Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Ελληνιστικοί Χρόνοι

Εκτύπωση

Ελληνιστικοί χρόνοι

α) Ηγεμονία των Μακεδόνων.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι εξάντλησαν τις ελληνικές πόλεις. Η αναλαμπή της Σπάρτης και της Θήβας υπήρξε πρόσκαιρη και το καθεστώς της Αθήνας άρχισε και αυτό να φθείρεται ανεπανόρθωτα. Τότε παρουσιάστηκε στο προσκήνιο μια νέα δύναμη, το συγκεντρωτικό στρατιωτικό κράτος των Μακεδόνων, που με επικεφαλής τον Φίλιππο Β΄ (359-336), γιο του Αμύντα Γ΄, ήταν πεπρωμένο να καταλύσει τα καθεστώτα των άστεων, παρά τις προσπάθειές τους να δημιουργήσουν πλατύτερες πολιτικές ενότητες.
Το 357 π.Χ. ο Φίλιππος κατέλαβε την Αμφίπολη και την Πύδνατο 356 π.Χ. την Ποτίδαια και τα μεταλλεία χρυσού της Θράκης και στη συνέχεια κατέπνιξε την εξέγερση των Ιλλυριών, Παιόνων και Θρακών και εξασφάλισε έτσι τα βόρεια σύνορά του. Γι' αυτό, όταν κατά το Β΄ Ιερό πόλεμο (355-346 π.Χ.) οι Φωκείς εισέβαλαν στη Θεσσαλία, δέχτηκε την πρόσκληση των Θεσσαλών για βοήθεια, καθώς ήταν ευκαιρία να επέμβει στα πράγματα της νότιας Ελλάδας. Αφού έδιωξε τους εισβολείς Φωκείς, έγινε συγχρόνως κύριος όλης της Θεσσαλίας και εμφανίστηκε στα μάτια των Ελλήνων ως προστάτης του ιερού των Δελφών. Το 352 π.Χ. εκστράτευσε στη Θράκη και έφτασε μέχρι την Προποντίδα και το 349 π.Χ. κατέλαβε την Όλυνθο, παρά την αντίδραση του Αθηναίου ρήτορα Δημοσθένη. Η αδιαφορία των Αθηναίων τον κατέστησε κύριο σε ολόκληρη τη Χαλκιδική. Ύστερα από την επιτυχία του αυτή έκλεισε με τους Αθηναίους τη Φιλοκράτειο ειρήνη (346 π.Χ.). και αμέσως μετά κατέλαβε τη Φωκίδα. Το 344 π.Χ. οι Θεσσαλοί τον εξέλεξαν άρχοντα και στη συνέχεια έγιναν σύμμαχοί του η Μεσσηνία, η Μεγαλόπολη, το Άργος, η Ήλιδα, η Εύβοια, η Ήπειρος και η Θράκη. Ο Γ΄ Ιερός πόλεμος (339 π.Χ.) έδωσε την ευκαιρία στον Φίλιππο να καταλάβει την Άμφισσα και την Ελάτεια και άφησε να φανεί η πρόθεσή του για μια νέα οριστική αναμέτρηση με τη νότια Ελλάδα. Η αναμέτρηση έγινε στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ., όπου συνέτριψε τους ενωμένους Αθηναίους, Θηβαίους, Φωκείς, Κορινθίους και Αχαιούς. Ύστερα υπέταξε όλη τη Νότια Ελλάδα και στις πόλεις διόρισε ολιγαρχικές κυβερνήσεις από "φιλιππίζοντες". Στο συνέδριο της Κορίνθου, που οργάνωσε αμέσως μετά, επέβαλε την πανελλήνια ένωση, της οποίας αρχηγός ορίστηκε ο ίδιος. Ύστερα από την επιτυχία του αυτή και ενώ διοργάνωνε εκστρατεία εναντίον των Περσών, δολοφονήθηκε την άνοιξη του 336 π.Χ.

