Τρίτη 28 Ιουλίου 2009



Κανόνας δικαίου και ηθική αξία


1. Έννοια του κανόνα δικαίου Το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα κυριαρχήθηκε απο την αντίληψη οτι το δίκαιο συγκροτείται (και πρέπει να συγκροτείται) αποκλειστικώς απο κανόνες δικαίου [1]. Ο κανόνας του δικαίου είναι κρίση, που έχει ή τεκμαίρεται οτι έχει τη συναίνεση ή ανοχή του κορμού της δεσμευόμενης οργανωμένης κοινωνίας, και η οποία κατα τρόπο δεσμευτικό προσδιορίζει με ποιές προϋποθέσεις γεννώνται δικαιώματα, στα οποία ενδεχομένως αντιστοιχούν υποχρεώσεις, ή εμποδίζονται να γεννηθούν ή αλλοιώνονται, και ιδίως εμποδίζονται ν' ασκηθούν, ή μετατίθενται ή καταργούνται αυτά τα δικαιώματα, διαμέσου των οποίων οριοθετείται η ειρηνική πρόσβαση των κοινωνών στα αγαθά και στις θέσεις παροχής υπηρεσιών, όπως επίσης οριοθετείται η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Οι κρίσεις που συνιστούν κανόνες δικαίου τίθενται σε δεσμευτική ισχύ [2] είτε διαμέσου εξουσιαστικής πράξης (νόμου) του αρμόδιου νομοθετικού οργάνου της πολιτείας, είτε εθιμικώς, δηλαδή με τη σταθερή συνήθεια συμμόρφωσης προς το περιεχόμενό τους, κάτω απο την πεποίθηση των συμμορφούμενων κοινωνών οτι ενεργούν έτσι επειδή δεσμεύονται προς τούτο απο το θετικό δίκαιο [3]. 2. Έννοια της ηθικής αξίας Οι ηθικές αξίες είναι η εκσυγχρονισμένη αντίληψη των πλατωνικών ιδεών [4], δηλαδή όχι πιά οντολογικά πρότυπα, που υπάρχουν σ' εναν άλλον ουράνιο κόσμο, απο τον οποίο η ψυχή διατηρεί αμυδρή ανάμνηση, αλλά κορυφαίες εκτιμητικές παραδοχές, αναφορικά με άϋλα (εδώ, ηθικά) αγαθά, οι οποίες σε συναισθηματικό επίπεδο [5] έχουν βιωθεί [6], καταυγάζουν και γοητεύουν την ψυχή, κατα τρόπο αξιωματικό, δηλαδή ανεπίδεκτο εμπειρικής απόδειξης. Κατα τον Kant [7], στον κόσμο, που συγκροτείται απο επιδιωκόμενες σκοπιμότητες, κάθε τί έχει είτε τίμημα (Preis) είτε αξία (Wόrde [8]). Κάθε τί που σχετίζεται με τις ανθρώπινες ροπές και ανάγκες έχει αγοραία αξία (Marktpreis). Κάτι, που δίχως να προϋποθέτει ανάγκη, ανταποκρίνεται στην επιθυμία κάποιας ευχαρίστησης, έχει απο διαθέσεως αξία (Affektionspreis). Αντιθέτως εκείνο που είναι το ίδιο φορέας εσωτερικής αξίας, δέν έχει τίμημα, είναι αξία. 3. Διαφορά της ουσίας του κανόνα δικαίου και της ηθικής αξίας 3.1. Τόσο οι κανόνες του δικαίου, όσο και οι (ηθικές) αξίες συνιστούν κρίσεις, αναφορικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Όμως οι κρίσεις τούτες, προκειμένου για τους κανόνες του δικαίου, δέν μπορούν να ενεργοποιηθούν, δηλαδή ν' αναπτύξουν τη σκοπούμενη δεσμευτικότητά τους, παρα μόνο διαμέσου της κρατικής εξουσίας, η οποία τους θεσπίζει, τους τροποποιεί, φροντίζει για τη δραστική πάταξη των παραβάσεών τους, όπως επίσης, όταν το θελήσει, τους καταργεί. Οι (ηθικές) αξίες θα έπαυαν να έχουν αυτόν το χαρακτήρα απο τη στιγμή που θα χρειαζόταν να στηριχθούν στην κρατική βία ή σε οποιασδήποτε άλλης μορφής βία, όπως είναι εκείνη που ασκεί η κοινωνική κατακραυγή για παραβάσεις των κανόνων της κοινωνικής ηθικής. Οι ηθικές αξίες, τότε μόνον είναι αξίες (καθ' αυτές), όταν στηρίζονται στην ελεύθερη επιλογή κάθε εξατομικευμένου ανθρώπου. Απο αυτήν την οπτική γωνία υπάρχει όντως αντιπαλότητα ανάμεσα στη νομιμότητα του θετικού δικαίου και στις αξίες της φιλοσοφικής ηθικής, οτι δηλαδή οι τελευταίες παύουν να συνιστούν αξίες απο τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι καταναγκασμένος να συμμορφωθεί με αυτές. Άν ο καταναγκασμός διαμέσου της κρατικής βίας είναι συστατικό εννοιολογικό στοιχείο του θετικού δικαίου (και ασφαλώς είναι), τότε αυτός ο καταναγκασμός είναι ξένος με την ελευθερία που προϋποθέτει η καλλιέργεια της φιλοσοφικής ηθικής και η πίστη στις ηθικές αξίες της. Μόνο στην έκταση που ο άνθρωπος συμμορφώνεται με τους κανόνες του θετικού δικαίου, επειδή πιστεύει στο περιεχόμενό τους, ως ηθική αξία, η συνειδητή τούτη και κατ' ελεύθερη επιλογή συμμόρφωσή του προς τους νόμους αποκτά και ηθική διάσταση. Η ηθική αξία δέν εντοπίζεται στις εξωτερικές πράξεις, καθ' αυτές, αλλά στην ποιότητα της βούλησης, απο την οποία εκείνες απορρέουν, δηλαδή εντοπίζεται στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, στην ενδιάθετη στάση του. Δέν μπορεί να διαγνωστεί με μόνα τα εξωτερικά φαινόμενα της έμπρακτης συμπεριφοράς του. Και τούτο, σε αντίθεση προς τη νομιμότητα, η οποία αρκείται στην τήρηση των νόμων, ακόμη και όταν αυτή