Ο Πορφύριος ακούγοντας τον Ωριγένη να διδάσκει, είχε μελετήσει τις εβραϊκές γραφές, ιδιαίτερα τους προφήτες και τα χριστιανικά ευαγγέλια, και θεωρούσε πως τους έλειπε η φιλολογική ποιότητα και η φιλοσοφική εμβρίθεια. Γύρω στο 262, εντάχθηκε σε μια σχολή της Ρώμης την οποία διηύθυνε ο διάσημος νεοπλατωνικός δάσκαλος Πλωτίνος. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 270 περίπου. Και στη Σικελία, όπου βρέθηκε μετά το θάνατο του Πλωτίνου, και στη Ρώμη όπου αργότερα επέστρεψε, ο Πορφύριος εκδήλωνε μια έντονη αντιπάθεια για τη λαϊκή θρησκεία και θεωρούσε το χριστιανισμό ως την πλέον ολέθρια μορφή της νόσου που είχε προσβάλει την αυτοκρατορία.
Σε μια επιστολή του (Πορφυρίου προς Ανέβω επιστολή), υπογράμμιζε τα μειονεκτήματα των θρησκειών. Στη συνέχεια επιτέθηκε στη χριστιανική διδασκαλία γράφοντας ένα δεκαπεντάτομο έργο, που αργότερα έγινε γνωστό ως το Κατά Χριστιανών. Μέχρι την εποχή του διαγγέλματος του Γαλέριου (311), το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και από την πρώτη στιγμή μπήκε στο στόχαστρο της αυτοκρατορικής πλέον εκκλησίας, η οποία το 448 καταδίκασε στην πυρά όλα τα υπάρχοντα αντίγραφα. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ II, 12. Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν μαρτυρίες, απλώς επινόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους, βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το 'χε γεμίσει ξύδι... (αυτό λέει ο Μάρκος). Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έφτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιει κρασί ανακατωμένο με χολή. Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιει.Κι λίγο παρακάτω: την ένατη ώρα έβγαλε φωνή μεγάλη ο Ιησούς: ελωείμ, ελωείμ, λεμά σαβαχθανεί, που θα πει, θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Αυτά είναι του Ματθαίου. Άλλος ισχυρίζεται: βρισκόταν καταγής ένα αγγείο γεμάτο ξύδι. Αυτό το γεμάτο ξύδι σκεύος μαζί με ύσσωπο δεμένο του το έφεραν στο στόμα· και μόλις ήπιε το ξύδι ο Ιησούς, είπε, «τετέλεσται»· έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ετούτο είναι του Ιωάννη. 'Αλλος λέει: και βγάζοντας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά. Εξιστορήσεις από δεύτερο χέρι, διαφορετικές μεταξύ τους, θαρρείς και τα 'παθαν πολλοί και όχι ένας! Γιατί αν ο ένας γράφει, «εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου» κι ο άλλος γράφει «τετέλεσται», κι ο τρίτος «θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλίπες;», κι ο τέταρτος λέει «ο θεός, θεός μου, εις τι ωνείδισάς με;», είναι ολοφάνερο ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει ασυμφωνίες· είτε εμφανίζει περισσότερους από έναν εσταυρωμένους ή κάποιον που ενώ είχε κακό τέλος, δεν άφησε σε όσους βρίσκονταν εκεί μια ανεξίτηλη εικόνα του πάθους του. Αν ετούτοι (οι ευαγγελιστές), επειδή δεν ήξεραν να μας πουν πώς πέθανε στ' αλήθεια, έκοψαν κι έραψαν την όλη ιστορία, έπεται ότι και τα υπόλοιπα δεν μας τα διηγούνται με καθαρότητα.1 ΙΙ, 13. Σε άλλο κεφάλαιο θα δειχτεί ότι ολόκληρη η ιστορία του θανάτου του ήταν αποκύημα φαντασίας. Γράφει ο Ιωάννης: «Μα όταν ήλθαν στον Ιησού, βλέποντας πως ήταν ήδη νεκρός, δεν συνέτριψαν τα σκέλη του· μόνο ένας από τους στρατιώτες εκέντησε με τη λόγχη τα πλευρά του κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό.»