β) Μέγας Αλέξανδρος (336-323).
Τον Φίλιππο διαδέχτηκε ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος σε πανελλήνιο συνέδριο, που συγκάλεσε στην Κόρινθο, ανακηρύχτηκε στρατηγός αυτοκράτορας. Αμέσως μετά στράφηκε εναντίον των βαρβάρων στα βόρεια σύνορα του κράτους του. Τότε διαδόθηκε ότι ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε στην εκστρατεία αυτή και οι Θηβαίοι επαναστάτησαν. Οργισμένος ο Αλέξανδρος επέστρεψε και κατέστρεψε τη Θήβα (335 π.Χ.). Η αστραπιαία αυτή ενέργεια τρομοκράτησε τους άλλους Έλληνες, οι οποίοι δήλωσαν υποταγή, οπότε απερίσπαστος ο Αλέξανδρος επιδόθηκε στην προπαρασκευή της εκστρατείας στη Μ. Ασία.

Το 334 π.Χ. με 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς πέρασε στην
Ασία, αφήνοντας τη διοίκηση της Ελλάδας στο στρατηγό του Αντίπατρο. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουσή του με τους Πέρσες έγινε στον Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.). Μετά κυρίευσε τη Φρυγία, τις Σάρδεις, την Έφεσο, τη Μίλητο, την Αλικαρνασσό, την Καρία, τη Λυκία, την Παμφυλία, την Πισιδία, πέρασε στη Μεγάλη Φρυγία, κατέλαβε χωρίς μάχη τις Κελαινές και προχώρησε για το Γόρδιο. Μετά την εντυπωσιακή κοπή του "Γόρδιου δεσμού" προχώρησε στην Παφλαγονία και στην Καππαδοκία, πέρασε τον Άλη ποταμό και υπέταξε τις πόλεις του Πόντου, στράφηκε προς το νότο, έφτασε στην Κιλικία, κατέλαβε τις "Πύλες της Κιλικίας" και υπέταξε την ορεινή Λυκαονία, τους Σόλους, την ορεινή Κιλικία και άλλες γειτονικές περιοχές. Το 333 π.Χ. συνέτριψε στην Ισσό τις τεράστιες δυνάμεις του Δαρείου (400.000 πεζοί και 100.000 ιππείς), ο οποίος με 4.000 μόνο στρατιώτες πέρασε τον Ευφράτη για να σωθεί. Σε μια νέα εξόρμηση ο Αλέξανδρος κυρίευσε τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Αίγυπτο (332 π.Χ.). Οι Αιγύπτιοι τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι ιερείς τους τον θεοποίησαν. Μετά επισκέφτηκε το ιερό του Άμμωνα Δία στη Λιβυκή έρημο του Σίβα, θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια και, αφού έμεινε πέντε μήνες στην Αίγυπτο, επέστρεψε στην Τύρο (331 π.Χ.), για να συνεχίσει από εκεί την εκστρατεία του.
Η συντριβή του Δαρείου επιτεύχθηκε στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.).
Η μεγάλη στρατιά του Δαρείου από 800.000 πεζούς, 200.000 ιππείς και 200 δρεπανηφόρα άρματα διαλύθηκε και ο ίδιος δραπέτευσε από τη μάχη κατευθυνόμενος στα Εκβάτανα. Ο Αλέξανδρος τότε κινήθηκε προς τη Βαβυλώνα, την κατέλαβε και δήμευσε τους θησαυρούς του Δαρείου. Το ίδιο έκανε ύστερα από ένα μήνα στα Σούσα. Μετά κατέλαβε τις δύο ιερές πόλεις των Περσών, τις Πασαργάδες και την Περσέπολη, όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα της περσικής δυναστείας. Στο μεταξύ ο Δαρείος είχε αιχμαλωτιστεί από το σατράπη Βήσσο. Εναντίον του κινήθηκε ο Αλέξανδρος και τον νίκησε, κατά τη φυγή του όμως ο Βήσσος σκότωσε τον Δαρείο και αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς. Ο Αλέξανδρος τον καταδίωξε μέχρι τη Βακτριανή, όπου τον συνέλα
βε και τον παρέδωσε στους Πέρσες, οι οποίοι τον σταύρωσαν.

