¬νική διαστρωμάτωση των πολιτών. Στο γεγονός, δη¬λαδή, πως στην τάξη των Σπαρτιατών υπήρχαν θε¬σμοθετημένα κοινωνικά στρώματα, που μπορούσαν να «υποδεχθούν» το εκτιθέμενο παιδί, κάτι που δεν συναντάμε στην Αθήνα.
Η παρουσία των φυλετών δεν αφορά τη διαδικα¬σία αναγνώρισης του παιδιού από τον πατέρα, που ή¬ταν καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Αφορά τη δια¬δικασία εισόδου και εγγραφής του παιδιού στη φυ¬λή, η οποία δεν ανήκει στη δικαιοδοσία της οικο¬γένειας. Ετσι ερμηνεύεται ο αναβαθμισμένος ρόλος των φυλετών, ανεξάρτητα από το βαθμό εξουσίας του πατέρα (κάτι αντίστοιχο με τη γιορτή των Απατουρίων στην Αθήνα). Τη γενικότερη χαλάρωση των παραδοσιακών θεσμών της Σπάρτης στη μακρόχρο¬νη περίοδο, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή επο¬χή, ακολούθησε κατ η ισχύς των φυλετών.
Η σπαρτιατική συνήθεια της έκθεσης εντάσσεται στη γενικότερα διαδεδομένη συνήθεια της έκθε¬σης των ανεπιθύμητων παιδιών στον αρχαίο κόσμο. Καμιά «σπαρτιατική ανωμαλία», τίποτα το ιδιαίτε¬ρο ή το αξιοπερίεργο δεν σημειώνεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία για την εφαρμογή αυτής της πρακτικής στη Σπάρτη. Η μοναδική ιδιαιτερότητα που εμφανίζεται στην περίπτωση της Σπάρτης εί¬ναι ότι η έκθεση περιορίζεται και επικεντρώνεται μόνο στα τερατόμορφα παιδιά και δεν επεκτείνεται και στα αρτιγενή, όπως ευρύτατα εφαρμοζόταν στις άλλες πόλεις.
Η μαρτυρία του «ηθικολόγου» Πλούταρχου μέσα από το σπαρτιατικό πρότυπο λειτουργεί παράλληλα και ως παρότρυνση και προτροπή για τον περιορι¬σμό των διαστάσεων της έκθεσης των υγιών βρεφών, που την εποχή του παρουσίαζε τρομακτική έξαρση, επικεντρώνοντας τη μόνο σε μια συγκεκριμένη πε¬ρίπτωση, αυτή των δύσμορφων εκ γενετής παιδιών. Τα συμπεράσματα περί ευγονίας των Σπαρτιατών, στο πλαίσιο μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας, ο υπερβάλλων ρόλος των φυλετών στις οικογενειακές και ατομικές υποθέσεις, στο πλαίσιο του κοινοβιακού χαρακτήρα της σπαρτιατικής κοινωνίας, προέρ¬χονται και αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του σπαρ¬τιατικού μύθου, του οποίου ένας από τους σημαντι¬κότερους αρχιτέκτονες ήταν και ο Πλούταρχος.

5. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ
Σπάρτη, η πόλη των «ίσων». Έτσι παρουσιάζεται αιώ¬νες τώρα η ελληνική πόλη που προκάλεσε ταυτόχρονα το μεγαλύτερο ενθουσιασμό σε ορισμένους και τις περισσότερες ίσως επιφυλάξεων στους άλ¬λους. Απέδιδαν δε αυτή την «ισότητα» σε άξιο έρ¬γο του νομοθέτη Λυκούργου, ο οποίος, με σκοπό να αποσοβήσει μία σοβαρή κρίση που απειλούσε την ενότητα της πόλης, μοίρασε το έδαφος της Λα¬κωνίας σε ίσους κλήρους και επέβαλε στους Σπαρτιάτες μια εκπαίδευση και έναν τρόπο ζωής που ε¬νίσχυαν αυτή την ισότητα.
Ωστόσο, από την αρχαιότητα υπήρχαν ερωτήματα για την ιστορική αλήθεια σχετικά με τόν Λυκούργο. Ο Πλούταρχος, συγγραφέας μιας Βιογραφίας του Σπαρτιάτη νομοθέτη, στην οποία οφείλουμε ένα με¬γάλο μέρος από την πληροφόρηση μας, αναγνώριζε το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα την περίοδο που έζησε και παραδεχόταν πως οποιαδήποτε αναφορά σε αυτόν είναι ασαφής. Τόσο σύνθετο πρόβλημα αποτελεί η σπαρτιατική ισότητα και δεν είναι πανιά εύκολο να ξεχωρίσουμε την πλευ¬ρά που αντιστοιχεί στο «μύθο» από αυτή που εκφράζει μια κάποια πραγματικότητα. Πέραν τούτου η δυσκολία συνδέεται με τη σπανιότητα των πηγών σπαρτιατικής προέλευσης. Πιο συχνά μέσα από τα μάτια των άλλων και ιδιαίτερα των Αθηναίων, πρέ¬πει να αποτολμήσει κανείς να αντιληφθεί τη φύση του σπαρτιατικού βίου. Και τη μοναδικότητα της στον αρχαϊκό και κλασικό ελληνικό κόσμο.
Σε πείσμα της παράδοσης που κρατούσε το ρόλο του νομοθέτη, το σπαρτιατικό καθεστώς φαίνεται να εγκαθιδρύεται κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα ή το τέ¬λος του 6ου αιώνα. Τον 7ο αιώνα διεξήχθησαν οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι που θα επέτρεπαν στους Σπαρτιάτες να επεκταθούν σε αυτήν την πλούσια γη. Είναι τότε επίσης που θα εκδηλωθεί στις γραμ¬μές των οπλιτών, αυτών των βαριά οπλισμένων στρατιωτών, η αναφερόμενη από τον ποιητή Τυρταίο διεκδίκηση μιας ισότιμης διανομής, όχι βέ¬βαια της γης της Λακωνίας, αλλά της κατακτημέ¬νης γης στη Μεσσήνη. Η ίση μοιρασιά της λείας των οπλιτών συνδεόταν με την ίδια τη φύση της φά¬λαγγας των οπλιτών και αυτό ακριβώς αποτελεί πα¬ράδοση, η οποία θα διατηρηθεί για πολύ καιρό. Άλλωστε, η αμοιβή μέσω του κλήρου γης της στρατιωτικής υπηρεσίας αποτελεί εξίσου μια πρα-κτική που συναντάται μέχρι την ελληνιστική πε¬ρίοδο, σε βασίλεια που ίδρυσαν Μακεδόνες άρχοντες. Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε πως με την κατάκτηση της Μεσσηνίας και τη μετατροπή ίων κατοίκων της σε είλωτες, το μεσσηνιακό έδαφος κατανεμήθηκε σε κλήρους ίσους. Αργότερα, η α¬νάμνηση αυτής της ισομοιρίας θα τροφοδοτήσει το μύθο ενός συστήματος ισότιμης διανομής της πα¬τρώας γης που νομοθετήθηκε από τον Λυκούργο, έ¬να μοίρασμα σε κλήρους που θα εξασφάλιζαν σε κάθε Σπαρτιάτη τη δυνατότητα συμμετοχής στα συν¬δεόμενα με την ιδιότητα ίου Σπαρτιάτη πολίτη συσ¬σίτια.
Μια τέτοια ερμηνεία της ίσης μοιρασιάς, που α¬φορούσε μόνο το μεσσηνιακό έδαφος. αποδίδει κα¬λύτερα την εικόνα μιας κοινωνικής ανισότητας την οποία άλλωστε αποκαλύπτουν τα ευρήματα σε τά¬φους πολύτιμων αντικείμενων και όπλων που μαρ-τυρούν την ύπαρξη μιας αριστοκρατικής τάξης στους κόλπους της σπαρτιατικής κοινωνίας. Ωστόσο αυτές οι μαρτυρίες σπανίζουν από τα μέσα του 6ου αιώνα. Πιθανώς τότε μια μεταρρύθμιση, που η πα¬ράδοση συνέδεε με τον έφορο Χίλωνα, να επέβα¬λε στο σύνολο των Σπαρτιατών ένα τρόπο διαβίωσης και μια κοινή αγωγή που αποσκοπούσαν στην κα¬τασκευή «ομοίων», ενώ απαγορεύεται η κυκλοφο¬ρία χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Αυτή η με¬ταρρύθμιση είχε για αντικείμενο, όπως ενίοτε υπο¬θέτουμε, τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της μάζας των εξαρτημένων, των ειλώτων της Λακωνίας και κυρίως της Μεσσηνίας, με αντιστάθμισμα το μετα-σχηματισμό της κοινότητας ίων Σπαρτιατών σε στρατό και μάλιστα διαρκή. Δύσκολο να πάρει κα¬νείς θέση. Παραμένει το γεγονός πως αυτή η «ισό¬τητα» μεταξύ των Σπαρτκπών όχι μονό εξασφάλισε την ισχύ της πόλης σχεδόν επί δύο αιώνες, αλλά α-ποτέλεσε πρότυπο στα μάτια ορισμένων Ελλήνων και στην Αθήνα ιδιαίτερα του Σωκράτη και των μα¬θητών του.
Κι όμως, αυτή η δύναμη που οδήγησε τη Σπάρτη σε νίκη κατά της Αθήνας και γκρέμισε την ηγε¬μονία της στο Αιγαίο, επρόκειτο επίσης να φέρει την κρίση του συστήματος των ίσων. Οι επιδοτηθείς από τον Πέρση Βασιλιά και τους σατράπες του. χά¬ρη στις οποίες η Σπάρτη μπόρεσε να αντιπαραθέ¬σει στην Αθήνα ένα ισοδύναμο στόλο, επέφερε αυ¬τό που οι σύγχρονοι καταγγέλλουν σαν «φιλοχρη¬ματία». Η αναφορά του Πλούταρχου στο στρατηγό Γύλιππο, που μετέφερε κρυμμένες στις αποσκευές του αθηναϊκές «κουκουβάγιες», νομίσματα αργυρά ιδιαίτερης αξίας σε όλο τον ελληνικό κόσμο, είναι ως προς αυτό χαρακτηριστική. Παρ’ ότι, σύμφωνα επίσης με τον Πλούταρχο, εκείνη την περίοδο ο Λύσανδρος είχε επιβάλει ένα νόμισμα από σίδερο και είχε απαγορέψει εκ νέου την κυκλοφορία πο¬λύτιμων μετάλλων, παραμένει το γεγονός της εισα¬γωγής του νομίσματος στη Σπάρτη.