γίνεται απο το φόβο των κυρώσεων ή απο άλλα ιδιοτελή κίνητρα. Σ' αυτήν τη διάσταση της προβληματικής πρέπει να παραδεχθούμε οτι οι ηθικές αξίες μπορούν να λάμπουν και όντως καταυγάζουν μόνο στον ιδιωτικό χώρο της εσωτερικής αναφοράς καθενός προς εαυτόν. Ούτε η νομιμότητα, ούτε η νομιμοφροσύνη έχουν ηθική αξία καθ' εαυτές [9]. Όμως η παραδοχή τούτη δέ σημαίνει ακόμη οτι το θετικό δίκαιο μπορεί να είναι ή -πολύ περισσότερο- οτι όντως είναι ξένο προς τις ηθικές αξίες. Ασφαλώς το θετικό δίκαιο δέν εξοπλίζει τις ηθικές αξίες με βίαιη υποχρεωτικότητα για τους εξουσιαζομένους. Και τούτο, κυρίως, επειδή η ενδιάθετη στάση του ανθρώπου είναι κατ' αρχήν ανεξιχνίαστη, ενώ εξ άλλου η θετικοποίηση, και πολύ περισσότερο η ενδεχόμενη ποινικοποίηση των ηθικών αξιών, κατα τρόπο επέκτασης της κρατικής βίας και σ' αυτόν το χώρο, σε βάρος των εξουσιαζομένων, θα μετέβαλλε το κράτος σε έκτρωμα ολοκληρωτικού κράτους [10]. Η συνάφεια του θετικού δικαίου με τις ηθικές αξίες της φιλοσοφικής ηθικής γίνεται φανερή σ' ενα άλλο επίπεδο: στην υφή των ουσιαστικών ρυθμίσεων και στους θεσμούς που οργανώνει η έννομη τάξη για τη διασφάλιση αυτών των ρυθμίσεων. Για να γίνει κατανοητή αυτή η θέση θα πρέπει να θυμηθούμε οτι το θετικό δίκαιο δέν εξαντλείται σε οποιεσδήποτε παρανοϊκές διαταγές εκείνων που κατόρθωσαν να πάρουν την αρχή στα χέρια τους και να επιβάλουν τις ιδιοτροπίες της παράνοιάς τους. Οι κανόνες του θετικού δικαίου έχουν μια ουσιαστική αποστολή. Και αυτή εντοπίζεται στη εξισορροπητική ρύθμιση των σχέσεων των κοινωνών, κατα τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη. Κατ' ανάγκη λοιπόν η κρατική βία, που θεσπίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των κανόνων του θετικού δικαίου, είναι υποχρεωμένη να προσφύγει σε αξιολογικά μέτρα, που κατα τον ορθό λόγο είναι ικανά να πετύχουν τον προαναφερόμενο στόχο. Με αυτήν όμως την παραδοχή έγινε ήδη το πρώτο βήμα για την περαιτέρω παραδοχή της αναπόφευκτης συνάφειας -προς ορισμένη κατεύθυνση- του θετικού δικαίου με ορισμένα αξιολογικά μέτρα, και μάλιστα κατα τον ορθό λόγο, δηλαδή κατα τους κανόνες της φιλοσοφικής ηθικής. Η αριστοτελική αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή εκφράζεται με πλήθος ειδικότερων, κοινώς παραδεδεγμένων δικαιικών αρχών, και ιδίως με την καντιανή κατηγορική προσταγή, οτι δηλαδή η οριοθέτηση της ελευθερίας καθενός πρέπει να γίνεται με το ίδιο μέτρο, με το οποίο οριοθετείται και σε βάρος του η ελευθερία κάθε άλλου ανθρώπου, έχει επιβιώσει στο φιλοσοφικό στοχασμό ως έγκυρη ηθική αξία, την οποία προσδιορίζουμε με την οπωσδήποτε αόριστη νομική έννοια [11]της "δικαιοσύνης". Απο αυτήν την αναμφίβολη ηθική αξία πηγάζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου ν' αναπτύσσει την προσωπικότητά του δίχως να εμποδίζει την αντίστοιχη ελευθερία κάθε άλλου προσώπου. Αυτό το κεντρικό δικαίωμα αναλύεται στα επι μέρους θεμελιακά δικαιώματα, που ήδη κατοχυρώνει το Σύνταγμα κάθε κράτους-δικαίου, καθώς και πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τις Ελευθερίες και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (1950) και το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1966). Το θεμελιακό δικαίωμα λχ στη ζωή και στην τιμή του, που έχει κάθε άνθρωπος, δέν ισχύει επειδή τούτο ορίζεται στο Σύνταγμα ή στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Αντιστρόφως, τα συντάγματα και οι διεθνείς συμβάσεις κωδικοποιούν απλώς κοινώς παραδεδεγμένα θεμελιακά δικαιώματα, που πηγάζουν απο τον ορθό λόγο, δηλαδή απο τη φιλοσοφική ηθική, και με την αγωνιστική πίστη των λαών στην αξία τους έχουν επιβεβαιώσει την αντοχή τους διαμέσου των αιώνων, παρά τις εκατόμβες που έπρεπε να θυσιαστούν στο σφαγιαστήριο της αυθαίρετης κρατικής βίας. 3.2. Οπωσδήποτε ανάμεσα στους κανόνες του δικαίου και στις ηθικές αξίες, παρά το σημείο επαφής τους, που επισημάνθηκε αμέσως πιο πάνω, υπάρχουν και άλλες διαφορές. Οι κρίσεις που διατυπώνονται με τους κανόνες του δικαίου έχουν τελολογική κατεύθυνση, με την έννοια οτι έχουν ως στόχο την προστασία κάποιου έννομου αγαθού. Προς αυτήν την κατεύθυνση οι κανόνες του δικαίου έχουν το χαρακτήρα μέτρου, με το οποίο εκτιμάται η ανθρώπινη συμπεριφορά ως δεκτική ή μή να επιφέρει έννομες συνέπειες, δηλαδή την ισχύ ή άρση της ισχύος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αντιθέτως οι κρίσεις που