[Ιωάννης,19.33]. Μόνο ο Ιωάννης το είπε αυτό. Κανείς από τους άλλους. Να γιατί θέλει να καταθέσει και την εξής μαρτυρία για να στηρίξει τα λεγόμενα του: «Κι εκείνος που τα είδε έχει δώσει μαρτυρία γι' αυτά, κι είναι αληθινή η μαρτυρία του.» [Ιωάννης, 19.35]. Αυτή τη δήλωση, νομίζω, μόνο ένας ανόητος θα την έκανε. Πώς θα μπορούσε να 'ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου; Οι μαρτυρίες δίνονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυρία να δοθεί; II, 14. Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυθρύλητη ανάσταση του, που αναιρεί τη σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς ισχυρίζεστε, και την ανάσταση του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπραξε αδίκημα που να επισύρει την θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιουδαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς; Παρά εμφανίζεται στη Μαρία Μαγδαληνή, μια γυναίκα χαμηλής υποστάθμης από ένα άθλιο χωριουδάκι, γυναίκα που κάποτε κυριεύτηκε από «επτά δαίμονες»· και εμφανίζεται και σε άλλη Μαρία (άλλη, πάλι, γυυαικούλα, μια χωριάτισσα που δεν την ήξερε κανείς), και σε δυο τρεις άλλους, όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ανθρώπους· παρ' όλο που από τα πριν στον αρχιερέα των Ιουδαίων είχε πει ακριβώς τα εξής; «όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εν δεξιά της δυνάμεως και ερχόμενου μετά των νεφελών», όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος. Γιατί αν εμφανιζόταν μπρος σε διακεκριμένους άνδρες, μέσω αυτών θα πίστευαν οι πάντες, και κανένας δικαστής δεν θα τιμωρούσε τους οπαδούς του ως ψεύτες που επινοούν αλλόκοτους μύθους. Κανένας θεός -όπως και κανένας συνετός άνθρωπος- δεν αρέσκεται να βλέπει να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών τόσος κόσμος για χάρη του. II, 15. Κι αν διαβάσει κανείς με προσοχή εκείνα τα παραπλανητικά στο ευαγγέλιο θα καταλάβει για τα καλά ότι πρόκειται για τερατολογίες: νυν κρίσις εστί του κόσμου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Μα πες μου, για το θεό, ποια είναι αυτή η «Κρίση» που έγινε τότε; Και ποιος άρχων του κόσμου πετάχτηκε έξω; Γιατί αν πείτε «ο αυτοκράτωρ», θ' απαντήσω ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι ο μόνος άρχων, αλλά ούτε και πετάχτηκε έξω. Βλέπετε, είναι πολλοί οι άρχοντες του κόσμου. Αν εννοείτε κάποιον νοητό άρχοντα χωρίς σάρκα και οστά, τότε αυτός δεν είναι δυνατό να «πεταχτεί έξω». Πού να εκσφενδονιστεί, όντας άρχοντας σε τούτο τον κόσμο; Αν εννοείτε ότι κάπου υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος όπου θα ριχτεί ο άρχων, υποθέτω ότι θα κατέχετε κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Αν όμως δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εφ' όσον δεχόμαστε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο κόσμοι, πού θα εκσφενδονιστεί ο άρχων αν όχι μες στον κόσμο όπου τυχαίνει να ζει; Πώς γίνεται τότε, να εκσφενδονίζεται κάποιος και να παραμένει στον ίδιο τόπο; Ή μήπως έχουμε εδώ κάτι παρόμοιο με το πήλινο αγγείο, που όταν συντριβεί χύνεται έξω το περιεχόμενο του, όχι βέβαια στην ανυπαρξία, αλλά πάνω σε άλλο σώμα, στερεό ή αέριο ή άλλης λογής, όπως τύχει; Αν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, πράγμα αδύνατον, με το που θα συντριβεί ο κόσμος, όποιος βρίσκεται εντός του θα πεταχτεί έξω· πού έξω