Το 327 π.Χ., μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος εκστράτευσε για την κατάκτηση της Ινδικής. Πέρασε τον Ινδό ποταμό, νίκησε το βασιλιά Πώρο στον Υδάσπη ποταμό, διέσχισε την πεδιάδα των πέντε ποταμών και έφτασε στον τελευταίο, τον Ύφαση, όπου οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να συνεχίσουν την εκστρατεία. Ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, επέστρεψε στην Περσία και εγκαταστάθηκε στα Σούσα, όπου ασχολήθηκε με την οργάνωση του κράτους του και τα σχέδια για τη συγχώνευση και ειρηνική συνύπαρξη του βαρβαρικού και του ελληνικού κόσμου σε μία εθνότητα, μέσω της μετάδοσης του ελληνικού πολιτισμού. Το 324 π.Χ. εκστράτευσε εναντίον των ορεινών Κισσαίων, τους νίκησε και επέστρεψε στη Βαβυλώνα, όπου άρχισε να ετοιμάζει μεγάλη ναυτική εκστρατεία. Ξαφνικά όμως αρρώστησε από δυνατό πυρετό και μετά από 11 ημέρες, τον Ιούνιο του 323 π.Χ., πέθανε σε ηλικία 33 χρονών.

γ) Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ήταν πεπρωμένο να διαλυθεί η μεγάλη του αυτοκρατορία, καθώς η έλλειψη διαδόχου και οι ανταγωνισμοί των στρατηγών στάθηκαν οι αιτίες του κατακερματισμού της σε μικρά κρατίδια. Οι αγώνες αυτοί κράτησαν πάνω από 20 χρόνια (323-301 π.Χ.), κατά τα οποία η Ελλάδα και η Ασία πολλές φορές ερημώθηκαν από τους στρατούς.
Περί το 306 π.Χ. οι ισχυρότεροι από τους διοικητές των σατραπειών πήραν τον τίτλο του βασιλιά. Την αρχή την έκανε ο Αντίγονος, που κυριαρχούσε στην Ασία. Το παράδειγμά του το ακολούθησαν ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο, ο Λυσίμαχος στη Θράκη, ο Σέλευκος στη Βαβυλώνα και ο γιος του Αντίπατρου Κάσσανδρος στην Ελλάδα. Και πάλι όμως οι μεταξύ τους πόλεμοι εξακολούθησαν, ώσπου ενώθηκαν όλοι οι άλλοι κατά του Αντίγονου, τον νίκησαν, τον σκότωσαν στη μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) και μοιράστηκαν τις χώρες του. Αλλά και αυτοί που απέμειναν ήρθαν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Τελικά, το 278 π.Χ. είχαν απομείνει τρία μόνο μεγάλα και ισχυρά κράτη: Της Μακεδονίας με τους Αντιγονίδες, της Ασίας με τους Σελευκίδες και της Αιγύπτου με τους Πτολεμαίους.

Το βασίλειο της Μακεδονίας, παρά τους εμφύλιους πολέμους, την αναρχία και την επιδρομή των Γαλατών (280 π.Χ.), δημιουργήθηκε από τον Αντίγονο Γονατά (278 π.Χ.), ο οποίος το διέσωσε και το άφησε στους απογόνους του. Το κράτος των Σελευκιδών ήταν κολοσσιαίο: περιλάμβανε τις ασιατικές χώρες μέχρι τον Βόσπορο, το Αιγαίο πέλαγος και τη Μεσόγειο θάλασσα. Υπάγονταν ακόμα σ' αυτό, έμμεσα, η Αρμενία, η Καππαδοκία, ο Πόντος, η Παφλαγονία, η Βιθυνία και η Πέργαμος, που είχαν δικούς τους ηγεμόνες, υπέκυψαν όμως στην επιρροή του ελληνισμού και εργάστηκαν για τη διάδοσή του. Στο κράτος των Πτολεμαίων υπάγονταν η Αίγυπτος, η Λιβύη και πολλά ελληνικά νησιά. Η Ρόδος γνώρισε ακμή ως αυτοτελής εμπορική και ναυτική πολιτεία. Επίσης η Δήλος με τη βοήθεια των Μακεδόνων βασιλέων εξελίχτηκε σε κέντρο εμπορίου σίτου και δούλων. Η ακμή της διατηρήθηκε και κατά τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι το 88
π.Χ., οπότε καταστράφηκε κατά το Μιθριδατικό πόλεμο.

Ανάμεσα στους βασιλείς των ελληνιστικών χρόνων διακρίθηκαν ιδιαίτερα δύο: Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο οποίος, εκτός από τις άλλες πολεμικές μηχανές, επινόησε και εφάρμοσε στις πολιορκίες την περίφημη "ελέπολιν", έναν πύργο "εννεάδομο", που τον έσερναν πάνω σε τέσσερις ισχυρούς τροχούς και που
είχε πλάτος σε κάθε πλευρά 45 και ύψος 90 πήχεις και απασχολούσε 200 άνδρες. Ο άλλος ήταν ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος. Αυτός επιχείρησε να πετύχει προς τη Δύση ό,τι ο Αλέξανδρος στην Ανατολή. Δέχτηκε την πρόταση των Ταραντίνων και πήγε στην Ιταλία ως σύμμαχός τους εναντίον των Ρωμαίων, νίκησε τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια (280 π.Χ.) και στο Άσκλο (279 π.Χ.), αλλά νικήθηκε στο Βενεβέντο (275 π.Χ.) και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ήπειρο άπρακτος. Το 274 π.Χ. υπέταξε τη Μακεδονία και έπειτα στράφηκε προς την Πελοπόννησο και σκοτώθηκε τυχαία στο Άργος.

δ) Αιτωλική και Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Οι υπόλοιπες πόλεις της κυρίως Ελλάδας διατηρούσαν την αυτονομία τους, αλλά είχαν εξαντληθεί εξαιτίας των εμφύλιων πολέμων και των επαναστάσεων. Μόνο οι Αιτωλοί και οι Αχαιοί παρουσίαζαν κάποια ακμή και προσπαθούσαν να πετύχουν ενότητα μεταξύ των Ελλήνων. Έτσι προέκυψε η Αιτωλική και Αχαϊ
κή Συμπολιτεία.

Σύμφωνα με τον οργανισμό της Αιτωλικής Συμπολιτείας, κάθε χρόνο στο "Παναιτώλιο" συνέδριο του Θέρμου συνεδρίαζαν οι αντιπρόσωποι των πόλεων και αποφάσιζαν για πόλεμο ή ειρήνη. Εκτός από την κοινή αυτή σύνοδο, υπήρχε και άλλο συνέδριο, των "Αποκλήτων", οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους ευπατρίδες
της χώρας. Ο ανώτατος άρχοντας της εκτελεστικής εξουσίας, ο στρατηγός, προερχόταν από αυτούς και η εκλογή του επικυρωνόταν από τη σύνοδο. Δεύτερος άρχοντας της Συμπολιτείας ήταν ο ίππαρχος και τρίτος ο δημόσιος γραμματέας. Η Αιτωλική Συμπολιτεία κατά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. δέχτηκε
στη συμμαχία της την Κεφαλονιά, την Ηλεία, τη Μεσσηνία, μερικές αρκαδικές πόλεις, τους Λοκρούς, τους Φωκείς, τους Βοιωτούς και μερικές θεσσαλικές πόλεις.

Οι Αχαιοί το 281 π.Χ., συγκρότησαν τη Συμπολιτεία τους από 10 πόλεις, οι αντιπρόσωποι των οποίων συνεδρίαζαν στο Αίγιο και αποφάσιζαν για πόλεμο, ειρήνη και συμμαχίες. Την εκτελεστική εξουσία την είχαν δύο στρατηγοί και ένας γραμματέας. Αργότερα ο δεύτερος στρατηγός ονομάστηκε ίππαρχος. Εκτός από το στρατηγό υπήρχε συνέδριο δέκα ανδρών, που ονομάστηκαν "δημιουργοί" και εκπροσωπούσαν τις 10 ομόσπονδες πόλεις. Το 250 π.Χ. στην Αχαϊκή Συμπολιτεία εντάχθηκε η Σικυώνα από τον Σικυώνιο Άρατο, ο οποίος έγινε η ψυχή της Συμπολιτείας και αγωνίστηκε κατά των τυραννικών καθεστώτων και της μακεδονικής κυριαρχίας. Επί μία τριακονταετία (245-213 π.Χ.) εκλεγόταν κάθε δεύτερο χρόνο άρχοντας στρατηγός, πρόσθεσε στην ομοσπονδία το Άργος, την Κόρινθο, τα Μέγαρα κ.ά. και περιέλαβε σ' αυτήν σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Τον διαδέχτηκε ο Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης (253-189 π.Χ.), ο οποίος ανάγκασε και τη Σπάρτη να περιληφθεί στη Συμπολιτεία. Από τους αρχαίους επονομάστηκε "έσχατος των Ελλήνων", γιατί με το θάνατό του σταμάτησε και η τελευταία προσπάθεια για τη διατήρηση της ελευθερίας της Ελλάδας. Η ρωμαϊκή προπαγάνδα διέλυσε τη Συμπολιτεία με τη σύμπραξη του Καλλικράτη.