περιέχονται στις ηθικές αξίες, αφού (και εφ' όσον) είναι απαλλαγμένες απο κυρωτική διάσταση, δέ λειτουργούν ως μέσο προς επίτευξη σκοπού. Είναι αξίες καθ' αυτές, όπως περίπου είναι (αισθητική) αξία καθ' αυτήν η ομορφιά και η γαλήνη κάποιου ηλιοβασιλέμματος που ατενίζει ο θεατής ανάμεσα απο τους κίονες του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Η διαφορά απο αυτήν την παρομοίωση εντοπίζεται στο οτι οι ηθικές αξίες ζυγίζονται με μέτρο το αγαθό και το κακό [12]. Οι ηθικές αξίες υπόκεινται στα εκτιμητικά μέτρα του αληθούς και του ψευδούς. Αντιθέτως οι κανόνες του δικαίου υπόκεινται στα εκτιμητικά μέτρα του ισχύοντος και μή ισχύοντος μέσα στο πλαίσιο της κρατικής εξουσίας [13]. Η κατ' επιλογή της ελεύθερης βούλησης συμμόρφωση με τους κανόνες του δικαίου εκτιμάται ως ηθική αξία. Συνιστά δηλαδή αγαθόν. Υποστηρίζεται οτι και αντιστρόφως η μή συμμόρφωση με αυτούς τους κανόνες εκτιμάται ως απαξία. Συνιστά δηλαδή κακόν [14]. Όμως αυτή η τελευταία παρατήρηση είναι βάσιμη μόνο στο χώρο της κοινωνικής ηθικής. Σε επίπεδο φιλοσοφικής ηθικής η μή συμμόρφωση με κάποιο κανόνα του θετικού δικαίου ενδέχεται να συνιστά πράξη αρετής, όταν ο κανόνας τούτος είναι αντίθετος με τις ηθικές αξίες, και ιδίως όταν προδήλως προσβάλλει θεμελιακά ανθρώπινα δικαιώματα. 4. Οι ηθικές αξίες που εκφράζονται με κανόνες δικαίου Οι ρυθμίσεις των κανόνων του δικαίου ενδέχεται να είναι ηθικά ουδέτερες. Πολλές φορές όμως αυτοί οι δεσμευτικοί κανόνες επισύρουν επιζήμιες έννομες συνέπειες σε περίπτωση που η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αντίθετη στις ηθικές αξίες. Έτσι λχ το άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα καθενός ν' αναπτυσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφ' όσον -ανάμεσα σε άλλα- δέν προσβάλλει τα χρηστά ήθη. Εξ άλλου κατα τα άρθρα 178 και 179 του αστικού κώδικα είναι άκυρες οι δικαιοπραξίες που βρίσκονται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, ενώ κατα το άρθρο 281 του αστικού κώδικα η άσκηση του δικαιώματος χαρακτηρίζεται ως καταχρηστική και απαγορεύεται άν -ανάμεσα σε άλλα- υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη. Κι ακόμη, κατα το άρθρο 116 της πολιτικής δικονομίας, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους, καθώς και οι δικαστικοί πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν -ανάμεσα σε άλλα- και τους κανόνες των χρηστών ηθών. 5. Σχετικότητα ή απολυτότητα των κρίσεων που συγκροτούν τους κανόνες του δικαίου και τις ηθικές αξίες 5.1. Οι κανόνες του δικαίου, εφ' όσον εκφράζουν (δεσμευτικές) κρίσεις των ανθρώπων, δηλαδή εκείνων που συγκροτούν τα εκάστοτε αρμόδια νομοθετικά όργανα της πολιτείας, καθώς και εκείνων που εθιμικώς συμμορφώνονται με τους -ως ισχύοντες θεωρούμενους- άγραφους νόμους, καθιερώνουν αξίες, οι οποίες απο τη φύση τους έχουν σχετική ισχύ. Άλλοι άνθρωποι στην ίδια ή σε άλλη εποχή, στην ίδια ή άλλη χώρα, εφ' όσον πάρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία και είναι σε θέση να νομοθετήσουν δεσμευτικώς, ενδέχεται να νομοθετήσουν τα ακριβώς αντίθετα. Η αξίωση για απόλυτη και ακατάλυτη ισχύ προβάλλεται μόνο σ' εκείνες τις περιπτώσεις που υποστηρίζεται οτι οι νόμοι πηγάζουν απο αυθεντίες, οι οποίες βρίσκονται πάνω απο την ασθενική βούληση των ανθρώπων, δηλαδή είτε απ' ευθείας απο το θεό είτε απο φυσικές δυνάμεις που εξουσιάζονται απο εκείνον. Εφ' όσον η προσέγγιση των κανόνων του δικαίου γίνεται πάνω σε επιστημονική βάση, τότε είναι πρόδηλο οτι ως κανόνες δικαίου μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικώς εκείνοι που προσδιορίζονται απο τους εκάστοτε θεσπισμένους μέσα στην οργανωμένη πολιτεία φορείς της νομοθετικής εξουσίας. Αυτοί οι κανόνες, καθώς ήδη σημειώθηκε, δέν μπορεί παρα να εκφράζουν σχετικές αξίες, δεκτικές μεταβολής ή και ολοκληρωτικής ανατροπής [15]. Οι άλλοι κανόνες, τόσο του θείου, όσο και του φυσικού δικαίου, εμφανίζονται μέν να εκφράζουν απόλυτες αξίες, όμως απο τη φύση τους δέν είναι δεκτικοί επιστημονικής προσέγγισης και εκτίμησης. Κινούνται στο χώρο είτε της θρησκευτικής είτε της ιδεολογικής πίστης. Στη σύγχρονη όμως εποχή γίνεται δεκτό οτι εκείνες οι δικαιικές αρχές, που γίνονται κοινώς αποδεκτές ως πολιτιστικό κτήμα, που μας κληροδότησαν οι αιώνες, όπως λχ οι αρχές του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, της ισότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της καλόπιστης συμπεριφοράς, η δημοκρατική αρχή, κλπ, έχουν δοκιμαστεί μέσα στο χρόνο, ως σταθερές αξίες, έτσι ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν απόλυτη ισχύ. Μάλιστα με αυτήν την παραδοχή, αμβλύνεται (ίσως και εξαφανίζεται) η μετωπική επι αιώνες αντιπαράθεση ανάμεσα στο θετικό και στο φυσικό δίκαιο. 