όμως, σε ποιον χώρο; Τι χαρακτηριστικά έχει ο χώρος αυτός, πόσο ή τι ύψος έχει, τι βάθος, τι πλάτος και μήκος; Γιατί εφ' όσον έχει τέτοιες ιδιότητες, τότε πρόκειται για έναν κόσμο. Και ποια η αιτία που ρίχτηκε ο άρχοντας ως ξένος έξω απ' τον κόσμο; Και πώς έγινε και υπήρξε άρχων, όντας ξένος; Και πώς διώχνεται; Οικειοθελώς ή με το ζόρι; Προφανώς με το ζόρι. Το λέει κι η λέξη. Όταν διώχνεται κάτι, διώχνεται χωρίς τη θέληση του. Όμως το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται. Όσο για τη θολούρα των ευαγγελίων, καλά θα κάναμε να θεωρήσουμε ότι προορίζεται για γυναικούλες κι όχι για άντρες. Γιατί αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο. ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΙΙ, 16. Ας ακούσουμε και κείνη την θεατρινίστικη κουβέντα που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, κι έχει ως εξής: «Δεν μπορεί-τε», λέει, «να ακούσετε τα λόγια μου, γιατί σεις κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο**, και θέλετε να εκπληρώνετε του πατέρα σας τις επιθυμίες.» [Ιωάν. 8.43-44] Ξεκαθάρισε μας, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο διάβολος, ο πατέρας των Ιουδαίων. Γιατί όσοι κάνουν το θέλημα του πατερά τους, καλώς κάνουν και τιμούν τον πατέρα, υποχωρώντας μπρος στη γνώμη του. Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γι' αυτήν του την κακία. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος ο πατέρας, που ικανοποιώντας οι Ιουδαίοι την επιθυμία του δεν άκουγαν τον Χριστό; Εφ' όσον οι Ιουδαίοι λένε «ένα πατέρα έχουμε, τον θεό», Ετούτος καταργεί τη θέση τους αυτή, καθώς ισχυρίζεται: «Εσείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου»**, τουτέστιν από τον διάβολο. Μα ποιος είναι αυτός ο διάβολος και πού τριγυρνάει, και ποιον διέβαλε, ώστε να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι; Γιατί φαίνεται πως δεν είναι το κανονικό του όνομα αυτό, αλλά το οφείλει σε κάποιο συμβάν, που αν το πληροφορηθούμε σωστά, τότε πια θα ξέρουμε. Αν ονομάζεται διάβολος εξ αιτίας κάποιας διαβολής, ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους εμφανίστηκε και διέπραξε την απαγορευμένη πράξη; Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υφίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ' ένα παλούκι, μα εκείνος που έμπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται. Πες μου όμως· αυτός ο διάβολος διακατέχεται από πάθη, ή όχι; Αν δεν διακατέχεται από πάθη, δεν θα διέβαλλε ποτέ. Αν όμως είναι εμπαθής, δικαιούται τη συγγνώμη μας· ακριβώς όπως δεν κατηγορούμε ως άδικο κάποιον που υποφέρει από φυσική αρρώστια, αλλά πάνω απ' όλα τον οικτίρουμε για τα βάσανα του.
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΙΙΙ, 1. Για ποιο λόγο ο Χριστός, ούτε στον αρχιερέα όπου τον οδήγησαν ούτε στον κυβερνήτη δεν είπε ένα λόγο άξιο σοφού και θείου ανθρώπου, ένα λόγο ικανό να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει καλύτερους, το δικαστή και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους; Παρά ανεχόταν να τον χτυπούν μ' ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι, σε αντίθεση με τον Απολλώνιο Τυανέα,3 που αφού πρώτα τά 'ψαλε του αυτοκράτορα Δομητιανού, αμέσως μετά έγινε άφαντος από τα ανάκτορα κι ύστερα από μερικές ώρες εμφανίστηκε στην πόλη Δικαιάρχεια -τους σημερινούς Ποτιόλους- μπρος σε