Η ηθική ως πολιτική
Ηθική και πολιτική: σχήμα οξύμωρο;
Ηθική και πολιτική: σχήμα οξύμωρο;
Σε ένα κράτος δικαίου είναι δυνατόν να έχουμε και παράνομες χρηματοδοτήσεις κομμάτων, πολιτικών και πολιτικών επιλογών. Ωστόσο, η νομική κρίση δεν ταυτίζεται με την πολιτική κρίση. Όσο για την ηθική, αυτή ακολουθεί νεφελώδης και ασθμαίνοντας.
Η συζήτηση για τις χρηματοδοτήσεις κομμάτων και πολιτικών, όπως και εκείνων που στόχο είχαν την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και σχεδίων, φέρνει στο προσκήνιο ένα θεμελιώδες ζήτημα για τον πολιτισμό μας, αυτό της σχέσης της πολιτικής με την ηθική.
Χωρίς καμία δυσκολία, τα σχόλια που συνοδεύουν το δημόσιο διάλογο για τις χρηματοδοτήσεις που ήλθαν στο προσκήνιο, έχουν ως σημείο συνάντησης την άποψη, ότι οι σχετικές πρακτικές αποτελούν προσβολή της ηθικής και πολιτικής τάξης. Ακόμη κι όταν η σχετική κριτική κάνει λόγο για παραβίαση των νόμιμων διαδικασιών, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι μόνο η προσβολή του κράτους δικαίου, αλλά και η φθορά της ηθικής ακεραιότητας του εμπλεκόμενου πολιτικού ή απλού πολίτη. Είναι σημαντικό, όμως, για τους πολίτες και τους πολιτικούς μιας σύγχρονης δημοκρατίας, να θυμούνται το πλαίσιο μέσα στο οποίο τέτοιες συνδέσεις μπορούν να έχουν νόημα.
Ένα πρώτο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι το νεωτερικό κράτος έχει κοσμικό χαρακτήρα, που σημαίνει ότι το μέτρο με το οποίο μετριέται η πολιτική είναι ο κόσμος, δηλαδή οι άνθρωποι που τον απαρτίζουν. Ένας τέτοιος συλλογισμός μάς υπενθυμίζει, πρώτον, ότι από τη στιγμή που δεν αποτελεί ο Θεός τη νομιμοποιητική αρχή του κράτους, η λειτουργία του στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος στερείται έσχατων θεμελίων, άρα και έσχατων κριτηρίων για το καλό, το ηθικό, το δίκαιο. Το δεύτερο που μας υπενθυμίζει, είναι ότι από τη στιγμή που μέτρο της πολιτικής είναι ο άνθρωπος, τότε μέτρο της αποτελούν και τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ανθρώπινη κατάσταση. Σε αντίθεση με το αυτονόητο, ο σύγχρονος πολιτισμός δεν εκτιμά καθόλου συζητήσεις ανθρωπολογικού χαρακτήρα και δεν θέλει να ανιχνεύσει χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης από φόβο μήπως και παραβιαστεί το κοινωνικό συμβόλαιο ενός πολιτισμού όπου βασιλεύει «ο πολυθεϊσμός των αξιών». Στοιχεία όπως η επιθυμία για επιβίωση, που δεν περιορίζεται στο βιολογικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, οι αξιώσεις ισχύος του ενός πάνω στον άλλον ή το ευάλωτο της ανθρώπινης κατάστασης σε ανίερες προσβολές δεν φαίνεται να απασχολούν κανένα.
