Ο ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ
Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά Κόμης ντε Σαντ (γαλλ. Donatien Alphonse François Comte de Sade) (Παρίσι, 2 Ιουνίου 1740 - Charenton, Saint-Maurice 2 Δεκεμβρίου 1814) ευρύτερα γνωστός ως Μαρκήσιος ντε Σαντ (όπως ονομαζόταν πριν το θάνατο του πατέρα του και τη λήψη του τίτλου του κόμητος), επικαλούμενος από τους θαυμαστές του ο "Θεϊκός Μαρκήσιος", ήταν Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος με ηδονιστικές κυρίως και αθεϊστικές θεωρήσεις.
Η φιλοσοφία του πρεσβεύει μία ακραία μορφή ελευθερίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ηθική ελευθεριότητα, και σκοπεί στην απεξάρτηση του ατόμου από κάθε κατεστημένη νομική, ηθική ή θρησκευτική αρχή με τελικό στόχο την επίτευξη της απόλυτης ατομικής ικανοποίησης, που θεωρεί ως την ανώτατη αξία.
Τα έργα του περιέχουν ακραίες μορφές ερωτικών πρακτικών και συχνά οι περιγραφές του κινούνται στα όρια της πορνογραφίας. Εξ αιτίας της προκλητικής γραφής του και των ιδεών του πέρασε εικοσι εννέα χρόνια έγκλειστος σε άσυλα και σωφρονιστικά ιδρύματα. Το έργο του προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές ενώ κατέστη πόλος έμπνευσης για άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες διαχρονικά. Η δική του άποψη για το έργο του συμπυκνώνεται στην παρακάτω ρήση του:
"Ο τρόπος σκέψης μου είναι το αποτέλεσμα των στοχασμών μου. Είναι κομμάτι της εσώτερης ύπαρξής μου, του τρόπου που είμαι φτιαγμένος. Για το σύστημά μου, το οποίο αποδοκιμάζετε, είναι επίσης η μέγιστη παρηγοριά στη ζωή μου, η πηγή της ευτυχίας μου. Σημαίνει περισσότερα για μένα από ότι η ίδια μου η ζωή."
Πρώιμα χρόνια
Ο Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στην αριστοκρατική κατοικία Hôtel de Condé στις 2 Ιουνίου 1740 και ήταν γιος του Jean-Baptiste François Joseph κόμητα de Sade, μαρκησίου του Mazan, και της Marie-Éléonore de Maillé de Carman. Η μητέρα του, θυγατέρα του Donatien de Maillé, μαρκησίου του Carman, διετέλεσε κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας του Condé. Ο πατέρας του ως διπλωμάτης βρισκόταν στην υπηρεσία του Πρίγκιπα - Εκλέκτορα της Κολωνίας.
Από το 1745, έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής μαζί με συγγενείς του στην Προβηγκία και την Αβινιόν, την επιμέλειά του ανέλαβε ο θείος του Αββάς ντε Σαντ, λόγιος και σχολιαστής του Πετράρχη, ο οποίος αργότερα προκάλεσε σκάνδαλο με τη σύλληψή του σε οίκο ανοχής. Αυτός ανέθεσε την ανατροφή του σε μια οικογενειακή φίλη, τη Madame de Saint Germain και την εκπαίδευσή του στον Αββά Amblet. Το 1750 εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το θέατρο και τη δραματική τέχνη, που τον γοήτευσαν και απετέλεσαν έκτοτε ρόλο αγαπημένων του ενασχολήσεων.
Το 1754, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έγινε δεκτός στη στρατιωτική σχολή École des Chevaux-légers, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά γόνοι ευγενών. Εκεί έλαβε την αρχική στρατιωτική του εκπαίδευση και την επόμενη χρονιά ονομάστηκε δεύτερος υπολοχαγός στο σύνταγμα του βασιλικού πεζικού. Από το 1757 συμμετείχε στον Επταετή Πόλεμο με το βαθμό του σημαιοφόρου με το σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα υπό τον Κόμη της Προβηγκίας (μετέπειτα Λουδοβίκου ΙΗ') αδερφό του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και στις 21 Απριλίου 1759 προήχθη σε λοχαγό του Ιππικού της Βουργουνδίας.