Κάτι ακόμα, επίσης από την αφήγηση του Πλούταρχου: ο νόμος του Επιταδέα που ε¬πιτρέπει την κατά βούληση διάθεση του κλήρου, αντί της μεταβίβασης του στους άμεσους κληρονόμους, επιτάχυνε την τά¬ση της συγκέντρωσης γης, τάση που με τη σειρά της ενέτεινε η δυνατότητα που η Σπάρτη παρείχε στην επίκληρο θυγατέρα, μοναδική κληρονόμο ε¬νός και μόνο περιουσιακού στοιχείου, να νυμφευ¬θεί εκτός της πατρικής γενιάς. Σε κάθε περίπτωση αυτό βεβαιώνει ο Αριστοτέλης στο έργο του Πολι¬τικά περιγράφοντας ένα ιδιαίτερα άνισο σπαρτιατι¬κό σύστημα με συνέπεια την αριθμητική μείωση των Σπαρτιατών.
Για να εξηγήσουμε αυτή τη μείωση πρέπει επί¬σης να ληφθεί υπόψη η οριστική απώλεια της Μεσσηνίας μετά τη νίκη του Θηβαίου Επαμει¬νώνδα, κάτι που ερμηνεύθηκε με τον αποκλεισμό στην πράξη ίων πλέον πτωχών από το σώμα των πολιτών που δεν είχαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια παρά μονό τον κλήρο τούς.
Η πραγματικότητα αυτών των κοινωνικών ανισοτήτων δεν επιδέχεται αμφισβήτηοη. Εξηγούν δε τις απόπειρες των μεταρρυθμιστών βασιλέων του 3ου αιώνα. Άγη και Κλεομένη, οι οποίοι θα θέσουν υ¬πό τη νομοθετική κηδεμονία του μυθικού νομοθέτη της Σπάρτης το σχέδιο μιας κοινής χρήσης των αγαθών, προάγγελο μιας ίσης κατανομής που παρουσιάστηκε σαν επιστροφή στους «νόμους του Λυ-κούργου». Αυτή η εμβάθυνση των ανισοτήτων δεν μπορούσε να μην αντανακλά σε πολιτικό επίπεδο. Ο Αριστοτέλης άλλωστε αυτό αφήνει να εννοηθεί στο ίδιο σημείο του 2ου βιβλίου στα Πολιτικά. Όμως το πρόβλημα της πολιτικής ισότητας τίθεται με όρους πολύ πιο σύνθετους. Είναι γεγονός πως η Σπάρτη θεωρούνταν στην κλασική εποχή η κατ’ ε¬ξοχήν ολιγαρχική πόλη-κράτος. Πράγματι, η πολιτική ισότητα ήταν για πολλούς θεωρητικούς ίδιον της δημοκρατίας, θεμελιωμένη πάνω στην ισονο¬μία και την ισηγορία, δηλαδή μια πολιτική ισότη¬τα που να μην είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές ανισότητες κατ που όμως να εκφράζεται μεσω του δικαιώματος λόγου που εκχωρούσε σε όλους στη διάρκεια μιας Συνέλευσης. της οποίας οι αποφάσεις ήταν κυρίαρχες.
Η πολιτική οργάνωση της Σπάρτης ήταν σύμφω¬να με την παράδοση δομημένη από τη Μεγάλη Ρήτρα, το χρησμό που είχε λάβει ο Λυκούργος από τους Δελφούς. Πολύ αργότερα κατεγράφη κατ αυτή ακριβώς η καταγραφή αναφέρεται από τον Πλού-ταρχο στο Βίο του Λυκούργου. Υποδήλωνε πως ο λαός κατανεμημένος σε φυλές κατ οβάς θα συγκεντρώνεται κάποιες περιόδους κατόπιν καλέσματος ενός Συμβουλίου, αποτελουμένου από τριάντα μελη, εκ των οποίων δύο «αρχηγέτες», δηλαδή τους δυο βασιλείς. Αργότερα θα δημιουργούσαν το σώμα των πέντε αξιωματούχων, τους εφόρους, οι οποίοι ε¬κλέγονταν κάθε χρόνο. Το σύνταγμα των Λακεδαι¬μονίων παρουσίαζε λοιπόν καθαρά ολιγαρχικό χα¬ρακτήρα, αφού οι κάτοχοι της αρχής, βασιλείς. Γε¬ρουσία και έφοροι, αποτελούσαν μια μικρή μειο¬νότητα. Οι δυο βασιλείς, γόνοι των δυο βασιλικών οικογενειών των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών εναλλάσσονταν στην εξουσία κληρονομικά. Οι γέ¬ροντες, ηλικίας εξήντα και πλέον ετών, ήταν ε¬κλεγμένοι δια βίου. Μόνο οι έφοροι εκλέγονταν κάθε χρόνο και επιλέγονταν μέσα από το σύνολο των Σπαρτιατών, γεγονός που δικαιολογεί ορισμένους να βλέπουν στο πρόσωπο τους το «δημοκρατι¬κό» στοιχείο του λακεδαιμονικού συντάγματος. Εί¬ναι προφανές πως απέχετ πάρα πολύ από ιόν τύπο της ισότιμης στελέχωσης, δηλαδή της ετήσιας κλή¬ρωσης, των μελών της Βουλής και ίου μεγάλου α¬ριθμού αξιωματούχων στην Αθήνα. Μα τι ακριβούς ήταν η σπαρτιατική Συνέλευση; Στο κείμενο της Μεγάλης Ρήτρας που αναφέρει ο Πλούταρχος, εμφανίζεται σαν κυρίαρχη Συνέλευση, κυρίαρχη του κράτους. Ωστόσο ο ίδιος ο Πλούταρχος παραθέτει στη συνέχεια μία τροπολογία την οποία προσέθε¬σαν οι βασιλείς Πολύδωρος και Θεόπομπος. Σύμφωνα με αυτή, αν ο λαός εκφραζόταν «λανθασμέ¬να», οι βασιλείς και η Γερουσία δεν θα επικύρω¬ναν την πρόταση και θα διέλυαν τη Συνέλευση. Ο Πλούταρχος ερμηνεύει την τροπολογία σαν περι¬στολή των εξουσιών της Συνέλευσης. Και το μεγα¬λύτερο μέρος των σχολιασμών ευθυγραμμίστηκαν με την ερμηνεία του. Πρόσφατα ωστόσο αμφισβη¬τήθηκε από τη Φ. Pizé (F. Ruzé) (Διαβούλευση και Εξουσία στην ελληνική πολιτεία από τον Νέστορα ως τον Σωκράτη, Παρίσι 1997), που δια¬φορετικά αντιλαμβάνεται την προσθήκη, βλέπο¬ντας σε αυτή μία απλή ανασύνταξη της Γερουσίας που είχε αφήσει την τελική απόφαση στη Συνέλευση και μόνο.
Πράγματι, όπως η Φ. Pizé αποδεικνύει δανειζόμενη πλείστα παραδείγματα ιδι-αίτερα από τους ιστορικούς, τον Ηρόδο¬το, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, η Συνέλευση μοιάζει να είναι κυρίαρχη ό¬ταν πρόκειται να συζητηθούν θέματα ειρήνης και πολέμου, και κατά συνεπεία μπορεί κανείς να πα¬ραδεχτεί πως αυτή η κυριαρχία επεκτεινόταν και σε άλλα επίπεδα. Η ύπαρξη μάλιστα της μικρής εκκλησίας που επικαλείται ο Ξενοφών αναφορικά με m συνωμοσία του Κινάδωνα, δεν αντιτίθεται σε αυτή την ανεξαρτησία της Συνέλευσης: η μικρή εκ¬κλησία μπορεί να αναλάβει μία επείγουσα κατά¬σταση.
Άρα. σε πείσμα του ολιγαρχικού χαρακτήρα του συμβουλίου και της κληρονομικής εξουσίας των βασιλέων της, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια πραγματική πολιτική ισότητα μεταξύ των πολιτών. Η Φ. Pizé πάει ακόμα παρα¬πέρα. Υποδεικνύει, χωρίς να είναι απόλυτη, ότι αυτή η Συνέλευση μπορεί επίσης να ήταν ανοικτή στους περίοικους, τους ελεύθερους κατοίκους της Λακωνίας που τελούσαν κάτω από την εξάρτηση των Σπαρτιατών, αλλά απολάμβαναν μια σχετική αυτονομία, καθώς και στις άλλες κατηγορίες «ε¬λεύθερων κατώτερων στρωμάτων». Πράγματι, ο ό¬ρος Λακεδαιμόνιοι περιελάμβανε κατά την κλασι¬κή εποχή όχι μόνο τους όμοιους, τους αποκαλούμενούς απλά Σπαρτιάτες, μα εξίσου τους περίοι-κους. Αυτό είναι βεβαιωμένο για τον 4ο αιώνα και πιθανά ο λόγος για τον οποίο ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης συγκρίνει τους περίοικους με τον αθη¬ναϊκό δήμο, ένα δήμο που δεν είχε ένα Σόλωνα για να του αποδώσει την πλήρη ιδιότητα του πολί¬τη. Πρόκειται για ένα πρόσφατο στοιχείο, που σχετίζεται με τη μείωση του αριθμού των γνήσιων Σπαρτιατών ή ανάθετα για μια αρχαία παράδοση; Όπως συμβαίνει πάντα, δεδομένου της φύσης των πηγών, είναι δύσκολο να τοποθετηθεί κανείς κατη-γορηματικά. Το συμπέρασμα που προτείνεται από τη Φ. Ριζέ είναι ότι «οι Σπαρτιάτες στηρίζονταν ταυ¬τόχρονα στην κυβέρνηση των αρίστων, μικρή ομά¬δα εξ, ορισμού, και την εξουσία ενός δήμου που α¬ποτελούνταν τόσο από Ίσους, που ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να αποκλείσει από τις αποφάσεις, όσο και από πολίτες δεύτερης ζώνης, στους οποίους θα ήταν επικίνδυνο να αρνηθούν μια κάποια συμμε¬τοχή: το πνίξιμο της φωνής μέσα στη συνέλευση α-ντιπροσώπευε μικρότερο κίνδυνο» (σελ. 239). Αν υποτεθεί πως οι περίοικοι και οι διάφορες κατηγο¬ρίες κατώτερων στρωμάτων, «υπομείονες», είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στη Συνέλευση, στην πλειο¬νότητα τους σπάνια είχαν αυτή τη δυνατότητα. Από την άλλη, η στενή εποπτεία ασκούμενη από τη Γε¬ρουσία και τους εφόρους περιόριζε στην πράξη αυ¬τή τη φαινομενική ισότητα, όχι μόνο μεταξύ «ο¬μοίων», αλλά κατά μείζονα λόγο ανάμεσα στην κα¬τηγορία των με πλήρη δικαιώματα πολιτών κατ των άλλων Λακεδαιμονίων.