5.2. Κάθε εξατομικευμένη επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία που γίνεται απο οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας υπέρ ή κατά κάποιου άλλου, δέν έχει αναγκαίως χαρακτήρα αξιολογικής κρίσης (Werturteil). Συνήθως πρόκειται για συναισθηματικές αντιδράσεις, που κανονικά έχουν θέση στα ποδοσφαιρικά γήπεδα και στις κομματικές μαζικές συγκεντρώσεις, δίχως καμιά δικαιική ή ηθική διάσταση. Βεβαίως πολλές τέτοιες συναισθηματικές εκρήξεις, και μάλιστα με την προπετή αξίωση οτι εκφράζουν ηθικές καταδίκες, ενδέχεται να συγκροτούν την αδέσποτη βία της κοινωνικής ηθικής. Όμως οι ηθικές αξίες διακρίνονται απο τις απλές συναισθηματικές αντιδράσεις κατα τούτο: οτι έχουν δοκιμαστεί πάνω στη βάση του ορθού λόγου [16]. 5.3. Έχουν οι ηθικές αξίες απόλυτη ή σχετική ισχύ; Αναφορικά με αυτό το ερώτημα οι αντιλήψεις διίστανται επι αιώνες. 5.3.1. Απο τη μιά μεριά ορθώνεται η αντίληψη οτι πρόκειται για απόλυτες και ακατάλυτες αξίες: αι δ' αρεταί αθάνατοι [17]. Πρόκειται για μια προσέγγιση του προβλήματος που βρήκε την αποθέωσή της στην πλατωνική κατασκευή του ουράνιου κόσμου των ιδεών: όταν η ψυχή κατορθώσει ν' ανέβει στα ουράνια δώματα της νόησης (την δε άνω ανάβασιν και θέαν των άνω την εις τον νοητόν τόπον της ψυχής άνοδον τεθείς [18]), τότε το φώς του νοητού ήλιου (φώς τη του ηλίου δυνάμει [19]), όπου καταυγάζει η καθαρή και απόλυτη ιδέα του αγαθού (η του αγαθού ιδέα (...) εν τε νοητώ αυτή κυρία αλήθειαν και νούν παρασχομένη [20]). Είναι αλήθεια οτι στην πλατωνική σύλληψη του ουράνιου κόσμου των προτύπων (των ιδεών) αντιτάχθηκε ο Αριστοτέλης,κατα τον οποίο οι πνευματικές ιδέες, ως μορφές, είναι ενσωματωμένες στα υλικά αντικείμενα, συγκροτώντας τις αδιαίρετες ενότητες των ειδών. Μολοντούτο και ο Αριστοτέλης δέχεται πως μία και μοναδική είναι η ουσία των αρετών, δηλαδή η μεσότητα [21], με καθολική και μόνιμη ισχύ: περι ουδέν γαρ ούτως υπάρχει των ανθρωπίνων έργων βεβαιότης ως περι τας ενεργείας τας κατ' αρετήν · μονιμότεραι γαρ και των επιστημών αύται δοκούσιν είναι. Τούτων δ' αυτών αι τιμιώταται μονιμώταται [22]. Και είναι βέβαια αλήθεια οτι και κατα τον Αριστοτέλη οι κανόνες του θετικού δικαίου έχουν κινητικότητα, έτσι ώστε να μήν εκφράζουν απόλυτες αξίες. Όμως αυτή η κινητικότητα είναι ξένη προς τους κανόνες του φυσικού δικαίου, που εκφράζει σταθερές και ακατάλυτες αξίες: δοκεί δ' ενίοις είναι πάντα ταύτα, οτι το μέν φύσει ακίνητον και πανταχού την αυτήν δύναμιν, ώσπερ το πύρ και ενθάδε και εν Πέρσαις καίει, τα δε δίκαια κινούμενα ορώσιν[23]. 5.3.2. Απο την άλλη όμως μεριά αντιτάσσεται οτι είναι αδύνατο να έχουν απόλυτη ισχύ παραδοχές, που απο τη φύση τους είναι ανεπίδεκτες απόδειξης διαμέσου άμεσης αντίληψής τους με τα αισθητήρια όργανα. Πρόκειται για εκτιμητικές κρίσεις, των οποίων η τεκμηρίωση στηρίζεται σε υποκειμενικά, και συνακόλουθα σε ρευστά μέτρα αξιολόγησης, έτσι ώστε διαφορετικά να κατανοεί ο ένας και διαφορετικά ο άλλος άϋλα αντικείμενα που ούτε είδαν, ούτε άκουσαν, ούτε άγγιξαν, ούτε είναι δυνατό να προσεγγίσουν με τα αισθητήρια όργανα που διαθέτει ο άνθρωπος. Και προς στήριξη αυτής της θεώρησης γίνεται επίκληση της αρχής του Πρωταγόρα πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπον, των μέν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν [24], με την έννοια οτι ο εννοιολογικός προσδιορισμός των εκτιμητικών κρίσεων γίνεται με τα υποκειμενικά και μή δεσμευτικά για τους άλλους μέτρα καθενός, έτσι ώστε οι ηθικές αξίες να μήν έχουν απόλυτη ισχύ. Παρατηρείται σχετικώς οτι ο λογικός χαρακτήρας των ηθικών αξιών σε τούτο ακριβώς επιβεβαιώνεται, οτι αυτές είναι ανατρέψιμες διαμέσου της λογικής [25]. Η ικανότητα τούτη χρήσης του ορθού λόγου, που παρακινεί σε αμφισβήτηση και ανατροπή των αρχών, οι οποίες τον ποδηγετούν, διαφοροποιεί τον άνθρωπο απο τα ζώα. Και ακριβώς επειδή οι ηθικές αρχές είναι δεκτικές ανατροπής διαμέσου του ορθού λόγου, είναι και απεριόριστες [26]. Όσο εξιδανικευμένη κι άν είναι η