Γάμος και πρώτα σκάνδαλα
Αποστρατεύτηκε το 1763, ταυτόχρονα με το τέλος του πολέμου, και εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κάστρο Château de Lacoste. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη δεσποινίδα Laure de Lauris, δέσποινα της Vacqueyras. Η άρνησή της, όμως, για ένα γάμο μαζί του τον οδήγησε να παντρευτεί τη Renée-Pélagie de Montreuil, κόρη ενός πλούσιου κατώτερου δικαστικού με ισχυρές προσβάσεις στη βασιλική αυλή.
Τον Οκτώβριο του 1763, τέσσερεις μήνες μετά το γάμο του, παύθηκε από την υπηρεσία του βασιλιά για πρώτη φορά στη ζωή του και κρατήθηκε για δεκαπέντε ημέρες στις φυλακές του βασιλικού κάστρου Vincennes έπειτα από την καταγγελία μίας ιερόδουλης για βλασφημία. Με τη μεσολάβηση του πατέρα του αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο και του επιβλήθηκε υποχρεωτική παραμονή στο οικογενειακό κάστρο του Échauffour υπό την επίβλεψη του επικεφαλής της αστυνομικής διεύθυνσης ηθών.
Τον Ιανουάριο του 1767 πέθανε ο πατέρας του κληροδοτώντας του τον τίτλο του κόμητος καθώς και τους πύργους Lacoste, Mazan και Saumane αλλά και μεγάλα ποσά χρεών για εξόφληση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους γεννήθηκε το πρώτο παιδί του ζεύγους ντε Σαντ ο Louis-Marie.
Η ερωμένη του Μαρκησίου και αδερφή της συζύγου του, Anne-Prospère
Την Κυριακή του Πάσχα του 1768 συνέβη το πρώτο μεγάλο σεξουαλικό σκάνδαλο του ντε Σαντ με μία πόρνη ονόματι Rose Keller. Η Keller διαφεύγοντας από το διαμέρισμά του τον κατήγγειλε στις αρχές, και παρά την απόσυρση των καταγγελιών της έπειτα από μια γενναιόδωρη προσφορά χρημάτων, λόγω της έκτασης του σκανδάλου, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να φυλακίσει το Μαρκήσιο με ένα lettre de cachet αποσιοπώντας έτσι τη συνηθισμένη διαδικασία δίωξης. Έγκλειστος παρέμεινε έως τις 16 Νοεμβρίου οπότε και εγκαταστάθηκε στο κάστρο της Lacoste. Το 1771 τον ακολούθησε εκεί και η οικογένειά του μαζί με την αδερφή της γυναίκας του Anne-Prospère, που σύντομα έγινε ερωμένη του.
Μετά από ένα επεισόδιο στη Μασσαλία το 1772, που είχε να κάνει με δηλητηρίαση πορνών με το υποτιθέμενο αφροδισιακό, ισπανική μύγα και σοδομισμό με τον υπηρέτη του, Latour, καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο. Κατάφεραν να διαφύγουν στην Ιταλία παίρνοντας μαζί τους και την Anne-Prospère, γεγονός που εξόργισε την πεθερά του, Madame de Montreuil, η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει βασιλική εντολή για τη σύλληψη του γαμπρού της.
Πρώτη περίοδος εγκλεισμού και η Επανάσταση
Στις 8 Δεκεμβρίου 1772 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Château de Miolans από όπου δραπέτευσε τέσσερεις μήνες αργότερα. Παρέμεινε κρυμμένος στη Lacoste και επανασυνδέθηκε με τη σύζυγό του διατηρώντας παράλληλα μια ομάδα νέων υπαλλήλων, οι περισσότεροι από τους οποίος παραπονούνταν για σεξουαλική κακομεταχείριση και εγκατέλειψαν το κάστρο του Μαρκησίου. Ο Σαντ αναγκάστηκε πάλι να φύγει στην Ιταλία και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε το βιβλίο, "Voyage d'Italie". Το 1776 επέστρεψε στη Lacoste και προσέλαβε νέες υπηρέτριες, οι οποίες, όμως, έφυγαν γρήγορα από την υπηρεσία του. Το 1777 ο πατέρας μίας από αυτές ήρθε στη Lacoste ζητώντας την κόρη του και επεχείρησε να δολοφονήσει τον Σαντ. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς ο Μαρκήσιος μετήχθη στις φυλακές του κάστρου Vincennes.