Ένα δεύτερο στοιχείο συνδέεται με την κυριαρχία του ατομικισμού στη νεωτερικότητα. Η ελευθερία του ατόμου σε συνδυασμό με το δικαίωμά του σε μια ευημερία που δεν γνωρίζει όρια, έθεσε υπό αμφισβήτηση κάθε προσπάθεια θεμελίωσης κοινής ηθικής. Για τα πολιτικά πράγματα αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι μπορεί να υπάρχουν οι αρχές που θα πρέπει να διέπουν τις σύγχρονες δημοκρατίες και που συχνά χαρακτηρίζονται με τον όρο πολιτικός πολιτισμός, όμως η νομιμοποίηση της ιδιαίτερης ερμηνείας κάθε ατομικής ύπαρξης και κάθε ομάδας πολιτών για το περιεχόμενο των αρχών αυτών, ακυρώνουν την πιθανότητα μιας κοινά αποδεκτής, για όλους και για όλα, ερμηνείας. Βέβαια η ύπαρξη, λειτουργία και χρήση βίας, παράμετρος συστατικού χαρακτήρα και του νεωτερικού κράτους δικαίου, προσπαθεί να βάλει κάποια όρια στο θρυμματισμένο κόσμο μας και να υπηρετήσει το «κοινό καλό», ένα «κοινό καλό» που στερείται, όμως, κοινώς αποδεκτού περιεχομένου. Την ίδια στιγμή δεν υφίσταται κοινή αντίληψη για τα μέσα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην όποια εκδοχή του. Ο πολιτικός μας πολιτισμός, ο πολιτισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του απόλυτου σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να δικαιολογήσει και ηθικά, αλλά και πολιτικά, ακόμη και πρακτικές πρόκλησης πόνου και θανάτου, πόσο μάλλον πρακτικές χρηματοδότησης, αν αυτές υπηρετούν το «κοινό καλό», όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται κάθε φορά εκείνοι που έχουν αξιώσεις ισχύος.
Ένα τρίτο, επίσης σημαντικό, στοιχείο είναι η διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ της ηθικής της ευθύνης και της ηθικής της πεποίθησης. Η πρώτη συνδέεται με την ευθύνη των ηγετών, των πολιτικών, αλλά και του κάθε πολίτη ξεχωριστά απέναντι στην πρόοδο της κοινωνίας και την ευτυχή εξέλιξη του πολιτικού μας συστήματος. Εδώ η ηθική αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με την πραγμάτωση συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Η δεύτερη, η ηθική της πεποίθησης, συνδέεται με το σεβασμό συγκεκριμένων και απόλυτου χαρακτήρα ηθικών αρχών και αντιστοιχεί κατεξοχήν σε εκείνους που αποτελούν συνειδητά μέλη μια κοινότητας με απόλυτες πεποιθήσεις, όπου η αστοχία στην καλλιέργεια των αρετών και των αρχών που προτείνονται στους κόλπους της, στοιχειοθετεί απόκλιση από το ηθικό πρότυπο. Είναι προφανές, ότι η ηθική της πεποίθησης ταιριάζει περισσότερο στην Εκκλησία παρά στο νεωτερικό κράτος. Είναι, επίσης προφανές, ότι τόσο η ηθική της ευθύνης και η ηθική της πεποίθησης δεν απαντώνται σε καθαρή μορφή καθώς η συμμετοχή, για παράδειγμα, στον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής δεν σημαίνει και απέκδυση των ευθυνών που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη. Το γεγονός, όμως, της συνύπαρξης της ηθικής της ευθύνης και της ηθικής της πεποίθησης σε κάθε ατομική ύπαρξη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε σύγχυσή τους και σε άκριτο σχολιασμό τους από κοινού και αδιακρίτως, αλλά να οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή, τη συνειδητοποίηση της εγγενούς αντίφασης που χαρακτηρίζει τον κοσμικό χαρακτήρα του πολιτικού και ηθικού μας συστήματος και όπου είναι δυνατόν «να μην υφίσταται δρόμος απαλλαγμένος από ενοχές ή την ευθύνη κάποιου κακού», [Ε. Άνσκομπ - Τ. Νέιγκελ, Ηθικός Πόλεμος – Ηθική εν Πολέμω, σελ.75]
Σε ένα κράτος δικαίου είναι δυνατόν να έχουμε και παράνομες χρηματοδοτήσεις κομμάτων, πολιτικών και πολιτικών επιλογών. Ωστόσο, η νομική κρίση δεν ταυτίζεται με την πολιτική κρίση. Όσο για την ηθική, αυτή ακολουθεί νεφελώδης και ασθμαίνοντας.