Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Ο Λουδοβίκος Θ’ της Γαλλίας, ο «άγιος» Λουδοβίκος ήταν μια ξεχωριστή μορφή μεταξύ των μοναρχών του Μεσαίωνος. Σε αυτό τον εξαίρετο άνθρωπο και ηγεμόνα στράφηκε ο Μιχαήλ Δ’ Παλαιολόγος σε μια απελπισμένη προσπάθεια, για να αποτρέψη μια νέα επιδρομή των Λατίνων στην Ανατολή. Κατά την διάρκεια της Εβδόμης Σταυροφορίας, τελευταίας στην ιστορία της Χριστιανοσύνης, ο Λουδοβίκος πέθανε.


Λουδοβίκος Θ’ της ΓαλλίαςΗ ομάδα των ιερέων και των γραμματικών, των υπηρετών και των στρατιωτών πορευόταν αργά, με κόπο, στα δύσβατα ορεινά μονοπάτια της Αλβανίας, στο μακρύ ταξίδι τους από την Κωνσταντινούπολι. Τα πλούσια άμφια των ιερέων, τα διακοσμημένα, με πετράδια, χάμουρα και οι κεντημένες ιπποσκευές των αλόγων, ο αριθμός των υπηρετών και, προπαντός, τα βαριά φορτωμένα και άγρυπνα φρουρούμενα υποζύγια με το αυτοκρατορικό έμβλημα, μαρτυρούσαν ότι ήσαν άνθρωποι σημαντικοί, που ταξίδευαν για υποθέσεις του αυτοκράτορος. Ήταν καλοκαίρι του 1270. Μια πρεσβεία του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου πήγαινε να επισκεφθή τον βασιλέα της Γαλλίας.
Δεν ήταν μια απλή αποστολή καλής θελήσεως. Είχε ζωτική σημασία για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Κάρολος Ανζού, αδελφός του Αγίου Λουδοβίκου Ε’ της Γαλλίας, είχε κατακτήσει τη Σικελία. Αντίθετα από τον αδελφό του, ο Κάρολος δεν ήταν άγιος αλλά ένας σκληροτράχηλος Γάλλος του Βορρά, λαμπρός στρατιώτης και ένας τετραπέρατος, φιλόδοξος άνθρωπος. Αν και είχε κληρονομήσει τις κομητείες του Μαίν και του Ανζού και είχε νυμφευθή την κληρονόμο της πλούσιας Προβηγκίας, οι φιλοδοξίες του κάθε άλλο παρά είχαν ικανοποιηθή. Ακόμη και ο θρόνος της Σικελίας δεν αποτελούσε παρά το πρώτο, αν και σημαντικό, βήμα προς την επίτευξι του μεγάλου σκοπού του:
να φορέση το Στέμμα του Βυζαντίου. Δεν είχε μόνο ο Κάρολος αυτές τις φιλοδοξίες. Από την εποχή ακόμη της νορμανδικής κατακτήσεως, τον 11ο αιώνα, οι ηγεμόνες της Σικελίας έστρεφαν το άπληστο βλέμμα τους προς την πλούσια Κωνσταντινούπολι. Την όρεξι των ηγεμόνων της Δύσεως άνοιγαν ιδιαίτερα τα τεράστια λάφυρα από την λεηλασία της το 1204. Ξεκινώντας από την Βενετία με την πρόθεσι να απελευθερώση τους Αγίους Τόπους από τους Απίστους, η Τετάρτη Σταυροφορία παρεξέκλινε από την πορεία της. Οι Σταυροφόροι επετέθησαν με αγριότητα εναντίον ενός αδελφού χριστιανικού κράτους, το οποίο, παρ’ όλα τα σφάλματά του, είχε αποκρούσει επί εξακόσια σχεδόν χρόνια την δύναμι του Ισλάμ και είχε εμποδίσει Άραβες και Τούρκους να εισβάλουν στην Ευρώπη. Όταν το 1261, ύστερα από πενήντα επτά χρόνια φραγκοκρατίας, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την Πόλη, η Βασιλεύουσα δεν ήταν πια η πρωτεύουσα μιας πλούσιας και ισχυρής αυτοκρατορίας. Οι εχθροί απειλούσαν τα σύνορά της από όλες τις πλευρές, αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν για μια ακόμη φορά από την Δύσι —από τον βασιλέα Κάρολο της Σικελίας.