όλο τον κόσμο. Μα ακόμα κι αν ήταν θεϊκή εντολή να υποστεί τα πάθη, ο Χριστός όφειλε μεν να υπομείνει την τιμωρία, όχι όμως και να τα υποστεί όλα βουβός χωρίς να μιλήσει διόλου· θα έπρεπε να μιλήσει δυνατά και να πει λόγια σπουδαία και σοφά στον Πιλάτο το δικαστή κι όχι ν' αφήνει να τον εξευτελίζουν σαν κανένα τιποτένιο του δρόμου.4 ΠΙ, 2. Μα και κείνα τα λόγια του Ιησού προς τους μαθητές, γεμάτα ασάφεια και αμορφωσιά: "Μη φοβηθείτε", λέει, "εκείνους που θανατώνουν το κορμί"' κι ο ίδιος αγωνιά και μένει ξάγρυπνος προσμένοντας τα δεινά, και προσεύχεται παρακαλώντας να μη τον βρει το κακό, και λέει στους δικούς του: "μείνετε ξυπνητοί και προσευχηθείτε, για να σας φύγει ο πειρασμός". Αυτά δεν είναι κουβέντες άξιες ενός υιού του θεού, μα ούτε καν ανθρώπου σοφού που περιφρονεί το θάνατο5. III, 3. Κι ακόμη, μου φαίνεται τελείως ανόητο εκείνο που είπε, «Αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα, διότι ο Μωυσής για μένα έγραψε.» Όμως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή. Λένε πως όλα τα συγγράμματα του κάηκαν μαζί με το Ναό. Όσα γράφτηκαν αργότερα επ' ονόματι του Μωυσή, χίλια εκατόν ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του, τα συνέγραψαν ανακριβώς ο Έσδρα και οι άνθρωποι του. Μα ακόμα και να δεχτεί κανείς ότι ο γραπτός Νόμος είναι του Μωυσή, δεν μπορεί να υποδείξει κανένα σημείο όπου να αναφέρεται ο Χριστός ως θεός ή λόγος του θεού ή δημιουργός. Και τέλος πάντων, από ποιον είχε ειπωθεί πως ο Χριστός θα σταυρωνόταν; III, 4. Κι αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει και για κείνη την ιστορία, θα φαινόταν ότι πραγματικά πρόκειται για φλυαρίες εκ του πονηρού" λέει ο Ματθαίος [8.31] ότι ο Ιησούς συναπαντήθηκε με δύο δαίμονες που ζούσαν ανάμεσα σε τάφους, κι ότι εκείνοι φοβήθηκαν και μπήκαν σε κάτι γουρούνια, πολλά από τα οποία σκοτώθηκαν. Ο Μάρκος, μάλιστα, δεν δίστασε να επινοήσει έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων [5.1], και να τι ισχυρίζεται: «Του έλεγε (ο Ιησούς): "Ακάθαρτο πνεύμα, βγες από το σώμα ετούτου του ανθρώπου", και τον ερώτησε, "ποιο είναι τ' όνομα σου;" Και αποκρίθηκε, "Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί", και του ζητούσε να μην τον πετάξει έξω απ' τη χωρά». Εκεί κοντά έβοσκε μια αγέλη γουρουνιών. Και τα δαιμόνια τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Και μόλις μπήκαν στα γουρούνια, έτρεξαν αυτά κι έπεσαν από το γκρεμό μες στη θάλασσα -γύρω στα δυο χιλιάδες γουρούνια- και πνίγηκαν· κι οι χοιροβοσκοί το 'βαλαν στα πόδια. Τι παραμύθι, τι παραμιλητό, τι γέλιο ασταμάτητο! Ένα πλήθος δυο χιλιάδων γουρουνιών να βουτάνε στη θάλασσα, να πνίγονται και να ψοφάνε! Και πώς, ακούγοντας κανείς ότι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους ρίξει στην άβυσσο κι ότι ο Χριστός, μπρος στα παρακάλια τους, αντί γι' αυτό τους ξαπόστειλε στα γουρούνια, πώς να μην πει: αχ! τι αμορφωσιά, τι κωμική πλάνη! Πνεύματα φονικά, υποτίθεται, που απεργάζονται μεγάλο κακό σε βάρος της ανθρωπότητας" κι εκείνος δέχεται την αξίωση τους και τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που επιθυμούν. Οι δαίμονες ήθελαν να χορεύουν ανάμεσα στους ζωντανούς, και να κάνουν τον κόσμο παιγνίδι τους, να ανακατώσουν θάλασσα και στεριά, να καταντήσουν την οικουμένη θέαμα θλιβερό, να ξυπνήσουν τα στοιχεία της φύσης και να βυθίσουν