Στις 14 Ιουνίου 1778 πληροφορήθηκε την αθώωσή του για τις κατηγορίες της δηλητηρίασης και του σοδομισμού αλλά αναγκάστηκε να παραμείνει φυλακισμένος λόγω της βασιλικής εντολής, που είχε εκδοθεί με ενέργειες της πεθεράς του. Ένα μήνα αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη σύντομα και οδηγήθηκε στη Vincennes, όπου παρέμεινε μέχρι και την παύση λειτουργίας της ως φυλακής, το 1784, οπότε μεταφέρθηκε στη Βαστίλη.
Στις περιώνυμες φυλακές της Βαστίλης κρατήθηκε έως την 2α Ιουλίου 1789 όταν άρχισε να φωνάζει από το κελί του ότι σκοτώνουν τους φυλακισμένους καλώντας τον κόσμο να τους απελευθερώσει. Από εκεί, δέκα ημέρες πριν την πυρπόληση της Βαστίλης από τους επαναστάτες, διαμετακομίστηκε στο άσυλο φρενοβλαβών του Charenton.
Σε αυτή την πρώτη μακρά περίοδο εγκλεισμού του ξεκίνησε τη συγγραφή των πλέον γνωστών έργων του όπως η "Ζυστίν", "120 Μέρες στα Σόδομα", "Διάλογος μεταξύ Ιερέα και Μελλοθανάτου" κ.α. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ απελευθερώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση στις 2 Απριλίου 1790 με την ακύρωση όλων των βασιλικών εντολών φυλάκισης υπό τη μορφή lettres de cachet.
Η σύζυγός του αποσύρθηκε σε μοναστήρι και αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Τότε ξεκίνησε ο δεσμός του με την τριαντατριάχρονη πρώην ηθοποιό Marie-Constance Renelle (Madame Quesnet), την οποία είχε εγκαταλείψει ο άνδρας της Balthazar Quesnet, αφήνοντάς της και την επιμέλεια του εξάχρονου γιου τους.
Στις 22 Οκτωβρίου 1790 ανέβηκε με επιτυχία στο Παρίσι το θεατρικό έργο του, "Oxtiern" προκαλώντας, όμως, μεγάλες αντιδράσεις. Προηγουμένως ο Σαντ είχε κυκλοφορήσει ένα πολιτικό μανιφέστο και την επόμενη χρονιά δημοσιεύτηκε μία ανώνυμη έκδοση της "Ζυστίν". Όπως και άλλοι Γάλλοι αριστοκράτες προσαρμόστηκε στη μετεπαναστατική κοινωνία και πολιτικοποιήθηκε εκλεγόμενος γραμματέας και αργότερα πρόεδρος της περιφέρειας Piques των Παρισίων (Section des Piques) και Ειρηνοδίκης.