Επειδή διέθετε πολύ μικρότερο στρατό από εκείνον που μπορούσε να συγκεντρώση ο εχθρός του, ο αυτοκράτωρ υποχρεώθηκε να βρη άλλα μέσα, για να αντιμετωπίση τον κίνδυνο των Ανζού. Με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζε την του πάπα, είχε προτείνει ήδη την ένωσι της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που είχαν χωρισθή πριν από δυό αιώνες για δογματικούς λόγους. Ο πάπας Κλήμης Δ’ αμφέβαλε κάπως για την ειλικρίνεια του Μιχαήλ, αλλά επιθυμούσε με θέρμη την ένωσι των Εκκλησιών. Καθώς η υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ρώμη φαινόταν προτιμότερη από μια ένωσι που θα την επέβαλε η δύναμις των όπλων, είχε απαγορεύσει στον Κάρολο να κινηθή εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις.
Αλλά ο Κλήμης είχε πεθάνει το 1268, δυό χρόνια πριν η αποστολή ξεκινήση για την Γαλλία. Αν και ο Κάρολος δεν θα έφθανε ποτέ στο σημείο, να παρακούση μια ρητή διαταγή του πάπα, ήταν αποφασισμένος να μην ανεχθή άλλες επεμβάσεις στα σχέδιά του και περιέπλεξε έτσι τα πράγματα στην Αγία Έδρα, ώστε να μη εκλεγή διάδοχος του Κλήμεντος παρά μόνο ύστερα από τρία χρόνια.
Ως το 1270 όλες οι απόπειρες αντιδράσεως των Σικελών στους Ανζού είχαν εξουδετερωθή και ο Κάρολος ήταν ελεύθερος να στρέψη ολόκληρη την προσοχή του προς την Ανατολή. Βυζαντινοί κατάσκοποι ανέφεραν ότι, σε όλα τα λιμάνια και τα ναυπηγεία της Νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας, ναυπηγούσαν και επισκεύαζαν με μεγάλη σπουδή πλοία, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν για την κατάληψι της Κωνσταντινουπόλεως. Με τον παπικό θρόνο κενό, η μόνη ελπίδα αναχαιτίσεως του Καρόλου ήταν ο Λουδοβίκος της Γαλλίας. Ήταν γνωστό ότι, ευτυχώς, είχε εντελώς διαφορετικές απόψεις από τον αδελφό του. Όχι μόνο αποδοκίμαζε τις διαμάχες μεταξύ Χριστιανών ηγεμόνων, αλλά την εποχή ακριβώς εκείνη ήταν πολύ απησχολημένος με τις προετοιμασίες μιας Σταυροφορίας στην Αίγυπτο και στους Αγίους Τόπους και δεν ήθελε κανένα εμπόδιο στον δρόμο του.
Το καλοκαίρι του προηγουμένου χρόνου, ο Μιχαήλ είχε στείλει μια πρεσβεία στην Γαλλία για να διαβεβαιώση τον βασιλέα — που αντιπροσώπευε την κεφαλή της Χριστιανοσύνης ελλείψει πάπα— ότι επιθυμούσε ειλικρινά την ένωσι των Εκκλησιών και να ζητήση την βοήθειά του για την επίτευξί της. Ταυτόχρονα ικέτευσε τον Λουδοβίκο να χρησιμοποιήση την επιρροή του, για να εμποδίση τον Κάρολο να επιτεθή εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως και προσφερόταν να πάρη μέρος στην προετοιμαζομένη Σταυροφορία.