ηθική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζεται ορισμένη κοινωνία, παραβιάζεται η πληρότητα της λειτουργίας του ορθού λόγου, άν αυτή η κοινωνία στηρίζεται αποκλειστικώς σε μιά και μόνον αρχή. Απο την παραδοχή της δεκτικότητας αμφισβήτησης και ανατροπής κάθε ηθικής αρχής απορρέει η αναγκαιότητα μιας περαιτέρω παραδοχής, δηλαδή της παράλληλης ισχύος περισσότερων και ποικίλων ηθικών αρχών. Αυτή η αναγκαιότητα άλλωστε επιβεβαιώνεται απο την αποστροφή που τρέφει η εποχή μας απέναντι στο σκοτεινό μεσαίωνα -ευλόγως- ακριβώς επειδή η τότε άρχουσα τάξη είχε επιβάλει, και μάλιστα με την απειλή εξοντωτικών κυρώσεων, ένα και μοναδικό πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς. Με αυτές τις αφετηριακές σκέψεις υποστηρίζεται οτι, με την επιφύλαξη πως δέν θα παραβιάζεται η αξιωματική επιταγή της συνέπειας, κάθε ηθικής διάστασης αρχή πρέπει να είναι θεμιτή και σεβαστή. Για το λόγο τούτο χαρακτηρίζεται ως ηθική η συμπεριφορά εκείνου του πιστού οπαδού του Εθνικοσοσιαλισμού, ο οποίος μισεί έως θανάτου τους Εβραίους, πιστεύοντας οτι όλοι τους πρέπει να εκτελεστούν ·και όταν πληροφορείται τη δική του απώτερη ιουδαϊκή καταγωγή, με αποφασιστικότητα αυτοκτονεί, όχι απο αίσθημα ντροπής, αλλά με συνέπεια προς τις ηθικές αρχές, στις οποίες εκείνος πιστεύει, οτι δηλαδή όλοι οι Εβραίοι πρέπει να εξωντοθούν. Αυτή λοιπόν η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως ηθική, επειδή ενέχει -σε τόσο δραματικό βαθμό- συνέπεια [27]. Ασφαλώς αυτή η συνέπεια είναι, καθ' αυτήν, σεβαστή. Όμως κατα τη γνώμη μου δέν αρκεί για την αναγωγή του εξοντωτικού διωγμού των Ιουδαίων απο την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία σε ηθική αρχή. Για να έχει κάποια αρχή το χαρακτήρα της "ηθικής" αρχής, θα πρέπει να εκφράζει μεσότητα [28], και όχι ακρότητα, όπως είναι το άσβεστο φυλετικό μίσος. Είναι αλήθεια οτι και οι οπαδοί της σχετικότητας των ηθικών αξιών δέν παραβλέπουν τη βέβαιη αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, όταν δέν γίνονται αποδεκτές σταθερές ηθικές αρχές, ικανές να διασφαλίσουν τη συνοχή του. Υποστηρίζεται όμως οτι αυτό το υπαρκτό πρόβλημα δέν πρέπει ν' αναμένεται να λυθεί σε επίπεδο ηθικών αξιών, αλλά σε επίπεδο υποχρεωτικών κανόνων δικαίου. Κατα την αντίληψη τούτη, εκεί ακριβώς εντοπίζεται η αποστολή της έννομης τάξης, δηλαδή να προστατεύει την κοινωνία απο τον κίνδυνο της διάλυσης, στην οποία οδηγείται από την ανήθικη συμπεριφορά των μελών της, η οποία υπαγορεύεται απο την ελευθερία τους για έλλογη αμφισβήτηση και ανατροπή των κατεστημένων ηθικών αξιών. Ο συντάκτης αυτών των γραμμών συμμερίζεται αυτήν την τελευταία παρατήρηση: η συνοχή του κοινωνικού ιστού, με τον καταναγκασμό της κρατικής βίας, εντάσσεται στην ευθύνη της έννομης τάξης, κάτω απο τις εγγυήσεις ορθής κρίσης, τις οποίες παρέχουν η διαλεκτική των κανόνων του δικαίου και η διαλεκτική της δίκης. Μολοντούτο θα ήταν ελάχιστα πειστικό ν' αμφισβητηθεί η σημασία της παιδείας, ως παράγοντα προαγωγής της συνεκτικότητας του κοινωνικού ιστού. Και της παιδείας θεμέλιο πρέπει να είναι οπωσδήποτε (και) οι ηθικές αξίες, έτσι ώστε το πρόβλημα της σχετικότητας ή απολυτότητας των αξιών τούτων να διατηρεί την οξύτητά του. Και πάντως, ανεξάρτητα απο αυτήν τη διάσταση, η κατάφαση ή η άρνηση της ισχύος απόλυτων αξιών θα πρέπει να θεμελιωθεί στον καθαρό λόγο, αποκαθαρμένο απο οποιεσδήποτε διαστάσεις ως προς τις κοινωνικές επιπτώσεις της επιλογής της μιάς ή της άλλης εκδοχής. Εκείνο που είναι βέβαιο, ακόμη και με την παραδοχή της ισχύος απόλυτων ηθικών αξιών, είναι τούτο: όσο αυτές οι αξίες δέν εντάσσονται στο πραγματικό κανόνων του θετικού δικαίου, ως προϋποθέσεις για την επαγωγή έννομων συνεπειών, η συμμόρφωση με αυτές θα πρέπει ν' απόκειται στην ελευθερία της βούλησης κάθε εξατομικευμένου ανθρώπου. Και τούτο, για δυό λόγους · πρώτο, επειδή, έξω απο τις προαναφερόμενες εγγυήσεις της διαλεκτικής των κανόνων του δικαίου και της διαλεκτικής της δίκης, η εξαναγκαστή συμμόρφωση με ηθικές αξίες είναι εκδήλωση απροκάλυπτης αυθαίρετης βίας παρανοϊκών εξουσιαστών · και, δεύτερο, επειδή, η συμμόρφωση με τους κανόνες της ηθικής, όταν δέν είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής, χάνει τον ηθικό της χαρακτήρα. Αυτοαναιρείται ως ηθική αξία. Είναι η ίδια ανήθικη. Έτσι το ερώτημα, άν υπάρχουν ηθικές αξίες με απόλυτη ισχύ, εξακολουθεί να μένει εκκρεμές και ν' αναμένει τη διερεύνησή του πάνω στη στέρεη βάση του καθαρού λόγου. 