Δίωξη από την Τρομοκρατία και σύντομη περίοδος ελευθερίας
Εντούτοις, με την επανάσταση δημιουργήθηκαν καταστάσεις που ο Μαρκήσιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί. Προσποιήθηκε τον υποστηρικτή της εγκαθίδρυσης του ολοκληρωτικού σοσιαλισμού και της πλήρους κατάργησης της κυριότητας, όμως επέμεινε στη διατήρηση του οικογενειακού του κάστρου και της ιδιοκτησίας του. Η επιβολή του καθεστώτος της Τρομοκρατίας (1793 - 1794) και οι χιλιάδες εκτελέσεις που ακολούθησαν τον οδήγησαν να αποσυρθεί από την πολιτική κονίστρα αποτροπιασμένος. Αν και είχε χρησιμοποιήσει διάφορες μορφές βασανιστηρίων για να διεγείρει τα πάθη του, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τις μαζικές εκτελέσεις που πραγματοποιούνταν από τον νεοπαγή κρατικό μηχανισμό.Στις 8 Δεκεμβρίου 1793 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για μία επιστολή που είχε γράψει προ διετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και φυλακίστηκε στη Madelonnettes. Μεταφέρθηκε στη Φυλακή Καρμηλιτισσών στη Rue de Vaugirard και από εκεί στο Sainte-Lazare. Καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο αλλά λόγω της γραφειοκρατίας διέφυγε τον αποκεφαλισμό στη γκιλοτίνα. Το 1795 δημοσίευσε το έργο του "Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ", μία φιλοσοφική μελέτη συνδυασμένη με τη γνωστή ερωτική γραφή του ντε Σαντ, και μέσα στην επόμενη πενταετία κυκλοφόρησαν τα μυθιστορήματα "Η Νέα Ζυστίν", "Αλίν και Βαλκούρ", "Ιστορία της Ζυλιέτ".Στα 1799 αναγκάστηκε να εργαστεί σε ένα θέατρο των Βερσαλλιών κερδίζοντας ελάχιστα χρήματα και συντηρώντας παράλληλα το γιο της Madame Quesnet, Κάρολο. Την ίδια χρονιά ανέβηκε, για δεύτερη φορά, στη Société Dramatique των Βερσαλλιών το θεατρικό του, "Oxtiern". Ο ντε Σαντ αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα και για ένα διάστημα βρέθηκε να στεγάζεται σε πτωχοκομείο.Αντιμέτωπος με το καθεστώς του Βοναπάρτη
Τον Ιούνιο του 1800 κυκλοφόρησε μία ανώνυμη μπροσούρα με τον τίτλο "Zoloé", μέσω της οποίας ο συντάκτης της επετίθετο στο Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε πρόσφατα αναλάβει την εξουσία, και στο περιβάλλον του. Οι υποψίες για τη συγγραφή της στράφηκαν στο Μαρκήσιο παρότι σήμερα είναι, πλέον, επιβεβαιωμένο ότι δεν είχε καμία σχέση. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε η τετράτομη συλλογή ιστοριών του, "Εγκλήματα από Έρωτα", στην οποία επιτέθηκε με σφοδρότητα σε άρθρο του στη "Journal de Paris" ο ακαδημαϊκός και κριτικός Alexandre-Louis de Villeterque κατονομάζοντας συνάμα το Σαντ ως το συγγραφέα της "Ζυστίν".
Η μακρά σειρά συλλήψεων του Μαρκησίου ντε Σαντ ολοκληρώθηκε στις 6 Μαρτίου 1801 όταν, τυχαία ευρισκόμενος στο γραφείο του εκδότη του Nicolas Massé, συνελήφθη μαζί του έπειτα από έφοδο της αστυνομίας. Η έρευνα των αρχών αποκάλυψε χειρόγραφα και διορθώσεις του ντε Σαντ για τα έργα "Νέα Ζυστίν" και "Ζυλιέτ". Κατά την ανάκριση ο Massé, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, παρέδωσε το χειρόγραφο της "Ζυλιέτ". Ο Σαντ αναγνώρισε το χειρόγραφο αλλά υποστήριξε ότι αυτός δεν ήταν παρά ο αντιγραφέας του.
Τον Απρίλιο αποφασίστηκε από το διευθυντή της παρισινής αστυνομίας Dubois και τον Υπουργό Ασφαλείας, τον περίφημο Ζοζέφ Φουσέ (Joseph Fouché), η μη διεξαγωγή δίκης του Μαρκησίου προκειμένου να αποφευχθεί μεγαλύτερο σκάνδαλο και ο εγκλεισμός του στη φυλακή πολιτικών κρατουμένων Sainte-Pélagie. Ως αιτιολογία προβλήθηκε η συγγραφή του «επαίσχυντου μυθιστορήματος Ζυστίν» και του «ακόμα φρικτότερου Ζυλιέτ».
