ΕΙΡΕΣΙΩΝΗ | |
Ειρεσιώνη καλείται το κλαδί ελιάς ή δάφνης, πάνω στο οποίο έχουν πλέξει λευκές ή πορφυρές κορδέλες από μαλλί και έχει κρεμασμένους όλων των ειδών τους καρπούς (εκτός του πίου και του μήλου) της πρώτης φθινοπωρινής σοδειάς. Επίσης κατά την περιφορά τοποθετούσαν επάνω του άρτους, οινοχόες γεμάτες με κρασί, ορμαθούς από βελανίδια, λάδι, μέλι. Η ειρεσιώνη είναι πιθανόν να πήρε το όνομά της από το μαλλί "είρος", που έπαιρναν από το ιερό ζώο. Για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε σύμβολο ευφορίας. Τις ειρεσιώνες αφιέρωναν στη θεότητα, τη χορηγό των αγαθών της Γής και άλλοτε τις έβαζαν έξω από την πόρτα του ναού της για να επικαλεστούν τη συνδρομή της κατά του λιμού (της σιτοδείας), των επιδημιών ή άλλων θεομηνιών. Άλλοτε τις αναρτούσαν πάνω στις πόρτες των οικιών τους για να αποδώσουν ευχαριστίες στη θεότητα. Ειδικά στην Αθήνα, ορισμένες ειρεσιώνες αφιερώνονταν κατά τα Θαργήλια και Πυανέψια στον Απόλλωνα και τις Ώρες, σε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που λήγει και παράκληση της συνέχισής της και κατά το επόμενο. Άλλοι αναφέρουν ότι τις περιέφεραν και τις κρεμούσαν προς τιμήν του "Ηλίου και των Ωρών". | |
Ο Πορφύριος δεν κατονομάζει ρητώς την ειρεσιώνη, αλλά σαφώς την υπαινίσσεται, όταν αναφέρεται για την πομπή που γίνονταν στην Αθήνα των ημερών του για τον Ήλιο και τις Ώρες. Άλλες ειρεσιώνες αναρτούνταν πάνω στις πόρτες των οικιών και παρέμεναν εκεί μέχρι το επόμενο έτος, όπου καίγονταν και αντικαθιστούνταν με νέες. Γενικά οι καρποί της ειρεσιώνης συμβολίζουν το γεωργικό χαρακτήρα των γιορτών κατά τη διάρκεια της περιφοράς της. Η ειρεσιώνη είναι προσφορά ανάλογη με τη δέσμη από στάχυα, την οποία οι Ρωμαίοι αναρτούσαν στις πόρτες του ναού της Ceres, (η οποία ταυτίζεται με τη Θεά Δήμητρα) και των οικιών τους. Το μαραμένο κλαδί ήταν συνηθισμένο θέαμα. Ο Αριστοφάνης στον Πλούτο περιγράφει κάποιο περιστατικό με έναν νέο που προσβάλλει μία γριά γυναίκα και φέρνει το δαυλό του στο ταλαιπωρημένο της πρόσωπο, εκείνη φωνάζει: "Λυπήσου με, μη φέρνεις το δαυλό σου τόσο κοντά μου" και ο Χρέμυλος λέει: "Ναι, δίκιο έχει γιατί αν αρπάξει μια σπίθα θα καεί σαν παλιά ειρεσιώνη". Κατά τα Παναθήναια, το κλαδί κόβονταν από ιερή ελιά που βρισκόταν στην Ακαδήμεια. Τα ελαιόδενδρα καλούνταν "μόριαι ελαίαι", διότι θεωρούνταν πως πολλαπλασιάστηκαν από καταβολάδες που αποσπάστηκαν από την πρωταρχική ελιά της Ακρόπολης. Από αυτά τα ελαιόδενδρα λαμβάνει ο Ζευς το προσωνύμιο Μόριος, ως προστάτης και φύλακας των ιερών αυτών ελαιοδένδρων. Μετά την κατασκευή της ειρεσιώνης γίνονταν περιφορά με πομπή και άσματα στην Ακρόπολη, προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Από τον Παυσανία διασώζεται η ακόλουθη περιγραφή της τελετής κατά την έβδομη μέρα της γιορτή των Πυανεψίων : "Η ειρεσιώνη είναι ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με μαλλί και από αυτό κρέμονται διάφοροι καρποί της Γής. Ένα αγόρι, του οποίου ζουν και οι δύο γονείς, το μεταφέρει και το τοποθετεί μπροστά από τις πόρτες του Ιερού του Απόλλωνα, κατά τη γιορτή των Πυανεψίων". Οι "αμφιθαλείς παίδες", δηλαδή αυτοί που έχουν και τους δύο γονείς στη ζωή, περιέφεραν την ειρεσιώνη από οικία σε οικία και έψελναν ειδικό άσμα, το οποίο είχε το ίδιο όνομα και είναι ως εξής: "Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αποψήσασθαι και κύλικ' εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη". Τα