Η σπαρτιατική ισότητα ήταν λοιπόν εντελώς σχετική. Οικονομικά και κοινωνικά επιζούσε χάρη σε αυτές τις κοινές πρακτικές, που ωστόσο η «φιλοχρηματία» υλικών αγαθών έκανε όλο κατ περισσότερο τεχνητές. Πολιτικά. αφορούσε μόνο τους γνήσιους πολίτες, όλο και περισσότερο μειοψηφία στους κόλπους των Λακεδαιμονίων. Ο «μύθος» ε¬ξακολουθούσε να λειτουργεί όταν οι μεταρρυθμι¬στές βασιλείς του 3ου αιώνα θα προσπαθούσαν να τον αναβιώσουν.

5. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
Μία αγροτική οικονομία
Είναι γεγονός ότι ο χαρακτήρας της σπαρτιατικής οικονομίας ήταν κατ’εξοχήν αγροτικός. Ακρογωνι¬αίος λίθος της οικονομίας της ήταν το μέγεθος και η ποιότητα των αγροτικών γαιών. Μεταξύ του 9ου και του 7ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες κέρδισαν τον έλεγχο του συνόλου του εδάφους όχι μόνον της Λα¬κωνίας, αλλά και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τη γονιμότητα της Μεσσηνίας εξήραν οι αρχαίοι συγ¬γραφείς. Ο Τυρταίος κάνει λόγο για τη «Μεσσηνία, καλή για όργωμα και για σπορά». Ο Ευριπίδης πε-ριγράφοντας την περιοχή λέει ότι «παράγει πλου¬σιοπάροχα, υδρεύεται από αμέτρητα ρεύματα και στολίζεται από πλούσιους βοσκότοπους για αγελά¬δες και πρόβατα». Το μεγαλύτερο τμήμα της αχα¬νούς αυτής έκτασης ήταν ιδιωτικό και ανήκε στους πολίτες της Σπάρτης, τους «Σπαρτιάτες». Πηγές στην Αθήνα της κλασικής εποχής αντιμετώπιζαν την ιδιοκτησία των Σπαρτιατών με φθόνο. Σύμφωνα με τον ψευδό-πλατωνικό διάλογο, Αλκιβιάδης Ι, «ούτε ένα από τα κτήματα μας δεν μπορούσε να συ-γκριθεί με τα δικά τους σε έκταση και υπεροχή ού¬τε σε αριθμό δούλων, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ειλώτων, ούτε σε άλογα ούτε σε οποιο¬δήποτε άλλο ζώο που βόσκει στη Μεσσηνία».
Οι Σπαρτιάτες ήταν εισοδηματίες γαιοκτήμονες και όλοι τους ζούσαν μέσα στη Σπάρτη, συχνά σε σημαντική απόσταση από τα κτήματα τους. Η ζωή τους όλη ήταν αφιερωμένη στις πολιτικές και στρα¬τιωτικές υποθέσεις και δεν χρειάζονταν να ασχο-ληθούν με χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες. Τα κτήματα τους καλλιεργούσε κυρίως ο γηγενής πληθυσμός των δούλων, οι είλωτες. Τα δικαιώματα κάθε Σπαρτιάτη επί των ειλώτων που εργάζονταν στα κτήματα του περιστέλλονταν από τη σημαντική περί κολεκτίβας πρόνοια του καθεστώτος υποτέ¬λειας των ειλώτων. Οι οικογένειες των ειλώτων ή¬ταν κατά πάσα πιθανότητα δεμένες με συγκεκριμέ¬να κομμάτια γης, τα οποία συνέχιζαν να καλλιερ¬γούν ακόμη κι όταν τα χωράφια αυτά άλλαζαν χέ¬ρια και πέρναγαν από ένα Σπαρτιάτη σε άλλον. Έτσι, δεν υφίστατο εμπόριο ειλώτων και πιθανόν μόνον περιορισμένος αριθμός δούλων ovopazótav έξω από τη σπαρτιατική κοινωνία.
Η έτερη μεγάλη ομάδα της σπαρτιατικής επι¬κράτειας ήταν ο ελεύθερος πληθυσμός, που ήταν γνωστός με το όνομα περίοικοι και κατοικούσε στις πιο ορεινές κατ οτις παράκτιες περιοχές. Παλαιότε¬ρες περιγραφές ανέφεραν ότι οι οικονομικές δρα¬στηριότητες των περιοίκων περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τη Βιοτεχνία και το εμπόριο. Είναι αλή¬θεια ότι οι περίοικοι εκμεταλλεύονταν τέτοιες θε¬σούλες, μια και οι Σπαρτιάτες ήταν κατ' εξοχήν πο¬λεμιστές και οι είλωτες ασχολούνταν με τις αγροτι¬κές εργασίες- ωστόσο, πρόσφατη ερευνά έδειξε ότι ο πληθυσμός των περιοίκων ήταν άκρως διαφορο¬ποιημένος. Οι περισσότεροι από τους περίοικους, κυρίως όσοι κατοικούσαν σε μεσόγεια χωριά, ζούσαν από τη γεωργία είτε ως εργαζόμενοι αγρότες εί¬τε ως αργόσχολοι κτηματίες. Μόνο σε μεγάλες κοι¬νότητες περιοίκων ή σε εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε σημαντικά λιμάνια, μεγάλη μερίδα πληθυ¬σμού είχε ευκαιρίες να ασχοληθεί με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι γενικώς περιορισμένες ευκαι¬ρίες για τέτοιες δραστηριότητες ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου βαθμού οικονομικής αυτάρκειας της περιοχής: σε εργατικά χέρια δούλων, σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και σε σιδηρομετάλλευμα.

Δημόσια οικονομικά

Και η δημοσιονομική πολιτική στη Σπάρτη ήταν σχετικά μη αναπτυγμένη. Στις περισσότερες ελλη¬νικές πόλεις, τα επίπεδα των δημόσιων δαπανών ή¬ταν συνάρτηση του βαθμού σύνθεσης του κράτους, των στρατιωτικών υποχρεώσεων του και του εύρους των δημόσιων υπηρεσιών. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, οι δημόσιες δαπάνες της Σπάρτης στους τομείς της άμυνας, της εσωτερικής διοίκησης και της αγοράς τροφίμων ήταν σχετικά χαμηλές. Με ναυτικές επιχειρήσεις περιστασιακές και μικρής κλίμακας, ένα στρατό ξηράς που λειτουργούσε μέσω επιτάξεων και προσωπικής θητείας και δίχως ειδικές αστυνο¬μικές δυνάμεις ή οχυρά που να απαιτούν συντήρη¬ση, οι οικονομικές απαιτήσεις των ένοπλων δυνά¬μεων της Σπάρτης την εποχή πριν από τον Πελο¬ποννησιακό πόλεμο ήταν μικρές. Μόνο με την έ¬λευση του διαρκούς και μακρόχρονου πολέμου με¬τά το 431 π.Χ., που απαιτούσε σημαντικό αριθμό μι¬σθοφόρων και έντονη ναυτική εκστρατεία, αυξή¬θηκε ουσιαστικά το στρατιωτικό κόστος. Σε ό,τι α¬φορά την εσωτερική διοίκηση, η περιορισμένη έ-κταση των δημόσιων κτιρίων και το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν μισθός για τους κρατικούς αξιωμα¬τούχους, συγκράτησε γενικά το κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Εν τέλει, σε ένα κράτος με πλούσιες α¬γροτικές γαίες δεν χρειαζόταν να γίνουν δαπάνες για εισαγωγή τροφίμων.
Αντίθετα, η δυνατότητα της Σπάρτης να εξασφα¬λίσει προσόδους ήταν περιορισμένη. Κατά πάσα πι¬θανότητα οι Σπαρτιάτες εφήρμοζαν σύστημα έμμε¬σης φορολογίας στο εμπόριο, αλλά και τελωνεια¬κών δασμών, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν χαμηλός ο όγκος ίων ε¬σόδων που προέρχονταν από την πώληση μη πολύτιμων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Δεδομένης της αυτάρκειας της περιφερειακής οικονομίας είναι μάλλον απίθανο να έμπαιναν στα ταμεία σημαντικά ποσά από φόρους επί των εισαγωγών και των εξαγωγών. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις περισσότερες κοσμοπολίτικες πόλεις, η Σπάρτη δεν ήταν τόπος διαμονής αξιοσημείωτου α¬ριθμόν ξένων στους οποίους θα εφαρμοζόταν σύ¬στημα άμεσης φορολογίας. Οι περίοικοι ήταν φό¬ρου υποτελείς αλλά τα λεφτά τους πήγαιναν στους βασιλείς και όχι στο δημόσιο ταμείο.