5.3.3. Είναι αλήθεια οτι τα κοινωνικά ήθη δέν έχουν αποδείξει σταθερότητα στο χρόνο, αλλά και απο τόπο σε τόπο. Ακόμη και οι αντιλήψεις για τα χρηστά ήθη παρουσιάζουν μιαν αξιοπρόσεχτη δυναμική προσαρμοστικότητας στις εκάστοτε και εκασταχού κυρίαρχες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες. Ακόμη και σε επίπεδο φιλοσοφικής ηθικής, αποκαθαρμένης απο υποκειμενικές (συνήθως ωφελιμιστικές) σκοπιμότητες [29] δέν μπορεί να παραβλεφθεί οτι, άν οι ηθικές αξίες έχουν απόλυτη και ακατάλυτη διάσταση, τότε η συμμόρφωση με αυτές τελεί υπο το βάρος ετερόνομου καθορισμού, κάτι που αναιρεί μιά απο τις πιό κεντρικές ηθικές αξίες της φιλοσοφικής ηθικής, δηλαδή την ελευθερία κάθε εξατομικευμένου ανθρώπου προς ανάπτυξη της προσωπικότητάς του κατα τις δικές του επιλογές. 5.3.4. Το πρόβλημα, άν οι ηθικές αξίες έχουν απόλυτη ή σχετική ισχύ, διατελεί κάτω απο το ίδιο βάρος: μπορεί ν' απαντηθεί αυτό το ερώτημα με απάντηση καθολικής και για όλους δεσμευτικής ισχύος; Πιστεύω οτι και τα δύο τούτα ερωτήματα δέν μπορούν ν' απαντηθούν πειστικά μονολεκτικά, με ναί ή όχι. Αφετηρία πρέπει να είναι η γενική παραδοχή οτι η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερη (πρβλ. και Σ 16 § 1). Απο εκεί και μετά είναι θεμιτός ένας και μοναδικός περιορισμός: η κατα τους κανόνες της λογικής απαγόρευση της αντίφασης. επεί ψεύδος συμβαίνει δια την αντίφασιν [30] (...) αεί γαρ εναντίος ο συλλογισμός γίνεται τω πράγματι (...) δια το εξ αντιφάσεως είναι τον συλλογισμόν [31] (...) αλλά μην αδύνατον κατά του αυτού αληθεύεσθαι τας αντικειμένας φάσεις · ούκ αρα αύτη απόφασις [32]. Με αυτήν την επιφύλαξη, είναι βέβαιο οτι στη διάθεση κάθε ερευνητή και στοχαστή υπάρχουν περισσότερες ερευνητικές μέθοδοι, κατα τρόπο ώστε να είναι αναπόφευκτο το αποτέλεσμα, η απόκλιση της μιάς απο την άλλη μέθοδο που ακολουθείται να οδηγεί σε ανάλογη απόκλιση των πορισμάτων τους. Έτσι, άν οι οπαδοί της θεωρίας της σχετικότητας των ηθικών αξιών, αντιφάσκοντας προς την ιδέα της σχετικότητας, θελήσουν να προσεγγίσουν το πρόβλημα με αδιάλλακτη διάθεση μετωπικής σύγκρουσης προς την αντίπαλη θεωρία, που υποστηρίζει την απόλυτη ισχύ των ηθικών αξιών, είναι βέβαιο πως θα καταλήξουν σε πόρισμα διαφορετικό, αφ' ενός προς την αφετηρία τους, δηλαδή οτι όλα είναι σχετικά -συνακόλουθα και η θεωρία της σχετικότητας ενέχει σχετική μόνον αλήθεια- και, αφ' ετέρου, απο εκείνο, στο οποίο μπορεί να καταλήξει μια διαλεκτική προσέγγιση των δύο διαμετρικά αντίθετων θεωριών, με στόχο τη συνθετική αναζήτηση μιας τρίτης λύσης, όπου ν' αποφεύγονται κατα το δυνατό τ' αδύνατα σημεία και των δύο αντίπαλων θεωριών. Απο αυτήν την οπτική γωνία πιστεύω οτι είναι άξια προσοχής η θέση του Θωμά Ακυινάτη, ο οποίος, σε προέκταση της αριστοτελικής και της στωικής φιλοσοφίας, υποστήριζε οτι στην ουσία τους οι ηθικές αξίες είναι σταθερές και απόλυτες, όμως η εφαρμογή τους σε κάθε εξατομικευμένη περίπτωση παραλλάσσει [33]. Για να γίνει κατανοητή η διαλεκτική τούτη προσέγγιση του προβλήματος θα μπορούσε να είναι χρήσιμη η διάκριση που γίνεται στο χώρο της γενικής θεωρίας του δικαίου ανάμεσα στη διακριτική ευχέρεια και στην εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών. Και στις δύο περιπτώσεις απαντά αοριστία της νομοθετικής ρύθμισης, η οποία θα πρέπει ν' αρθεί σε κάθε εξατομικευμένη περίπτωση. Όμως η άρση αυτής της αοριστίας γίνεται με διαφορετική μέθοδο σε καθένα απο τα δυό τούτα δικαιικά φαινόμενα. Όπου ο νόμος καθιερώνει διακριτική ευχέρεια, εκείνος που τη διαθέτει είναι ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες εξ ίσου θεμιτές λύσεις. Άν λχ ο νόμος εξουσιοδοτεί το νομάρχη στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειάς του, να διατάξει τα προσήκοντα μέτρα κάθε φορά που εμφανίζεται μεγάλη επιβάρυνση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τότε κάθε εξατομικευμένος νομάρχης είναι ελεύθερος θα χαρακτηρίσει ως προσήκον μέτρο, είτε την απαγόρευση της κυκλοφορίας όλων των βενζινοκίνητων τροχοφόρων, είτε των μισών, είτε τη διαζευκτική ή σωρευτική απαγόρευση της λειτουργίας των καυστήρων κεντρικής θέρμανσης, είτε ακόμη και την κυκλοφορία των ανθρώπων στους δρόμους. Κάθε επιλογή έχει το χαρακτήρα νόμιμης και συνακόλουθα γενικά αποδεκτής λύσης. Αντιθέτως, όταν ο νόμος δέν καθιερώνει