Εδώ και δεκαετίες ο Στωϊκισμός ασκεί για μία ακόμα φορά στους διανοούμενους του Δυτικού Κόσμου μία έντονη γοητεία, για τον ίδιο λόγο που αυτός απέκτησε τεράστια ισχύ κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή για την εμφανή ευρυχωρία της αντίληψής του, η οποία «λιγότερο άκαμπτη και πιο ευπροσάρμοστη σε σχέση με τον Επικουρισμό» μπορεί να αναδεικνύει ανθρώπους «με προσωπικότητα και πρωτοτυπία» (1).
Βασική αρχή του Στωϊκισμού είναι το να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με την Φύση (το «ομολογουμένως τήι Φύσει ζην»), στην οποία Φύση έδωσε μία διαφορετική και νέα ερμηνεία, που απείχε πολύ από τις έως τότε διατυπωμένες αντιδιαμετρικές αντιλήψεις των Κυνικών (αντινομιακές και «φιλοζωώδεις») και του Αριστοτέλους (στενά «πολιτικές»). Οι Στωϊκοί μεταμόρφωσαν την Φύση από έναν «αμφίβολο οδηγό» σε απτό και σαφέστατο κανόνα της συμπεριφοράς, ταυτίζοντας την «συμφωνία με την Φύση» με την ενάρετη ζωή. Γι’ αυτούς, η ανθρώπινη φύση δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα οργανικό τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία κυβερνάται και καθοδηγείται από τον συμπαντικό νόμο που ονομάζεται Λόγος και στα ανθρώπινα μέτρα εκδηλώνεται μέσω της λογικότητας.
Η βασική φιλοσοφική πρόταση που καταθέτουν οι Στωϊκοί είναι ότι αποτελεί «καθήκον» του ανθρώπου, δηλαδή «αρμόζουσα πράξη» (2), το να θέσει τον πρόσκαιρο εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν. Για να το επιτύχει αυτό, ο άνθρωπος οφείλει να «μιμηθεί» το Σύμπαν και να αποκτήσει τις προσιτές (3) ιδιότητές του, με πρώτες και κύριες την αγαθότητα και την λογικότητα. Σε αυτό το σημείο, οι Στωϊκοί διαφοροποιούνται απόλυτα από τους σχεδόν σύγχρονούς τους Επικούρειους, οι οποίοι δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και στα άλλα ζώα, αναφερόμενοι στο «κάθε ζωντανό ον» όταν επιχειρηματολογούσαν για την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου. Οι Στωϊκοί διακρίνουν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα, ορίζοντάς τον ως οντότητα η οποία πέραν του ζωώδους τμήματός της (που αφορά τα ένστικτα) διαθέτει και ένα ανώτερο, το οποίο περιέχει την ηθική αίσθηση και την έλλογη χρήση των εντυπώσεων και σκέψεών του. Κατέχοντας την λογικότητα, ο άνθρωπος συγγενεύει λοιπόν περισσότερο με τους Θεούς παρά με τα ζώα και αυτό το μήνυμα των Στωϊκών, που φυσικά δεν δέχονται ύπαρξη αθάνατης ψυχικής ατομικότητας, είναι το πιο απελευθερωτικό και «λυτρωτικό» που έχει εκφράσει η φιλοσοφική, αλλά και η ευρύτερα θεολογική, σκέψη.
Οι Στωϊκοί τιμούν στο έπακρο την ανθρώπινη φύση, με το να την αντιλαμβάνονται ως έναν «προθάλαμο» σχεδόν της φύσης του Σύμπαντος και των Θεών. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου έρχεται με το να «συζεί» σε κάθε στιγμή της εφήμερης ζωής του με τους Θεούς, πράγμα που επιτυγχάνεται με το να ακολουθεί το υψηλότερο τμήμα του εαυτού του, δηλαδή εκείνο που ηγεμονεύεται από την Λογική και την εξ αυτής ηθική αίσθηση. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία για τους Στωϊκούς είναι η Αρετή. Από αυτήν και μόνο εξαρτιέται η ευδαιμονία, η ευημερία, η ολοκλήρωση.