Σε αντίθεση με την Αθήνα του 5ου αιώνα, που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους από τους συμμάχους της, οι εταίροι της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία συνεισέφεραν με ανθρώπινο δυναμικό και όχι με χρήμα¬τα. Όταν η Σπάρτη είχε αυτοκρατορικές κτήσεις κα¬τά τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αιώνα, η πόλη επιχείρησε να επιβάλει έκτακτους στρατιωτι¬κούς φόρους (εισφορές) στους πολίτες της. Όπως ό¬μως σημειώνει στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης, μεγάλο ήταν το ποσοστό εκείνων που δεν πλήρω¬ναν. Ως εκ τούτου, το δημόσιο ταμείο έπασχε από χρόνια έλλειψη πόρων. Για τις υπερπόντιες επι¬χειρήσεις της, η Σπάρτη ήταν υποχρεωμένη να βα¬σιστεί στις ξένες πήγες χρηματοδότησης, όπως οι περσικές επιχορηγήσεις που της επέτρεψαν να κερδίσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Νομισματοκοπία και νόμισμα
Η εικόνα της μη αναπτυγμένης οικονομίας, που έχουμε σχηματίσει ως τώρα. ενισχύεται από το γε¬γονός ότι σε αντίθεση με πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη δεν είχε προχωρήσει σε κοπή α¬σημένιου νομίσματος μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, η Σπάρ¬τη των κλασικών χρόνων συνειδητά διατήρησε ένα δύσχρηστο σιδερένιο νόμισμα μεγάλου βάρους κατ μικρής αξίας, ώστε να μείνει έξω από τη σφαίρα των εμπορικών συναλλαγών με ξένους. Πράγματι, πολλές μεταγενέστερες πήγες αναφέρουν ότι ως το 404 π.Χ. απαγορεύονταν τελείως στη Σπάρτη τα χρυσά και ασημένια νομίσματα. Εκείνη τη χρονιά, ο Λύσανδρος έστειλε πίσω στη Σπάρτη τα αμέτρη¬τα λάφυρα που είχε αποκομίσει μετά τη νίκη του στη μάχη στους Αιγός ποταμούς, μεταξύ των οποί¬ων περιλαμβανόταν και τεράστια ποσότητα αθηναϊ¬κών νομισμάτων. Ελήφθη τότε η απόφαση να γίνει για πρώτη φορά αποδεκτό αυτό το νόμισμα για δη¬μόσια χρήση στη Σπάρτη. να απαγορευτεί όμως η κατοχή του από ιδιώτες. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο Βίο Λυσάνδρου, από τη στιγμή που το νόμισμα επιτράπηκε στην πόλη, πέρασε εύ¬κολα στα χέρια ιδιωτών, με αποτέλεσμα να υπάρ¬ξουν κρούσματα απληστίας και διαφθοράς. Μια ε¬ξέλιξη που υπονόμευσε την εξουσία της Σπάρτης.
Τούτα τα στοιχεία όμως και οι συνέπειες ιούς α¬παιτούν ενδελεχή μελέτη. Η μη χρήση νομίσματος στη Σπάρτη δεν ήταν ασυνήθιστη πρακτική. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 50° ο του συνόλου των ελ¬ληνικών πόλεων δεν είχαν ποτέ κόψει νομίσματα. Πολλές άλλες δε, ακόμη και μετά την εισαγωγή του τον 6ο αιώνα, καθυστέρησαν για μεγάλο διά¬στημα να κόψουν νόμισμα. Μεταξύ αυτών και ση-μαντικές πόλεις όπως το Βυζάντιο. που δραστηριο¬ποιούνταν έντονα στο διεθνές εμπόριο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης του στη θαλασσιά οδό μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Εν πάση περιπτώσει, οι πόλεις που έκοβαν νομίσματα ήταν πάντα μειονότητα. Πρόσφατη έρευνα διαπιστώνει ότι η πόλη χρειαζόταν πολύ σοβαρούς λόγους για να κό¬ψει νόμισμα. Έτσι, η αποχή της Σπάρτης από την κοπή νομίσματος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συ¬νειδητά ακολουθούσε πολιτική οικονομικού απο-μονωτισμού .
Ένας λόγος για ιόν οποίο ορισμένες άλλες πό¬λεις δεν έκοψαν νομίσματα, ήταν ότι υπήρχαν δια¬θέσιμα νομίσματα από γειτονικές πόλεις που γίνο¬νταν ευρέως δεκτά. Και εδώ θα πρέπει να σημειώ¬σουμε ότι το νόμισμα της Αίγινας κυκλοφορούσε σε μεγάλη κλίμακα α την Πελοπόννησο. Παρομοί¬ως, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητεί κανείς ότι στη Σπάρτη εφαρμοζόταν ένα σύστημα κυκλοφορίας σιδερένιων νομισμάτων. Ωστόσο, τα στοιχεία για την ύπαρξη ενός αποδεκτού συστήματος ανταλλα¬γής των σιδερένιων νομισμάτων της Σπάρτης με ξένα ασημένια νομίσματα που χρησιμοποιούνταν με βάση τα μέτρα της Αίγινας, καταδεικνύουν ότι η χρήση των σιδερένιων νομισμάτων δεν συνεπα¬γόταν αποκλεισμό των ξένων νομισμάτων από τη Σπάρτη. Πράγματι, η χαμηλή αξία του σιδερένιου νομίσματος συνεπάγεται ότι είχε επικρατήσει σύ¬στημα παράλληλης χρήσης, μια και οι συναλλα¬γές πάνω από κάποια αξία απαιτούσαν τη χρήση πολυτιμότερων μετάλλων.
Αρκετά είναι τα στοιχεία που συγκλίνουν στην ε¬κτίμηση ότι γινόταν χρήση ξένων νομισμάτων και ασημένιων ράβδων πριν από το 404 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, για πα¬ράδειγμα, η πόλη χρησιμοποιούσε ασημένια νομί-σματα για την πληρωμή των μισθοφόρων στρατιω¬τών και των ερετών του στόλου. Μέσα στη Σπάρτη, η πόλη επέβαλε χρηματικά πρόστιμα στους πολίτες της και τα υποχρεωτικά μηνιαία κοινά συσσίτια κόστιζαν 10 οβολούς της Αίγινας. Χρυσά νομίσματα αλλά και ακατέργαστος χρυσός και ασημί διανε¬μήθηκαν στους Σπαρτιάτες στρατιώτες από τα περ¬σικά λάφυρα μετά τη μάχη των Πλαταιών, το 479. Κατά συνέπεια, όταν το 404 π.Χ αποφασίστηκε να επιτραπεί η χρήση ασημένιων νομισμάτων αλλά ό¬χι και η κατοχή τους, το μέτρο ήρθε όχι ως χαλάρωση, αλλά ως περιορισμός της προηγούμενης πρακτικής. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες πολύ σύντομα ξεγλίστρησαν από τον ε¬πιχειρούμενο περιορισμό. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Πλουτάρχου, ότι αυτό ακριβώς προκάλεσε τη διάβρωση των ηθικών αξιών, είναι υπερβολικός α¬πό τη στιγμή που η ατομική ιδιοκτησία ασημένιων νομισμάτων δεν ήταν κάτι καινούργιο.
Δώρα, εμπορικές συναλλαγές και αγορά
Εκ πρώτης όψεως, η αρχέτυπη μορφή των συ¬ναλλαγών στη Σπάρτη ήταν η προσφορά δώρων. Η προσφορά δώρων, που δεν περιελάμβανε νόμισματα και ήταν ενταγμένη σε ένα πλαίσιο κοινωνικό¬τητας, είναι εμφανής σε διάφορους τομείς της σπαρ¬τιατικής ζωής. Στα συσσίτια οι πολίτες δεν ξόδευαν χρήματα για τους συνδαιτυμόνες τους. Αντίθετα, οι πλούσιοι προσέφεραν σταρένιο ψωμί και οι κυνη¬γοί τα θηράματα τους. Οι βασιλείς τιμούσαν άλλους Σπαρτιάτες, μοιραζόμενοι τη δεύτερη μερίδα τους. Κατά κανόνα, ο βασιλιάς Αγησίλαος δώριζε ένα βόδι και ένα μανδύα στα νεοεκλεγμένα μέλη της Γερουσίας. Την ατμόσφαιρα αυτής της πρόθυμης γενναιοδωρίας μεταφέρει ο Ξενοφών, όταν χαρακτηρίζει τον Αγησίλαο ως «κάποιον που χαίρεται να προσφέρει τα δικά του για το καλό των άλλων». Σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής Ζωής άλλων πόλεων γινόταν χρήση νομισμάτων, σε αντίθεση με τη Σπάρτη. Χρηματικά έπαθλα και υλικά βραβεία δίνονταν στους νικητές αθλητικών αγώνων σε διά¬φορες πόλεις, όχι όμως και στη Σπάρτη, όπου η μό¬νη επιβράβευση για τους Ολυμπιονίκες ήταν η τι¬μή να αγωνιστούν με την προσωπική φρουρά του βασιλιά. Σ την Αθήνα η προίκα δινόταν σε μετρητά, ενώ στη Σ πάρτη σε γη.
Η κυριαρχία της προσφοράς δώρων και των συναλλαγών δίχως τη χρήση νομίσματος είναι, ωστόσο, μόνον μέρος της ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι η εσωτερική οικονο¬μία της Σπάρτης δεν χρησιμοποιούσε τό¬σο τα νομίσματα όσο η Αθήνα, οι εμπορικές συ¬ναλλαγές δεν ήταν επ’ ουδενί απούσες από τη ζωή της Σπάρτης. Υπάρχουν στοιχεία για τακτική ενα¬σχόληση των πολιτών με εμπορικές συναλλαγές.Με την εντατική εκμετάλλευση των γαιών που τους ανήκαν, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες συσσώρευαν σημαντικά πλεονάσματα σε αγροτικά προϊόντα. Η υποχρέωση των πολιτών να προμηθεύουν με τρόφιμα τα συσσίτια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κατά πασά πιθανότητα δημιουργούσε συνεχή ζήτη¬ση για τα πλεονάσματα αυτά. Τέτοιες συναλλαγές δεν επικροτούνταν μόνον από την πόλη. Η αναφο¬ρά του Θουκυδίδη, ότι η στέρηση των δικαιωμάτων ενός πολίτη (ατιμία) σήμαινε πως «δεν θα μπορού¬σε να κατέχει δημόσιο αξίωμα ούτε να έχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης», δείχνει ότι το δικαίωμα στην αγοραπωλησία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιότητας του πολίτη της Σπάρτης, ισάξιο με την κα¬τοχή δημοσίου αξιώματος.
Η Σπάρτη δεν διαχώριζε πολιτικές κατ οικονομι¬κές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τη θεσσαλική «ελεύθερη αγορά», από την οποία οι τεχνίτες και οι αγρότες ήταν αυστηρά αποκλεισμένοι. Το εμπόριο και οι δημόσιες υποθέσεις διεξάγονταν στη σπαρ¬τιατική αγορά. Ο Ξενοφών περιγράφει μια σκηνή στη σπαρτιατική αγορά, όπου οι δικαστές διηύθυναν τις πολιτικές υποθέσεις κοντά 40 Σπαρτιατών και άνω των 4.000 μη Σπαρτιατών που ασχο¬λούνταν με εμπορικές συναλλαγές. Η περιγραφή του Ξε-νοφώντα δείχνει ότι η σπαρτιατική αγορά ή¬ταν μια ζωηρή, περιφερειακή αγορά. Κατά συνε¬πεία, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος εξακόντισε την κριτική του κατά των δραστηριοτήτων της ελληνικής α¬γοράς και είπε σε αγγελιαφόρο από τη Σπάρτη: «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω φοβηθεί τους ανθρώ¬πους που έχουν ένα σταθερό ση¬μείο στο κέντρο της πόλης τους. όπου συναθροίζονται για να α¬νταλλάξουν βρισιές και να κο-ροϊδέψουν ο ένας τον άλλον». ο σαρκασμός του δεν ήταν άστο¬χος αλλά απευθυνόταν σε μια πόλη, για τους πολίτες της ο¬ποίας οι εμπορικές συναλλα¬γές ήταν μέρος της Ζωής τους.

6. ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

Συναντάμε στον Ξενοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολι¬τεία 7, 5 -άηχος 380;) ένα θέμα που θα διευρύνουμε και θα διευκρινί¬σουμε στη συνέχεια. Κατά τη γνώμη του το λακεδαιμονικό νόμισμα εί¬ναι από σίδηρο, βαρύ και άβολο. Κι ο Πλούταρχος εμπλουτίζει τη θε¬ματολογία μας διευκρινίζοντας πως αυτό που αποκαλούμε σιδερένιο νόμισμα έχει ένα τετράχαλκο που ζυγίζει μία μνα αιγινήτικη (Πλού¬ταρχος, Λακ. 226,3), ωστόσο ο ίδιος (Λύσανδρος, 17,4-5) μιλά επίσης για τους οβολούς, ία γνωστά σιδερένια σουβλιά που άλλωστε σαν προσφορές ανασκάφτηκαν σε ναούς αρχαϊκής περιόδου. Ελάχιστα γνωρίζουμε σχετικά με αυτό που οι Λακεδαιμόνιοι ονόμαζαν παρα¬δοσιακό νόμισμα τον πρώιμο 4ο αιώνα.
Πράγματι ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται στην αρχή του 4ου αιώνα. Μέχρι τότε η Σπάρτη δεν έχει νομίσματα, χωρίς να αποτελεί μοναδική περίπτωση. Οι πόλεις της Κρήτης άρχισαν να συναλλάσσο¬νται πολύ αργότερα με το νόμισμα όπως το αντιλαμβάνονται τέτοιο οι Αθηναίοι και οι πόλεις όπου η νομισματοποίηοη του συστήματος τους είχε ήδη γίνει.
Ωστόσο δεν έχουμε την εντύπωση κατά τον 5ο αιώνα ότι οι Σπαρτιάτες κρατούν κάποια ιδιαίτερη στάση νομοθετικής αντίθεσης απέναντι στα πολύτιμα μέταλλα και το νόμισμα. Μάλιστα οι Βασιλείς τους κα¬τηγορούνται για διαφθορά. Ο Παυσανίας είναι οικονομικά εύρωστος χάρη στις προσφορές των Περσών. Δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση. Απλά το οικονομικό τους σύστημα λειτουργεί Βάσει της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας, πολεμικών λεηλα-σιών κατά τους πολέμους και ανταλλαγή σε περιπτώσεις ανάγκης που η κοινότητα τους δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Εξάλλου τι τους λείπει πέρα από τα ευγενή μέταλλα; Παράγουν σιτάρι, λάδι, κρασί, σύκα για τη διατροφή τους. Μαλλί και δέρμα από τα Ζώα τους για τα ρούχα τους, ξυλεία από τα δάση τους στα Βουνά και το σίδηρο από τα ορυχεία (στο Ακρωτήριο Μαλέας) για τα εργαλεία τους• έχουν και λίγο χαλκό (κοντά στο ναό του Απόλλωνα Υπερτελεάτη και του Απόλλωνα Τυρίτη), καθώς και μόλυβδο. Ο κόλπος της Λακωνίας προμηθεύει τα πορ¬φυρά χρώματα για τις στολές.
Το ζήτημα τίθεται όταν χρειάστηκε να κατασκευάσουν ένα στόλο• σε αυτή την περίπτωση πρέπει να βρεθούν η κατάλληλη ξυλεία, η πίσσα, να προσληφθούν πλοηγοί και έμπειροι ναυτικοί που θα πληρωθούν. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία τροφοδοτήθηκε κατά το μάλλον ή ήττον από περσικό χρήμα που αλλοτρίωσε τους Λακεδαιμονίους που υπηρέτησαν ε¬κεί. Στο εξής το μη νομισματικό σύστημα φαντάζει απαρχαιωμένο.
Όταν ο Λύσανδρος συντρίβει την Αθήνα, μαζεύει σχολαστικότατα ό¬σα νομίσματα μπορεί να βρεθούν στην αυτοκρατορία και τα στέλνει με την ίδια φροντίδα τοποθετημένα μέσα σε τσουβάλια στη Σπάρτη - είναι φανερό ότι γνωρίζει την κυκλοφορία του χρήματος, αφού έχει συνη¬θίσει τη χρήση του νομίσματος, όπως επίσης και ο άλλος μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Γύλιππος, που έζησε κάποια στιγμή στις Συρακούσες. Οι δυο άνδρες ξέρουν πως στο εξής η Σπάρτη δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά της, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά, χωρίς να εισέλθει στον κόσμο της νομισματοποιημένης οικονομίας.
Είναι περισσότερα από αυτά που ήλπιζαν οι πολιτικοί μηχανισμοί της Σπάρτης. Πράγματι, οι στρατιωτικοί αρχηγοί στους οποίους οφεί¬λεται η νίκη δεν είναι παρά στρατηγοί, όχι πολιτικοί ηγέτες του κρά¬τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι βασιλείς, η Γερουσία, οι μεγάλοι ιδιοκτή¬τες γης, ακολουθούν μια σταδιοδρομία περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική και δεν επιθυμούν διόλου παρόμοια περιπέτεια. Διαχει-ρίζονται ήδη ένα μεγάλο κράτος για το ελληνικό σύστημα, που σαν α¬πό θαύμα επέζησε στις κακοτυχίες των πολέμων και θέλουν να εξα¬σφαλίσουν την επιβίωση τους.
Τα ιστορικά γεγονότα της Σπάρτης μας έγιναν γνωστά από τον Διό¬δωρο (13b) και ιδιαίτερα τον Πλούταρχο (Λύσανδρος, 16, 17, 1-3). Ο Πλούταρχος αποκαλύπτει τις πηγές του, τον Έφορο και τον Θεόπομπο• ωστόσο αυτοί από πού ompizouv την αφήγηση τους; Σε κάθε περίπτω¬ση έχουμε μία ιστορική απόδοση της γέννησης ενός μύθου. Η Συνέλευση της Σπάρτης απορρίπτει πράγματι τις προτάσεις του Λύσανδρου (προτάσεις άγνωστες σε μας) και αποφασίζει πως το σπαρτιατικό κράτος θα εξακολουθήσει το μη εμπλουτισμό του με δικό του νόμισμα. Παρά ταύτα, το κράτος διατηρεί αυτά που ο Λύσανδρος έφερε στη Σπάρτη για τα εξωτερικά του έξοδα, αλλά απαγορεύει την ιδιωτική κατοχή νομί¬σματος. Αρχίζει το κυνήγι των δυστροπούντων που έφεραν από τις εκ¬στρατείες τους (και μάλιστα κράτησαν τα λάφυρα τους) ποσά λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά. Ο Γύλιππος εξορίστηκε. Φίλοι του Λύσανδρου θανατώθηκαν. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη χρή¬ση του νομίσματος και το παλαιό σύστημα αλλοιώθηκε. Επιχειρείται τό¬τε να βρεθεί ένα υποκατάστατο. Εμφανίστηκαν στοιχεία από μέταλλο (οβολοί;) που προϋπήρχαν σε ορισμένους τύπους ανταλλαγών. Στοιχεία που θεωρήθηκαν ικανά να προσεγγίσουν την ιδέα που συνιστά ένα νό¬μισμα: άφθαρτο, μετρήσιμο, συμβολικό. Έτσι γεννήθηκε το σπαρτιατι¬κό νόμισμα από σίδηρο. Το αστείο είναι ότι σε μερικές πόλεις της Πε-λοποννήσου, συνδεδεμένες με τη Σπάρτη και που έκοβαν νόμισμα, φαίνεται ότι ήδη το είχαν κατασκευάσει για μικρή χρονική περίοδο.
Ούτως ή άλλως η κοπή νομίσματος από τη Σπάρτη αποτελεί στο εξής απαγορευμένο καρπό για όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, τροφοδοτώντας το θαυμασμό των ηθικολόγων. Ο πρώτος θησαυρός θα βρεθεί κατά τη βασιλεία του Ατρέα. Και αυτός καθώς φαίνεται έκοψε νόμισμα μόνο για τις ανάγκες του πολέμου των Χρεμονιδών και όχι στη Σπάρτη. Ο μύθος θα γνωρίσει εξάλλου το απόγειο της δημοτικότητας του τη στιγμή που η πραγματικότητα αλλάζει όψη. Εκείνος που θα εισαγάγει την κοπή νο¬μίσματος στη Λακεδαίμονα, είναι ο βασιλιάς που ο Πλούταρχος (Φύλαρχος) μας παρουσιάζει σαν τον αναμορφωτή του παλαιού προτύπου. Τα νομίσματα της Σπάρτης θα ανθίσουν την εποχή του Κλεομένη Γ.

ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν και δημιούργησαν πυ¬κνότατο οδικό δίκτυο, τελείως ιδιότυπο και πρωτο¬ποριακό, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη αμαξήλατη επικοινωνία σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώ¬ρο. Οι οδοποιοί χάραζαν στα βραχώδη μέρη αυλά¬κια με σταθερό μετατρόχιο 1,40 μ., μέσα στα οποία κυλούσαν οι τροχοί της δίτροχης ή τετράτροχης ά¬μαξας. Οι αρχαίοι ονόμαζαν αυτά τα αυλάκια αρματροχιές ή αμαξοτροχιές. Η άμαξα δηλαδή είχε προκαθορισμένη διαδρομή και κινιόταν με τους τροχούς μέσα στις αρματροχιές, χωρίς να μπορεί να λοξοδρομήσει. Αυτό ήταν και το μείζον επίτευγμα των Ελλήνων οδοποιών.
Προφανώς εκτός από τους ειδικά κατασκευασμέ¬νους δρόμους για τις άμαξες, υπήρχαν - όπως και σήμερα - και οι ατραποί, τα πολυπατημένα δηλαδή μονοπάτια, που προορίζονταν μόνο για τους πεζοπόρους και τα υποζύγια.