διακριτική ευχέρεια, αλλ' απλώς διατύπωσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του με αόριστες νομικές έννοιες, λχ οτι έχει υποχρέωση αποζημίωσης όποιος παρανόμως και υπαιτίως προκάλεσε ζημιά σε κάποιον άλλο (ΑΚ 914), τότε, ασφαλώς η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της υπαιτιότητς θα ποικίλλει απο περίπτωση σε περίπτωση, λχ η ανάπτυξη άλλου ύψους ταχύτητας τροχοφόρου θα συνιστά υπαίτια συμπεριφορά σε δρόμο του κέντρου της Αθήνας και άλλου σε εθνική οδό έξω απο κατοικημένες περιοχές · άλλου σε ώρες κυκλοφοριακής συμφόρησης, και άλλου όταν οι ίδιοι δρόμοι δέν έχουν κίνηση · άλλου σε ευθεία γραμμή, και άλλου σε στροφές, κ.ο.κ. Τα πολλά και διαφορετικά μέτρα εξειδίκευσης της αόριστης νομικής έννοιας της υπαιτιότητας σε κάθε ατομική διαφορά δέν έχουν την έννοια πως δέν ισχύει ως απόλυτη αξία η αποδοκιμασία της υπαίτιας συμπεριφοράς. Ούτε πάλι είναι ελεύθερος ο δικαστής να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες εξ ίσου νόμιμες ερμηνευτικές λύσεις. Σε κάθε δικαζόμενη ατομική περίπτωση μία και μοναδική επιτρέπεται να είναι η θεμιτή ερμηνευτική λύση ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας της υπαιτιότητας. Έτσι όμοια συμβαίνει και με τις ηθικές αξίες. Κάθε μιά απο αυτές εκφράζει σταθερή και απόλυτη αξία. Απο τη φύση της όμως αυτή η έκφραση έχει αόριστο χαρακτήρα, έτσι που να έχει ανάγκη ερμηνευτικής εξειδίκευσης σε κάθε ατομική περίπτωση. Και ασφαλώς κατα την εξειδίκευση τούτη θα συνεκτιμηθούν κάθε φορά διαφορετικά στοιχεία. Απο αυτήν την οπτική γωνία λοιπόν η προαναφερόμενη φράση του Πρωταγόρα πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπον, προσλαμβάνει άλλη διάσταση: η εξειδίκευση των αόριστων εννοιών, με τις οποίες προσδιορίζονται οι ηθικές αξίες, θα πρέπει να γίνεται όχι ανελαστικά, αλλά με συνεκτίμηση σε κάθε ατομική περίπτωση των αναγκών και των αδυναμιών κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου. Αυτήν την αντίληψη συναντάμε και στον Πυθαγόρα: ειπόντα, μηδέν ειλικρινές είναι των όντων πραγμάτων, αλλά μετέχειν και γήν πυρός, και πύρ ύδατος, και πνεύμα τούτων, και ταύτα πνεύματος, έτι καλόν αισχρού και δίκαιον αδίκου και τάλλα κατα λόγον τούτοις (εκ δε ταύτης της υποθέσεως λαβείν τον λόγον, την εις εκάτερον μέρος ορμήν) · δύο δε είναι κινήσεις, και του σώματος, και της ψυχής, τήν μεν άλογον, τήν δε προαιρετικήν [34] (...) Ως άρα άλλους άλλως, ως έχει έκαστος φύσεως και δυνάμεως, επανορθούν επειράτο [35]. Έτσι για παράδειγμα η δικαιοσύνη, την οποία τα δικαστήρια έχουν υπηρεσιακό καθήκον ν' απονέμουν (Σ 87 § 1), είναι μια σταθερή και απόλυτη αξία. Όμως, είτε προσδιορίζεται μονολεκτικώς (ως δικαιοσύνη), είτε περιγραφικώς (ως η τήρηση των αρχών της μεσότητας και της αναλογικότητας κατα την οριοθέτηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), πάντως εικονίζεται με αόριστες έννοιες, που πρέπει να εξειδικευθούν σε κάθε ατομική διαφορά ή υπόθεση. Και ναί μεν κατα την ερμηνευτική τους εξειδίκευση θα πρέπει κάθε φορά να συνεκτιμώνται οι εξατομικευμένες περιστάσεις του συγκεκριμένου αντικειμένου δίκης, όμως κατα τη συνεκτίμηση τούτη ο δικαστής δέν είναι ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες εξ ίσου νόμιμες λύσεις. Έχει υπηρεσιακό καθήκον ν' αναζητήσει με κοινώς αποδεκτές ερμηνευτικές μεθόδους του δικαίου τη μία και μοναδική θεμιτή λύση που προσήκει στην ατομική περίπτωση. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως στο πλαίσιο της διαλεκτικής προσέγγισης της θεωρητικής έριδας που μας απασχολεί δέν μπορεί ν' αποκλειστεί η ισχύς και απόλυτων ηθικών αξιών. Και τούτο επειδή η ισχύς τους υπαγορεύεται: (α) απο τον ορθό λόγο, στην έκταση που παραβιάζεται η αρχή της απαγόρευσης της αντίφασης, όπως συμβαίνει με την ισχύ της κατηγορικής προσταγής του Kant, που απαγορεύει την αντιφατική συμπεριφορά, όταν το πρόσωπο δέ δέχεται να ισχύει ως κανόνας καθολικής ισχύος εκείνη η ρύθμιση που επιθυμεί για τη διασφάλιση των δικών του συμφερόντων [36], ή (β) απο κοινώς αποδεκτούς υπερνομοθετικούς κανόνες, είτε κωδικοποιημένους σε ισχύοντα συνταγματικά κείμενα ή σε ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις, είτε εθιμικώς ισχύοντες ως πολιτιστική κληρονομιά του ευρωπαϊκού πνεύματος. Και είναι βέβαια αλήθεια οτι οι απόλυτες τούτες αξίες προσδιορίζονται είτε μονολεκτικώς είτε περιγραφικώς με αόριστες έννοιες, που χρήζουν εξειδίκευσης, έτσι ώστε τα μέτρα αυτής της εξειδίκευσης να μήν είναι ανελαστικά, αλλά θα πρέπει να συνεκτιμούν και τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης · όμως η σχετικότητα τούτη των μέτρων εξειδίκευσης δέν αναιρεί τον απόλυτο χαρακτήρα της αντίστοιχης ηθικής αξίας, αφού κατα την εξειδίκευση και με τη συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της ατομικής υπόθεσης, πάντως θα πρέπει ν' αναζητείται η μία και μοναδική θεμιτή ερμηνευτική λύση, κατ' αποκλεισμό κάθε άλλης. [1] Kriele, Recht und praktische Vernunft § 4 σελ. 25. Για τη σύγχρονη κάμψη αυτής της αντίληψης, με την παραδοχή της παράλληλης συγκρότησης του θετικού δικαίου και απο τις κοινώς παραδεδεγμένες δικαιικές αρχές βλ. πιο κάτω, § XVIII 1 και 3. [2] Εύστοχα επισημαίνεται οτι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα, αφ' ενός, στο πραγματικό γεγονός της θέσης σε ισχύ ορισμένου κανόνα δικαίου διαμέσου νομοθετικής επιταγής ή διαμέσου διαμορφούμενου εθίμου και, αφ' ετέρου, στο εννοιολογικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου που τίθεται σε ισχύ (βλ. σχετικώς Kelsen, Reine Rechtslehre, σελ. 23. [3] Ειδικότερη ανάπτυξη για το θετικό δίκαιο βλ. πιο πάνω, ΙΧ 3, καθώς και πιο κάτω, XVIII (η ουσία του δικαίου). [4] Apel - Ludz, Philosophisches Wφrterbuch, λ. Wert, Wertphilosophie. Έτσι και Kelsen, Die Illusion der Gerechtigkeit; eine kritische Untersuchung der Sozialphilosophie Platons, σελ. 312 επ. Ε. Μουτσόπουλος, Η πορεία του πνεύματος - αι αξίαι, 1977 σελ. 47 επ. [5] Schischkoff, Philosophisches Wφrterbuch, λ. Wert. [6] Μουτσόπουλος, ο.π. σελ. 47. [7] Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, 434-435. [8] Στη σύγχρονη ορολογία Wert. [9] Hφffe, Recht und Moral, σελ. 20. [10] Hφffe, ο.π. σελ. 22. [11] Robbers, Gerechtigkeit als Rechtsprinzip, σελ. 30. [12] Βλ. πιο πάνω, II (το πρόβλημα του καλού και του κακού). [13] Kelsen, Reine Rechtslehre, σελ. 19. [14] Kelsen, ο.π. σελ. 17. [15] Kelsen, ο.π. σελ. 18. [16] Βλ. ειδικότερα πιο κάτω, XX 1 (έννοια της ηθικής). [17] Περίανδρος Κυψέλου Κορίνθιος (Diels - Kranz, ο.π. Ι 65, 17. [18] Πλάτων, Πολιτεία, 517b. [19] Πλάτων, ο.π. [20] Πλάτων, ο.π. 517 c. [21] Βλ. διεξοδικώς πιο κάτω, ΧΧ 1 (έννοια της ηθικής). [22] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1100b 14-18: επειδή για τίποτ' άλλο δέν υπάρχει τέτοια βεβαιότητα, αναφορικά με τα έργα των ανθρώπων, όπως για τις πράξεις που ασκούνται σε αρμονία με την αρετή · και τούτο, γιατι θεωρούνται πως είναι πιό σταθερές κι απο τις επιστημονικές γνώσεις. Κι απ' αυτές πάλι, οι πιό άξιες είναι και πιό σταθερές. [23] Αριστοτέλης, ο.π. 1134 b, 30-43. [24] Πλάτων, Θεαίτητος,152 a 2-3 και Diels - Kranz, ο.π. II 263, 3. [25] Πελεγρίνης, Η επικαιρότητα της κατηγορικής προσταγής του Kant, Δικανικοί Διάλογοι, Ι (1994) σελ. 72. [26] Πελεγρίνης, ο.π. [27] Πελεγρίνης, ο.π. [28] Βλ. πιο κάτω, ΧΧ, 1 (έννοια της ηθικής). [29] Βλ. εγγύτερα πιο κάτω XX 3 (η φιλοσοφική ηθική). [30] Αριστοτέλη, Αναλυτικών προτέρων, Α' 41a 29:επειδή με την αντίφαση καταλήγουμε σε μή αληθινό πόρισμα. [31] Αριστοτέλη, Αναλυτικών προτέρων, Α' 64b 9-12:αφού πάντα ο συλλογισμός είναι αντίθετος στην πραγματικότητα (...) επειδή στηρίζεται σε αντιφατική αφετηρία. [32] Αριστοτέλη, Περι ερμηνείας, 21b 17-19:αλλά βέβαια είναι αδύνατο ν' αληθεύουν όσα υποστηρίζονται κατα τρόπο αντιφατικό προς τα δεδομένα · κάτι που δέν μπορεί να γίνει αποδεκτό ως [ορθή] κρίση. [33] Βλ. πιο πάνω, XIV, 2.1. [34] Ιάμβλιχος, ο.π. 130, 1996-2003. [35] Ιάμβλιχος, ο.π. 93, 1425-1426: που είπε οτι τίποτε απο τα αντικείμενα που αληθινά υπάρχουν δέν είναι αμιγές, αλλά η σύνθεσή του είναι μικτή, έτσι που να περιέχεται το χώμα στη φωτιά, το νερό στον αέρα, κι όλα μαζί στον αέρα, έτσι που να μπορούν να ξεχωρίσουν ανάμεσα στο καλό και στο αισχρό, καθώς και ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο, και όλα τ' άλλα τα ανάλογα (κι απο αυτήν τη θεωρητική κατασκευή αφορμήθηκε για να δώσει το όνομα της "ορμής" σε κάθε ειδικότερη εκδήλωση · δυό λοιπόν είναι οι κινήσεις καί του σώματος καί της ψυχής, η μιά δίχως να ελέγχεται απο τον ορθό λόγο, ενώ η άλλη ύστερα απο [έμφρονα] επιλογή. [36] Βλ σχετικώς πιο κάτω, ΧΧ, 3.3 (η καθαρή αξία της προς εαυτόν φιλοσοφικής ηθικής).


( ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.kostasbeys.gr )