Τρίτη 4 Αυγούστου 2009



ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Η αρχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας συμπίμπτει με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα, την 11η Μαϊου του 330, με το όνομα Νέα Ρώμη. Η επιλογή της τοποθεσίας υπάκουε σε στρατηγικούς λόγους και ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας που ξεκίνησε τον 3ο αι., όταν οι αυτοκράτορες άρχισαν να απομακρύνονται από την Ρώμη για να βρίσκονται κοντύτερα στα ευαίσθητα σημεία της αυτοκρατορίας, από τα οποία γίνονταν εισβολές βαρβάρων. Εξάλλου ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους Ρωμαίους και τα δικά του αισθήματα δεν ήταν καλύτερα απέναντι στην παλιά πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος για να επιβληθεί ως ο μοναδικός αυτοκράτορας της αυτοκρατορίας βασίστηκε στο χριστιανικό στοιχείο, το οποίο ήταν το πιο πολυάριθμο στις ανατολικές επαρχίες , ενώ υστερούσε στις δυτικές. Διαβλέποντας ότι το δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας δεν θα μπορούσε να αντέξει επί μακρόν στις αλλεπάλληλες επιδρομές των βαρβάρων και θεωρώντας ότι το ανατολικό κομμάτι ήταν ασφαλέστερο από αυτήν την πλευρά, επέλεξε την αρχαία πόλη του Βυζαντίου γιατί προσέφερε πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα. Σταυροδρόμι εμπορικών οδών, είχε ασφαλές λιμάνι, ενώ οικοδομώντας τα πρώτα τείχη της την κατέστησε ασφαλή και από την ξηρά. Η παράδοση αναφέρει πως ο ίδιος χάραξε την περίμετρο των τειχών της. Από το σημείο της νέας πρωτεύουσας μπορούσε εξάλλου να αντιμετωπίσει ευκολότερα τις επιδρομές των βαρβάρων από τον ποταμό Δούναβη και την απειλή που αντιπροσώπευαν οι Πέρσες στα ακραία ανατολικά σύνορα. Διακόσμησε την πόλη με πολλά μνημεία από όλο τον γνωστό κόσμο, κατασκεύασε πλατείες και φόρουμ, οδούς με στοές, ιπποδρόμια και το πρώτο Παλάτι. Έκτισε την εκκλησία των Αγ. Αποστόλων, στην οποία και θα ταφεί και την Αγ. Σοφία, στα ερείπια της οποίας αργότερα ο Ιουστινιανός θα οικοδομήσει την μνημειώδη ομώνυμη εκκλησία. Η πόλη κατοικήθηκε από ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων, τους οποίους ο Κωνσταντίνος προσήλκυσε με μια πολιτική προνομίων και χορηγιών, διαμορφώθηκε μια Σύγκλητος στα ρωμαϊκά πρότυπα με την ανύψωση στο κοινωνικό στάτους της αριστοκρατίας πολλών ιππέων, ενώ και πολλοί έμποροι και τεχνίτες μετακόμισαν στη νέα πόλη, διαβλέποντας τις σημαντικές επαγγελματικές προοπτικές που ανοίγονταν στην καινούργια πρωτεύουσα και τα σημαντικά κίνητρα που πρόσφερε ο Κωνσταντίνος στους καινούργιους κατοίκους.
Στην Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε μια τάξη, η οποία αποτέλεσε την γραφειοκρατία της νέας πρωτεύουσας και τον ιθύνοντα νού της κυβέρνησης της αυτοκρατορίας . Το συνεκτικό στοιχείο αυτής της τάξης ήταν η Χριστιανική της πίστη, που ήταν περισσότερο ένα απαιτούμενο στοιχείο για την πρόσβαση στην ανώτερη τάξη της αυτοκρατορίας, παρά μια αληθινή και συνειδητή πίστη. Δίπλα όμως σ’ αυτήν την ελίτ, δημιουργείται και ένας πολιτισμός, ο οποίος απομακρύνεται από τα κλασικά πρότυπα και αγκαλιάζει εκείνα της Βίβλου και της Χριστιανικής θρησκείας. Εξάλλου, ανάμεσα στους Χριστιανούς επισκόπους και τους διοικητές των περιοχών δημιουργούνται σχέσεις αλληλεξάρτησης, που σαν τελικό αποτέλεσμα θα έχει την υποταγή όλων των υπόλοιπων πολιτιστικών ρευμάτων και ιδεών στο Χριστιανικό τρόπο σκέψης. Κι όταν αυτό δεν θα γίνει με ειρηνικό τρόπο θα επιτευχθεί με βίαια μέσα. Μετα τον θάνατο του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία θα διαιρεθεί ανάμεσα στους τρεις γιούς του Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Β΄, ο οποίος θα λάβει την Ανατολή, τον Κωνσταντίνο Β΄ που θα λάβει την Δύση και τον Κώνστα, ο οποίος θα λάβει την Ιταλία, την Ιλλυρία και την Αφρική. Μετά από μια σειρά εμφυλίων πολέμων ανάμεσα στα αδέλφια, στο τέλος μοναδικός αυτοκράτορας θα μείνει ο Κωνστάντιος, ο οποίος θα αναλάβει συνεχείς πολέμους εναντίον των Περσών και το 350 θα υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης, δυσμενή για τα συμφέροντα του Βυζαντίου. Εκτός από τους Πέρσες ο Κωνστάντιος είχε να αντιμετωπίσει βαρβαρικές επιδρομές στον Δούναβη και επαναστάσεις διαφόρων στρατιωτικών, οι οποίοι διεκδικούσαν τον θρόνο του. Αφού είχε κάποιες επιτυχίες εναντίον των Γότθων και του σφετεριστή Μαγνέντιου, ο Κωνστάντιος θα διορίσει ως Καίσαρες και διαδόχους του τα ξαδέλφια του Ιουλιανό και Γάλλο. Ο τελευταίος όμως θα φανεί πολύ σκληρός απέναντι στους κατοίκους της Ανατολής και κατά διαταγή του Κωνστάντιου θα εκτελεστεί. Ο αυτοκράτορας, πολύ φιλύποπτος, θα υποψιαστεί και τον Ιουλιανό, ο οποίος είχε γίνει πολύ αγαπητός στον στρατό του και είχε αποδείξει τα σπάνια στρατιωτικά και οργανωτικά του χαρίσματα στην αντιμετώπιση βαρβαρικών φυλών στα σύνορα της Γαλατίας με τον Ρήνο. Ο Κωνστάντιος θα κινηθεί εναντίον του, ο Ιουλιανός θα αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας, αλλά πριν από την τελική μάχη, ο Κωνστάντιος θα πεθάνει και ο Ιουλιανός θα αναλάβει τον θρόνο, το 361. Η βασιλεία του Ιουλιανού θα διαρκέσει δύο μόλις χρόνια και θα χαρακτηρισθεί κατά κύριο λόγο από την προσπάθεια επαναφοράς της αρχαίας θρησκείας. Βαθύς μελετητής και γνώστης της θρησκείας αυτής, ο Ιουλιανός διέθεσε όλη την ενέργεια του για να την ξανακάνει επίσημη θρησκεία του κράτους, πηγαίνοντας ενάντια στο πνεύμα των καιρών και στις συνθήκες που είχαν επικρατήσει. Η αντίδραση των Χριστιανών ήταν άμεση και συγκρούσεις έλαβαν χώρα σε μερικές πόλεις , κάποιοι ναοί κάηκαν και μερικοί επίσκοποι βασανίστηκαν από τον φανατισμένο όχλο. Όταν ο Ιουλιανός ανέλαβε μια εκστρατεία κατά των Περσών, σύμφωνα με μαρτυρίες εθνικών ιστορικών, οι Χριστιανοί σαμποτάρησαν αυτή του την προσπάθεια και ο ίδιος ο αυτοκράτορας πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε. Λέγεται μάλιστα πως την στιγμή του θανάτου του αναφώνησε το περίφημο « Νενίκηκας με Ναζωραίε », αν και είναι πολύ πιθανό τα λόγια αυτά να του τα έβαλαν στο στόμα του Χριστιανοί ιστορικοί. Το επίθετο Αποστάτης ή Παραβάτης που του δόθηκε θα μείνει αθάνατο στην ιστορία και θα χαρακτηρίσει την απέλπιδα προσπάθεια του, παραβλέποντας όλα τα υπόλοιπα θετικά χαρακτηριστικά που η προσωπικότητα του περιέκλειε. Ο Ιοβιανός, ένας στρατηγός του Ιουλιανού αντικατέστησε τον νεκρό αυτοκράτορα στο θρόνο του. Το πρώτο μέλημα του ήταν να συνάψει μια συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, με την οποία παραχωρούσε στους τελευταίους όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας ανατολικά του Τίγρη ποταμού. Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε ντροπιαστική από πολλούς συγχρόνους του, αλλά ο Ιοβιανός το μόνο που ήθελε ήταν να βγάλει το στρατό του από την δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει στα βάθη της Ανατολής. Ο Ιοβιανός επανέφερε την Χριστιανική θρησκεία στην πριν από τον Ιουλιανό κατάσταση και άρχισε ξανά να δίνει δώρα στους χριστιανούς και τις εκκλησίες τους, αλλά παράλληλα δεν πήρα καταπιεστικά μέτρα κατά των αιρετικών ή των εθνικών. Επιστρέφοντας όμως στην Κωνσταντινούπολη πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Βαλεντινιανός Α΄. Ο τελευταίος προτίμησε να κυβερνά από την Δύση και διόρισε τον αδελφό του Ουάλλη ως Αύγουστο στην ανατολή. Ο Ουάλλης, φανατικός Αρειανός καταδίωξε τον Ορθόδοξο χριστιανικό κλήρο και νέες ταραχές ξέσπασαν στην αυτοκρατορία, την στιγμή που ο πραίτωρας Μόδεστος εξαπέλυε διωγμούς εναντίον των παγανιστών. Παροιμιώδης έμεινε η σύγκρουση του Μεγάλου Βασιλείου με τον Ουάλλη, όταν ο τελευταίος περνώντας από την Καππαδοκία, απαίτησε από τον ιεράρχη να τον προσκυνήσει, πράγμα που ο Βασίλειος αρνήθηκε κατηγορηματικά, απαντώντας πως μόνο τον Θεό προσκυνά. Ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να υποκύψει τελικά, μπροστά στο λαϊκό αίσθημα που στήριξε τον σπουδαίο ιεράρχη στην σύγκρουση του με τον Ουάλλη. Την ίδια χρονική περίοδο, στα σύνορα του Δούναβη εμφανίστηκαν οι φυλές των Βησιγότθων και των Οστρογότθων, οι οποίες πιεζόμενες από τους Ούννους στη Νότιο Ρωσία, αποζητώντας καταφύγιο, ζητούσαν την άδεια του αυτοκράτορα για να περάσουν μέσα στην αυτοκρατορία. Στην αρχή οι σχέσεις τους με τους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους ήταν καλές, αλλά με τον καιρό άρχισαν οι τριβές που γίνονταν όλο και πιο συχνές. Στο τέλος οι Γότθοι αποφάσισαν να βαδίσουν εναντίον της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, και ο Ουάλλης βγήκε από τα τείχη της τελευταίας εναντίον τους για να τους αντιμετωπίσει. Στην Ανδριανούπολη, το 378, συνέβη η καταστροφή και ο αυτοκρατορικός στρατός υπέστη μια συντριβή μεγάλων διαστάσεων, ενώ και ο Ουάλλης σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της μάχης. Μοναδικός αυτοκράτορας απέμεινε ο Γρατιανός, ο γιός του Βαλεντινιανού, ο οποίος έχοντας να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες στην Δύση ονόμασε τον στρατηγό του Θεοδόσιο αυτοκράτορα της ανατολής το 379. Ο Θεοδόσιος ήλθε κατ’ αρχάς σε συμφωνία με τους Γότθους, και τους έδωσε μια περιοχή, στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας περίπου, να κατοικήσουν. Παράλληλα τους έδωσε και σημαντικά δώρα, για να εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη τους, ενώ σε αντάλλαγμα οι Γότθοι θα έπρεπε να ενισχύσουν τον αυτοκρατορικό στρατό όταν ο τελευταίος θα τους το ζητούσε. Αυτό ήταν ένα μοντέλο που θα ακολουθήσουν και άλλοι αυτοκράτορες κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας και θα αποδειχθεί θετικό για το Βυζάντιο. Η εποχή της βασιλείας του χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στην Ορθοδοξία και οι επίσκοποι, οπαδοί του Αρειανισμού θα καταδιωχθούν, ενώ ιδιαίτερη επιρροή στην πολιτική ζωή θα αποκτήσει ο επίσκοπος Μιλάνου Αμβρόσιος, που θα δίνει τις γενικές κατευθύνσεις στη θρησκευτική πολιτική, και δεν θα διστάσει να αρνηθεί την είσοδο στην εκκλησία του Θεοδοσίου, όταν ο τελευταίος θα διαπράξει την σφαγή της Θεσσαλονίκης, κατά την διάρκεια μιας λαϊκής εξέγερσης. Το 383 ο Θεοδόσιος συγκάλεσε μια Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που ανάγκασε τον Χριστιανικό κόσμο να ενωθεί, διατυπώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως, που ακόμα και σήμερα λέμε στις εκκλησίες μας. Κάθε απόκλιση από αυτό, θα θεωρείται από εδώ και στο εξής προσχώρηση σε αίρεση. Το 387 θα κλείσει μια συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες και θα μοιραστεί μαζί τους την Αρμενία. Αυτή η ειρήνη θα αποδειχθεί ανθεκτική στο χρόνο και θα επιτρέψει στους διαδόχους του να ασχοληθούν πιο ενεργά και απερίσπαστα με τους εχθρούς στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Τότε θα κτίσει την Θεοδοσιούπολη, το σημερινό Ερζερούμ στην ανατολική Τουρκία. Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα του Θεοδόσιου ήταν το κλείσιμο των ναών της αρχαίας θρησκείας το 392, μέτρο που σήμανε την αρχή της ολοκληρωτικής επικράτησης του Χριστιανισμού. Ο αυτοκράτορας θα αντιμετωπίσει επιτυχώς μια σειρά από σφετεριστές του θρόνου και στο τέλος θα μπορέσει να βασιλέψει μόνος του, πράγμα που θα συμβεί για τελευταία φορά στην ιστορία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από το 392 έως τον θάνατο του. Είχε στα σχέδια του να διαμοιράσει την αυτοκρατορία στους δύο γιούς του κατά τρόπο που να μην επηρεάσει την ενότητα της, αλλά ο ξαφνικός του θάνατος δεν θα του επιτρέψει να φέρει εις πέρας τα σχέδια του. Μετά τον θάνατο του, η αυτοκρατορία θα μοιραστεί ανάμεσα στον Ονώριο, που θα λάβει την Δύση και τον Αρκάδιο, που θα λάβει την Ανατολή, και από την ημερομηνία αυτή, τα δύο τμήματα του κράτους θα ακολουθήσουν το καθένα, τον δικό του ανεξάρτητο δρόμο. Η βασιλεία του Θεοδοσίου σημειώνει την αρχή μιας νέας εποχής,γιατί η Ανατολή χωρίστηκε από την Δύση για πάντα και γιατί το Ανατολικό τμήμα μετατράπηκε από Ρωμαϊκή σε Ορθόδοξη αυτοκρατορία. Έτσι, τη στιγμή που η Δύση υπέκυπτε στους βαρβάρους, που κατά κύματα περνούσαν τα σύνορα και καταλάμβαναν τα εδάφη της, η Ανατολή , μέσα στην απόρθητη πρωτεύουσα της,άκμαζε και πλούτιζε και κανείς από τους εχθρικούς λαούς δεν μπορούσε να την νικήσει. Ούννοι, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, στρέφονταν προς τη Δύση μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να εκπορθήσουν την Κωνσταντινούπολη. Πέρα από την αμυντική θωράκιση της πρωτεύουσας τους, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν και τη διπλωματία για να εξαγοράσουν την ειρήνη και την ασφάλεια της αυτοκρατορίας.Προσέφεραν δώρα και χρήματα στους αντιπάλους τους και σε αντάλλαγμα τους υποχρέωναν να υπογράψουν συνθήκες ειρήνης. Η βασιλεία του Αρκάδιου χαρακτηρίζεται από την ολοένα και πιο μεγάλη επιρροή που εξασκούσαν διάφοροι αυλικοί, όπως ο Ευτρόπιος, ο Ρουφίνος και ο Ανθέμιος και την άνοδο του ρόλου που έπαιζαν οι Γότθοι στα πράγματα της Κωνσταντινούπολης, ως η αυτοκρατορική φρουρά. Η γυναίκα του Ευδοξία θα καταδιώξει τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Γενικά, ο Αρκάδιος θα αποδειχθεί ανεπαρκής για τα αυτοκρατορικά του καθήκοντα και μετά τον θάνατο του το 408, θα ανέλθει στον θρόνο ο γιός του Θεοδόσιος Β΄ , ο οποίος θα βασιλέψει για μισό περίπου αιώνα, κάτω από την επιρροή της αδελφής του Πουλχερίας. Ο Θεοδόσιος ο Μικρός όπως επικράτησε να ονομάζεται, σε αντιδιαστολή με τον Θεοδόσιο Α΄, τον παππού του που πήρε το προσωνύμιο Μέγας, συνέδεσε το όνομα του με την ανέγερση των τειχών της Κωνσταντινούπολης, την ίδρυση του Πανεπιστημίου και τον Θεοδοσιανό Κώδικα, που ήταν η πρώτη προσπάθεια καταγραφής των νόμων του Βυζαντίου, από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ο ίδιος αγαπούσε την μελέτη κι όχι τους πολέμους. Παρ’ όλα αυτά είχε ικανούς στρατηγούς, οι οποίοι μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα κύματα των βαρβάρων στο σύνορο του Δούναβη και τις εισβολές των Περσών. Η προσπάθεια του όμως να αντιμετωπίσει τους Βάνδαλους, που είχαν καταλάβει την Βόρειο Αφρική και είχαν δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο, σπάζοντας το μονοπώλιο στη θάλασσα των Βυζαντινών, δεν στέφθηκε από επιτυχία. Εξάλλου, για να μπορέσει να συγκρατήσει την τρομερή φυλή των Ούννων, που ιδίως την εποχή της βασιλείας του Αττίλα είχαν ονομαστεί η μάστιγα του Θεού, για τις καταστροφές που επέφεραν στα μέρη από τα οποία περνούσαν, αναγκάστηκε να τους πληρώνει με ένα ετήσιο ποσόν. Αυτό ήταν ένα διπλωματικό μέσον, το οποίο χρησιμοποίησαν οι Βυζαντινοί καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής τους διαδρομής και το οποίο όσον η οικονομική κατάσταση του Βυζαντίου ήταν καλή έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άρχισε η διαμάχη με την αίρεση των Νεστοριανών, που ονομάστηκε έτσι από τον πατριάρχη Νεστόριο, που με τις αιρετικές απόψεις του θα έφερνε καινούργιες αναστατώσεις στην θρησκευτική ηρεμία του τόπου. Οι αντιδράσεις στο Νεστοριανισμό είχαν σαν αποτέλεσμα την γέννηση ακραίων θεολογικών σκέψεων, που στο τέλος θα καταλήξουν στον Μονοφυσιτισμό, μια καινούργια αίρεση που θα έχει σημαντικά και δυσάρεστα αποτελέσματα για το Βυζάντιο. Και τούτο γιατί, ο Μονοφυσιτισμός θα ριζώσει στις επαρχίες της Αιγύπτου και της Συρίας, οι οποίες βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη με την Κωνσταντινούπολη, τόσο για θρησκευτικούς λόγους, που αφορούσαν τα πρωτεία του Πατριαρχείου της πρωτεύουσας στην εκκλησιαστική ιεραρχία, όσο και για οικονομικούς λόγους, λόγω της βαριάς φορολογίας που υφίσταντο. Ο αρειανισμός και ο μονοφυσιτισμός ήταν οι πιο επικίνδυνες αιρέσεις, γιατί βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού. Πολλοί κάτοικοι των επαρχιών αυτών, που είχαν σοβαρά παράπονα από την διοίκηση και τους υπαλλήλους του κράτους ,συνενώνονταν πίσω από τις αιρέσεις που εξέφραζαν τον εθνικισμό τους , με αποτέλεσμα να δυναμώνουν οι αποσχιστικές τάσεις και δύο αιώνες αργότερα οι Άραβες να καταλάβουν εύκολα τις επαρχίες αυτές Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, το 450, η Πουλχερία ανέβασε στον θρόνο τον Μαρκιανό, ένα ικανό στρατηγό που είχε παντρευτεί προς τον σκοπό αυτό, για να τον ανεβάσει δηλαδή στον θρόνο. Η βασιλεία τους κράτησε μέχρι το 453, έτος του θανάτου της Πουλχερίας, ενώ ο Μαρκιανός θα βασιλέψει μόνος του μέχρι το 457. Ο Μαρκιανός βρισκόταν υπό την επιρροή του γερμανού στρατηγού Άσπαρ, ο οποίος στην ουσία κινούσε τα νήματα της διακυβέρνησης του κράτους. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε να πληρώνει τους Ούννους και ο θάνατος του Αττίλα γλύτωσε το Βυζάντιο από περαιτέρω περιπέτειες μ’ αυτούς. Όμως αναγκάστηκε να δεχτεί την είσοδο των Οστρογότθων στην αυτοκρατορία και την εγκατάσταση τους στην περιοχή κάτω από τον Δούναβη. Ο Μαρκιανός ανόρθωσε τα οικονομικά του κράτους, ενώ το 451, συγκάλεσε την Σύνοδο της Χαλκηδόνος, η οποία καταδίκασε τις αιρέσεις των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών, και έθεσε σε ίση μοίρα τις επισκοπικές έδρες της Πόλης και της Ρώμης. Μετά τον θάνατο του Μαρκιανού, ο Άσπαρ ανέβασε στον θρόνο τον Λέοντα Α΄, ένα στρατιωτικό που θεωρούσε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως πιόνι του για να συνεχίσει να διαχειρίζεται αυτός τις υποθέσεις του κράτους. Όμως ο Λέων, μετά από λίγο άρχισε να εκδηλώνει τάσεις ανεξαρτητοποίησης και κάλεσε κοντά του, ως φρουρούς του, την πολεμική φυλή από την Νότια Ανατολία, τους Ίσαυρους, τον αρχηγό των οποίων θα παντρέψει με την κόρη του και θα μετονομάσει σε Ζήνωνα. Η διαμάχη μεταξύ του Άσπαρ και του Λέοντα θα τελειώσει με την θανάτωση του γερμανού στρατηγού και των γιών του. Όμως το Βυζάντιο θα υποστεί μεγάλο πλήγμα με την εκστρατεία κατά των Βανδάλων της Β. Αφρικής, που θα τελειώσει με την ολοκληρωτική καταστροφή του Βυζαντινού στόλου και θα επιφέρει τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις. Μετά τον θάνατο του Λέοντα και του εγγονού του Λέοντα Β΄, τον οποίο είχε ορίσει ως διάδοχο του, στον θρόνο ανέβηκε ο Ζήνων. Τα κυριότερα γεγονότα της βασιλείας του, εκτός από την καταστολή της εξέγερσης του Βασιλίσκου, ήταν η αντιπαράθεση του αυτοκράτορα με τους Οστρογότθους του Θεοδώριχου, οι οποίοι αφού λεηλάτησαν και ανάγκασαν τον Ζήνωνα να τους πληρώσει για να σταματήσουν τις επιδρομές τους, στο τέλος πείστηκαν από την βυζαντινή διπλωματία να στραφούν στα δυτικά εναντίον του βασιλείου που είχε ιδρύσει ο Οδόακρος, ο γερμανός ηγεμόνας που το 476 είχε καταλύσει το δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Ζήνωνας με την επιστολή που απέστειλε το 482 στον επίσκοπο Αλεξανδρείας, προσπάθησε να επιτύχει κάποιο συμβιβασμό με τους μονοφυσίτες, που σαν αποτέλεσμα όμως είχε την οργή και την αντίδραση του πάπα και το σχίσμα μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής εκκλησίας, το λεγόμενο Ακακιανό Σχίσμα, από το όνομα του Ακάκιου, πατριάρχη Κωσταντινούπολης. Το σχίσμα αυτό θα λήξει το 518, με την στροφή του Ιουστίνου σε αυστηρά ορθόδοξες θέσεις. Ο Αναστάσιος θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας, από το 491 έως το 518. Η μακρά βασιλεία του θα χαρακτηρισθεί από την εξυγίανση των οικονομικών του κράτους, από την νομισματική μεταρρύθμιση που θα βοηθήσει την αναζωογόνηση των εμπορικών δραστηριοτήτων, ιδίως των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και από την έναρξη ενός προγράμματος οχυρωματικών έργων, τα οποία σκοπό είχαν την προστασία της αυτοκρατορίας. Όμως οι πόλεμοι με τους πέρσες κατέληξαν στην πληρωμή εκ μέρους του Αναστάσιου ενός μεγάλου ποσού κάθε χρόνο, την στιγμή που στα σύνορα με τον Δούναβη εμφανίζονται καινούργιες φυλές, όπως οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι, οι οποίοι θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου. Στον θρησκευτικό τομέα οι σχέσεις της ανατολικής με την δυτική εκκλησία θα παραμείνουν παγωμένες, γιατί ο Αναστάσιος, πεπεισμένος μονοφυσίτης, δεν θα κάνει καμμιά προσπάθεια αλλαγής της πολιτικής των προκατόχων του. Τον 6ο αι. η προσωπικότητα που κυριάρχησε και σφράγισε την εποχή του ήταν ο Ιουστινιανός, ο οποίος βασίλεψε από το 527 έως το 565. Στην εποχή του, ενώ η Δύση είχε βυθιστεί στην παρακμή, η Χριστιανική αυτοκρατορία της Ανατολής έφθασε στη μέγιστη ακμή της. Ο Ιουστινιανός κατέκτησε την Ιταλία, την Βόρεια Αφρική και την ΝΑ.Ισπανία, εκμεταλλευόμενος την στρατιωτική μεγαλοφυία του Βελισσάριου και του Ναρσή, δύο ικανότατων στρατηγών του. Ότι δεν κατάφερνε με το στρατό, ο Ιουστινιανός το επιτύγχανε με τη διπλωματία, όπως έγινε με τους Πέρσες, με τους οποίους έκλεισε ειρήνη που διασφάλιζε τα ανατολικά του σύνορα.Ο αυτοκράτορας αυτός έδωσε μεγάλη προσοχή και στις εσωτερικές υποθέσεις του Βυζαντίου, όπως φαίνεται από το τεράστιο, σε όγκο και σημασία, νομοθετικό του έργο και από τις αλλαγές στον τρόπο διοίκησης του κράτους. Έχτισε πολλά κτίρια κοινωνικού χαρακτήρα και αρκετά μνημεία, ανάμεσα στα οποία και το αριστούργημα του, την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Στον θρησκευτικό τομέα , τα προβλήματα που υπήρχαν με την αίρεση του μονοφυσιτισμού συνέχιζαν να διογκώνονται και ο Ιουστινιανός επέβαλε αυταρχική πολιτική, που σε συνδυασμό με την βαρειά φορολογία των επαρχιών,ιδίως, όπως είπαμε, των ανατολικών, δημιούργησαν μεγάλη δυσαρέσκεια στον πληθυσμό, που ο αυτοκράτορας δεν ενδιαφέρθηκε να απαλύνει. Αντίθετα , ο Ιουστινιανός ξόδεψε πολλά χρήματα για να φέρει σε πέρας το αρχιτεκτονικό του πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να φορολογεί όλο και πιο πολύ και ο λαός να δυσανασχετεί όλο και περισσότερο. Αλλά και οι κατακτήσεις του υπήρξαν εφήμερες, γιατί μετά το θάνατο του οι Βυζαντινές κτήσεις σε Ιταλία, Ισπανία και Αφρική χάθηκαν γρήγορα, αποδεικνύοντας πως η συνύπαρξη Ανατολής και Δύσης ήταν αδύνατη. Σημαντικό τέλος ήταν το γεγονός πως τα Λατινικά παρήκμαζαν προς όφελος των Ελληνικών και ένα μεγάλο μέρος των νόμων γράφονταν πια στην γλώσσα μας. Ανάμεσα στην βασιλεία του Ιουστινιανού και του επόμενου σημαντικού αυτοκράτορα, του Ηράκλειου, παρεμβάλλονται 45 χρόνια, κατά τα οποία το Βυζάντιο έχασε όλες σχεδόν τις κτήσεις του στη Δύση. Οι πιο ικανοί αυτοκράτορες αυτής της περιόδου ήταν ο Τιβέριος και ο Μαυρίκιος. Αυτοί οι ηγεμόνες αντιλήφθηκαν πως μόνο η Ανατολή ήταν δυνατόν να σωθεί από τις εχθρικές επιδρομές, ενώ στην Δύση το Βυζάντιο δεν είχε τις απαραίτητες δυνάμεις για να κρατήσει τις θέσεις του. Έτσι, μόνο η Ραβέννα στην κεντρική Ιταλία και η Ν.Ιταλία με την Σικελία έμειναν στα χέρια των Βυζαντινών.Οι κυριότεροι αντίπαλοι της εποχής ήταν οι Πέρσες και οι Άβαροι.Ο Μαυρίκιος νίκησε τους Πέρσες, αλλά επειδή είχε περικόψει τους μισθούς των στρατιωτικών, προσπαθώντας να ανορθώσει τα οικονομικά του κράτους, οι τελευταίοι συνωμότησαν, σκότωσαν τον Μαυρίκιο και έστεψαν αυτοκράτορα κάποιον εκατόνταρχο, τον Φωκά. Ο τελευταίος ήταν τόσο σκληρός και αιμοδιψής, έκανε τόσα εγκλήματα, που ο λαός της Πόλης εξεγέρθηκε,τον σκότωσε και ανέβασε στον θρόνο τον Ηράκλειο. Την ίδια στιγμή οι πέρσες εκμεταλλευόμενοι την γενική αδράνεια του στρατού και την αποδιοργάνωση της αυτοκρατορίας είχαν φτάσει μέχρι την Χαλκηδόνα, απειλώντας την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Το σπουδαιότερο γεγονός της βασιλείας του Ηρακλείου, εκτός από τους πολέμους του, ήταν η πλήρης επικράτηση της Ελληνικής γλώσσας,που σαν αποτέλεσμα είχε την μεταμόρφωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Χριστιανικό Ορθόδοξο κράτος, με κυρίαρχο στοιχείο στο εσωτερικό του τους Έλληνες και τη γλώσσα μας. Ο Ηράκλειος όμως πολέμησε μέχρι τελικής πτώσεως τους Πέρσες και ο μακροχρόνιος πόλεμος τελείωσε με τη συντριβή των Περσών και των συμμάχων τους Αβάρων. Τότε όμως εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στη Βαλκανική χερσόνησο οι Σλάβοι, ενώ στο προσκήνιο της ιστορίας , επίσης για πρώτη φορά, εμφανίστηκαν οι Άραβες. Οι τελευταίοι εκμεταλλεύτηκαν την δυσαρέσκεια των πληθυσμών της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, που εξουθενωμένοι από τη βαριά φορολογία, δέχτηκαν τους Άραβες σχεδόν σαν ελευθερωτές. Κι έτσι, οι Βυζαντινοί έχασαν τις επαρχίες αυτές για πάντα.Οι συνέπειες της απώλειας αυτής ήταν πολύ βαριές για τους Βυζαντινούς, γιατί εκτός από όλα τα άλλα, τα μέρη αυτά ήταν και ο σιτοβολώνας του κράτους.Έτσι , τη στιγμή που το Βυζάντιο απαλλάχθηκε από τους Πέρσες και τους Άβαρους, δύο νέοι εχθροί έρχονται για να ταλαιπωρήσουν την αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο λοιπόν έπρεπε να πολεμά συνεχώς σε δύο μέτωπα.Οι πιο επικίνδυνοι ήταν οπωσδήποτε οι Άραβες, που σχεδόν κάθε χρόνο πραγματοποιούσαν εισβολές στην Μ.Ασία και σιγά σιγά έφτασαν μέχρι και την Κωνσταντινούπολη. Προσπάθησαν να καταλάβουν την βασιλεύουσα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Συνέχισαν λοιπόν την επέκταση τους σε όλη τη Μεσόγειο θάλασσα, μέχρι την Ισπανία, αναβάλλοντας την τελική επίθεση για πιο ευνοϊκές περιστάσεις. Στη Βαλκανική εξάλλου,οι Σλάβοι δημιουργούσαν συνεχή αναστάτωση, και σαν να μην έφταναν αυτά, το 679 πέρασαν τον Δούναβη, κατευθυνόμενοι προς τα νότια,ένας πολεμοχαρής σκληροτράχηλος λαός, οι Βούλγαροι.Ο Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος, ένας ικανός αυτοκράτορας προσπάθησε να τους εμποδίσει, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί μια αρρώστεια τον κατέβαλε και νέο ακόμα τον έστειλε στον τάφο. Η αυτοκρατορία έπεσε σε μια βαθιά κρίση, που διήρκεσε από το 685, έτος του θανάτου του Πωγωνάτου μέχρι το 717, έτος που ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων, οι Άραβες είχαν καταλάβει όλη την Μ.Ασία, οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι έκαναν ότι ήθελαν στα Βαλκάνια και η αυτοκρατορία είχε φτάσει στο χείλος της καταστροφής. Αυτός που έσωσε το Βυζάντιο από την ολοκληρωτική καταστροφή ήταν ο ικανότατος αυτοκράτορας, ο Λέων Γ’. Το 718 έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την πολιορκία των Αράβων, και στην συνέχεια , καταδιώκοντας τους και νικώντας τους, ελευθέρωσε όλη την Μ.Ασία. Αλλά και στην εσωτερική πολιτική ο Λέων υπήρξε σπουδαίος μεταρρυθμιστής , γιατί αναδιοργάνωσε τον τρόπο διοίκησης του κράτους,τελειοποιώντας τον θεσμό των θεμάτων.Όλη η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε ένα αριθμό θεμάτων, τα οποία διοικούσε ένας στρατηγός που ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε διαλέξει.Αλλά και ο γιος του Λέοντα, ο Κωνσταντίνος Ε΄ ήταν πολύ αξιόλογος βασιλιάς. Νίκησε τους Βούλγαρους και τους Άραβες, ανακουφίζοντας έστω και προσωρινά το Βυζάντιο, ενώ παράλληλα συνέχισε την εσωτερική μεταρρύθμιση του πατέρα του. Όμως ενώ από τη μια μεριά , οι δύο αυτοί αυτοκράτορες έδωσαν στο Βυζάντιο το χαμένο του κύρος στον στρατιωτικό τομέα, από την άλλη δημιούργησαν πολλά προβλήματα στο κράτος, λόγω της θρησκευτικής διαμάχης της εικονομαχίας. Η εικονομαχία διήρκεσε ένα αιώνα και προκάλεσε πολλά προβλήματα , γιατί γρήγορα απέκτησε πολιτική χροιά και προξένησε μια σύγκρουση ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία. Γεννήθηκαν πολλές αντιδράσεις, κυρίως στην Ευρώπη και οι βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας χάθηκαν για πάντα, γιατί οι εικονολάτρες κάτοικοι της δεν αντέδρασαν στους Λογγοβάρδους.Οδήγησε σε σχίσμα με τον Πάπα , που έψαξε για καινούργιους προστάτες στους Φράγκους και τους Λογγοβάρδους και η αυτοκρατορία έχασε και τα τελευταία εδάφη της στην Δύση. Η εικονομαχία συνέχισε να υπάρχει σαν κίνηση και ιδέα ακόμα και μετά την πρώτη νίκη των εικονολατρών, με την Ειρήνη την Αθηναία,και ξαναπήρε το πάνω χέρι με τον Λέοντα Ε’ και τον Μιχαήλ Β’. Ο γιος του Μιχαήλ,ο Θεόφιλος , ένας φανατικός εικονομάχος, ήταν εξαιρετικός κυβερνήτης,με μεγάλες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες,προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Η εικονομαχία είχε χάσει την αγριότητα των πρώτων ημερών και μετά το θάνατο του Θεόφιλου, δεν ήταν δύσκολο για τη γυναίκα του Θεοδώρα να πραγματοποιήσει αλλαγές στην επίσημη κρατική πολιτική και να προχωρήσει στην αναστήλωση των εικόνων, το 843, βάζοντας τέλος στην διαμάχη που κράτησε πάνω από ένα αιώνα. Έτσι, την εποχή της διακυβέρνησης του Μιχαήλ Γ’,του γιου του Θεόφιλου και της Θεοδώρας, ξαναγύρισε η θρησκευτική ειρήνη , που σε συνδυασμό με την διοικητική και κοινωνική ανασυγκρότηση που είχαν καταφέρει οι Ίσαυροι και ο Θεόφιλος, οδήγησε σε μια περίοδο ακμής και ανόδου του Βυζαντίου.Ακμή που έγινε περισσότερο αισθητή την εποχή της διακυβέρνησης του Βυζαντίου από την δυναστεία των Μακεδόνων. Αυτή η δυναστεία, η σημαντικότερη ίσως του Βυζαντίου,οδήγησε την αυτοκρατορία στο αποκορύφωμα της δόξας της . Εκμεταλλευόμενοι την άριστη οργανωτική της κατάσταση, μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν ένα επεκτατικό πρόγραμμα, ενώ ταυτόχρονα η ανάπτυξη του εμπορίου έφερε κέρδη στο κράτος.Μια σειρά πολέμων με τους Άραβες και τους Βούλγαρους είχαν επιτυχή κατάληξη και οι Βυζαντινοί ξανακέρδισαν επαρχίες που είχαν χάσει από καιρό, όπως την Ν.Ιταλία, την Κρήτη και τη Συρία,την Ν.Μικρά Ασία και την Βαλκανική.Όταν λοιπόν πέθανε ο τελευταίος σπουδαίος αυτοκράτορας της δυναστείας, ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, η αυτοκρατορία βρισκόταν σε μεγάλη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ακμή, με το κύρος της αναβαθμισμένο, σεβαστή στους εχθρούς και στους φίλους της.Όμως οι διάδοχοι αυτών των σπουδαίων αυτοκρατόρων δεν ήταν το ίδιο ικανοί, με αποτέλεσμα η παρακμή του κράτους να είναι γρήγορη και από ένα σημείο και έπειτα, μη αναστρέψιμη. Οι αυτοκράτορες αυτοί είχαν το μεγαλύτερο μειονέκτημα να μην έχουν καμιά σχέση με τον στρατό και κλεισμένοι σε ένα παλάτι , να μην παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις και να μην μπορούν να τις αντιμετωπίσουν.Ένα σημαντικό γεγονός ήταν το σχίσμα με την καθολική εκκλησία το 1054, επι πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, σχίσμα που ήταν οριστικό και είχε βαριές συνέπειες για το Βυζάντιο. Δύο νέοι επικίνδυνοι εχθροί παρουσιάστηκαν την εποχή εκείνη, στα δυτικά οι Νορμανδοί και στα ανατολικά οι Σελτζούκοι Τούρκοι.Ο Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης προσπάθησε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η τρομερή καταστροφή στο Μαντζικέρτ,μετά την οποία οι τούρκοι εγκαταστάθηκαν για πάντα στην Μ.Ασία.Τα απειλητικά σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό του κράτους, αλλά η σωτηρία ήρθε από τη δυναστεία των Κομνηνών, μια οικογένεια στρατιωτικών που κατάφερε να αναβάλει για λίγα χρόνια το τέλος.Μετά από σκληρές μάχες οι Κομνηνοί μπόρεσαν να διώξουν τους Νορμανδούς , να αντιμετωπίσουν με σχετική επιτυχία τους σταυροφόρους και να συγκρατήσουν τους Τούρκους.Όμως , η κακή οικονομική κατάσταση ανάγκασε τους αυτοκράτορες να προσφύγουν για βοήθεια στους Βενετούς, τους Γενουάτες, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την δύσκολη θέση του Βυζαντίου και συγκέντρωσαν όλη την οικονομία της Ανατολής στα χέρια τους. Το άσχημο αυτό πλαίσιο συμπληρώθηκε με την καταστροφή του Μυριοκέφαλου , όπου οι Τούρκοι και πάλι νίκησαν τον Μανουήλ Α΄ τον Κομνηνό, καταστρέφοντας ότι είχαν καταφέρει μέχρι τότε οι προηγούμενοι αυτοκράτορες.Οι επόμενοι βασιλιάδες της δυναστείας των Αγγέλων απλά παρακολουθούσαν την κατάσταση και την παρακμή,ενώ το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204.
Η ζημιά από την άλωση της Πόλης είναι τεράστια. Πρώτα από όλα, η μεταγενέστερη Οθωμανική κατάκτηση οφείλεται στην άλωση από τους σταυροφόρους «χριστιανούς».Ποτέ δεν θα μπορούσαν οι Οθωμανοί να κυριεύσουν την βασιλεύουσα , αν δεν την είχαν αποδυναμώσει τόσο πολύ οι Λατίνοι.Κι αυτό γιατί οι θησαυροί της Πόλης, τα έργα τέχνης και τα βιβλία, φορείς πνευματικού πολιτισμού, καταστράφηκαν και αρπάχτηκαν.Το προπύργιο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή εκμηδενίστηκε. Και , αν και οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Πόλη το 1261, η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε ποτέ πια να συνέλθει και να ξαναφτάσει στην προηγούμενη δύναμη της. Όταν ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος μπήκε στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορία περιλάμβανε ένα μικρό κομμάτι γύρω από την Πόλη, και μερικές κτήσεις στην Πελοπόννησο και την Μ.Ασία.Και η μετέπειτα ιστορία του Βυζαντίου ήταν μια αργή πορεία προς το οριστικό τέλος.Οι αυτοκράτορες γυρνούσαν σε όλη την Ευρώπη ζητώντας βοήθεια, αλλά οι Δυτικοί ζητούσαν γη και ύδωρ, πράγματα που κανείς αυτοκράτορας δεν μπορούσε να δεχτεί.Η μια κτήση μετά την άλλη υποταζόταν στους τούρκους και καμμιά αντίσταση δεν ήταν δυνατή, γιατί ούτε στρατός ούτε στόλος υπήρχε,και τα οικονομικά ήταν σε οικτρή κατάσταση. Στο τέλος μόνο η Κωνσταντινούπολη απέμεινε και αυτή , στις 29 Μαίου του 1453, έπεσε στα χέρια των τούρκων και του σουλτάνου τους, του Μωάμεθ, σφραγίζοντας το τέλος μιας ένδοξης ιστορίας 1100 χρόνων. Από την στιγμή εκείνη άρχισε η σκοτεινή περίοδος της τουρκοκρατίας, που θα διαρκούσε 400 ολόκληρα χρόνια.