Το αμαξήλατο οδικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αι. Το πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πε¬λοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και πρέπει να υπήρξε έργο μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, απολύτως αναγκαίας και ι¬κανής για το σχεδιασμό, την πραγμάτωση και τη διαρκή συντήρηση του. Αυτή η εξουσία δεν μπορεί να είναι άλλη από την Πελοποννησιακή Συμμαχία με κινητήρια δύναμη τη Σπάρτη. Δεν είναι άλλω-στε τυχαίο ότι η ίδια η Σπάρτη διέθετε οδικό δί¬κτυο εκπληκτικής πυκνότητας, το πολυσχιδέστερο μάλιστα στον ελλαδικό χώρο.
Η Σπάρτη είναι γνωστό ότι αποκτά την εικόνα συ¬γκροτημένου κράτους σε κάθε τομέα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής μετά τα μέσα του 7ου αι. και τη νικηφόρα γι' αυτήν έκβαση του δεύτερου Μεσ¬σηνιακού πολέμου, που της απέφερε τη Μεσσηνία. Η υπαγωγή μάλιστα της Μεσσηνίας στις περιοικίδες περιοχές της Σπάρτης εξασφάλισε έκτοτε στην τελευταία το οικονομικό υπόβαθρο για τη συγκρό¬τηση σε κράτος- επιπλέον συνέβαλε καθοριστικά στην έξοδό της στον υπόλοιπο κόσμο με αξιοζήλευτες διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με χώρους όπως λ.χ. η Ιωνία και με συνακόλουθη την πολιτιστική έκρηξη της Λακωνίας τα χρόνια που α¬κολουθούν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν δημι¬ουργήθηκε το θαυμαστό οδικό δίκτυο της Σπάρτης. Ο «στρατιωτικός» χαρακτήρας του αμαξήλατου οδικού δικτύου είναι πασιφανής. Επιγραμματικώς θα έλεγα ότι προηγήθηκαν οι στρατιώτες και ακο-λούθησαν οι έμποροι. Δεν υπήρχε άλλωστε η δυ¬νατότητα να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία τέ¬τοιας κλίμακας έργα• ήταν όμως πάντοτε έτοιμη να τα εκμεταλλευθεί, προσπορίζοντας ίδια κέρδη. Σημασία λοιπόν για τη δημιουργία του οδικού δι¬κτύου είχε η ύπαρξη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, όπως ήταν η Σπάρτη. Η Περσία και η Ρώ¬μη αποτελούν τα ακριβή παράλληλα παραδείγματα με τη Σπάρτη. Και οι δύο εξουσίες διέθεταν α¬ξιοθαύμαστο, οε πυκνότητα και ποιότητα παρεχό¬μενων υπηρεσιών, οδικό δίκτυο, που κάλυπτε όχι μόνον την εκάστοτε επικράτεια τους, αλλά εξυπη¬ρετούσε έναν πολύ ευρύτερο όμορο χώρο. Και οι δύο ισχυρές συγκεντρωτικές εξουσίες δημιούργη¬σαν πρωτίστως το οδικό δίκτυο τους για την ευχερή και απρόσκοπτη κίνηση των στρατιών τους, όπως άλλωστε και η Σπάρτη. Η τελευταία μάλιστα έχει να επιδείξει και μία ειδοποιό διαφορά επιπλέον α¬πό την Περσία και τη Ρώμη, αφού είχε ορίσει ως υ¬πεύθυνη για τις οδούς της την ανωτάτη πολιτειακή αρχή της, τους δύο βασιλείς (Ηροδ. VI 57, 4). Αυ¬τοί δηλαδή που ηγούνταν μιας εκστρατείας ήταν ταυτοχρόνως και οι υπεύθυνοι άρχοντες για το οδικό δίκτυο, μέσω του οποίου επιτυγχανόταν η διεκ¬περαίωση της όποιας στρατιωτικής επιχειρήσεως.
Σήμερα λοιπόν κατανοούμε ότι όταν εξαίρεται η δυνατότητα της Σπάρτης να μεταφέρει τάχιστα το στρατό της, όπου υπήρχε ανάγκη, και να εκπλήσ¬σει η αξιοθαύμαστη ευχέρεια στρατιωτικών κινή¬σεων, αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στο αμαξήλατο οδικό της δίκτυο και όχι μόνον στην πει¬θαρχία και στην ευψυχία των ανδρών της. Είναι μία παράμετρος που έως σήμερα δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως, όταν σπουδάζουμε τα της ιστορίας της Σπάρτης. Υποθέτουμε μάλιστα παράλληλα με το σκευοφορικόν (Ξεν., Λακ. Πολ. 13, 4), και την ύ¬παρξη αντιστοίχου σώματος της οδοποιίας, κάτι α¬νάλογο με το σημερινό «μηχανικό», επιφορτισμένο κατ υπεύθυνο για τα οδικά έργα.
Στην αδήριτη επομένως ανάγκη για επέκταση και συνεχή προάσπιση της εξουσίας μιας υπερδυνάμεως, όπως η Σπάρτη, πρέπει να αποδώσουμε πρωτί¬στως τη δημιουργία του οδικού δικτύου με το σαφή κατ αδιαμφισβήτητο στρατιωτικό χαρακτήρα του.
Σήμερα, έπειτα από πολύχρονη έρευνα στην ύπαιθρο γνωρίζουμε, με βάση τις χαρτογραφημένες αρματροχιές που εντοπίσαμε κατά τόπους, ότι το δί¬κτυο της Σπάρτης, τουλάχιστον στην επικράτειά της, διέθετε περίπου εκατό (100) αμαξηλάτους οδούς. Για να εννοήσουμε την πυκνότητα του, αρκεί να α¬ναφέρουμε ότι ενώ σήμερα η επικοινωνία της Σπάρ¬της με το Βορρά εξασφαλίζεται με έναν άξονα, οι αρχαίοι διέθεταν τέσσερις: έναν όπως η σημερινή λεωφόρος Σπάρτη - Τρίπολη, και τρεις δυτικότερα, διά μέσου της αρχαίας Σκιρίτιδος (σήμερα περιοχή Κολλινών-Βλαχοκερασιάς), κατά μήκος του Ευρώ¬τα ως τη Μεγαλοπολιτική, που ήταν και η κύρια στρατιωτική οδός (Πελλάνα - Ανεμοδούρι - Ασέα..), και τον δυτικότατο, που διέτρεχε την κορυφογραμμή του βόρειου Ταύγετου οε υψόμετρο 1.600 μ.
8. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ
Τα αγγλικά επίθετα «σπαρτιατικός» και «λακωνικός» έ¬χουν τις ρίζες τους στην ασυνήθιστη κοινότητα που εγκαταστάθηκε σης όχθες του Ευρώτα, στη Νότια Πελοπόννησο, γύρω στο 1000 π.Χ. Κάπου πεντακό¬σια χρόνια αργότερα, το 480 π.Χ., 300 πολεμιστές της Σπάρτης έγραψαν το όνομα τους ανεξίτηλα στο Βιβλίο της Ιστορίας. Η μάχη των Θερμοπυλών ση¬ματοδότησε μια ελληνική ήττα στον πόλεμο κατά των Περσών εισβολέων. Ήταν όμως η ενδοξότερη ήττα που μπορεί κάποιος να φανταστεί και το πλέον ακλόνητο θεμέλιο στην - κατά τα άλλα - μεταβαλλό¬μενη και με αναλαμπές χίμαιρα, μύθο ή θρύλο της αρχαίας Σπάρτης που φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Πίσω από αυτούς τους 300 άνδρες - κατά περισσό¬τερες της μίας έννοιες - βρίσκονται; οι σπουδαίες γυναίκες της Σπάρτης. Στους λάτρεις του Ομή¬ρου δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι πριν η Ελένη γίνει Ελένη της Τροίας ήταν η Ελένη της Σπάρτης, σύζυγος του καλού βασιλιά Μενέλαου και νύφη του Αγαμέ¬μνονα. Χάρη στο μοναδικό κάλλος της, έ¬νας δελφικός χρησμός μπορούσε με ασφά¬λεια να προβλέψει ότι απ’ όλη την Ελλάδα οι γυναίκες της Σπάρτης ήταν οι πιο όμορφες -εικόνα που δεν ευτελίζεται διόλου από τα βα¬σανιστικά άσματα των κοριτσιών (παρθένεια) που γράφτηκαν στη Σπάρτη από τον Αλκμάνα για να τραγουδιούνται από το χορό των νεαρών παρθένων λίγο πριν περάσουν το κατώφλι του γάμου.
Ο γάμος ήταν για μια Σπαρτιάτισσα ό,τι ο πόλεμος για ένα Σπαρτιάτη: α-ντιπροσώπευε το στόχο της ενηλικίω¬σης και την ευκαιρία να πραγματώ¬σουν το ρόλο για τον οποίον τους προόριζε η κοινότητα. Ωστόσο, για τον έξω κόσμο, τους άλλους Ελληνες, οι Σπαρτιάτισσες κοπέ¬λες και γυναίκες ήταν το ίδιο πε¬ρίεργες και ακατανόητες όσο και οι Σπαρτιάτες που έδωσαν μάχη μέχρι θανάτου στις Θερ-μοπύλες. Βάλτε στο μυαλό σας το χαρακτήρα της Λαμπιδούς (ένα όνομα όμορφο και βασιλικό στην πραγματικότητα, που συνηθίζουν οι Σπαρτιάτες), της Σπαρτιάτισσας συζύγου που ο Αριστοφάνης ανεβάζει στην κωμική σκηνή των Αθηνών αμέσως μετά την πρεμιέρα της Λυσιστράτης το 411. Η Λαμπιδώ είναι ο ορισμός του καλοσχηματισμένου θη¬λυκού σώματος και αξιοθαύμαστη όχι μόνον για τα στητά στήθη της, αλλά και για το σύνολο της σωματικής της διάπλασης. Με άλλα λόγια εκφράζει - φυσικά με κάποια κωμική υπερβολή - την πραγ¬ματικότητα στη Σπάρτη, που ήθελε τα κορίτσια να γυμνάζονται και σε καμία περίπτωση να είναι πε¬ριορισμένα σε αμιγώς οικιακές και στατικές εργα¬σίες. Για παράδειγμα, ήταν εκπληκτικές αθλήτριες. Μια σειρά θαυμαστών ορειχάλκινων αγαλματιδίων του 6ου αιώνα π.Χ. παριστάνουν γυμνές ή ημίγυ¬μνες Σπαρτιάτισσες, κορίτσια και κοπέλες, να τρέ¬χουν, ακριβώς όπως έκαναν και στην πραγματικό¬τητα, όχι μόνο στη Σπάρτη αλλά και στην Ολυμπία (βεβαίως όχι στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού αυ¬τοί ήταν αποκλειστικά για άνδρες).