την υφήλιο μέσα στο χάος. θα 'πρεπε λοιπόν ο άνθρωπος ετούτα τα πονηρά όντα, τους αρχηγέτες του κακού, να τους πετάξει ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελαν, κι όχι να δείξει αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους, επιτρέποντας τους έτσι να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά. Αν η ιστορία είναι αληθινή και όχι μύθευμα, -όπως το λέω ξεκάθαρα πως είναι-, τότε μας βεβαιώνει για την ανικανότητα του Χριστού, που έδιωξε τους δαίμονες μέσα από έναν άνθρωπο και τους ξαπόστειλε μέσα σε χοίρους δίχως λογικό, και επιπλέον, κατατρομοκράτησε τους χοιροβοσκούς και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια γεμάτοι ταραχή και να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη πόλη. [Μάρκος 5.8-15]. Δεν θα ήταν δίκαιο να θεράπευε από το κακό, όχι μόνο έναν και δυο ή τρεις και δεκατρείς, μα όλους τους ανθρώπους; πολύ περισσότερο που φημίζεται ότι γι' αυτό ακριβώς φροντίζει. Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, μεταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο, και κάποιους να τους ελευθερώνει από τους φόβους αισίως, ενώ άλλους να τους περιβάλλει με φόβο, χωρίς κανένα λόγο, αυτό δεν είναι κατόρθωμα· και δεν θα 'χαμε άδικο να του καταλογίσουμε δολιότητα. Επιπλέον, δεχόμενος την αξίωση των εχθρών να πάνε να λεηλατήσουν άλλη περιοχή, δε διαφέρει από ένα βασιλιά που καταστρέφει τους υπηκόους του, κάποιον που μη μπορώντας να πετάξει τους βαρβάρους έξω απ' όλη τη χώρα, τους στέλνει να μείνουν από τον έναν τόπο στον άλλον, διώχνοντας το κακό από έναν τόπο και παραδίνοντας άλλον τόπο στο κακό. Αν λοιπόν και ο Χριστός κατά τον ίδιο τρόπο ξαπόστειλε τότε τον δαίμονα σε μια αγέλη γουρουνιών, επειδή αδυνατούσε να τον διώξει ολοκληρωτικά από την περιοχή του, τότε η ενέργεια του είναι όντως αξιοπερίεργη και ικανή να μολύνει την ακοή, και μας βάζει σε κακές σκέψεις. Ένας μυαλωμένος άνθρωπος με το που θα ακούσει αυτή την αφήγηση, αυτομάτως θα εκφράσει την ανάλογη θέση: Αφού δεν ελευθερώνει ολόκληρη την υφήλιο από το κακό, παρά διώχνει τους δράστες του κακού από ένα μέρος για να πάνε σε άλλο· και αφού άλλους ανθρώπους τους φροντίζει κι άλλους τους παραμελεί, το να καταφύγεις σ' αυτόν για να σωθείς δεν είναι διόλου ασφαλές. Γιατί ένας που έχει σωθεί, στενοχωρεί έναν μη σωσμένο" χώρια που ο δεύτερος αρχίζει να κατηγορεί τον πρώτο. Σύμφωνα με την κρίση μου, η ιστορία αυτή είναι πλαστή. Κι αν δεν είναι πλαστή και συγγενεύει με την αλήθεια, είναι αρκετή για να διακόψει τα χασμουρητά κάποιου και να τον κάνει να βάλει τα γέλια. Ας αποσαφηνίσουμε εδώ και το εξής: πώς ήταν δυνατό να βόσκει ένα τόσο μεγάλο πλήθος γουρουνιών στην Ιουδαία, όπου από πολύ παλιά οι Ιουδαίοι τα θεωρούν βρωμερά και τα απεχθάνονται; Και πώς πνίγηκαν όλα μαζί τα γουρούνια εκείνα, αφού δεν υπήρχε εκεί καμιά θάλασσα βαθιά να ριχτούν παρά μόνο μια λίμνη; Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια, III, 5. Ας εξετάσουμε μία φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ' ό,τι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται: «Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών.» [Ματθ. 19.24]. Αν ένας πλούσιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοιχεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη «βασιλεία των ουρανών», τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δίκαιοι, αν τυχαίνει να 'ναι πλούσιοι; Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια. Γιατί εφ' όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ' αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πληροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα. Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυτά -αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε «τον κανόνα της αληθείας»- αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες -κι όχι στο μακρινό παρελθόν-, γι' άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: «Πούλησε τα υπάρχοντα σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού», και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς. Κι οι γυναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το 'ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή· ώσπου τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βίος σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Ιησού). ΙΙΙ, 6. Ας μιλήσουμε τώρα πιο αναλυτικά για κείνη την ιστορία στο ευαγγέλιο, που ο τρόπος γραφής της είναι μεν γελοίος και διόλου πειστικός, μα ακόμα πιο γελοία είναι η ίδια η υπόθεση της: τότε που ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να διαπλεύσουν τη θάλασσα μετά από ένα δείπνο, κι ο ίδιος πήγε να τους συναντήσει αργότερα, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας. Και τους βρήκε εξαντλημένους από την κακοκαιρία, καθώς όλη τη νύχτα πάλευαν με τα άγρια κύματα (όλη νύχτα, διότι η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας είναι η δέκατη νυχτερινή ώρα, μετά την οποία υπολείπονται άλλες τρεις ώρες). [Ματθ.14.25·Μαρκ. 6.48]. Όσοι περιγράφουν την περιοχή, βεβαιώνουν πως δεν υπάρχει καμία θάλασσα εκεί· μόνο μια λιμνούλα, κοντά στην πόλη Τιβεριάδα, που τη σχηματίζουν τα νερά ενός ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό και χύνεται στη Γαλιλαία. Μια λιμνούλα που εύκολα μπορεί να την διαπλεύσει ακόμα και ένα μικρό μονόξυλο, το πολύ σε δυο ώρες, και που δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σηκώνει κύμα και σε περίπτωση κακοκαιρίας να υπάρχει θαλασσοταραχή. Ο Μάρκος λοιπόν, αφού ξεμάκρυνε αρκετά από την αλήθεια, κάθισε και σκάρωσε ετούτο το παραμύθι με τον πιο γελοίο τρόπο, λέγοντας ότι αφού πέρασαν εννέα ώρες, τη δέκατη κατέφθασε ο Ιησούς (δηλαδή, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας), και βρήκε τους μαθητές να ταξιδεύουν ακόμα μες στη λιμνούλα! Και την αναφέρει ως θάλασσα· και όχι απλώς θάλασσα, μα και ταραγμένη και άγρια, με κύματα αφρισμένα, ώστε αμέσως μετά να μας παρουσιάσει τον Χριστό ως μέγα θαυματοποιό που σταμάτησε τη φοβερή κα-κοκαιρία κι έσωσε τους μαθητές που λίγο ακόμα και θα πνίγονταν στο βυθό του πελάγους!6 Από κάτι τέτοια παιδικά παραμύθια καταλάβαμε ότι το ευαγγέλιο δεν είναι παρά μια καλοστημένη σκηνοθεσία. Και απ' το καθένα απ' αυτά τα παραμύθια είναι που ψάχνουμε να βγάλουμε άκρη.
ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ III, 7. Τώρα δα, ανακαλύπτοντας ακόμα μία ανακολουθία σε μια φρασούλα του Χριστού προς τους μαθητές, σκέφτηκα να μην την αποσιωπήσω ούτε κι αυτήν. Λέει: « τους πτωχούς πάντοτε, εμέ δε ου πάντοτε έχετε.» [Ματθ. 26.11]. Αφορμή για το θέμα αυτό ήταν το εξής: μια γυναίκα που κρατούσε άρωμα μέσα σε αλάβαστρο, του το 'χυνε πάνω στο κεφάλι. Στους άλλους που την έβλεπαν και σχολίαζαν ότι η πράξη της ήταν ανάρμοστη, είπε: «Τι την ταλαιπωρείτε τη γυναίκα. Καλό μου έκανε. Τους φτωχούς πάντα θα τους έχετε, εμένα όμως δεν θα μ' έχετε πάντα.» Γιατί τους είχε κακοφανεί πολύ, που δεν ακριβοπουληθηκε το άρωμα για να μοιραστούν τα λεφτά στους πεινασμένους φτωχούς. Και απ' αφορμή την άκαιρη εκείνη αντίδραση τους, ξεστόμισε ο Ιησούς την ανόητη ετούτη κουβέντα, λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους" εκείνος που σε άλλες περιστάσεις τους διαβεβαίωνε, έσομαι μεθ' υμών έως της συντέλειας του αιώνος, συγχιστηκε με το περιστατικό του αρώματος και τους αρνήθηκε ότι θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους. III, 15. Περιβόητη κι εκείνη η ρήση του διδασκάλου, όπου λέγει, «εάν δεν φάτε τη σάρκα μου και δεν πιείτε το αίμα μου, δεν έχετε ζωή μέσα σας.» [Ιωάν. 0.54]Αυτό δεν είναι απλώς θηριώδες ή άτοπο.*** Ξεπερνά κάθε ατόπημα και κάθε θηριωδία, άνθρωπος να γευτεί ανθρώπινες σάρκες και να πιεί το αίμα ομοφύλου και συγγενή του, και μάλιστα με σκοπό να κερδίσει την αιώνια ζωή! Πες μου, ύστερα απ' αυτή την ωμότητα, τι άλλες υπερβάσεις σκοπεύετε να εισαγάγετε στη ζωή μας; Ποιαν άλλη κακότητα θα εφεύρετε, βρωμερότερη από τούτην εδώ; Τέτοια πράγματα δεν αντέχει κανείς ούτε να τ' ακούει -και δεν εννοώ την ίδια την πράξη, μα ακόμα και το να γίνεται λόγος γι' αυτά τα ξενόφερτα, καινοφανή ανοσιουργήματα. Τέτοιο μήνυμα δεν έχουν δώσει τα φαντάσματα των Ερινυών ούτε στους πιο εκκεντρικούς ανθρώπους· ούτε οι Ποτιδαιάτες7 θα ξέπεφταν σε κείνη την πράξη αν δεν τους θέριζε η απάνθρωπη πείνα" το Θυέστειο γεύμα έγινε εξ αιτίας της στενοχώριας μεταξύ δυο αδελφών ο Τηρέας ο Θρακιώτης με το ζόρι αναγκάστηκε να δεχτεί τέτοια τροφή· ο Άρπαγος εξαπατήθηκε από τον Αστυάγη κι έφαγε από τις σάρκες αγαπημένου του προσώπου· όλοι τους δίχως να το θέλουν υπέκυψαν σ' ετούτο το βδέλυγμα. Υπό συνθήκες ειρηνικές, τέτοιο γεύμα δεν ετοίμασε ποτέ κανένας άνθρωπος· και κανένας δεν άκουσε ποτέ από δάσκαλο τέτοιο σιχαμερό μάθημα. Ακόμα και τα όσα εξιστορούνται για τους Σκύθες αν μελετήσεις, κι αν εξετάσεις τις συνήθειες των Μακρόβιων Αιθιόπων, κι αν κάνεις το γύρο του ωκεανού, θα βρεις ανθρώπους να τρων ψείρες και ρίζες, θ' ακούσεις για Ερπετοφάγους και Ποντικοφάγους· κανείς τους όμως δεν τρώει ανθρώπινες σάρκες. Λοιπόν, τι νόημα έχει ετούτη η κουβέντα του Ιησού; Ακόμα κι αν πρόκειται για αλληγορία που κρύβει κάποιο ωφέλιμο νόημα, η ίδια η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντας την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμα τους' κι έχει καταστρέψει ολόκληρο το κρυμμένο νόημα, γιατί τέτοια συφοριασμένα λόγια φέρνουν ζαλάδα στον άνθρωπο. Ως και τα ζώα που δεν έχουν λογικό, ακόμα κι αν γνωρίσουν πείνα σκληρή και αφόρητη, δεν υποκύπτουν ποτέ: σκύλος δεν θα φάει σάρκες σκύλου· και κανένα άλλο ζώο δεν πρόκειται να γευτεί τη σάρκα ομοειδούς ζώου. Υπάρχουν ένα σωρό δάσκαλοι που εισάγουν ξενόφερτες καινοτομίες· όμως μεγαλύτερη καινοτομία από ετούτη την τραγωδία δεν έχει επινοήσει κανένας ιστοριογράφος ή φιλόσοφος, είτε Βάρβαρος είτε Έλληνας της αρχαιότητας. Βλέπετε τι έχετε πάθει και προτρέπετε και τους αφελείς, μαζί μ' εσάς να πειστούν κι αυτοί; Βλέπετε τι κακό έχει ενσκήψει, όχι μόνο στα χωριά μα και στις πόλεις; Αυτός, νομίζω, ήταν και ο λόγος που ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς δεν τα 'γραψαν ετούτα, μήτε καν ο Ματθαίος, καθώς θα έκριναν ότι η ρήση (του Ιησού) δεν έχει καμία λεπτότητα, παρά είναι αλλότρια και ανάρμοστη και απέχει πολύ από τις αρχές του πολιτισμένου βίου. III, 16. Ας δώσουμε λίγη προσοχή σ' εκείνο το εδάφιο όπου λέει, ο Ιησούς: «εκείνους που θα πιστέψουν, θα τους ακολουθούν τα εξής σημάδια: θα ακουμπούν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και κείνοι θα βρίσκουν την υγεία τους' εκείνοι που θα πιστέψουν, αν τύχει και πιουν θανατηφόρο δηλητήριο, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα.» [Μαρκ. 16.18]. Θα πρέπει, το λιγότερο, οι εκλεκτοί ιερείς τους, και μάλιστα όσοι έχουν βλέψεις να γίνουν επίσκοποι, δηλαδή προκαθήμενοι της εκκλησίας, να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για να κριθούν: να πάρουν το θανατηφόρο δηλητήριο ώστε αυτός που δεν θα πάθει τίποτα να προκριθεί. Αν δεν έχουν το θάρρος να αποδεχτούν τον τρόπο αυτό, ομολογούν ότι δεν πιστεύουν τα λόγια του Ιησού. Γιατί αν είναι μέρος της χριστιανικής πίστης το ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κατανικά το δηλητήριο ή τους πόνους ενός αρρώστου, τότε ο πιστός που δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα είτε δεν είναι γνήσιος πιστός είτε είναι μεν γνήσιος πιστός αλλά αυτό στο οποίο πιστεύει δεν στέκει καλά. III, 17. Βλέπε κι ένα παρόμοιο ρητό: «Αλήθεια σας λέω, εάν έχετε πίστη όση ένας σπόρος σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: "Μετατοπίσου και πέσε μες στη θάλασσα", και θα μετακινηθεί· και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατον.» [Ματθ. 17.20]. Απ' ό,τι φαίνεται, όποιος δεν μπορεί να μετακινήσει βουνό με ένα πρόσταγμα του, δεν είναι άξιος να συγκαταλέγεται στην αδελφότητα των Πιστών. Οπότε αυτοαναιρείσθε φανερά· καθώς όχι μόνο οι κοινοί Χριστιανοί δεν συμπεριλαμβάνονται στους Πιστούς, αλλά ούτε καν οι επίσκοποι κι οι πρεσβύτεροι είναι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του πιστού. ΠΙ, 18. Ας μιλήσουμε και για τούτην εδώ τη φράση του: για ποιο λόγο ο Ιησούς, όταν τον έβαζε ο διάβολος σε δοκιμασία και του 'λεγε «πέσε από τη στέγη του ναού», όχι μόνο δεν έπεσε μα του είπε, «δεν θα βάλεις σε δοκιμασία τον κύριο τον θεό σου»; [Ματθ. 4.6]. Εμένα μου φαίνεται πως το είπε αυτό επειδή φοβήθηκε την πτώση. Αν, όπως λέτε, έκανε τόσα και τόσα θαύματα -και μάλιστα ανάστησε και νεκρούς μ' ένα του λόγο- θα 'πρεπε χωρίς δισταγμό να αποδείξει ότι ήταν ικανός να σώζει τον κόσμο από τους κινδύνους, και να ριχτεί από το ύψος της στέγης χωρίς να πάθει το παραμικρό· πόσο μάλλον, που ο διάβολος του υπενθύμιζε πως υπήρχε στις γραφές ένα χωρίο που έλεγε, «και θα σε σηκώσουν [οι άγγελοι] στα χέρια για να μη χτυπηθεί το πόδι σου πάνω σε πέτρα». Οπότε, το σωστό θα ήταν να δείξει σ' όσους βρίσκονταν εκεί στο ναό ότι ήταν υιός θεού κι είχε τη δύναμη να γλιτώνει από τον κίνδυνο τον εαυτό του και τους δικούς του. Το κείμενο είναι η παράθεση του Απολογητή στην οποία απαντάει με επιχειρήματα κατά του Πορφύριου. Λόγω της καταστροφής με επίσημο διάταγμα των έργων του Φιλοσόφου, καθώς και όλων των απολογητών που περιείχαν αποσπάσματά του, το εν λόγω έργο αποτελεί μοναδικό μνημείο των έργων του Πορφύριου και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2000 από τις εκδόσεις «Θύραθεν». |