Τα χρόνια στο Charenton και το τέλος
Ο ντε Σαντ απηύθυνε από τη φυλακή επιστολή – έκκληση προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης, André Joseph Abrial, στις 20 Μαΐου 1802, ζητώντας την απελευθέρωσή του ή την προσαγωγή του σε δίκη, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ο συγγραφέας της "Ζυστίν". Ακολούθησαν το 1803 οι δύο τελικές διαμετακομίσεις του, αρχικά στις φυλακές Bicêtre και κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς του στο άσυλο Charenton, όπου φρουρούνταν από έναν αστυνομικό και οι οικείοι του κατέβαλαν τρεις χιλιάδες φράγκα ετησίως ως τρόφιμη συνδρομή.
Η Madame Quesnet τον ακολούθησε στο Charenton λαμβάνοντας άδεια παραμονής σε κοντινό δωμάτιο. Ο φιλελεύθερος διευθυντής του ασύλου, Αββάς François Simonet de Coulmier, προμήθευε το ντε Σαντ με γραφική ύλη και τον ενθάρρυνε στο ανέβασμα θεατρικών έργων, ανοιχτών στο κοινό, με ηθοποιούς τους τροφίμους του ιδρύματος. Στο Charenton εκτυλίχτηκε και η τελευταία ερωτική σχέση του Μαρκησίου με την εκεί ανήλικη εργαζόμενη, Magdeleine Leclerc. Σχέση, που εκτός από σεξουαλικό είχε και παιδαγωγικό χαρακτήρα, μιας και ο ηλικιωμένος, πλέον, πρώην ευγενής της δίδαξε γραφή και ανάγνωση.
Τον Ιούνιο του 1807 σε αστυνομικό έλεγχο στο κελί του ανακαλύφθηκε το δεκάτομο έργο "Τα Ταξίδια της Φλορμπέλ", που μόλις είχε ολοκληρώσει. Το έργο κατασχέθηκε και μετά το θάνατο του Μαρκησίου κάηκε από το γιο του, Donatien-Claude-Armand, όπως και πολλά άλλα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Στις 9 Ιουνίου 1809 δολοφονήθηκε σε ενέδρα ο πρεσβύτερος γιος του, Louis-Marie, αξιωματικός του στρατού του Ναπολέοντα και στις 7 Ιουλίου του 1810 πέθανε η σύζυγός του Renée-Pélagie, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση από την πρώτη αποφυλάκισή του το 1790.
Υπό την προεδρία του Ναπολέοντα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στα 1811 τη συνέχιση της κράτησης του ντε Σαντ στο Charenton, η απόφαση αυτή ανανεώθηκε στα 1812 ενώ την επόμενη χρονιά απαγορεύτηκαν και οι θεατρικές παραστάσεις, που ανέβαζε στο άσυλο. Το 1813 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα "Histoire secrète d'Isabelle de Bavière" και δημοσίευσε ανώνυμα το βιβλίο "La Marquise de Gange".
Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Θείος Μαρκήσιος για τους θαυμαστές του και ονοματοδότης του όρου σαδισμός, πέθανε ενώ κοιμόταν, στο άσυλο φρενοβλαβών Charenton στις 2 Δεκεμβρίου 1814, σε ηλικία 74 ετών, εγκαταλείποντας ένα έργο, που θα επηρέαζε και θα μελετούνταν βαθιά από λογοτέχνες, ερευνητές και ψυχαναλυτές τους επόμενους δύο αιώνες.
Ο όρος σαδισμός
Ο όρος σαδισμός (γαλλ. sadisme) δημιουργήθηκε από το Γερμανό ψυχίατρο Richard von Krafft-Ebing και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 στο έργο του "Psychopathia Sexualis". Η σημασία του έχει να κάνει με την επίδραση της σκληρότητας στη σεξουαλική διέγερση με την επιβολή σωματικού πόνου, νοητικής βασάνου ή και των δύο παράλληλα. Περιγράφεται επίσης ως γενετήσια διαστροφή κατά την οποία προκαλείται διέγερση μόνο με την πρόκληση πόνου σε άλλο άτομο ή με τη θέα αίματος.