Σκοπός της κοπιαστικής φυσικής άσκησης, όπως μαθαίνουμε από αρχαίους συγγραφείς που θα πρέ¬πει να ήταν γνώστες - όπως ο Ξενοφών - ήταν ο ευγονισμός. Με άλλα λογία, αποσκοπούσε στην ανατρο¬φή γυναικών που θα γίνονταν ρωμαλέες μάνες για ία παιδιά ίσος - ιδανικά μάλιστα αρσενικά παιδιά -για την επόμενη γενιά ενήλικων πολεμιστών της Σπάρτης που θα μάχονταν για λογαριασμό της τους ε-ξωτερικούς εχθρούς, αλλά και τους εσωτερικούς: τον πληθυσμό των σκλάβων, τους είλωτες. Ορισμένες ε¬πιτύμβιες επιγραφές, που διασώζονται, αναγράφουν το όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και πλάι «πέθανε στη γέννα» - επισήμανση τιμής, δόξα για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να αναγράφεται «πέθανε στον πόλεμο» αν έχανε τη ζωή του στα πεδία των μαχών. Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλα¬κτα απέδιδαν δημόσιες τιμές και εξέφραζαν δημο¬σίως επαίνους σης γυναίκες, σε κραυγαλέα αντίθεση με την Αθήνα, επί παραδείγματι, όπου ο Περικλής λέει - δίχως φόβο να διαψευστεί - ότι οι πιότερο αξιοσέβαστες Αθηναίες ήταν εκείνες για τις οποίες δεν είχε ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος.
Ούτε και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες δείλιαζαν να μιλήσουν. Αναπτύχθηκε παράδοση που ανιχνεύε¬ται στην εποχή του Ηρόδοτου ακόμη, η οποία αποδίδει σης γυναίκες της Σπάρτης εξαιρετικά οξυδερκείς ή πνευματώδεις παρατηρήσεις. Πολλές α-πό αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Αποφθέγματα Λακωνικά» που αποδίδεται στον Πλουταρχο. Όταν μια ξένη γυναίκα ρώτησε τη Γοργώ, θυγατέρα του βασιλιά Κλεομένη του Α΄ και σύζυγο του βασιλιά Λεωνίδα (του σπουδαίου ήρωα των Θερμοπυλών), γιατί οι Σπαρτιάτισσες ή¬ταν οι μόνες που εξουσίαζαν τους άντρες τους, εκείνη απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες γυναίκες που γεννάμε (πραγματικούς) άντρες». Όταν ένα α¬γόρι γύριζε από τη μάχη μόνο, δίχως τ’ αδέλφια του, η μητέρα, αντί να τον καλωσορίσει με τρυφεράδα, τον σφυροκοπούσε με προσβολές: «Σε μεγά-λωσα για να γίνεις εσύ ο μόνος δειλός από τα παι¬διά μου;». Η λακωνική φράση «ή ταν ή επί τας» λέγεται ότι εκστομιζόταν από την τυπική Σπαρτιάτισσα μητέρα ή τη σύζυγο και απευθυνόταν στο γιο ή τον άντρα της όταν εκείνος έφευγε για τον πόλε¬μο. Σήμαινε: «γύρνα πίσω με την ασπίδα σου, ζω¬ντανός και νικητής φέροντας την ασπίδα σου, ή γύρνα νεκρός, να σε κουβαλούν πάνω στην ασπίδα οι νικηφόροι συμπολεμιστές σου».
Σαν ερχόταν η ώρα μιας Σπαρτιάτισσας να πα¬ντρευτεί, σε ηλικία 18 ετών (πολύ μετά την ήβη και αργότερα από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας), το τελετουργικό και οι εκδηλώσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το δίχως άλ¬λο οι πηγές μας είχαν μια τάση εντυπωσιασμού, φαίνεται όμως ότι πράγματι τελούνταν μια μορφή γάμου ύστερα από αρπαγή. Ακόμη κι αν ο πατέρας ή ο άντρας κηδεμόνας ενός κοριτσιού την είχε αρραβωνιάσει με κάποιον, ένας άλλος άντρας μπο¬ρούσε να την αρπάξει και να την κάνει om συνέ¬χεια γυναίκα του δια της βίας. Αν ο αρρα¬βώνας ακολουθούνταν -κατά τα συ¬νήθη- από το γάμο, η τελετή ήταν μια περίεργα άχαρη υπόθεση, σε αντίθεση με τη χαρούμενη ατμό¬σφαιρα από τα τραγούδια των παρθένων που προηγούνταν. Τα μαλλιά της νύφης ξυρίζονταν σχεδόν και έπειτα την έκλειναν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μόνη φορεσιά ένα μακρύ ανδρικό χιτώνα και μια ζώνη. Μετά θα ερ¬χόταν ο άντρας, θα έλυνε τη ζώνη, θα της έβγαζε το χιτώνα και θα τη διακόρευε.
Ο έγγαμος βίος δεν ήταν ιδιαίτερα θερμός για το ζευγάρι. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ο σύζυγος θα περνούσε κάθε βράδυ στη συσκηνία μαζί με τους συντρόφους του και οι συζυγικές σεξουαλικές συνευρέσεις θα γίνονταν λαθραία και μυστικά. Ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των τριάντα χρο¬νών του συζύγου και αφού το ζεύγος είχε με επιτυχία φέρει στον κόσμο νόμιμα και υγιή παιδιά, η σε¬ξουαλική εμπειρία μιας Σπαρτιάτισσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην μιας μέσης Ελληνίδας. Με ή δίχως τη συναίνεση της, ο σύζυγος μπορούσε να τη δανείσει σε έναν άλλο άντρα με τον οποίο και για τον οποίο θα γεννήσει, νομίμως, γνήσια τέκνα. Σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό κράτος κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μοιχεία, η οποία επέσυρε αυστηρό¬τατη τιμωρία - στην Αθήνα ακόμη και το θάνατο.
Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιος γηραιότερος Σπαρτιάτης που είχε μείνει χήρος, αλλά δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί και να κάνει νέα οικογένεια, μπορούσε να πάρει στο σπίτι του ως οικονόμο και σύντροφο τη σύζυγο κάποιου άλλου. Λέγεται ότι η γυναίκα που συμμετείχε σ’ αυτό το τρίγωνο ήταν ευ¬τυχής με τη ρύθμιση αυτή, αφού της δινόταν η δυ¬νατότητα να έχει υπό τον έλεγχο της περισσότερα του ενός νοικοκυριά.
Ο Ευριπίδης και ο Αριστοτέλης δεν ήταν σε κα¬μία περίπτωση οι μόνοι μη Σπαρτιάτες Έλληνες που θεωρούσαν την κατάσταση των Σπαρτιατισσών σκανδαλιστική, ο λόγος τους όμως εκφράζει όλους. Ο Ευριπίδης στην «Ανδρομάχη» του βάζει τον Πελέα να ισχυρίζεται ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν μπο¬ρούν ποτέ να είναι αγνές. Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, στο δεύτερο βιβλίο, αποδύεται σε ακόμη σφο¬δρότερη κριτική της α¬πείθαρχης ακολασίας του γυ¬ναικείου μισού της σπαρτιατικής πολι¬τείας. Φθάνει μάλιστα σε σημείο να επιρρίψει στις γυναίκες την ευθύνη για την ύστατη παρακμή της Σπάρτης ως μεγάλης δύναμης τον 4ο αιώνα π.Χ. Για παράδειγμα, όταν οι Θηβαίοι εισέβαλαν στη Λακωνία το 370, στην πρώτη τέτοια εχθρική εισβο¬λή σε σπαρτιατικό έδαφος από την εποχή της ίδρυ¬σης της, οι Σπαρτιάτισσες - κατά τον Αριοτοτέλη - προξένησαν πολύ μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ότι οι εισβολείς!
Ένα άλλο πράγμα που ο Αριστοτέλης απε¬χθανόταν αναφορικά με τις Σπαρτιάτισσες, ήταν το γεγονός ότι κατείχαν και μπορούσαν να διαθέσουν γαίες, θα προτιμούσε να ί¬σχυε το νομικό καθεστώς που επικρατούσε για τις γυναίκες στην Αθήνα, όπου τους δινόταν δι¬καίωμα σε μια μικρή περιουσία, ήταν όμως υποχρε-ωμένες να υποτάσσονται στη βούληση του άρρενα κηδεμόνα τους (κυρτού) για κάθε νόμιμη συναλλα¬γή. Αντίθετα στη Σπάρτη, οι γυναίκες, καθώς φαίνεται, είχαν καταφέρει μέχρι την εποχή του Αριστο¬τέλη να κατέχουν κατ να ελέγχουν το ένα τρίτο των ιδιωτικών γαιών. Ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται, δε, ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν δίσταζαν να εκμεταλλευ¬τούν τη δύναμη που τους έδινε η ιδιοκτησία για να ασκήσουν επιρ¬ροή στη σφαίρα των δημόσιων πολιτικών πραγμάτων - σφαίρα που είχε αποκλειστικά εκχω¬ρηθεί στους άνδρες. «Πολλά πράγ¬ματα», λέει με μυστήριο, «ελέγχονταν από τις γυναίκες κατά την εποχή της αυτοκρατορίας (αρ¬χής) των Σπαρτιατών» (το 371).
Είχε άραγε δίκιο ο Αριστοτέλης; Ήταν η Σπάρτη γυναικοκρατούμενη, μια πόλη όπου οι γυναίκες εξουσίαζαν τους άνδρες; Μάλλον απίθανο. Η πε¬μπτουσία ίων δημόσιων αξιών ήταν ανδροκρατού¬μενη και μάλιστα με σοβινισμό. Οι γυναίκες εν-θαρρύνονταν να μοιάσουν όσο το δυνατόν περισσό¬τερο στους άντρες και όχι το αντίστροφο. Ήταν ο σύζυγος που δάνειζε τη γυναίκα του σε άλλον ά¬ντρα με σκοπό την αναπαραγωγή και έπειτα από συμφωνία, και όχι η γυναίκα που ελεύθερα αναζητούσε σεξουαλικούς συντρόφους όπως, όταν, και όποτε το επιθυμούσε. Οι «κατώτεροι» Σπαρτιάτες που αποκαλούνταν υπομείονες ήταν οι γιοι ενός πολίτη της Σπάρτης και μιας ανελεύθερης που προ¬ερχόταν από είλωτες - τυπικά προϊόντα μιας κοινωνίας σκλάβων. Είναι άκρως αποκαλυπτική η ιστο¬ρία της Σπαρτιάτισσας πριγκίπισσας Κυνίσκας, α¬δελφής του βασιλιά Αγησίλαου ίου Β΄, όπως τη διηγείται στη βιογραφία του ο Ξενοφών.
Σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η νίκη σε έ¬ναν αγώνα με τέθριππο στην Ολυμπία δεν συνδέε¬ται με την ικανότητα ενός άνδρα αλλά με τον πλού¬το του, ο Αγησίλαος έδωσε οδηγίες στην Κυνίσκα να μεγαλώσει και να προετοιμάσει για αγώνες ένα κοπάδι άλογα. Το 396 και το 392 εκείνη, καθώς και τα άλογα και οι ηνίοχοι της. κέρδισαν το δάφνινο στεφάνι. Ήταν πραγματικό κατόρθωμα. Στην Ολυμπία ανεγέρθηκε μνημείο προς τι¬μήν της Κυνίσκας με μια επιγραφή που πληροφορεί όποιον θέλει ή μπορεί να το διαβάσει ότι εκείνη ήταν η πρώτη γυναίκα σε ολό¬κληρη την Ελλάδα που κέρδισε το βραβείο και μάλιστα δύο φορές διαδοχικά. Στη Σπάρτη την τίμησαν ως npojiöa. της αφιέρωσαν μάλιστα ιερό βωμό. Οι παγερές κουβέντες του Αγησίλαου όμως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Γι’ αυτόν, η πραγ-ματική αρετή του άνδρα θα μπορούσε να επιδειχτεί μόνον στο πεδίο της μάχης -με τα πολεμικά άλογα που εκτρέφει και όχι με τα άλογα επίδειξης της Κυνίοκας.
Από την άλλη, όμως. δεν μπορούμε να υποβαθ¬μίσουμε το ξεχωριστό καθεστώς που είχε παραχω¬ρηθεί στις Σπαρτιάτισσες. Οι Σπαρτιάτες σοφά έκριναν ότι, εάν ήθελαν η πόλη τους να διατηρήσει το στρατιωτικό τρόπο Ζωής, δεν μπορούσαν να αγνοή¬σουν η να βάλουν στο περιθώριο, πόσο μάλλον να καταπιέζουν. τις γυναίκες. Έτσι εξηγείται το γεγο¬νός ότι τα κορίτσια της Σπάρτης είχαν πρόσβαση σε ένα είδος δημόσιας εκπαίδευσης, που περιελάμβα¬νε σκληρή - και στα μάτια των περισσότερων Ελλήνων αταίριαστη στη γυναικεία φύση- άθλη¬ση. Έτσι εξηγείται επίσης ότι οι Σπαρτιάτισσες εί¬χαν δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία, που περιε¬λάμβαναν γη. Σε αντάλλαγμα, οι Σπαρτιάτισσες - γιαγιάδες, μάνες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και α¬νιψιές- με αίσθηση καθήκοντος προσέφεραν στους άντρες τους την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση τους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτοί οι ά¬ντρες πραγμάτωναν τα ρωμαλέα φιλοπόλεμα ιδεώ¬δη που οι ίδιοι είχαν καθορίσει. «Ή ταν ή επί τας» - αυτή ήταν πράγματι η ημερησία διάταξη.

9. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Πληροφορίες για τη μνημειακή τοπογραφία της αρ¬χαίας Σπάρτης παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο περιηγητής Παυσανίας, που την επισκέ¬φθηκε περίπου το 160 μ.Χ. και αφιέρωσε στη λε¬πτομερή περιγραφή της εφτά κεφάλαια του τρίτου βιβλίου του.
Η Σπάρτη, στο μέσον της Κοίλης Λακεδαίμονος και στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευρώτα, εκτεινό¬ταν σε πεδινή έκταση με ενδιάμεσους λοφίσκους, σαφώς οριοθετημένη από τον Ευρώτα και τα Ρέμα¬τα της Μαγουλίτσας και της Μούσγας. Δεν υπάρ¬χουν κατάλοιπα προδωρικού οικισμού στη θέση ό¬που αναπτύχθηκε η πόλη ίων ιστορικών χρόνων. Την τελευταία συγκροτούσαν πέντε κώμες: οι πλησιόχωρες Πιτάνη, Λίμνες, Μεσόα, Κυνό(σ)ουρα και οι Αμυκλές νοτιότερα. Η Σπάρτη παρέμει¬νε προσηλωμένη σε αυτό το οικιστικό σχήμα έως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια.
Η πόλη παρέμεινε ατείχιστη έως το δεύτερο μι¬σό του 3ου αι. π.Χ., οπότε απέκτησε τείχος, στο πλαίσιο αμυντικού προγράμματος ίου Κλεομένη Γ'. Το τείχος επισκευάστηκε και επεκτάθηκε αρκε¬τές φορές. Στα τέλη του 3ου ή 4ου αι. μ.Χ. ο ερχο¬μός των Ερούλων και του Αλάριχου έκαναν ανα¬γκαίο τον ιδιαίτερο τειχισμό δύο κεντρικών λόφων της Σπάρτης, της Ακροπόλεως και του Παλατοκάστρου. Το ελληνιστικό τείχος ήταν κατασκευασμέ¬νο από λίθινη κρηπίδα και πλίνθινη ανωδομή, προφυλαγμένη από τη βροχή με το καταστέγασμα, του οποίου οι κεραμίδες ήταν ενσφράγιστες. Παρ’ ότι ελάχιστα είναι τα ορατά σήμερα τμήματα του ελληνιστικού τείχους, με περίμετρο 48 στάδια (±9 χλμ.), η διαδρομή του είναι γνωστή χάρη στις ανα¬σκαφές και στις κεραμίδες του. Στο τείχος υπήρχαν έξι πύλες με κυριότερες τη Β πύλη (βόρεια από την Ακρόπολη), τη ΒΑ πύλη (κοντά στη σημερινή γέφυρα του Ευρώτα) και τη Ν πύλη, όπου κατέλη¬γε η Αφεταΐς οδός (στα νότια της Σπάρτης, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου). Στις παραπάνω περιοχές υπήρχαν κατ γέφυρες για τη Ζεύξη του ποταμού και των δύο ρεμάτων.
Παρά τον εντυπωσιακό αριθμό των μνημείων της πόλεως, που περιγράφει ο Παυσανίας, λίγα είναι ε¬κείνα που ταυτίζονται σήμερα με βεβαιότητα.
Από τα κτίρια και ιερά στην Ακρόπολη της Σπάρτης, το σημαντικότερο ήταν το ιερό της πολι¬ούχου Αθηνάς Χαλκιοίκου, που ιδρύθηκε πιθανό¬τατα non από το 10 αι. π.Χ. Στη νότια πλαγιά του λόφου της Ακροπόλεως βρίσκεται το θέατρο, που κατασκευάστηκε τον 10ο αι. π.Χ. Η αρχική σκηνή του δεν ήταν μόνιμη κατασκευή, αλλά κινητή με τροχούς ξυλοκατασκευή• σία τέλη του 1ου αι. μ.Χ. αντικαταστάθηκε με μνημειακή μαρμάρινη σκηνή.
Η Αγορά της πόλεως βρισκόταν στο πλάτωμα του Παλαιόκασιρου - Α από την Ακρόπολη - και την κοσμούσαν πλήθος λαμπρών μνημείων. Φημισμέ¬νη ήταν η ιδρυμένη από τα λάφυρα των Μηδικών πολέμων Περσική Στοά, που οριοθετούσε την Αγο¬ρά από τα Δ. Το εντυπωσιακό «κυκλικό οικοδό¬μημα», που καταλαμβάνει τη ΝΔ γωνία της Αγο¬ράς, είναι ο Χορός, είδος εξέδρας, όπου κατά την ε¬ορτή των Γυμνοπαιδιών οι έφηβοι χόρευαν γύρω από τα αγάλματα του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και της Λητούς. Η μεγάλη ρωμαϊκή στοά βρισκόταν στη Ν πλευρά της Αγοράς. Στην ίδια πλευρά βρι¬σκόταν η αφετηρία της παλαιότερης οδού της Σπάρ¬της, της Αφεταΐδος, η οποία κατέληγε στη Ν πύλη• κατά μήκος της υπήρχαν σημαντικά ιερά, όπως του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που ταυτίζεται βόρεια από τη Δημοτική Αγορά της σύγχρονης πόλεως (γωνία οδών Γκορτσολόγου και Διοσκούρων).
Το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος βρίσκεται στην περιοχή των Λιμνών, κοντά στον Ευ ρώτα. Ιδρύθηκε το 10ο αϊ π.Χ. Ο πρώτος ναός και βωμός οικοδομήθηκαν τον 3ο αϊ μ.Χ. Ξαναχτίστηκαν στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ η τρίτη οικοδόμηση ίου ναού χρονολο¬γείται στο 2ο αι. π.Χ. Τον 3ο αι. μ.Χ. κατασκευά¬στηκε το μνημειώδες αμφιθέατρο, που περιέβαλλε τον αύλειο χώρο του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε o ναός είχε θέση προσκηνίου για τα λατρευτικά δρώμενα. Στις Λίμνες, κοντά στη ΒΑ έξοδο της Σπάρτης. ση¬μερινή γέφυρα, βρισκόταν το τέμενος της Αθήνας Αλέας• το μεγάλο ναόσχημο οικοδόμημα, στην ί¬δια περιοχή, νότια από τη γέφυρα του Ευρώτα, γνω¬στό ως «μεγάλος βωμός» ή «βωμός του Λυκούργου» παραμένει ανερμήνευτο.
Στη ΝΑ περιοχή, εκτός των τειχών, βρισκόταν το σημαντικό ιερό Φοιβαίον, που σχετιζόταν με την εκπαίδευση των εφήβων ταυτίζεται με το μνημει¬ακό βωμό νότια από το σημερινό νεκροταφείο.
Πολλά μνημεία της Σπάρτης παραμένουν προ¬βληματικά ως προς την ταύτιση τους. Παράδειγμα είναι ο λεγόμενος «τάφος του Λεωνίδα», το επι¬βλητικό ερείπιο νότια από την Ακρόπολη, nou n τοπική παράδοση συνδέει με το βασιλέα της Σπάρ¬της Λεωνίδα, και σύμφωνα με τις ενδείξεις ταυτίζεται με το ναό του Καρνείου Απόλλωνος.