Ο Λουδοβίκος δέχθηκε θερμά την πρεσβεία και συγκινήθηκε από την προσφορά του αυτοκράτορος. Αν και, όπως είπε, δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να μιλήση εξ ονόματος της Αγίας Έδρας για το θέμα της ενώσεως, υποσχέθηκε να προωθήση το αίτημα του αυτοκράτορος στο Κολλέγιο των Καρδιναλίων. Έκανε και κάτι σημαντικώτερο: έστειλε αυστηρή διαταγή στον αδελφό του να πάρη μέρος στην Σταυροφορία και να φέρη μαζί του όλες τις δυνάμεις που συγκέντρωνε για την επίθεσί του εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Κάρολος κατεπλάγη από την διαταγή του Λουδοβίκου. Ήταν αντίθετος σε κάθε είδους Σταυροφορία και ιδίως εναντίον της Αιγύπτου, με την οποία είχε στενούς εμπορικούς δεσμούς. Ο Λουδοβίκος ήταν ωστόσο πρεσβύτερος αδελφός του και βασιλεύς του και δεν τολμούσε να αγνοήση την διαταγή του. Αλλά αν η Σταυροφορία δεν ήταν δυνατόν να αττοτραπή, μπορούσε τουλάχιστον να παρεκκλίνη από τον αρχικό σκοπό της. Ο Κάρολος έπεισε τον Λουδοβίκο ότι η κατάκτησις της μουσουλμανικής Τύνιδος θα ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα στον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ και ότι ο εμίρης ήταν έτοιμος να αποκηρύξη το Ισλάμ, αν ενθαρρυνόταν από μια μικρή επίδειξι δυνάμεων εκ μέρους της στρατιάς των Σταυροφόρων. Πράγματι ο εμίρης ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι στους Χριστιανούς — όχι, βέβαια, ως το σημείο να γίνη Χριστιανός και ο ίδιος — αλλά είχε εξοργίσει τον Κάρολο με την άρνησί του να εξακολουθήση να πληρώνη τον φόρο υποπλείας στους βασιλείς της Σικελίας και επειδή παρείχε άσυλο στους Σικελούς φυγάδες.
Ο Κάρολος δεν ήταν ωστόσο ο μόνος που αντιτίθετο στην Σταυροφορία. Για το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης οι Σταυροφορίες γενικά ανήκαν στο παρελθόν. Πολλοί λίγοι ενδιαφέρονταν σοβαρά για τους Αγίους Τόπους. Στην ίδια την Γαλλία υπήρχε ελάχιστος ενθουσιασμός. Μερικοί από τους πιο πιστούς φίλους του βασιλέως συγκαταλέγονταν στους πιο σφοδρούς πολεμίους των Σταυροφοριών. Ο άρχων της Ζουανβίλ, που είχε πολεμήσει στην πρώτη καταστροφική Σταυροφορία του Λουδοβίκου εναντίον της Αιγύπτου και ήταν απόλυτα αφοσιωμένος σε αυτόν, αρνήθηκε να πάρη μέρος στο νέο αυτό εγχείρημα και διεκήρυττε ότι «όσοι συμβούλευαν τον βασιλέα να το πραγματοποιήση, διέπρατταν ηθικό αμάρτημα». Από την εμπειρία του από την προηγουμένη Σταυροφορία, ο Ζουανβίλ αντιλαμβανόταν πόσο επιβλαβής θα ήταν η απουσία του βασιλέως από την Γαλλία και πόσο κακό θα έκαναν στην υγεία του οι συνθήκες διεξαγωγής της Σταυροφορίας. Αλλά, αν και ήταν άρρωστος και ανίκανος να ιττττεύση, όταν οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1270, ο Λουδοβίκος αρνήθηκε πεισματικά να την ματαιώση ή να την αναβάλη. Ενθαρρημένος από την ανταπόκρισι στην πρώτη του έκκλησι, ο Μιχαήλ αποφάσισε να κάνη μια ακόμη προσπάθεια να εξασφαλίση την υποστήριξι του βασιλέως Λουδοβίκου και έστειλε τον Ιούνιο δεύτερη πρεσβεία στην Γαλλία. Επικεφαλής της ήταν ο χαρτοφύλαξ Ιωάννης Βέκκος, διακεκριμένος ιεράρχης και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, με μεγάλη γοητεία και οξυδέρκεια, «ένας σοφός, ρήτωρ και πολυμαθέστατος, προικισμένος από την φύσι με χαρίσματα που δεν διέθετε κανένας από τους συγχρόνους του»—έτσι τον περιγράφει ο ιστορικός του 14ου αιώνος Νικηφόρος Γρηγοράς— και σε μια εποχή βίας και διαφθοράς, αγαπώμενος και εκτιμώμενος για τον ανθρωπισμό και την ειλικρίνειά του.

Ο Βέκκος είχε κερδήσει ήδη την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορος με τον εύστοχο χειρισμό των βυζαντινών υποθέσεων στις προηγούμενες αποστολές του και ήταν τώρα ο μόνος κατάλληλος να ηγηθή της πρεσβείας στην Γαλλία. Είχε οδηγίες από τον αυτοκράτορα να ευχαριστήση τον Λουδοβίκο για τις καλές εισηγήσεις του στον αδελφό του και στο Κολλέγιο των Καρδιναλίων και να ζητήση για μια ακόμη φορά την βοήθειά του στην αποκατάστασι μόνιμης ειρήνης με τον βασιλέα Κάρολο της Σικελίας. Επίθεσις εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, θα τόνιζε ο Βέκκος, θα στερούσε μοιραία κάθε ενίσχυσι από την Σταυροφορία και, επί πλέον, θα καθιστούσε αδύνατη την συμμετοχή του αυτοκράτορος σε αυτή. Ιδιαίτερα, είχε εντολή να διαβεβαιώση τον βασιλέα για την προθυμία του αυτοκράτορας, του κλήροι και του λαού του Βυζαντίου να δεχθούν την ένωσι της Ανατολικής Εκκλησίας με την Δυτική, και να του δώση την ιερή υττόσχεσι του Μιχαήλ, ότι θα συμμορφωνόταν με οποιαδήποτε απόφασι, στην οποία θα κατέληγε ο βασιλεύς σαν μεσολαβητής μεταξύ αυτού και του βασιλέως της Σικελίας. Σχετικά με την ένωσι των Εκκλησιών, ο αυτοκράτωρ δεν έλεγε την αλήθεια. Οι Βυζαντινοί στο σύνολό τους— κλήρος και λαός δηλαδή— όχι μόνο δεν ήσαν πρόθυμοι να δεχθούν την ένωσι, αλλά αντιτίθεντο σφοδρά σε αυτή. Και ο ίδιος ο Βέκκος ήταν δεδηλωμένος αντίπαλος της ενώσεως και μόνο ύστερα από μεγάλους δισταγμούς δέχθηκε την εντολή του αυτοκράτορος και συμφώνησε να ηγηθή της αποστολής. Εκτός από ιερωμένος ήταν και πατριώτης. Αντιλαμβανόμενος πόσο καταστροφική θα ήταν για το Βυζάντιο μια δεύτερη εισβολή από την Δύσι, δέχθηκε να παραμερίση τις πεποιθήσεις του, για να υπηρετήση την χώρα του. Ήταν επίσης βέβαιος ότι ο Λουδοβίκος θα επέμενε όπως και πριν να προωθήση το αίτημα του αυτοκράτορος στην Ρώμη, και έτσι προς το παρόν τουλάχιστον ούτε αυτός ούτε η Αυτοκρατορία ήταν πιθανό να εκτεθούν σοβαρά.

Οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι διέσχισαν τα αλβανικά βουνά και κατέβηκαν αργά στο λιμάνι της Αυλώνος, στην Αδριατική, όπου τους περίμενε ένα καράβι για να τουςμεταφέρη στην Γαλλία. Με προφυλάξεις, εξ αιτίας της γνωστής εχθρότητος του Καρόλου, παρέπλευσαν τις ακτές της Σικελίας, σταθμεύοντας τελικά για ανεφοδιασμό στο ακρωτήριο Πασσάρο, στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Εκεί έμαθαν ότι οι Σταυροφόροι είχαν ξεκινήσει από την Γαλλία και είχαν φθάσει ήδη στην Τύνιδα. Καθώς δεν υπήρχε πια λόγος να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Γαλλία, άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκαν στην Αφρική. Η Τύνις φαινόταν να είναι κοντά. Οι ταξιδιώτες είχαν εγκαταλείψει με ανακούφισι τα μουλάρια τους στην Αυλώνα ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες στους δύσβατους δρόμους. Γρήγορα ανακάλυψαν ότι η θάλασσα μπορούσε να είναι εξ ίσου δυσάρεστη και πιο επικίνδυνη από την ξηρά. Μόλις σαλπάρησε από την Σικελία το πλοίο, συνάντησε σφοδρή θαλασσοταραχή και λίγο έλειψε να ναυαγήση. Όταν τελικά μπήκε στο λιμάνι της Τύνιδος, οι τρομαγμένοι και ζαλισμένοι επιβάτες του αντίκρισαν με άφατη χαρά την πόλι. Δεν χρειάσθηκαν πολύ για να καταλάβουν την απελπιστική κατάστασι στην οποία βρισκόταν ο στρατός των Σταυροφόρων. Ποια τρέλλα, αναρωτιόταν ο Βέκκος, είχε οδηγήσει τον Γάλλο βασιλέα κατακαλόκαιρο στην Τύνιδα; Και πως άντεχαν σε αυτές τις συνθήκες οι κατάφρακτοι Ιππότες, που ήσαν συνηθισμένοι σε ψυχρότερα κλίματα; Γρήγορα θα το μάθαινε.
Λίγο μετά την άφιξί τους, ήλθε να τους υποδεχθή στο πλοίο τους ένας από τους συμβούλους του βασιλέως. Έφερνε δυσάρεστα νέα. «Όλα είχαν πάει στραβά από την αρχή», τους είπε. «Αντί να μας υποδεχθή ο εμίρης, κλείσθηκε στα τείχη και ετοιμάσθηκε να υπερασπίση τον εαυτό του και την χώρα του. Όχι πως χρειάζεται να καταβάλη μεγάλες προσπάθειες», πρόσθεσε πικρόχολα. «Η ζέστη, η σκόνη και οι μύγες έχουν αναλάβει αυτό το έργο. Οι άνδρες μας πέφτουν κατά εκατοντάδες από την εξάντλησι και τις αρρώστιες και οι νεκροί είναι τόσοι πολλοί, ώστε δεν υπάρχουν πια αρκετοί ζωντανοί για να τους θάψουν». Τα πτώματά τους τα έρριχναν στην τάφρο που περιέβαλλε το χριστιανικό στρατόπεδο, πράγμα που, κατά την γνώμη του Βέκκου, συνέβαλε στην πτώσι του ηθικού των στρατιωτών και στην εξάπλωσι των ασθενειών.
Με ανακούφισι άκουσε ότι, αν και τον περίμεναν από ημέρα σε ημέρα, ο Κάρολος δεν είχε φθάσει ακόμη. Οι Γάλλοι αισθάνονταν μεγάλη αγανάκτησι για τον άνθρωπο που είχε πείσει τον Λουδοβίκο να έλθη στην Τύνιδα. Ο βασιλεύς και ο διάδοχός του Φίλιππος ήσαν σοβαρά άρρωστοι, ενώ ο νεώτερος γιος του Λουδοβίκου Ιωάννης Τριστράμ είχε πεθάνει. Ο άτυχος πρίγκιψ είχε γεννηθή στην Αίγυπτο, κατά την πρώτη Σταυροφορία του βασιλέως και τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα, είχε πεθάνει σε αυτή, την πιο Καταστροφική.


Η επιστολή του αυτοκράτορος παραδόθηκε στα χέρια του βασιλέως, αλλά ο Λουδοβίκος για μερικές ημέρες ήταν πολύ άρρωστος και πολύ απησχολημένος με τον πόλεμο,
για να δεχθή τους απεσταλμένους. Τελικά, το βράδυ της 23ης Αυγούστου, τους κάλεσαν δίπλα στην κλίνη του. Ο Βέκκος δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Λατίνους, ανυπομονούσε όμως να γνωρίση τον πολυαγαπημένο βασιλέα της Γαλλίας, «τον πρίγκιπα της ευγενείας και τον λέοντα της δικαιοσύνης», όπως τον αποκαλούσαν. Ήταν ο μόνος ηγεμόνας για τον οποίο ο Βέκκος δεν είχε ακούσει ποτέ κακό λόγο. Όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για την ευθυμία και το θάρρος του, και κυκλοφορούσαν ατελείωτες ιστορίες για τις αγαθοεργίες και την ευσπλαχνία του. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν και πολύ «βολικός» άγιος. Ο Βέκκος χαμογελούσε συγκαταβατικά καθώς θυμόταν ότι κάποτε, παρ’ όλη την αφοσίωσί του στην Εκκλησία, ο Λουδοβίκος είχε επιπλήξει αυστηρά τον πάπα, γιατί επιχείρησε να αναμιχθή στα εσωτερικά της Γαλλίας υπογραμμίζοντας ότι μόνο αυτός, ο βασιλεύς, ήταν υπεύθυνος απέναντι στον Θεό για την ευημερία του λαού του. Δεν μπορούσες παρά να θαυμάζης ένα τέτοιο ηγεμόνα.
Αλλά τώρα ο Βέκκος ταράχθηκε βαθιά αντικρύζοντας για πρώτη φορά τον ετοιμοθάνατο βασιλέα. Ο Λουδοβίκος ήταν πετσί και κόκκαλο και το λιπόσαρκο χέρι που τους έτεινε ήταν σχεδόν διάφανο. Τίποτε, ωστόσο, δεν μπορούσε να σκοτίση το πνεύμα του ή να μειώση την χάρι και την επιβλητικότητά του. Αφού τους ζήτησε συγγνώμη, γιατί άργησε να τους δεχθή, είπε: «Τώρα δεν μπορώ να αναβάλω πια τίποτε. Σήμερα πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου».
Η επιστολή του αυτοκράτορος, τους είπε, κατείχε πρωταρχική θέσι μεταξύ των ενδιαφερόντων του, γιατί μια από τις μεγαλύτερες επιθυμίες του ήταν να δη την ειρήνη να αποκαθίσταται μεταξύ όλων των Χριστιανών ηγεμόνων και ιδίως μεταξύ του αυτοκράτορος και του αδελφού του. «Ο Κάρολος γνωρίζει τις επιθυμίες μου», πρόσθεσε, «και αν ο Θεός με αφήση να ζήσω, θα κάνω το πάντα για να επιτύχω ένα μόνιμο διακανονισμό. Στο μεταξύ μεταβιβάστε τους φιλικούς χαιρετισμούς μου στον αυτοκράτορα».
Δυό ημέρες αργότερα, περίλυπος ο σύμβουλος του Λουδοβίκου ήλθε στο καράβι με την είδησι ότι ο βασιλεύς είχε πεθάνει. «Θα σάς συμβούλευα», είπε στους απεσταλμένους, «να φύγετε αμέσως από την Τύνιδα. Αντίθετα από τον κύριό μου, πολλοί Σταυροφόροι μισούν την χώρα σας και η θλίψις τους για τον θάνατο του βασιλέως μπορεί να ξεσπάση επάνω σας. Εξ άλλου ο στόλος του βασιλέως Καρόλου φάνηκε στον ορίζοντα και θα φθάση εδώ από στιγμή σε στιγμή. Θα ήταν φρόνιμο να έχετε φύγει πριν φθάση». Ο Βέκκος τον ευχαρίστησε θερμά και, καθώς δεν είχε τίποτε να κερδήση αν έμενε περισσότερο στην Τύνιδα, έδωσε διαταγή να ετοιμασθή αμέσως το πλοίο για αναχώρησι. Είχε λυπηθή βαθιά για τον θάνατο του Λουδοβίκου, όχι μόνο γιατί τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε, αλλά και γιατί φοβόταν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η απώλειά του για το Βυζάντιο. Η αποστολή τους είχε αποτύχει. Επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολι με άδεια χέρια.
Τι επιφύλασσε άραγε τώρα το μέλλον στην Αυτοκρατορία; Καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από την ακτή, είδε πίσω του τον σικελικό στόλο να μτταίνη στο λιμάνι.
Ο Κάρολος αποκάλυπτε τον καλύτερο εαυτό του, όταν αντιμετώπιζε αντιξοότητες, και ανέλαβε αμέσως την αρχηγία της Σταυροφορίας. Ο νέος βασιλεύς της Γαλλίας, Φίλιππος, ήταν πολύ καταβεβλημένος ακόμη από την αρρώστια και την θλίψι για τον θάνατο του πατέρα του για να μπορή να πάρη οποιαδήποτε απόφασι και προτιμούσε να τα αφήνη όλα στον θείο του. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο Κάρολος είχε αναδιοργανώσει τον στρατό και εξυψώσει το ηθικό του κάνοντας μερικές μικρές, αλλά επιτυχείς επιθέσεις εναντίον των κατοίκων της Τύνιδος.


Γρήγορα αντελήφθη, ωστόσο, ότι η μόνη λύσις ήταν να αποσυρθή από την Τύνιδα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ευτυχώς ο εμίρης ήθελε και αυτός ειρήνη και συμφώνησε
να συναφθή συνθήκη, βάσει της οποίας θα πλήρωνε πολεμική αποζημίωση στην Γαλλία, θα ανανέωνε τον ετήσιο φόρο υποτελείας στην Σικελία, θα έθετε εκτός νόμου όλους τους πολιτικούς πρόσφυγες και θα παρείχε ειδικά εμπορικά προνόμια στους υπηκόους του Καρόλου, στους εμπόρους της Νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας.
Οι Σταυροφόροι εξοργίσθηκαν με την συνθήκη. Μόνο ένας άνθρωπος, το έβλεπαν, είχε ωφεληθή από την εκστρατεία, ενώ οι υπόλοιποι είχαν υποστή άσκοπα τόσα δεινά και ταλαιπωρίες. Εξ άλλου, αυτό που ήθελαν, δεν ήταν να κλείσουν ειρήνη με την Τύνιδα, αλλά να εκδικηθούν τον θάνατο του βασιλέως και των συντρόφων τους λεηλατώντας την πόλι. Με αγανάκτησι μουρμούριζαν ότι ό Κάρολος είχε κατευθύνει την Σταυροφορία στην Τύνιδα αποκλειστικά, για να εξασφαλίση τον φόρο υποτελείας. Και εφόσον η Σικελία ήταν σχεδόν στο κατώφλι της Τύνιδος, γιατί είχε καθυστερήσει την άφιξί του τόσο, ώστε να είναι πολύ αργά πια για να προσφέρη οποιαδήποτε βοήθεια στον αδελφό του; Όταν έφθασε το αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, υπό τον πρίγκιπα Εδουάρδο, γιό του Ερρίκου Γ’, πήρε και αυτός μέρος στην γενική κατακραυγή, κατηγόρησε τον Κάρολο ότι είχε δωροδοκηθή από τον εμίρη για να κλείση ειρήνη.
Αλλά ο Κάρολος ήξερε τι αντιμετώπιζε και, παρά τις διαμαρτυρίες και την δυσφορία, άρχισε την εκκένωσι της Τύνιδος στις 15 Νοεμβρίου, αν και ο ίδιος έμεινε εκεί αρκετές ημέρες ακόμη, για να επιβλέψη στην μεταφορά των αρρώστων και των τραυματιών. Στην Κωνσταντινούπολι επικρατούσαν η απελπισία και ο φόβος. Ο λαός, όπως και ο αυτοκράτωρ, καταλάβαινε πολύ καλά ότι με τον θάνατο του Λουδοβίκου είχε χαθή κάθε ελπίδα να αποτραπή η επίθεσις των Άνζού, επειδή δεν είχε κανένα στον οποίο να στραφή για βοήθεια, το Βυζάντιο έπρεπε να αντιμετωπίση μόνο ένα εχθρό ισχυρότερο από κάθε άλλη φορά. Παρά τις τρομακτικές απώλειες που είχε υποστή ο γαλλικός στρατός, ο στόλος ήταν ανέπαφος και στην απόλυτη διάθεσι του Καρόλου, που είχε επίσης τον δικό του τεράστιο στρατό και στόλο — εντελώς ανέπαφους μια και δεν είχαν πάρει ενεργό μέρος στην εκστρατεία. Πολύ γρήγορα έφθασαν ειδήσεις στην αυτοκρατορική Αυλή ότι οι γαλλικές και σικελικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν στο Τράπανι (Δρέπανο) της Σικελίας και δεν υπήρχε καμμιά μυστικότης σχετικά με τα σχέδιά τους. Το ένα τρίτο της δυνάμεως των Σταυροφόρων — Άγγλοι κατά το μεγαλύτερο μέρος — θα συνέχιζε την πορεία του προς τους Αγίους Τόπους, το ένα τρίτο θα επέστρεφε στην Γαλλία με τον βασιλέα Φίλιππο για την στέψι του, ενώ το άλλο τρίτο θα επετίθετο εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Κάρολος είχε εκπληρώσει την επιθυμία του και το Βυζάντιο αποτελούσε τώρα τον Κύριο αντικειμενικό σκοπό των Σταυροφόρων. Ποτέ η κατάστασις δεν φαινόταν πιο σκοτεινή. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να σώση την Αυτοκρατορία.


Και το θαύμα έγινε.
Δυό νύχτες μετά την άφιξι του στόλου των Σταυροφόρων στο Τράπανι, ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα, η χειρότερη που έγινε ποτέ, όπως έλεγαν οι ναυτικοί. Κράτησε τρεις ολόκληρες ημέρες. Πολλά από τα πλοία έσυραν τις άγκυρές τους και βυθίσθηκαν μαζί με χιλιάδες άνδρες που δεν είχαν προλάβει να αποβιβασθούν. Δεκαοκτώ καινούργια σκάφη χάθηκαν, φορτωμένα με θησαυρούς και όπλα για την επίθεσι εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως και πολλά άλλα έπαθαν μεγάλες ζημιές. Μόνο ο αγγλικός στόλος γλύτωσε από την θύελλα και οι Άγγλοι εξέφραζαν τώρα ελεύθερα την γνώμη τους, ότι η Καταστροφή του στόλου των Γάλλων και των Άνζού ήταν η τιμωρία για την συνθήκη της Τύνιδος. Ο Κάρολος θα χρειαζόταν πολλούς μήνες για να αναπληρώση τις απώλειές του και προς το παρόν τουλάχιστον κάθε σκέψις για επίθεσι εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να αποκλεισθή. Στην ίδια την Βασιλεύουσα η είδησις για την καταστροφή στο Τράπανι χαιρετίσθηκε με μεγάλη χαρά και ανακούφισι, και στις εκκλησίες ανεπέμφθησαν ευχαριστήριες δεήσεις στην Παναγία, την Υπέρμαχο Στρατηγό, που, για μια ακόμη φορά, είχε σώσει τον πιστό λαό της από καταστροφή.
Αλλά τα δεινά των Γάλλων δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Στο ταξίδι η γυναίκα του Φιλίππου έπεσε από το άλογό της. Ήταν έγκυος έξη μηνών. Ο γιος της γεννήθηκε νεκρός και η ίδια πέθανε με φρικτούς πόνους μερικές εβδομάδες αργότερα. Περίλυπος ο απαρηγόρητος βασιλεύς συνέχισε με την έφιππη συνοδεία του τον δρόμο προς την Γαλλία, μεταφέροντας τα λείψανα του πατέρα του, του αδελφού του Τριστράμ, του γαμβρού του, βασιλέως της Ναβάρρας που είχε πεθάνει στο Τράπανι, της γυναίκας του και του γιου του. Ήταν μια τραγική απαρχή της βασιλείας του Φιλίππου. Η δόξα του βασιλέως Λουδοβίκου είχε σβήσει και η τελευταία Σταυροφορία του δεν είχε φέρει παρά μόνο δυστυχία στην οικογένειά του και στην Γαλλία.