παιδιά έπερναν από τους οικοδεσπότες φιλοδώρημα. Αυτό υπενθυμίζει το αρχαίο χελιδόνισμα της Ρόδου, όπως και το σύγχρονο έθιμο του τραγουδίσματος των καλάνδων από παιδιά σε κάθε οικία κατά την παραμονή των χριστουγέννων. Τη δεύτερη μέρα της γιορτής των Θαργηλίων, η οποία θεωρούνταν από τους Δήλιους πως ήταν η μέρα γέννησης του Απόλλωνα, τα παιδιά κρεμούσαν τις ειρεσιώνες έξω από τις πόρτες των οικιών, ψάλλοντας το ομώνυμο άσμα. Το μνημονευόμενο άσμα υποδηλώνει αποτροπή αφορίας. Πολλοί έριζαν περί της αρχής της ειρεσιώνης. Σύμφωνα με κάποιους, πρώτα κατασκευάστηκε από τον Θησέα, ο οποίος παίρνοντας κλαδί από την ιερή ελιά και αφού το έφτιαξε κατάλληλα, το ανέθεσε στον Απόλλωνα ως ικετήριο και έπειτα απέπλευσε για την Κρήτη. Από τότε και έπειτα επικράτησε η εν λόγω συνήθεια. Ο Πλούταρχος γράφει σχετικά "Γενομένου του κλήρου παραλαβών τούς λαχόντας ο Θησεύς εκ του πρυτανείου και παρελθών εις Δελφίνιον, έθηκεν υπέρ αυτών τωι Απόλλωνι την ικετηρίαν. Ην δε κλάδος από της ιεράς ελαίας ερίωι λευκώι κατεστεμμένος". Σύμφωνα με άλλους, πλέοντας ο Θησέας προς την Κρήτη, παρασύρθηκε από τον αέρα στη Δήλο, εκεί, ορκίστηκε στον Απόλλωνα να τον στέψει με κλαδί ελιάς, εάν επέστρεφε από την Κρήτη, αφού προηγουμένως θα είχε φονεύσει τον Μινώταυρο. Άλλη εκδοχή είναι ότι το έθιμο γίνονταν σε ανάμνηση των Ηρακλειδών, τους οποίους έτρεφαν οι Αθηναίοι, με τον τρόπο που αναφέρει το άσμα ειρεσιώνη. Υπάρχει όμως και τέταρτη εκδοχή, κατά την οποία συνέβη κάποτε παγκόσμιος λιμός και έσπευσαν απ' όλα τα μέρη της Γής προς τα μαντεία για να ρωτήσουν περί της απαλλαγής από το λιμό. Τότε ο Απόλλων είπε προς όλους ομόφωνα, ότι, αν οι Αθηναίοι δεν προσεύχονταν και δεν πρόσφεραν θυσία στη Δήμητρα, την ημέρα των Προηροσίων (προ της αρόσεως), στο όνομα όλων των λαών, δεν θα έπαυε ο λιμός. Αμέσως, όλοι οι λαοί της Γής, έστειλαν πρέσβεις στους Αθηναίους, οι δε Σκύθες απέστειλαν τον ιερέα του Απόλλωνα, Άβαρι. Τότε πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα αυτή η ικετηρία και από τότε όλα τα έθνη έστελναν απαρχές των καρπών προς τους Αθηναίους. Ο συγγραφέας του Βίου του Ομήρου, που εσφαλμένα αποδίδουν στον Ηρόδοτο, διηγείται ότι ο ποιητής, περνώντας τον χειμώνα στη Σάμο, εμφανίζονταν κατά την πρώτη μέρα κάθε μήνα μπροστά στις οικίες των πλουσίων και πετύχαινε φιλοδωρήματα απαγγέλοντας μικρό ποίημα που ονομάζονταν ειρεσιώνη. Αυτό το "επαιτικόν άσμα" διασώθηκε και φέρει τον αριθμό 15 στη συλλογή των ομηρικών επιγραμμάτων. Ο βιογράφος προσθέτει ότι τα παιδιά της Σάμου εξακολουθούσαν για μακρύ χρονικό διάστημα να το τραγουδούν κατά τις γιορτές του Απόλλωνα. Είναι πιθανόν ότι το όνομα ειρεσιώνη, δόθηκε αρχικά σε θρησκευτικό άσμα, το οποίο επικαλείται την θεία εύνοια και στη συνέχεια εφαρμόστηκε σε όλα τα είδη των ασμάτων, τα οποία απέβλεπαν να πετύχουν χάρισμα ή εύνοια. ίσως το ρήμα είρω (ζητώ) δεν είναι χωρίς επίδραση για την αλλαγή της σημασίας. Από αυτό προέκυψε ότι το ποίημα ειρεσιώνη ποίησε ο Όμηρος και ότι αργότερα η ειρεσιώνη κατάντησε το γενικό άσμα των ασμάτων που τραγουδιόταν από τους επαίτες. Οι ειρεσιώνες αναρτούνταν πάνω από τις θύρες των οικιών, όπου παρέμεναν όλη τη διάρκεια του έτους, μετά τη λήξη του οποίου καίγονταν και αντικαθιστούνταν από νέα κλαδιά, έχει το σύγχρονο αντίστοιχο της ανάρτησης κλαδιών και στεφάνων από άνθη πάνω από τις πόρτες, τα παράθυρα ή τους εξώστες των οικιών κατά την πρώτη κάθε Μαΐου. |
Πριν από 1 ώρα