Η Αρετή είναι το μόνο που έχει αξία. Όλα τα άλλα, τα οποία οι άσοφοι θεωρούν «αγαθά», όπως λ.χ. η ομορφιά, ο πλούτος, η ισχύς, η υγεία, η διασημότητα κ.ά., δεν είναι παρά πράγματα «αδιάφορα», στον ίδιο βαθμό που είναι «αδιάφορα» (με την έννοια των μη ικανών να βλάψουν πραγματικά τον σοφό) τα υποτιθέμενα «κακά», όπως λ.χ. η ασχήμια, η φτώχεια, η αδυναμία, η αρρώστια, η ανωνυμία κ.ά. Για την κατάκτηση της Αρετής, ο Στωϊκός οφείλει να αναπτύξει την ηθική αίσθηση και να ισχυροποιήσει την λογική πλευρά του εαυτού του, αφήνοντας την ίδια στιγμή την συναισθηματική, δηλαδή ζωώδη, πλευρά του να «υποσιτίζεται» (4).
Κατά κανόνα αποτελεί έκπληξη για τους αμύητους και τους μη γνωρίζοντες η είδηση ότι οι Στωϊκοί δεν κηρύσσουν απόσυρση από τα κοσμικά πράγματα, πόσο μάλλον άρνησή τους. Οι Στωϊκοί καλούν τον άνθρωπο να ζήσει ενεργά μέσα στον κόσμο, συμφιλιωμένος με τις ατέλειες και τις αθλιότητες ακόμη του βίου των θνητών αν και στο μέτρο του λογικώς εφικτού είναι υποχρεωμένος να αγωνιστεί για να τις εξαλείψει. Ο Στωϊκός καλείται να παίξει ενεργό ρόλο στην οικογενειακή και δημόσια ζωή, να παντρεύεται και να τιμά τον θεσμό του γάμου και να συμμετέχει στην πολιτική, δίχως να δεσμεύεται σε δόγματα (5), και να τιμά τους θεσμούς.
Η πολιτική δράση στην οποία καλείται να συμμετάσχει ο Στωϊκός, είναι εκείνη που ανέδειξε από τις τάξεις των οπαδών της συγκεκριμένης σχολής εξαιρετικές προσωπικότητες δραστήριων ανδρών, όπως ο Σφαίρος Βορυσθαινίτης, θεωρητικός της σπαρτιατικής κοινωνικός επαναστάτης του Κλεομένους του Γ, ο κοινωνικός επαναστάτης Βλόσσιος ο Κυμαίος, ο τυραννομάχος Κάτων ο Υτικαίος και ο τυραννοκτόνος Βρούτος, οι αντιστασιακοί Ελβίδιος Πρίσκος, Θρασέας Παετός και Μουσώνιος Ρούφος, αλλά και ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος, διαχρονικό υπόδειγμα πολιτικής και προσωπικής Αρετής.
Αυτή η ίδια πολιτική δράση είναι που τους έκανε πρότυπο στα μάτια των επαναστατών – δημοκρατών του 18ου αιώνα και κυρίαρχη τάση στην μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η οποία όχι άδικα εόρταζε τον Στωϊκισμό σε ξεχωριστή αργία του Επαναστατικού Ημερολογίου που εκείνη είχε καθιερώσει (6). Αυτή η ίδια πολιτική δράση είναι και που τους κάνει να ασκούν ισχυρή γοητεία στα πιο «προχωρημένα» πνεύματα του σύγχρονου στοχασμού. Αντίθετα, τα «μη προχωρημένα» πνεύματα εξακολουθούν να εκφράζουν απέχθεια προς τον Στωϊκισμό, μιμούμενοι τους υπόλοιπους αντιδραστικούς που αισθάνονται ότι απειλούνται από αυτόν, κυρίως από την εμμονή του στην επικράτηση της Αρετής. Στο «μη προχωρημένο» πνεύμα θα πρέπει να καταταχθεί και η στρεβλή «μαρξιστική» ανάγνωση του Στωϊκισμού, δείγμα της οποίας αποτελεί η ρηχότητα του Γιάννη Κορδάτου, ο οποίος καταλαβαίνει ως και αποκαλεί «απολογία του απολυταρχισμού και κατήχηση ραγιαδισμού» (…) τις «Περί Καθήκοντος» θέσεις του Παναίτιου του Ρόδιου («Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972, σελ. 461).