«Η σκληρότητα είναι απλά η ενέργεια σε έναν ανθρώπινο πολιτισμό που δεν έχει πλήρως αλλοιωθεί. Επομένως είναι αρετή και όχι ανηθικότητα». Απόψεις, όπως αυτή, του Μαρκησίου ντε Σαντ, καθώς και η σεξουαλική δράση σε έργα του συνέτειναν στο να δανείσει μεταθανάτια το όνομά του στον ψυχοπαθολογικό αυτό όρο.
Το αντίθετο του σαδισμού είναι o μαζοχισμός. Κατά τον μαζοχισμό το άτομο διεγείρεται σεξουαλικά όταν του επιβάλλεται πόνος, περιορισμός ή τιμωρία. Σε μερικούς ανθρώπους συνυπάρχουν και οι δυο τάσεις του σαδισμού και του μαζοχισμού.
Λογοτεχνική παρουσία
Η θεατρική παρουσία του ντε Σαντ ξεκίνησε από το 1765 περίπου, οπότε έγραψε και έλαβε μέρος σε διάφορες ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, η βασική, όμως λογοτεχνική του δημιουργία άρχισε μετά τη φυλάκισή του στη Vincennes το 1778. Ενώ ο ντε Σαντ χρησιμοποιεί πολλούς από τους κανόνες της τυχοδιωκτικής, γοτθικής και αισθηματικής μυθιστοριογραφίας, τα μυθιστορήματά του είναι μοναδικά στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής του με την απόρριψη οποιουδήποτε ηθικού νόμου και τις αναλυτικές, εγκυκλοπαιδικού τύπου, λεπτομέρειες βίαιης σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Στις "120 Ημέρες στα Σόδομα", έργο, που άρχισε να γράφει στη Βαστίλη τη δεκαετία του 1780 και ουδέποτε ολοκλήρωσε, προσπαθεί να εκθέσει με λογοτεχνική μορφή έναν κατάλογο όλων των πιθανών μορφών ελευθεριάζουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς. Η "Ζυστίν", η ιστορία μιας ενάρετης νέας γυναίκας που υποβάλλεται σε φρικιαστικά σεξουαλικά βασανιστήρια και σκοτώνεται τελικά από χτύπημα κεραυνού, ολοκληρώθηκε επίσης στη Βαστίλη ενώ μία πιο εκτεταμένη έκδοση δημοσιεύθηκε το 1797 ως "Νέα Ζυστίν", μαζί με τη "Ζυλιετ", την ιστορία της αδελφής της Ζυστίν, η οποία ακολουθώντας το δρόμο της φαυλότητας ανταμείβεται και ευημερεί.
Στη "Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ" παρουσιάζει τη μύηση μιας νέας γυναίκας στη φιλοσοφία και την πρακτική της ακολασίας. Η σωζόμενη εργογραφία του ντε Σαντ περιλαμβάνει ακόμη διάφορα συμβατικότερα θεατρικά έργα και σύντομα αφηγήματα, δύο ιστορικά μυθιστορήματα, και ένα επιστολικό μυθιστόρημα, το "Aline et Valcour". Επίσης έχει διασωθεί μεγάλο τμήμα της ογκώδους αλληλογραφίας του.
Κριτική και αποτίμηση
Παρότι τα έργα του ντε Σαντ δεν εκδόθηκαν επίσημα κατά τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, κυκλοφορούσαν ιδιωτικά. Το 1843 ο Γάλλος κριτικός Charles Augustin Sainte-Beuve χαρακτήρισε το Μαρκήσιο ντε Σαντ και το Λόρδο Βύρωνα ως τις "δύο μέγιστες πηγές έμπνευσης" για τους σύγχρονους συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους είδαν τον Μαρκήσιο ως πρωτοπόρο της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης και μάρτυρα της ελευθερίας.
Ο Άλγκερνον Σούϊνμπερν, ο Πωλ Βερλαίν, ο Σαρλ Μπωντλέρ, ο Γουίλιαμ Μπλέηκ και ο Γκιγιώμ Απολιναίρ ήταν μεταξύ των συγγραφέων που επηρεάστηκαν από τη ζωή και το έργο του Σαντ. Στον εικοστό αιώνα, η υπερρεαλιστική κίνηση άντλησε έμπνευση από την εικονοκλαστική χρήση του ερωτισμού από το Σαντ και την προκλητική απόρριψη κάθε περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας.
Το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα αυξήθηκαν οι κριτικές πραγματείες του έργου του ντε Σαντ. Μελέτες από κριτικούς όπως ο Roland Barthes, ο Maurice Blanchot, ο Pierre Klossowski και ο Georges Bataille εστιάζουν στη βαθιά γνώση του Σαντ πάνω στην ψυχολογία της δύναμης και της επιθυμίας και στις σχέσεις μεταξύ των ρητορικών πρακτικών του και της επιθυμίας για απόλυτη προσωπική κυριαρχία.
Η αντίληψη του Φουκώ για το έργο του Σαντ ως συνόρου μεταξύ κλασσικής και σύγχρονης σκέψης ώθησε σε πολυάριθμες αναλύσεις της αλληλεξάρτησης μεταξύ των έργων του, του πολιτιστικού και φιλοσοφικού περιβάλλοντός του και των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων του όψιμου 18ου αιώνα στη Γαλλία.
Διάφοροι κριτικοί έχουν εξετάσει επίσης την αντιμετώπιση των θηλυκών χαρακτήρων στα κείμενα του Σαντ. Η Alice Laborde βρίσκει στο έργο του μια έκθεση της άδικης μεταχείρισης της κοινωνίας έναντι των γυναικών και ένα αίτημα για σεξουαλική ισότητα. Η Andrea Dworkin, από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιεί τη μελέτη της για το Σαντ για να υποστηρίξει τη θέση της ότι η πορνογραφία λειτουργεί ως μέσο υποβιβασμού και υποταγής των γυναικών. Η Angela Carter υποστηρίζει ότι η εργασία του Σαντ είναι τελικά πολύτιμη επειδή απεικονίζει ξεκάθαρα τις βίαιες και καταπιεστικές συμπεριφορές, που κρύβονται πίσω από τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Το έργο του Σαντ στην Ελλάδα
Η πρώτη έκδοση βιβλίου του Μαρκησίου ντε Σαντ στην Ελλάδα ήταν η "Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ" από τις εκδόσεις "Εξάντας" σε μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη το 1979, του οποίου η κυκλοφορία απαγορεύτηκε με δικαστική εντολή. Δύο χρόνια αργότερα ο ίδιος εκδοτικός οίκος κυκλοφόρησε τις "120 Μέρες των Σοδόμων" σε μετάφραση των Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Παπαδόπουλου. Η έκδοση προκάλεσε την παρέμβαση συντηρητικών δικαστικών κύκλων, που κατήγγειλαν το έργο ως πορνογράφημα για "προσβολή της δημοσίας αιδούς" με μάρτυρα κατηγορίας ένα χωροφύλακα.
Σε αντίδραση αυτής της πράξης λογοκρισίας 48 εκδότες ανήγγειλαν κοινή έκδοση του έργου. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και το σύνολο του Τύπου, καταδικάζοντας ομοθυμαδόν τέτοιες πρακτικές. Προσωπικότητες των γραμμάτων υπερασπίστηκαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των έργων του Σαντ, θεωρώντας το γεγονός της απαγόρευσης σκοταδιστικό πισωγύρισμα.
Το δικαστήριο συνεκάλεσε Γνωμοδοτική Επιτροπή πέντε προσωπικοτήτων όπου μεταξύ των μελών της βρίσκονταν ο Γιάννης Μόραλης, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος ήταν ο μόνος που συνηγόρησε στην πρακτική της απαγόρευσης. Το βιβλίο εν τέλει απαγορεύτηκε έως και το 1991 οπότε ήρθη και τυπικά η απαγόρευση.
Έκτοτε πολλές εκδόσεις των έργων του ντε Σαντ έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από σημαντικούς εκδοτικούς οίκους με κυρίαρχα έργα τη "Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ", τη "Ζυστίν" και τις "120 Ημέρες στα Σόδομα"