Ο Παναίτιος (185 – 110), εισηγητής του άγνωστου ελληνικού όρου τον οποίο ο Κικέρων απέδωσε ως «humanitas» (ανθρωπιστική καλλιέργεια και φιλανθρωπία) και ο πρώτος που κατέγραψε ως απόδειξη των δυνάμεων του ανθρώπου τις τέχνες του πολιτισμένου βίου, είχε επίσης εισάγει στον αρχικό Στωϊκισμό (μέσα από την διατριβή του «Περί Καθήκοντος», την οποία μετέφερε αργότερα ο Κικέρων στο «De Officiis») την έννοια του «αρμόζοντος» ή «πρέποντος» («decorum» στον Κικέρωνα), ως καθοριστικού παράγοντα στην συμπεριφορά του σωστού ανθρώπου. Υπάρχουν για όλους τους ανθρώπους κάποια «πρέποντα» που ορίζονται ως «καθολικά» και για τον κάθε έναν άνθρωπο ξεχωριστά κάποια «ειδικά» «πρέποντα», και αυτό επειδή ο κάθε άνθρωπος αποτελεί έναν ξεχωριστό μικρό «κόσμο». Αντίθετα από τους Κυνικούς, οι οποίοι λόγω της εμμονής τους να απορρίπτουν τις κοινωνικές συμβάσεις κατέληξαν πολύ γρήγορα στο περιθώριο, οι Στωϊκοί από τον 2ο αιώνα π.α.χ.χ. (πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) και μετά απεδείχθησαν πέρα για πέρα ικανοί να παρακολουθήσουν τα μέτρα της καθημερινής ζωής, γι’ αυτό και θα επικρατήσουν απόλυτα μέχρι και την εποχή των Αντωνίνων, για ένα χρονικό διάστημα δηλαδή που φθάνει τους τέσσερις αιώνες και που επίσης δίνει προτεραιότητα στην έμπρακτη εφαρμογή των θεωριών αντί στον απλό σχηματισμό τους (7).
Συγκρίνοντας σε κάποιο σημείο του έργου του τους Στωϊκούς με τους Επικούρειους, ο Clarke έχει παραδεχθεί πως «ανεξάρτητα από το εάν μεν ή οι δεν είχαν τα καλύτερα επιχειρήματα, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποια από τις δύο σχολές έδωσε την πιο ενθαρρυντική εικόνα για την ζωή. Ο Λουκρήτιος παρατηρεί το γυμνό και αβοήθητο βρέφος σαν έναν ναυαγό που γεμίζει τον τόπο με το κλάμα του, και αναρωτιέται πόσα δεινά πρέπει ακόμα να περάσει στην ζωή του. Η στωϊκή άποψη από την άλλη, η οποία κατέστησε τον άνθρωπο κέντρο του Σύμπαντος και κύριο της δημιουργίας, είναι γεμάτη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση… ήταν μία φιλοσοφία που κολάκευε την αυτοεικόνα του ανθρώπου, χωρίς να προσβάλλει την λογική του, μία φιλοσοφία στην οποία έβρισκαν αναγνώριση οι διάφορες κλίσεις του ανθρώπου, κοινωνικές, καλλιτεχνικές, πνευματικές και θρησκευτικές…» (8).
Η πιο σημαντική εποχή του Στωϊκισμού ήταν εκείνη κατά την οποία κυβέρνησε την αχανή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 2ου αιώνα μ.α.χ.χ. (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) ο παιδιόθεν Στωϊκός Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος κατέθεσε στην παγκόσμια Ιστορία το ανεπανάληπτο πρότυπο του κατ’ αρετήν κυβερνήτη. Έναν αιώνα πριν, οι Στωϊκοί είχαν εγείρει ανάστημα κατά του δεσποτισμού, πληρώνοντάς το με φυλακές, θανατώσεις και εξορίες των επιφανέστερων στελεχών τους. Το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα όμως, έρχεται ένας Στωϊκός να λειτουργήσει ως ο πολιτικός και ηθικός ρυθμιστής του τότε γνωστού κόσμου, με καθημερινή επίδειξη της αυτοπειθαρχίας, της απλότητας, της λογικότητας και της ειλικρίνειας, τις οποίες δίδασκαν οι προηγούμενοι φιλόσοφοι. Κυρίως της ειλικρίνειας, ιδίως της ειλικρίνειας προς τον ίδιο μας τον εαυτό, δηλαδή με το Ηγεμονικό της ψυχής, το Θείο που ενυπάρχει σε όλους μας.
Ο Στωϊκισμός δεν γαργαλούσε τον συναισθηματικό κόσμο, όπως θα κάνουν σε λίγο, αρκετά ύπουλα, οι χριστιανοί. Το μόνο που αρκέστηκε να υποστηρίξει, με την πεποίθηση ότι δεν απευθύνεται σε νήπια ή σε ανόητους, αλλά σε ενήλικους και συγκροτημένους ανθρώπους, είναι ότι το έλλογο ον που λέγεται άνθρωπος, στην ουσία κακομεταχειρίζεται την ίδια την ψυχή του και προσβάλλει την εσωτερική του θεότητα κάθε φορά που απομακρύνεται από την λογική ανθρώπινη φύση ή στρέφεται ενάντια στους συνανθρώπους του.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς