

Yλισμός ή Ιδεαλισμός;
Έως τώρα, οι φιλοσοφικές θεωρίες σχετικά με τα βασικά ζητήματα για την αρχή της ύπαρξης των πραγμάτων, για την ουσία και για τη δυνατότητα της γνώσης, με τις ελλείψεις, τα λάθη, τις ασάφειες και τις αλληγορικές διατυπώσεις τους δημιουργούσαν απορίες, οι οποίες έβρισκαν λύσεις με τη διαμόρφωση των αντίθετων θεωρητικών θέσεων. Αυτές οι αντίθετες δεν απέφευγαν λιγότερο να απαντήσουν στις δικές τους απορίες και η φιλοσοφία συνέχιζε να είναι διχασμένη. Αλλά έτσι να διδάσκεται από τα λάθη της, ν’ ανακαλύπτει άλλες διεξόδους και να εξελίσσεται. Μετά τις γνωστές μυθολογικές και φανταστικές περιγραφές του κόσμου στην πιο απόμακρη αρχαιότητα, αναγνωρίστηκαν τα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα και από τη θέση των φιλοσόφων σχετικά μ’ εκείνα δημιουργήθηκαν οι βασικές αντιθέσεις και συνολικά αντίθετες κοσμοθεωρίες.Όταν υποστήριζαν πως ο κόσμος δημιουργήθηκε από μία ανεξάρτητη εξωτερική ύπαρξη, μετέθεταν το πρόβλημα και την αναζήτηση της εξήγησης σε κάτι αόριστο, φανταστικό και αδιανόητο, και στη βάση αυτής της θέσης προσπαθούσαν να συλλάβουν πώς και πότε έγινε η δημιουργία, ποιος και πού ήταν ο δημιουργός, πόσο και πώς αυτός επηρέαζε τον κόσμο και διάφορα άλλα υποπροβλήματα. Αυτή είναι η σκοπιά, την οποία συνήθως ονομάζουμε μεταφυσική και ιδεαλιστική. Ανάλογα με τη λύση των υποπροβλημάτων διαμορφώνονταν παραλλαγές του ιδεαλισμού, από τον πιο ακραίο, όπως είναι του Μπέρκλεϋ και του Φίχτε, ως τον πλησιέστερο στην αντίθετη θεώρηση, όπως του Λοκ και του Χέγκελ και ορισμένες ασυνήθιστης κατεύθυνσης, όπως του Καντ και τουΣοπεγχάουερ.Η πολυθεϊστική αντίληψη του κόσμου είναι μία πρωτόγονη σύλληψη για την επαρκή αιτιολόγηση του κόσμου και της ζωής. Ο άνθρωπος που ξεκινάει να σκέφτεται για την ποικιλία των πραγμάτων, για τις ανεξάντλητες δυνατότητες του κόσμου, για την αδυναμία του απέναντι στις δυνάμεις της φύσης και με άγνοια των νόμων με τους οποίους προκαλούνται οι δυνάμεις γύρω του,δεν βρίσκει άλλη κατανοητή σύνδεση για το πλήθος των φαινομένων από την παρουσία κάποιων αόρατων και άυλων μορφών ζωής, τις οποίες φαντάζεται χωρίς τα μειονεκτήματα των φθαρτών υλικών πραγμάτων. Ο πολυθεϊσμός -όπως και η ειδωλολατρία- είναι μία από τις πρώτες μορφές θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από την πολυθεϊστική και ειδωλολατρική αντίληψη των πραγμάτων, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη διαίσθηση και την παρατήρηση των φιλοσόφων, που αναζητούν την ύπαρξη κοινών αιτιών, μίας αρχικής δύναμης, μίας κοινής ουσίας, ένα αριθμό νόμων που διέπουν το σύνολο των πραγμάτων, υποψιασμένοι από μερικά επαναλαμβανόμενα και καλά ταιριασμένα φαινόμενα.Ο πρωτόγονος άνθρωπος αντιλαμβανόταν τα πράγματα φαντασιόπληκτα, χωρίς αιτιότητα, χωρίς συνοχή και όρια και τη ζωή, κυρίως με το ρόλο των ψυχολογικών εκδηλώσεων της ζωής και με υποβαθμισμένο το ρόλο της σκέψης. Ο εντυπωσιασμένος και φοβισμένος από τη φύση άνθρωπος, παραδίδεται στην άγνοιά του για να παίξει το ρόλο του στη ζωή και περιορίζεται να πιστεύει στην παρουσία θεοτήτων, πνευμάτων, τεράτων και μαγικών αντικειμένων. Αυτή η ανθρώπινη αντίληψη δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα και σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια από την επικράτηση των μονοθεϊστικών θρησκειών. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για την ερμηνεία του κόσμου και δεν είχαν διαλυθεί πολλές πλάνες με το φως της επιστήμης, για να είναι οι άνθρωποι πιο συγκρατημένοι στην πίστη τους. Σήμερα, με τα διδάγματα της ιστορίας, με την καλή γνώση των πραγμάτων που μας περιβάλλουν χωρίς την εμπλοκή των θεών και με τις πιο ώριμες φιλοσοφικές θεωρίες για το ρόλο της ζωής και του κόσμου, οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να επιλέξουν. Αντιλαμβάνονται την ανωριμότητα, την ασυνέπεια, τα τεράστια κενά γνώσης και τη φαντασιοπληξία που χαρακτηρίζει τις πολυθεϊστικές και τις ειδωλολατρικές απόψεις. Ωστόσο είναι ακόμα πολλοί εκείνοι, οι οποίοι δηλώνουν μονοθεϊστές, αλλά μέσα στη ψυχολογική ανασφάλεια και στον "ίλιγγο" της άγνοιάς τους, πιστεύουν στην παρουσία αόρατων μορφών ζωής, που εμπλέκονται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και στις φυσικές εξελίξεις. Οι πιο "ψύχραιμοι" έχουν καταφέρει να μειώσουν τη "δύναμη" από το πλήθος των θεοτήτων που πίστευαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι. Τους έχουν αποδώσει μικρότερο ρόλο και τις έχουν μετονομάσει (άγγελοι, πνεύματα, άγιοι, διάβολοι, ψυχές, μαγικά και ιερά αντικείμενα κ.λπ). Τον επιθυμητό ρόλο και τη μεγάλη δύναμη τα αποδίδουν αποκλειστικά σε μία άλλη υπερφυσική μορφή που την αποκαλούν "Θεό".Κύριο γνώρισμα όλων των ειδωλολατρικών και πολυθεϊστικών απόψεων είναι ότι αποδέχονται τη δυνατότητα να υπάρχει κάτι χωρίς υλική διασύνδεση, χωρίς να προηγηθούν υλικές και αιτιοκρατικές εξελίξεις στην πορεία του χρόνου. Αποδέχονται την ύπαρξη ουσιών ανεξάρτητων από την ύλη και από μια τέτοια ουσία φαντάζονται πως είναι το ανθρώπινο πνεύμα. Η εσωτερικότητα, η ψυχή, η σκέψη, η επιθυμία, τα αισθήματα και όλα τα εσωτερικά φαινόμενα που παρατηρεί με "άυλο τρόπο" ο άνθρωπος με τη σκέψη του, τα αποσπάει και τα αποδίδει σε άσχετα ή σε φανταστικά πράγματα. Ως προς τη λύση των ειδικότερων προβλημάτων μπορούν να διαμορφωθούν πολλές παραλλαγές του ιδεαλισμού. Βρίσκουμε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες σύμφωνα με τις οποίες το Σύμπαν δημιουργήθηκε από τη σκόπιμη δράση μίας εξωτερικής ύπαρξης, ενώ αυτό συνεχίζει να υπάρχει σαν αυτοτελές χωρίς εκείνη να το επηρεάζει, τουλάχιστον για ένα μέρος του χρόνου (Ντεϊσμός, όπως του Λάιμπνιτς, του Σέφτσμπερυ*, του Βολταίρου**). Σε άλλες ο Θεός επηρεάζει διαρκώς τις εξελίξεις και τα πράγματα (ο ονομαζόμενος θεϊσμός, όπως του Άγιου Αυγουστίνου και του Μπέρκλεϋ).* (Shaftesbury 1671-1713) ** (Voltaire ή Φρανσουά Μαρί Αρουέ 1694-1778).Ο Θεός μπορεί να δημιούργησε το Σύμπαν από το τίποτε ή από κάτι άλλο ή από τον εαυτό του, μπορεί να είναι πάνσοφος, καλός και παντοδύναμος ή αντιθέτως, σε κάποια όρια ή όχι, να βρίσκεται σ’ ένα μέρος του Σύμπαντος ή παντού, χωρίς να συνταυτίζεται με αυτό. Την ίδια στιγμή η εξωτερική πραγματικότητα να είναι υλική ή άυλη, να εξυπηρετεί τον άνθρωπο ή να τον αποπροσανατολίζει, να είναι ένα πέρασμα της ζωής για μία άλλη ή για την ίδια και τα λοιπά. [Photo]Όταν, αντιθέτως, υποστήριζαν την αυθυπαρξία του Σύμπαντος, παρέμενε το πρόβλημα των ορίων του μέσα στο χώρο και στο χρόνο και για την ποιότητα της ουσίας. Χωρίς να το θεωρούν σταθεροποιημένο στο σύνολό του, για να μην αποκοπούν από την κοινή εμπειρική διαπίστωση της αλλαγής και ορίζοντας την ουσία σαν την πιο αφηρημένη πραγματικότητα, το στερούσαν από μία επαρκή αιτία. Αναζητούσαν τη σταθερή αρχή ή την ουσία των διαφόρων πραγμάτων σε μερικά κοινά στοιχεία τους, απόδιδαν τη σταθερότητα μόνο σ’ εκείνα και η δυνατότητα του συνδυασμού τους συσκοτιζόταν με άλλες ανεξήγητες και ανεπαρκείς αιτίες ή ιδιότητες. Μία τέτοια φιλοσοφική θεώρηση, συνήθως, την ονομάζουμε γενικά"υλισμό". Ήταν αδιανόητο και αντιφατικό να υποστηρίξουν πως τα πράγματα αλλάζουν στην ίδια στιγμή που το σύνολό τους είναι σταθεροποιημένο, γιατί θεωρούσαν σαν σύνολο μόνο τα συνυπάρχοντα πράγματα του σχετικού παρόντος, όπως γίνονται αντιληπτά χωρίς όλες τις αλληλεπιδράσεις τους, και σαν ουσία την έλλειψη ποιότητας. Δεν έλειψαν φιλόσοφοι, οι οποίοι κατάλαβαν το πρόβλημα, όπως ο αρχαίος ΈλληναςΠαρμενίδης ο Ελεάτης (περ. 515-440 π.Χ.) και για να αιτιολογήσουν επαρκώς ένα αυθύπαρκτο Σύμπαν, τόλμησαν να υποστηρίξουν πως τίποτε δεν αλλάζει και το νέο πρόβλημα της ασυμφωνίας με την εμπειρία το έλυσαν απλά, θεωρώντας την αλλαγή σαν φαινομενική και όχι πραγματική. Είναι γνωστά τα παράδοξα αληθοφανή συμπεράσματα, με τα οποία οι μαθητές του Παρμενίδη προσπάθησαν να αποδείξουν αυτή την άποψη.Έως τώρα, οι φιλοσοφικές θεωρίες σχετικά με τα βασικά ζητήματα για την αρχή της ύπαρξης των πραγμάτων, για την ουσία και για τη δυνατότητα της γνώσης, με τις ελλείψεις, τα λάθη, τις ασάφειες και τις αλληγορικές διατυπώσεις τους δημιουργούσαν απορίες, οι οποίες έβρισκαν λύσεις με τη διαμόρφωση των αντίθετων θεωρητικών θέσεων. Αυτές οι αντίθετες δεν απέφευγαν λιγότερο να απαντήσουν στις δικές τους απορίες και η φιλοσοφία συνέχιζε να είναι διχασμένη. Αλλά έτσι να διδάσκεται από τα λάθη της, ν’ ανακαλύπτει άλλες διεξόδους και να εξελίσσεται. Μετά τις γνωστές μυθολογικές και φανταστικές περιγραφές του κόσμου στην πιο απόμακρη αρχαιότητα, αναγνωρίστηκαν τα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα και από τη θέση των φιλοσόφων σχετικά μ’ εκείνα δημιουργήθηκαν οι βασικές αντιθέσεις και συνολικά αντίθετες κοσμοθεωρίες.Όταν υποστήριζαν πως ο κόσμος δημιουργήθηκε από μία ανεξάρτητη εξωτερική ύπαρξη, μετέθεταν το πρόβλημα και την αναζήτηση της εξήγησης σε κάτι αόριστο, φανταστικό και αδιανόητο, και στη βάση αυτής της θέσης προσπαθούσαν να συλλάβουν πώς και πότε έγινε η δημιουργία, ποιος και πού ήταν ο δημιουργός, πόσο και πώς αυτός επηρέαζε τον κόσμο και διάφορα άλλα υποπροβλήματα. Αυτή είναι η σκοπιά, την οποία συνήθως ονομάζουμε μεταφυσική και ιδεαλιστική. Ανάλογα με τη λύση των υποπροβλημάτων διαμορφώνονταν παραλλαγές του ιδεαλισμού, από τον πιο ακραίο, όπως είναι του Μπέρκλεϋ και τουΦίχτε, ως τον πλησιέστερο στην αντίθετη θεώρηση, όπως του Λοκ και του Χέγκελ και ορισμένες ασυνήθιστης κατεύθυνσης, όπως του Καντ και του Σοπεγχάουερ.Η πολυθεϊστική αντίληψη του κόσμου είναι μία πρωτόγονη σύλληψη για την επαρκή αιτιολόγηση του κόσμου και της ζωής. Ο άνθρωπος που ξεκινάει να σκέφτεται για την ποικιλία των πραγμάτων, για τις ανεξάντλητες δυνατότητες του κόσμου, για την αδυναμία του απέναντι στις δυνάμεις της φύσης και με άγνοια των νόμων με τους οποίους προκαλούνται οι δυνάμεις γύρω του, δεν βρίσκει άλλη κατανοητή σύνδεση για το πλήθος των φαινομένων από την παρουσία κάποιων αόρατων και άυλων μορφών ζωής, τις οποίες φαντάζεται χωρίς τα μειονεκτήματα των φθαρτών υλικών πραγμάτων. Ο πολυθεϊσμός -όπως και η ειδωλολατρία- είναι μία από τις πρώτες μορφές θρησκείας και κοσμοθεωρίας. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από την πολυθεϊστική και ειδωλολατρική αντίληψη των πραγμάτων, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη διαίσθηση και την παρατήρηση των φιλοσόφων, που αναζητούν την ύπαρξη κοινών αιτιών, μίας αρχικής δύναμης, μίας κοινής ουσίας, ένα αριθμό νόμων που διέπουν το σύνολο των πραγμάτων, υποψιασμένοι από μερικά επαναλαμβανόμενα και καλά ταιριασμένα φαινόμενα.Ο πρωτόγονος άνθρωπος αντιλαμβανόταν τα πράγματα φαντασιόπληκτα, χωρίς αιτιότητα, χωρίς συνοχή και όρια και τη ζωή, κυρίως με το ρόλο των ψυχολογικών εκδηλώσεων της ζωής και με υποβαθμισμένο το ρόλο της σκέψης. Ο εντυπωσιασμένος και φοβισμένος από τη φύση άνθρωπος, παραδίδεται στην άγνοιά του για να παίξει το ρόλο του στη ζωή και περιορίζεται να πιστεύει στην παρουσία θεοτήτων, πνευμάτων, τεράτων και μαγικών αντικειμένων. Αυτή η ανθρώπινη αντίληψη δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα και σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια από την επικράτηση των μονοθεϊστικών θρησκειών. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για την ερμηνεία του κόσμου και δεν είχαν διαλυθεί πολλές πλάνες με το φως της επιστήμης, για να είναι οι άνθρωποι πιο συγκρατημένοι στην πίστη τους. Σήμερα, με τα διδάγματα της ιστορίας, με την καλή γνώση των πραγμάτων που μας περιβάλλουν χωρίς την εμπλοκή των θεών και με τις πιο ώριμες φιλοσοφικές θεωρίες για το ρόλο της ζωής και του κόσμου, οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να επιλέξουν. Αντιλαμβάνονται την ανωριμότητα, την ασυνέπεια, τα τεράστια κενά γνώσης και τη φαντασιοπληξία που χαρακτηρίζει τις πολυθεϊστικές και τις ειδωλολατρικές απόψεις. Ωστόσο είναι ακόμα πολλοί εκείνοι, οι οποίοι δηλώνουν μονοθεϊστές, αλλά μέσα στη ψυχολογική ανασφάλεια και στον "ίλιγγο" της άγνοιάς τους, πιστεύουν στην παρουσία αόρατων μορφών ζωής, που εμπλέκονται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και στις φυσικές εξελίξεις. Οι πιο "ψύχραιμοι" έχουν καταφέρει να μειώσουν τη "δύναμη" από το πλήθος των θεοτήτων που πίστευαν οι πρωτόγονοι άνθρωποι. Τους έχουν αποδώσει μικρότερο ρόλο και τις έχουν μετονομάσει (άγγελοι, πνεύματα, άγιοι, διάβολοι, ψυχές, μαγικά και ιερά αντικείμενα κ.λπ). Τον επιθυμητό ρόλο και τη μεγάλη δύναμη τα αποδίδουν αποκλειστικά σε μία άλλη υπερφυσική μορφή που την αποκαλούν "Θεό".Κύριο γνώρισμα όλων των ειδωλολατρικών και πολυθεϊστικών απόψεων είναι ότι αποδέχονται τη δυνατότητα να υπάρχει κάτι χωρίς υλική διασύνδεση, χωρίς να προηγηθούν υλικές και αιτιοκρατικές εξελίξεις στην πορεία του χρόνου. Αποδέχονται την ύπαρξη ουσιών ανεξάρτητων από την ύλη και από μια τέτοια ουσία φαντάζονται πως είναι το ανθρώπινο πνεύμα. Η εσωτερικότητα, η ψυχή, η σκέψη, η επιθυμία, τα αισθήματα και όλα τα εσωτερικά φαινόμενα που παρατηρεί με "άυλο τρόπο" ο άνθρωπος με τη σκέψη του, τα αποσπάει και τα αποδίδει σε άσχετα ή σε φανταστικά πράγματα. Ως προς τη λύση των ειδικότερων προβλημάτων μπορούν να διαμορφωθούν πολλές παραλλαγές του ιδεαλισμού. Βρίσκουμε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες σύμφωνα με τις οποίες το Σύμπαν δημιουργήθηκε από τη σκόπιμη δράση μίας εξωτερικής ύπαρξης, ενώ αυτό συνεχίζει να υπάρχει σαν αυτοτελές χωρίς εκείνη να το επηρεάζει, τουλάχιστον για ένα μέρος του χρόνου (Ντεϊσμός, όπως του Λάιμπνιτς, του Σέφτσμπερυ*, του Βολταίρου**). Σε άλλες ο Θεός επηρεάζει διαρκώς τις εξελίξεις και τα πράγματα (ο ονομαζόμενος θεϊσμός, όπως του Άγιου Αυγουστίνου και τουΜπέρκλεϋ).* (Shaftesbury 1671-1713) ** (Voltaire ή Φρανσουά Μαρί Αρουέ 1694-1778).Ο Θεός μπορεί να δημιούργησε το Σύμπαν από το τίποτε ή από κάτι άλλο ή από τον εαυτό του, μπορεί να είναι πάνσοφος, καλός και παντοδύναμος ή αντιθέτως, σε κάποια όρια ή όχι, να βρίσκεται σ’ ένα μέρος του Σύμπαντος ή παντού, χωρίς να συνταυτίζεται με αυτό. Την ίδια στιγμή η εξωτερική πραγματικότητα να είναι υλική ή άυλη, να εξυπηρετεί τον άνθρωπο ή να τον αποπροσανατολίζει, να είναι ένα πέρασμα της ζωής για μία άλλη ή για την ίδια και τα λοιπά. [Photo]Όταν, αντιθέτως, υποστήριζαν την αυθυπαρξία του Σύμπαντος, παρέμενε το πρόβλημα των ορίων του μέσα στο χώρο και στο χρόνο και για την ποιότητα της ουσίας. Χωρίς να το θεωρούν σταθεροποιημένο στο σύνολό του, για να μην αποκοπούν από την κοινή εμπειρική διαπίστωση της αλλαγής και ορίζοντας την ουσία σαν την πιο αφηρημένη πραγματικότητα, το στερούσαν από μία επαρκή αιτία. Αναζητούσαν τη σταθερή αρχή ή την ουσία των διαφόρων πραγμάτων σε μερικά κοινά στοιχεία τους, απόδιδαν τη σταθερότητα μόνο σ’ εκείνα και η δυνατότητα του συνδυασμού τους συσκοτιζόταν με άλλες ανεξήγητες και ανεπαρκείς αιτίες ή ιδιότητες. Μία τέτοια φιλοσοφική θεώρηση, συνήθως, την ονομάζουμε γενικά"υλισμό". Ήταν αδιανόητο και αντιφατικό να υποστηρίξουν πως τα πράγματα αλλάζουν στην ίδια στιγμή που το σύνολό τους είναι σταθεροποιημένο, γιατί θεωρούσαν σαν σύνολο μόνο τα συνυπάρχοντα πράγματα του σχετικού παρόντος, όπως γίνονται αντιληπτά χωρίς όλες τις αλληλεπιδράσεις τους, και σαν ουσία την έλλειψη ποιότητας. Δεν έλειψαν φιλόσοφοι, οι οποίοι κατάλαβαν το πρόβλημα, όπως ο αρχαίος Έλληνας Παρμενίδης ο Ελεάτης (περ. 515-440 π.Χ.) και για να αιτιολογήσουν επαρκώς ένα αυθύπαρκτο Σύμπαν, τόλμησαν να υποστηρίξουν πως τίποτε δεν αλλάζει και το νέο πρόβλημα της ασυμφωνίας με την εμπειρία το έλυσαν απλά, θεωρώντας την αλλαγή σαν φαινομενική και όχι πραγματική. Είναι γνωστά τα παράδοξα αληθοφανή συμπεράσματα, με τα οποία οι μαθητές του Παρμενίδη προσπάθησαν να αποδείξουν αυτή την άποψη.
Η υλιστική θεώρηση των πραγμάτων, ενώ προσανατολίζει την αναζήτηση για την εξήγηση όλων των πραγμάτων και των φαινομένων στα ίδια τα πράγματα, κυριολεκτικά είναι μία προσγειωμένη, κοντόφθαλμη θεώρηση. Κάνει το άλλο βασικό λάθος να στερεί από ένα διαχρονικό νόημα την ύπαρξη του Σύμπαντος και της ζωής, αιτιολογώντας ολοφάνερα με ανεπαρκείς αιτίες κάτι που αναγνωρίζεται από τους φιλόσοφους της αντίθετης θεώρησης του ιδεαλισμού. Στον υλισμό πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε την άλλη απλή και βασική αλήθεια, τη θέση του για την αυτοτέλεια του Σύμπαντος, η οποία, αν και νοημένη με ανακρίβεια (σαν αυθυπαρξία), επιλύνει το άστοχο πρόβλημα της δημιουργίας του από μία άλλη εξωτερική αδημιούργητη ύπαρξη και έτσι δεν κάνει «αναγωγή στην άγνοια», όπως την ονόμασε ο Σπινόζα. Ειδικά με τη σύμφωνη θέση του για τη δυνατότητα της γνώσης μέσα από την εμπειρία, για την αιτιότητα των πραγμάτων και για την άμεση σχέση της εσωτερικότητας με την ύλη, αναδεικνύει τον ορθολογισμό του και του επιτρέπει να τα εξηγεί μέσα από την εμπειρική γνώση και όχι με αβάσιμες θεωρητικές συλλήψεις και με φαντασιοκοπία. Αλλά αυτός ο περιορισμός στην εξήγηση των πραγμάτων μέσα από τη γνώση των πιο άμεσα αντιληπτών τον παρασύρει στα γνωστά βασικά του λάθη, όπως η μισή αλήθεια.[Photo]Οι υλιστικές απόψεις είναι εξίσου εύκολο να εξαχθούν μέσα από την ανεξάντλητη εμπειρία και βρίσκουμε πολλές να έχουν διατυπωθεί στην αρχαιότητα. Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (περίπου 540-480 π.Χ.) δίδασκε ότι όλο το Σύμπαν είναι μία φωτιά, που ανάβει και σβήνει με όρια και έτσι μετατρέπεται σε αναρίθμητες μορφές και όλα τα πράγματα που δημιουργούνται στην ουσία πάντοτε είναι αυτή η ίδια, παρά τις όποιες αντιθέσεις τους.Ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός (περίπου 490-430 π.Χ.) απόφυγε την άτοπη εξήγηση των Ελεατών για την αυταπάτη της αλλαγής, υποστηρίζοντας ότι όλα τα πράγματα δημιουργούνται από την ένωση και το χωρισμό τεσσάρων «ριζωμάτων», το νερό, τη γη, τον αέρα και τη φωτιά, ενώ το σύνολό τους διατηρείται το ίδιο. Για να εξηγήσει τη δυνατότητα του συνδυασμού στα ριζώματα, αυτό που τα μετακινεί, φαντάστηκε το «νείκος» και τη «φιλότητα». Παρόμοια, ο Αναξαγόρας ο Κλαζομενεύς(περίπου 500-428 π.Χ.), για να εξηγήσει πως τα πράγματα δημιουργούνται και φθείρονται από τα αρχικά άμορφα υλικά στοιχεία, από τα πολλών ειδών «σπέρματα», τα οποία όλα περιέχουν στην ποιότητά τους σε διαφορετικές αναλογίες, βρήκε σαν λύση ότι ο Νους (ή Διάνοια) είναι η πρώτη και ποιητική αιτία, η οποία υπάρχει σαν μία άλλη ουσία τελείως διαφορετική «μόνος αυτός με τον εαυτό του».Η υλιστική θεωρία του Δημόκριτου του Αβδηρίτη(περίπου 460-370 π.Χ.) και του φίλου του Λεύκιππου (δε γνωρίζουμε τίποτε για τη ζωή του) προς στιγμή έμοιαζε πως θα επαληθευτεί από τις ανακαλύψεις της φυσικής του 19ου αιώνα. Η έννοια του για το άτομο έγινε κεντρική στην εξέλιξή της και χρησιμοποιήθηκε από επιστήμονες (όπως ο Νεύτων) με την ίδια σημασία. Η θεωρία του ατόμου από το Δημόκριτο και το Λεύκιπποείναι η συνεπέστερη υλιστική θεωρία, γιατί η έννοια της ύλης προσδιορίστηκε με πολλά από εκείνα τα γνωρίσματα, τα οποία θα είχε, αν ήταν πραγματικά η ουσία. Δηλαδή με τα περισσότερα γνωρίσματα που είχαν αποδώσει στο Είναιοι Ελεάτες φιλόσοφοι .Τις ποιότητες των πραγμάτων εξήγησαν από τον ποσοτικό συνδυασμό τους. Το ελάχιστο μέρος της ύλης, το «άτομο», ήταν αγέννητο, άφθαρτο, χωρίς κανένα κενό, απλό, αμερές, ενιαίο, αδιαίρετο. Με τη διαφορά ότι υπάρχουν απειράριθμα με διάφορα σχήματα και ότι κινούνται αδιάπαυστα μέσα στον κενό χώρο με απειράριθμους συνδυασμούς, δημιουργώντας έτσι απειράριθμους κόσμους μέσα από δίνες και στη συνέχεια όλες τις ποιότητες των πραγμάτων, ακόμα και τους θεούς.Βέβαια, στην εξέλιξη της φυσικής του 20ου αιώνα η αφηρημένη έννοια του ατόμου και ο ελληνικός όρος χρησιμοποιείται σχετικά. Η ύλη αποδείχθηκε πιο περίπλοκη, με γνωρίσματα ασύλληπτα, ακόμα και για το σύγχρονο επιστήμονα, και οι συνδυασμοί των υλικών στοιχείων δεν είναι απλά αθροίσματα και αφαιρέσεις ή ένα εξωτερικό συνταίριασμα στο σχήμα (όπως θα έπρεπε να είναι, αν η ουσία δεν ήταν ποιοτική και συνολική). Το ίδιο το σχήμα από μόνο του θα ήταν ανεξήγητο, μετάθεση σε ένα ακόμα άλλο πρόβλημα.
Στους νεότερους χρόνους, μετά το «σκοτεινό» Μεσαίωνα στην Ευρώπη, όπου δεν επιτρεπόταν σε κανένα να αμφισβητήσει τη θρησκεία και να υποστηρίξει υλιστικές απόψεις, οι υλιστές φιλόσοφοι αξιοποίησαν τις ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, για να εξηγήσουν πώς τα υλικά στοιχεία μπορούν να διαμορφώνονται και να δημιουργούν τις πιο σύνθετες ποιότητες πραγμάτων και το σύνολο της πραγματικότητας. Διεύρυναν την έννοια της ύλης, διαβεβαιώνουν ότι υπάρχει σε απεριόριστη ποσότητα και ποιότητα, ότι είναι αιτία του εαυτού της, ότι μόνο αυτή είναι αδημιούργητη, ότι αποτελεί την ουσία του Σύμπαντος, το οποίο είναι και αυτό απεριόριστο στο χρόνο και στο χώρο, της απέδωσαν την ιδιότητα της αυτοκίνησης, δηλαδή ότι αυτή η ίδια δεν είναι κάτι σταθερό ή χωρίς εσωτερική αλλαγή και αντιθέσεις. Αυτή την υλιστική θεώρηση προετοίμασαν και προσέγγισαν οι Γάλλοι φιλόσοφοι Λαμετρί(Lamettrie 1709-1751), Ντιντερό (Diderot 1713-1784), ο Ελβέτιος(Helvetius 1715-1771), ο Γερμανός Φόυερμπαχ(Feuerbach 1804-1872) και περισσότερο ο Ένγκελς και ο Λένιν (Ουλιάνοφ 1870-1924).Ο σύγχρονος υλισμός, διορθωμένος και υποστηριγμένος με το υλικό των ανακαλύψεων των σύγχρονων εξειδικευμένων φυσικών επιστημών, με βασικές τις ακραίες θέσεις του για τη γενική αλλαγή των πάντων, για την ουσιαστικότητα των αντιθέσεων στα πράγματα, την έλλειψη κάθε σταθερού ορίου στο χρόνο και στο χώρο και την προτεραιότητα της ύπαρξης της ύλης ονομάστηκε "διαλεκτικός". Αυτός είναι συνδεδεμένος με μία ευρύτερη κοσμοθεωρία, η οποία περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα, γνωσιολογικά, ηθικολογικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά, πολιτικά κ.ά.
Ο διαλεκτικός υλισμός με τις παραπάνω βασικές θέσεις του είναι το τελείως αντίθετο της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας τουΠαρμενίδη, περισσότερο αντίθετος απ’ όσο είναι ο υλισμός του Ηράκλειτου. Είναι μία ακόμα προσπάθεια στην εξέλιξη του υλισμού να εξηγήσει και ν’ αποδείξει πως τα πράγματα στο σύνολό τους δημιουργούνται από μία κοινή ύλη. Από μία δικαιολογημένη προκατάληψη για τη θρησκεία, το Θεό, την τελειότητα και για ανθρωποκεντρικούς πολιτικούς σκοπούς καταφεύγει σε μία νέα «αναγωγή στην άγνοια», ορίζοντας την ουσία με την πιο αφηρημένη έννοια και «διασώζει» την αυθυπαρξία του Σύμπαντος με τη μετάθεση του προβλήματος για την αρχή της ύπαρξής του στο απεριόριστο παρελθόν ή σε μία μη αυτοτελή αιτία. Η ύλη με την έννοια της πιο αφηρημένης πραγματικότητας είναι το αδιόριστο Είναι του Χέγκελ. Οι εκφραστές του διαλεκτικού υλισμού «δημιουργούν» την ποιοτική και άμεσα αυτοπροσδιορισμένη πραγματικότητα «την Ιδέα» από το «κενό» Είναι, το οποίο σχετικά δεν Είναι ως προς αυτό που γίνεται. Ο Χέγκελ είχε καταλάβει πως το Είναι πρέπει να είναι άμεσα (ή εκ των προτέρων) αυτοπροσδιορισμένο και πως δε θα μπορούσε να Γίνεται, αν δεν είχε γίνει σχετικά ταυτόχρονα και για να εξηγήσει αυτή τη μεγάλη αλήθεια, πήρε σαν αρχή στη διαλεκτική Λογική του το αφηρημένο Είναι. [Photo]Είναι ολοφάνερο ότι:1) Η ύλη είναι η πραγματικότητα με την πιο αφηρημένη ποιότητά της, είναι η σχετική πρώτη πραγματικότητα μέσα στο ποιοτικό σύνολό της και δεν υπάρχει χωρίς το σύνολο των πραγμάτων ή πριν από κάθε ποιότητα πραγμάτων. Η ύλη, χωρίς μία προηγούμενη ποιότητα πραγμάτων ή χωρίς μία προηγούμενη διαμόρφωσή της σε ποιότητες, θα ήταν για πάντα απλή ύλη και το κάθε στοιχείο της θα αλληλεπιδρούσε απροσδιόριστα, χωρίς χρονικά όρια και χωρίς καμία σταθερή ιδιότητα ή προκαθορισμένο όριο τρόπων αντίδρασης.2) Τόσο οι ποσοτικές διαφορές όσο και οι ποιοτικές ανάμεσα στα στοιχεία της θα ήταν ανεξήγητες, όπως και η ίδια η ποιότητά της.3) Αν τα υλικά στοιχεία ήταν ουσίες, τότε, εκτός από τα γνωρίσματα, τα οποία της απέδωσαν πολλοί προδιαλεκτικοί φιλόσοφοι στο παρελθόν, η διαίρεσή της θα έπρεπε να μην τη μετατρέπει σε άλλες μορφές και τελικά σε ενέργεια του «κενού» χώρου. Το ότι είναι διαρκώς τροποποιούμενη και σε κίνηση αυτό είναι αλήθεια, γιατί αποτελεί τρόπους ύπαρξης, με τους οποίους η Συμπαντική Ποιότητα (σαν τελειωμένος Χρόνος) γίνεται ανέκαθεν στη σχετικά ελάχιστη στιγμή της. Η κίνηση είναι τρόπος ύπαρξης της ύλης, γιατί η ίδια αυτή είναι τρόπος ύπαρξης μίας κοινής ουσίας. Η αλλαγή δεν είναι πάντοτε έλλειψη σταθερότητας. Η ίδια η αυτενέργειά της έχει σχέση με το ότι δεν είναι ουσία, αλλά ένας φορέας δυνατοτήτων, ένα «λιγότερο» πράγμα, το οποίο δε θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο ή να πραγματοποιήσει σταθερά κάποιες δυνατότητες (και να δημιουργήσει σταθερές σχέσεις), αν αυτές δεν ήταν ανέκαθεν πραγματοποιημένες ή αν η ίδια δεν ήταν δυνατότητα μίας άλλης πραγματοποιημένης. Δεν είναι μόνο η κίνηση τρόπος ύπαρξης της ύλης, η ίδια είναι τρόπος ύπαρξης της αληθινής ουσίας.4) Η αποδοχή μίας υλικής ουσίας με τόσο ευρεία έννοια, η οποία θα υπήρχε ανεξάρτητη, χωρίς ποιότητα ή αδιαμόρφωτη, επιτρέπει στον καθένα να την ονομάσει όπως επιθυμεί.5) Το σύνολο των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι σύνθεση ή αποτέλεσμα μόνο από μερικά μέρη του.6) Η ζωή και ακριβέστερα η διανοητικότητα μέσα στο χρόνο υπάρχει μετά από διαμόρφωση των υλικών στοιχείων σε μία σύνθετη ποιότητα. Αλλά, όπως είπαμε, τα απλά υλικά στοιχεία από μόνα τους δε θα μπορούσαν να συνθέσουν καμία σταθερή ποιότητα, αν δεν ήταν σχετικά οι ελάχιστες στιγμές μίας ανέκαθεν τελειοποιημένης ποιότητας. Όπως το άσπρο ηλιακό φως είναι ταυτοχρόνως όλα τα χρώματα, ενώ ως προς μερικά πράγματα «δημιουργείται» το ένα ή το άλλο. 7) Το ότι η ανθρώπινη διάνοια (ή η συνείδηση) δημιουργήθηκε μετά από εξέλιξη της ύλης αυτό δεν αποδεικνύει ότι πριν από την ανθρώπινη διάνοια δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά καμία άλλη ή ότι η εξέλιξή της δεν έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη διάνοια.8) Η Συμπαντική Αμεσότητα αποκαλύπτεται και αντιστοιχεί σχετικά έμμεσα ή εξωτερικά με τις αλληλεπιδράσεις, τις τροποποιήσεις και τις συνθέσεις των υλικών στοιχείων. Με άλλα λόγια, η σχετική έμμεση εξέλιξη αντιστοιχεί και αποκαλύπτει την ανέκαθεν ποιοτική αμεσότητα, δηλαδή τη Συμπαντική Διάνοια.
Για να μην πολυλογούμε, αν το Σύμπαν εξελίσσεται απεριόριστα στο σύνολό του, αν η ύλη είναι εξίσου απεριόριστη, αν είναι ουσία και για όλα τα σχετικά θα βεβαιωθεί πολύ γρήγορα και ο πιο δύσπιστος υλιστής, ακούγοντας τις απαντήσεις από τις εξειδικευμένες φυσικές επιστήμες. Ο αποπροσανατολισμός και ο διχασμός της φιλοσοφίας ως τώρα σχετίζεται με το κοινό λάθος των φιλοσόφων να θεωρούν τη ζωή και το χρόνο σα μία ακόμα ουσία ή σαν ποιότητα διαφορετική από την ίδια την ουσία των πραγμάτων. Με συνέπεια ν’ αντιπαραθέτουν τη γενική έννοια της ουσίας με αυτήν της διάνοιας -δηλ. την έμμεση με την άμεση ύπαρξη - και μετά να διαφοροποιούνται ως προς τη χρονική στιγμή της δημιουργίας τους και ως προς την ουσιαστικότητά τους. Η άποψη για τη γενική αντίθεση ή διαφορά τους και για την προτεραιότητα της ύπαρξης του ενός από το άλλο δεν είναι τελείως αβάσιμη και λαθεμένη, όμως είναι μονόπλευρη και αδιέξοδη και στις δύο θεωρήσεις.Η συνολική λύση των βασικών φιλοσοφικών προβλημάτων μέσα από τη θεωρία του Τελειωμένου Χρόνου αποδεικνύεται ουδέτερη, σα μία νέα εύστοχη σύνθεση, που περιέχει στοιχεία από τις δύο αντίθετες κοσμοθεωρήσεις -χωρίς καμία σκοπιμότητα, αντιθέτως με αρχική άγνοια των αντιθέσεών τους. Δεν υπάγεται στη μία ούτε στην άλλη, όπως θα λέγαμε με διαλεκτικό τρόπο. Μόνο από αντίδραση και από προκατάληψη θα την κατατάσσαμε εδώ ή εκεί.Γι’ αυτό, αν εισχωρήσουμε ή επαναπροσεγγίσουμε τα φιλοσοφικά έργα του παρελθόντος και ειδικότερα στις κεντρικές απόψεις των αντίθετων κοσμοθεωρήσεων μέσα από τη θεωρία του Τελειωμένου Χρόνου, θα συμφωνήσουμε με όσους πίστεψαν πως όλες περιέχουν ένα μέρος αλήθειας παρά τις μεγάλες αντιθέσεις τους. Οι φιλόσοφοι του παρελθόντος δεν ήταν τόσο παραπλανημένοι και ξεροκέφαλοι, όσο φαίνεται από τις ασυνέπειες, τα λάθη και τις διαφορές τους και δεν είχαν τελείως άδικο να τις υπερασπίζονται. Είναι συχνά αξιοπρόσεκτο πως αρκετοί φιλόσοφοι αρχίζοντας από μία παρανόηση, πάνω σε άτοπη βάση, μπόρεσαν να εξελίξουν με σχετική συνέπεια σπουδαίες φιλοσοφικές θεωρίες, ν’ ανακαλύψουν σπουδαίες αλήθειες και ν’ αποφύγουν άλλα βασικά λάθη. Ωστόσο, αυτή η ιδιόρρυθμη θεωρητική προσέγγιση, βεβαίως, δεν μπορούσε να μην οδηγεί σε άλλα αδιέξοδα.Αν κάποιος ανατρέξει στην περίληψη ενός φιλοσοφικού λεξικού ή σε αναλύσεις άλλων στοχαστών, για να προσεγγίσει έτσι έμμεσα στις βασικές απόψεις ενός φιλοσόφου, όχι μόνο δε θα τις γνωρίσει αρκετά, αλλά θα διαμορφώσει μία αρκετά παραμορφωμένη έως και άσχετη άποψη για όσα έχει διατυπώσει ο ίδιος ο φιλόσοφος. Συχνά αντί να συγκεντρώσουν τις βασικές θέσεις του έργου τους επιχειρούν να συλλάβουν μόνο τις θέσεις εκείνες που σχετίζονται με τα θεωρούμενα βασικά και κοινά ζητήματα της φιλοσοφίας. Ενώ οι φιλόσοφοι μπορεί να μην τα είχαν θεωρήσει βασικά, στόχευαν να μας πουν άλλα, προσέγγιζαν με ασυνήθιστο τρόπο σε κοινά ζητήματα και προχωρούσαν τις θεωρίες τους με διαφορετικούς προβληματισμούς από αυτούς, που μπορεί να φαίνονται από τη διατύπωση και την περάτωση του έργου τους.
Μερικοί φιλόσοφοι απόφυγαν τη μονομέρεια του υλισμού και του ιδεαλισμού και θελήσανε να δώσουν μία ουδέτερη λύση, αναγνωρίζοντας προηγουμένως τη μονομέρειά τους ή οδηγήθηκαν σε μία τέτοια λύση. Είναι αξιοπρόσεκτες οι απλές προσεγγίσεις των αρχαίων Ελλήνων υλοζωιστών φιλοσόφων, οι οποίοι δεν επηρεάστηκαν από τις αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν αποσαφηνισμένες και με συγκεντρωμένο περισσότερο υλικό. Γενικά, οι πανθεϊστικές θεωρίες πλησίαζαν περισσότερο σε μία τέτοια ουδέτερη λύση. Όμως τα λάθη τους, η δυσκολία να εξηγήσουν τη σχέση και τη διαφορά ανάμεσα στην ύλη και στη διάνοια και με τρόπο που να επαληθεύεται στην εμπειρία, τις έκαναν να μοιάζουν σαν παρεκκλίσεις των δύο βασικών αντίθετων κατευθύνσεων ή σαν το κοινό όριο για το πέρασμα από τον ιδεαλισμό στον υλισμό και αντιστρόφως.Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης (384-322 π.Χ.) προσέγγισε στη λύση του προβλήματος για τη σχέση της διάνοιας-ζωής με την ύλη και για την προτεραιότητά τους, ανακαλύπτοντας τις πρώτες γενικότερες έννοιες και στοχαζόμενος πολύ απλά πάνω στην εμπειρία, αξιοποιώντας την ανακάλυψή του. Εύστοχα, είχε διαπιστώσει σαν βασικά κοινά στοιχεία των πραγμάτων την ύλη και τη μορφή. Αν και νοούσε την ύλη αφηρημένα και δεν είχε εξηγήσει την άμεση σχέση της με τη μορφή, με συνέπεια να θεωρούνται αυτά καθαυτά σαν τελείως διαφορετικά και αντίθετα. Όταν αρχίζει να υπάρχει ένα πράγμα, πρέπει να αρχίσει με κάτι και όχι από το μηδέν. Έτσι εξήγησε ότι η ύλη είναι αυτό το κοινό μέσο έναρξης και συνεπώς η δυνατότητα του πράγματος, όχι το ίδιο το πράγμα, γιατί λείπει η μορφή. Λείπει αυτό που στη φιλοσοφία τουΠλάτωνα ήταν έξω από τον αισθητό κόσμο, οι ιδέες, τα αιώνα αρχέτυπα των αισθητών. Δεν μπορούσε ούτε εκείνος ο τόσο προσεκτικός και εμπειρικός να διανοηθεί ότι η ύλη από μόνη της, αυτό το μέσο-αρχή, δηλαδή αυτή η έλλειψη πραγματικότητας μπορεί να γίνει από το μηδέν κάτι που δεν ήταν προηγουμένως. Έπρεπε να «μην είναι» σχετικά, με άλλα λόγια να είναι μία πρώτη πραγματικότητα σχετικά με την τελειωμένη.Η μορφή (ή η ποιότητα) είναι η πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας ύπαρξης των πραγμάτων, η οποία γίνεται από μία διαρκώς ενεργή αρχή «το πρώτο κινούν». Η πρώτη αιτία πραγματοποιεί διαρκώς και ταυτόχρονα όλες τις δυνατότητες, ενώ η ίδια δεν είναι μία δυνατότητα και δε συνδέεται με την ύλη. Η τοποθέτηση της πρώτης αιτίας έξω από κάθε υλικότητα είναι η συνέπεια της άγνοιας για την άμεση σχέση ανάμεσα στην ύλη και στη μορφή. Ωστόσο, όπως διαπίστωσε ο Αριστοτέλης, η ύλη και η μορφή βρίσκονται πάντοτε μαζί στην πραγματικότητα. Κάθε πράγμα είναι ένας συνδυασμός αυτών των δύο βασικών στοιχείων και όταν το πράγμα δεν υπάρχει, τότε παύει να υπάρχει αυτός ο συνδυασμός, όχι η ύλη και η μορφή, που αποτελούν αιτίες ή στοιχεία της ουσίας.[Photo]Αξιοπρόσεκτες προσεγγίσεις στα βασικά ζητήματα της φιλοσοφίας και σε πανθεϊστικές θέσεις διαπιστώνονται στους ονομαζόμενους στωικούς φιλόσοφους, στοΖήνωνα από το Κίτιο της Κύπρου (333-262 π.Χ.), τον ιδρυτή της στωικής σχολής, στον Κλεάνθη (περ. 331-232 π.Χ.), στο Χρύσιππο από τους Σόλους της Κιλικίας (281/277-208/205 π.Χ.), στον Παναίτιο το Ρόδιο (περ. 185-109 π.Χ.) και στον Ποσειδώνιο από την Απάμεια της Συρίας (περ. 135-51/50 π.Χ.).[Photo]Σε νεότερους χρόνους, ο Ιωάννης Σκώτος Εριγένης (Johan-nes Scotus Eriugena 810-877) ταύτιζε το Θεό με το Σύμπαν στην πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, μετά από την οποία ακολουθεί μία εξέλιξη κυκλική και αναδημιουργείται από τον εαυτό του. Από μία τέτοια πανθεϊστική θεώρηση η πρωταρχική και άμεση αιτία της ύπαρξης του Σύμπαντος αναγνωρίζεται στο ίδιο το Σύμπαν, όχι έξω από αυτό ούτε σε μία αφηρημένη ποιότητα πραγμάτων, χωρίς να δημιουργείται ζήτημα αμφισβήτησης της κοινής εμπειρικής διαπίστωσης της εξέλιξής του. Ωστόσο δεν εξηγείται επαρκώς η εξέλιξή του και αποκρύπτεται το πρόβλημα της ουσίας. Γιατί, όπως έχουμε πει, ένα άμεσο αυτοτελές πράγμα δεν μπορεί να γίνεται σαν ένα μέρος, ν’ αλλάξει και να προσδιορίσει έμμεσα ή εκ των υστέρων μία πολλαπλότητα άλλων πραγμάτων σε «εξωτερικές» στιγμές.[Photo]Πανθεϊστικά σημάδια υπάρχουν και στα έργα πολλών εκπροσώπων του ανατολικού αριστοτελισμού, όπως του Αλ Φαραμπί (870-950, Φαραμπί = «Δεύτερος διδάσκαλος»), ο οποίος θεωρείται ο βασικός εκπρόσωπος του αριστοτελισμού στην Ανατολή των μεσαιωνικών χρόνων και συνδυάζει απόψεις της νεοπλατωνικής διδασκαλίας. Μερικοί άλλοι αριστοτελικοί της Ανατολής, από τους πιο γνωστούς είναι ο Ιμπν Σίνα (λατ. Avicenna 980-1037), ο Ιμπν Μπάτζα(λατ. Avempace τέλος 11ου-1139), ο Ιμπν Ρουσντ (λατ. Averroes 1126-1198). Ένας ακόμα γνωστός Άραβας φιλόσοφος με μερικές προδρομικές πανθεϊστικές απόψεις είναι ο Ιμπν Αλ - Αραμπί (1165-1240) και όσο ψάχνουμε βρίσκουμε πολλούς άλλους λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς.
Ο Λάιμπνιτς (Leibnitz 1646-1716) είχε προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών, κατάλαβε πως έπρεπε να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές τους και προσέγγισε σε μία πανθεϊστική θεώρηση. Η ύλη από μόνη της, όπως τη νοούσαν ο Ντεκάρτ και ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό. Περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη της νόησης δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοια δραστηριότητα. Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της ύλης και της νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η οποία συνδύαζε την υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της σύνθεσης και απ’ την άλλη την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει με την αφηρημένη υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από μετατόπιση). Η εσωτερικότητα δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί, αν δεν προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι ανάμεσα στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και συγχρόνως σαν κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’ αποτελείται από μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν την απλή ουσία ονόμασε μονάδα και, διαπιστώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη συνθετότητα της απλής αντίληψης, της απέδωσε την εσωτερική ιδιότητα ν’ αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη αντίληψη. Γιατί έτσι απλή και αδιαίρετη που ήταν, χωρίς μέρη, χωρίς σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη» αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωαντιληπτική.Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς σοφά προϋπόθεσε την ύπαρξη της ποιότητας, της συνθετότητας και της εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και πιο πέρα σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία του, περιορίζοντας την έννοια της ουσίας (ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή). Γιατί αν αυτή ήταν κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη, δε θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη συνθετότητα στα πράγματα. Για την οποία η απλή ύλη δεν αρκούσε και τότε ο Θεός θα υπήρχε μόνος του χωρίς σκοπό και χωρίς δραστηριότητα. Έτσι, για μία ακόμα φορά, το πρόβλημα μετατέθηκε και χρειάστηκε να εξηγήσει με έναν άλλο πρωτότυπο τρόπο τη συνύπαρξη των αμερών μονάδων, διατηρώντας την απλότητά τους (ή αμερότητα) και εξηγώντας με σχετική συνέπεια τις δυνατότητές τους.Κάθε μονάδα είναι διαφορετική και αναπαριστά από τη δική της ελλιπή άποψη όλο το σύμπαν. Η αντίληψή της μπορεί ν’ αλλάζει λεπτομερώς και απρόσεκτα, χωρίς ποτέ να χάνεται τελείως και από μία θεϊκή προταξινόμηση στις καθαρές αντιλήψεις της μίας αντιστοιχούν συγκεχυμένες στις υπόλοιπες μονάδες και αντιθέτως. Το μόνο μέσο της αλληλεπίδρασής τους είναι η αντίληψη και στη δράση τους αντιστοιχούν οι καθαρές αντιλήψεις, ενώ όταν έχουν ελλιπείς, τότε επηρεάζονται. Κάθε δράση ή επηρεασμός προέρχονται άμεσα από την ύπαρξη της κάθε μίας μονάδας και συμφωνεί τέλεια με τον ανάλογο εσωτερικό επηρεασμό ή τη δράση όλων των υπολοίπων. Γιατί αυτή η αρμονική σχέση (ή σύμπτωση) προετοιμάζεται διαρκώς από το Θεό, βάσει της σοφίας του και μίας ηθικής αναγκαιότητας, από την αρχή που τις δημιουργεί. Το σύνολο των συγκεχυμένων αντιλήψεων, που υπάρχουν σε όλες τις μονάδες, λόγω του εσωτερικού περιορισμού τους από τις αντιλήψεις των άλλων μονάδων αποτελούν την ύλη. Όταν οι μονάδες συγκεντρώνονται με τρόπο που θα φέρει μία καθαρότερη αντίληψη, τότε αποτελούν μία ευρύτερη σύνθεση (το σώμα) και έτσι γίνεται το πέρασμα από τη φυτική ζωή σε αυτήν των ζώων και των ανθρώπων. Στη θεωρία του Λάιμπνιτςο χώρος, ο χρόνος και η ύλη υπάρχουν μόνο φαινομενικά, σαν μορφές που δημιουργούνται από τις νοητές σχέσεις των μονάδων.Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε εξωτερικότητα ή έμμεση αλληλεπίδραση. Παρότι είχε διαιρεθεί σε πολλές μεμονωμένες εσωτερικές ουσίες, αυτά τα γενικά στοιχεία αφαιρέθηκαν από την έννοιά της. Ο Λάιμπνιτς περιόρισε το χρόνο, το χώρο και την ύλη μόνο μέσα στην αντίληψη - παρόμοια όπως έκανε ο Μπέρκλεϋ γενικότερα για την εξωτερική πραγματικότητα - και, όπως ο τελευταίος, μπόρεσε με αυτόν τον παράδοξο τρόπο ν’ αποφύγει το συνηθισμένο λάθος, να τα θεωρήσει σαν μορφές προϋπάρχουσες από τις ουσίες ή από τα πράγματα.Ένας άνθρωπος άθεος και άσχετος με τη φιλοσοφία, ο οποίος πιστεύει στα πράγματα έτσι όπως αποκαλύπτονται στις αισθήσεις του, χωρίς πολύ στοχασμό για τις αιτίες τους και, ότι συνδεόμενα πολύπλοκα και εξωτερικά αυτά αποτελούν ένα μεγάλο σύνολο, μπορεί να εκπλαγεί από ένα διαφορετικό λόγο, όταν εισχωρήσει στη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ: Όχι τόσο για την αμφισβήτηση της εξωτερικότητάς τους, όσο γιατί θα διαπιστώσει πως ένας άνθρωπος, ενώ βασίζεται στην άμεση εμπειρία του και με τον ευφυή στοχασμό του αμφιβάλλει και διασαλεύει τις αφηρημένες θεωρίες, τις κενές εκφράσεις και πέρα από τα όρια ορισμένες βέβαιες γνώσεις, με όλα αυτά υπερασπίζεται και υποστηρίζει την ύπαρξη του Θεού, όχι την ανυπαρξία του! Αμφισβητώντας την ύπαρξη πραγμάτων έξω από τις αντιλήψεις μας, απέφυγε να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στην απλότητα και στη συνθετότητα, όπως και την ύπαρξη της αναλογίας, της ομοιότητας και των κοινών στοιχείων. Ωστόσο, έτσι απέφυγε να κάνει το λάθος να εξηγήσει τη σύνθεση, το σύνολο, την ποιότητα και την εσωτερικότητά τους μόνο με ένα μέρος των πραγμάτων ή με μία αφηρημένη αρχή, αλλά ούτε μετέθεσε το πρόβλημα, επιλύνοντάς το μερικώς.Ο Μπέρκλεϋ διδάσκει ότι τα πράγματα υπάρχουν όπως τα αντιλαμβανόμαστε, αλλά πέρα από τις ίδιες τις αντιλήψεις μας δεν είναι τίποτε άλλο, το οποίο θα υπήρχε χωρίς αυτές. Διαπιστώνουμε πως έχουμε άμεσα αντιλήψεις, χωρίς να είμαστε εμείς οι ίδιοι η αιτία τους και υπονοούμε την εξωτερική ύπαρξη μίας ύλης, για την οποία δεν μπορούμε να έχουμε καμιά αντίληψη και καμιά λογική γνώση. Υπάρχει πραγματικά μία αιτία για όσα αντιλαμβανόμαστε, είναι όμως ακατάληπτο να την ονομάσουμε ύλη και αδύνατο να εξηγήσουμε πως αυτή παράγει ή επηρεάζει τις αντιλήψεις μας, ενώ η ίδια είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτές. Υπάρχουν μόνο οι αντιλήψεις μας με τους τρόπους που συνδέονται και διαδέχονται η μία την άλλη και όταν μιλάμε για μία ουσία πέρα από τις ίδιες, χάνουμε το χρόνο μας με κενές λέξεις. «Αυτό που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας είναι οι δικές μας αντιλήψεις» και αυτές δε μας δείχνουν ότι υπάρχουν πράγματα, χωρίς να είναι αντιληπτά.Εξάλλου, δεν υπάρχει ένα πράγμα, το οποίο να έχει ανάγκη την ύλη, για να μπορούμε να το εξηγήσουμε, και χωρίς αυτήν δεν ανατρέπεται η αλήθεια της πραγματικότητάς του. Είμαστε βέβαιοι για την πραγματικότητά του μόνο με την αντίληψή μας, ενώ αντιθέτως δεν μπορεί να είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξή της, υποθέτοντας ένα πράγμα τελείως άγνωστο. Η αληθινή βεβαιότητα βρίσκεται μέσα στις αντιλήψεις μας, στην άμεση εμπειρία, όχι στους αφηρημένους συλλογισμούς και η πράξη χρησιμεύει στην ενίσχυσή της. Οι αντιλήψεις, τα φαινόμενα, δεν είναι κενές ή εξωτερικές μορφές των πραγμάτων, είναι τα ίδια τα πράγματα και βασιζόμαστε σε αυτές. Δε βλέπουμε το λόγο να υπάρχει ένα τέτοιο νεκρό και ανενεργό μέσο, όπως είναι η λεγόμενη ύλη, για να μπορεί ο Θεός να δράσει και για να μπορούμε εμείς ν’ αντιλαμβανόμαστε. Μπορούμε να κινήσουμε το δάχτυλό μας μόνο με τη θέλησή μας. Γιατί να μην έχει αυτή τη δυνατότητα ο απεριόριστος Θεός; Ακόμα και μόνο με το γνώρισμα της εξωτερικότητας, η ύλη δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί ο ίδιος ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές προερχόμενες από το συνδυασμό και τη διαδοχή των αντιλήψεων, χωρίς τις οποίες εκείνες δεν υπάρχουν. Είναι πιο παράξενο να λέμε ότι ένα πράγμα αόρατο, από το οποίο λείπει η αντίληψη, είναι η αιτία των αντιλήψεών μας, από ό,τι μία τέλεια, απεριόριστη, πάνσοφη ύπαρξη είναι η άμεση αιτία όλων των φαινομένων.Την ύπαρξη μίας άλλης ζωντανής ύπαρξης τη γνωρίζουμε έμμεσα από το συνδυασμό των αντιλήψεων που γεννούν οι δραστηριότητές της, οι οποίες μας δείχνουν μία διανοητική ύπαρξη όμοια με τον εαυτό μας. Η ίδια η διάνοια ή φορέας των αντιλήψεων δεν είναι μία αντίληψη. Όπως αναγνωρίζουμε την ανθρώπινη δράση από τα αντιληπτά αποτελέσματά της, το ίδιο αναγνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντιλήψεών μας, οι οποίες δε δημιουργούνται από εμάς, πρέπει να δημιουργούνται από μία άλλη διάνοια. Γιατί θα ήταν ανόητο να μπορούν να υπάρχουν από μόνες τους. Οι αναλογίες, οι σύνδεσμοι, οι ομοιότητες που υπάρχουν σε όλα τα πράγματα, από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο, αποκαλύπτουν σαν το φως ότι όλα αυτά έχουν την αρχή τους σε μία παντοδύναμη, πάνσοφη, τέλεια ύπαρξη, που την ονομάζουμε Θεό.Ο Μπέρκλεϋ, πάνω στη δική του λαθεμένη βάση, προσέγγισε ορισμένες αλήθειες και ανέδειξε σαν προφήτης τον κίνδυνο της θεωρητικής παραπλάνησης και των συνεπειών της από τον περιορισμό της γνώσης στα απλούστερα στοιχεία των πραγμάτων. Αλλά απέφυγε και να απαντήσει σε απορίες, από τις οποίες διασαλεύεται η βάση της σπουδαίας θεωρίας του και η αβάσιμη έννοιά του για τον Θεό. Όσο και να φανεί παράδοξο η ακραία αυτή θέση του για την απουσία εξωτερικότητας και για την ανυπαρξία εξωτερικών πραγμάτων που δεν αντιλαμβανόμαστε, σχετίζεται με μία σπουδαία αλήθεια. Αν περιοριστούμε ακριβώς σε αυτήν τη διατύπωση της θέσης του και αφαιρέσουμε τον τρόπο που υποστηρίχθηκε, αναμφίβολα είναι άτοπη. Αν, όμως, πούμε ευρύτερα ότι η εξωτερικότητα, η εμμεσότητα και η ποιότητα των εξωτερικών πραγμάτων υπάρχουν σχετικά ως προς τα άλλα πράγματα με τα οποία συνδέονται πιο άμεσα, αυτό είναι αλήθεια. ΟΜπέρκλεϋ μπόρεσε να υποστηρίξει την ακραία θέση του με ορισμένες εύστοχες διαπιστώσεις, γιατί περιόρισε την πιο πάνω ευρύτερη αλήθεια μόνο στο «χώρο» των αντιλήψεων. Την αρνήθηκε τελείως αβάσιμα από τις έμβιες υπάρξεις και από το Θεό και δεν είδε πως τα πράγματα δεν μπορούν να είναι χωρίς σχέσεις, τη στιγμή που η σχετικότητα είναι το ίδιο τους το είναι.Βάσει όσων έχουμε πει: 1) Η ποιότητα ενός πράγματος πάντοτε συνδέεται και αλληλοεπηρεάζεται σαν μέρος με άλλα πράγματα και δεν μπορεί να είναι όπως είναι, αυτή από μόνη της (όσο και αν φαίνεται ότι υπάρχουν περιπτώσεις που αυτό μπορεί να γίνει). 2) Η ίδια δεν είναι ποτέ τελείως ατροποποίητη και μπορεί ν’ αποτελεί το σύνολο άλλων διαφορετικών πραγμάτων, με τα οποία συνδέεται άμεσα ή πολύ έμμεσα. 3)Αυτή που είναι μόνη της η ποιότητα ενός πράγματος δεν είναι αυτή που επηρεάζει ή «αποκαλύπτεται» διαμέσου άλλων πραγμάτων ή, για την ακρίβεια, δεν είναι μόνο αυτή στο σύνολό της. 4) Το ίδιο πράγμα διαμέσου άλλων επηρεάζει ή φαίνεται διαφορετικά. 5) Το ίδιο πράγμα διαμέσου των ίδιων επηρεάζει ή φαίνεται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές στιγμές, γιατί κανένα δεν είναι τελείως ατροποποίητο και διαρκώς με ακριβώς τους ίδιους τρόπους αλληλεπίδρασης. 6) Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για τα απλούστερα πράγματα που ονομάζονται ύλη.Από τις παραπάνω θέσεις συμπεραίνουμε μία γνωστή αλήθεια, ότι μπορούν να υπάρχουν πολυάριθμες και διαφορετικές απόψεις για ένα πράγμα και όλες να είναι αληθινές. Αυτός είναι ως ένα μέρος και ο λόγος, για τον οποίο εμείς βασιζόμαστε γενικά στην αντίληψη και στη γνώση μας, ενώ είναι ελλιπείς. Δηλαδή είναι ο ίδιος λόγος, για τον οποίο μπορούν να υπάρχουν σαν μέρη πολλά διαφορετικά πράγματα, ενώ δεν είναι αυτοτελή και σταθερά. Αλλά η δυνατότητά τους να υπάρχουν, δηλαδή ν’ αποτελούν συνθέσεις, να συνδυάζονται και να διατηρούν σταθερούς τρόπους αλληλοεπηρεασμού, να είναι άμεσα για τον εαυτό τους, ενώ έμμεσα είναι μέρη, προϋποθέτει τη σταθερότητα και την αμεσότητα του Συνόλου.Η άρνηση της ύπαρξης εξωτερικών πραγμάτων αυτοανατρέπεται, γιατί ξανά χρειάζεται να υπάρχει το πράγμα, το οποίο είναι ο φορέας των διανοητικών πράξεων. Οι τρόποι διασύνδεσης και η μεταβολή των αντιλήψεων προϋποθέτουν αλλαγές-στιγμές και διαφοροποίηση στην ουσία (ή στην ποιότητα) αυτού του φορέα. Τις αλλαγές αυτές μπορούμε να θεωρήσουμε σαν μικρούς φορείς, σαν στιγμές διαφοροποίησης της μορφής του. Εκτός αν πούμε ότι οι αντιλήψεις μας υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με κανένα τρόπο με τη διανοητική ουσία ή ότι δεν αποτελούν πράξεις ή αλλαγές της, κάτι το οποίο ο Μπέρκλεϋαρνήθηκε. Βλέπουμε ξανά πως η έννοια του χρόνου ή της αλλαγής, ακόμα και περιορισμένη μόνο στις αντιλήψεις, δεν επιτρέπει να συμπεράνουμε την απουσία υλικών πραγμάτων. Γιατί η δυνατότητα να αλλάζουν οι αντιλήψεις προέρχεται από κάποιες αλλαγές μέσα στη διανοητική ουσία ή στις ίδιες τις αντιλήψεις. Έτσι ξανά θα βρίσκαμε την ύλη αντιστρόφως, δηλαδή τις ελάχιστες στιγμές-αλλαγές μέσα στη διανοητική ουσία μας ή στην «ουσία» των αντιλήψεων.Πέραν αυτών των παράξενων συλλογισμών, από τη στιγμή που υποστηρίζουμε ότι μέσα στις αντιλήψεις μας υπάρχουν φορείς σαν εμάς, που παράγουν μερικούς συνδυασμούς στις δικές μας και τις επηρεάζουν, βρίσκουμε την απορία για τη σχέση ανάμεσα στις πολλές διανοητικές ουσίες. Την απορία αν αυτές συνδέονται μόνο με αντιλήψεις, τι είναι η ουσία τους και αν υπάρχουν πραγματικά.Γιατί χρειάζεται η ύλη σαν εξωτερικό μέσο των αντιλήψεών μας και για τη δράση του Θεού; Αναρωτιόταν οΜπέρκλεϋ και κανένας ως σήμερα απ’ όσους πιστεύουν στο Θεό δεν μπορεί να του απαντήσει. Η απάντηση πάντοτε βρίσκεται στην έννοια του Χρόνου. Η ύλη υπάρχει, γιατί τα πράγματα δεν υπάρχουν ούτε αρχίζουν όλα στην ίδια εξωτερική τους στιγμή, δεν αλληλεπιδρούν με όλους τους δυνατούς τρόπους ταυτόχρονα και έχουν μία αρχή ύπαρξης ως προς τα εξωτερικά τους. Τα οποία δε θα ήταν εξωτερικά (δε θα υπήρχαν), αν συνδεόντουσαν μόνο άμεσα, σε μία κοινή εξωτερική στιγμή, σαν μία ομοιόμορφη ποσότητα. Με τους δικούς του όρους θα απαντούσαμε ότι η ύλη υπάρχει, γιατί οι αντιλήψεις, όπως και τα ανάλογα πράγματα, συνδέονται με πολύπλοκους και λεπτομερείς τρόπους, δε δημιουργούνται από το μηδέν ούτε όλες στην ίδια στιγμή και δεν είναι ασύνθετες μορφές. Αν αυτή δεν υπήρχε, τότε δε θα υπήρχε ελάχιστο όριο, για να παραχθούν και να συνδεθούν οι αντιλήψεις από το Θεό ή από εμάς, με συνέπεια να είναι ταυτόχρονες ή ν’ αλλάζουν χωρίς χρονική τάξη, χρονικά τυχαία. Αν έλειπε η ύλη, η αλλαγή των αντιλήψεων και της δράσης του Θεού θα μπορούσε να γίνεται απεριόριστα. Τότε, ο Θεός δε θα είχε χρονική ανοχή να πράξει ή να διανοηθεί χωρίς να μας επηρεάσει ασυνεπώς, δε θα μπορούσε ν’ αλλάξει το αποτέλεσμα της πράξης του πριν αυτό πραγματοποιηθεί ή να το προσδιορίσει πριν εμείς πράξουμε με τον ανάλογο τρόπο, ούτε να γνωρίζει εκ των προτέρων όσα θα γίνουν και θα γνωρίσει σχετικά εκ των υστέρων μας.Τελικά, χωρίς πολυλογίες, η ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων είναι βέβαια, γιατί αυτή η βεβαιότητα προέρχεται από τις αντιλήψεις, την αξιοπιστία των οποίων οΜπέρκλεϋ διαβεβαίωνε. Οι αντιλήψεις περιέχουν βεβαιότητα, γιατί συνδέονται άμεσα και πιο έμμεσα με μία κοινή πραγματικότητα, η οποία είναι τέλεια στο σύνολό της και έτσι τα μέρη της έχουν τη δυνατότητα να συνδέονται με συνέπεια, συνέχεια, ανάλογα και σταθερά. Αν η πραγματικότητα ήταν μόνο άμεσα οι αντιλήψεις μας, τότε δε θα μας έλειπε καμία αντίληψη*.(Βλέπε και στη θεωρία για τη δυνατότητα της γνώσης).
Ο Καρλ Κρίστιαν Φρίντριχ Κράουζε (Krause 1781-1832)-μαθητής του Φίχτε και του Σέλλινγκ- χρησιμοποίησε τον όρο«πανενθεϊσμός», για να υποδείξει μία «λεπτή» διαφορά ανάμεσα στις πανθεϊστικές θεωρίες. Σύμφωνα με αυτόν ο Θεός είναι η βασική ουσία όλων των πραγμάτων, αλλά δεν ταυτίζεται μ’ εκείνα. Πριν από τον Κράουζε ο Ιταλός Τζορντάνο Φιλίππο Μπρούνο(Bruno 1548-1600) υποστήριζε πως όλα τα πράγματα δημιουργούνται από μία ενιαία, απλή και άπειρη ουσία, από έναν απροσδιόριστο Θεό.[Photo]Πρωτότυπο πανθεϊσμό διατύπωσε και ο Σέλλινγκ(Schelling). Αυτός είχε προσέξει πως δεν υπάρχει τίποτε πριν από το Θεό ή έξω του, αλλά τελείως αβάσιμα θεώρησε πως η βασική αιτία της ύπαρξής του βρίσκεται σαν κάτι σκοτεινό και ανεξάρτητο μέσα του - αντί να την ταυτίσει με την ίδια την ποιότητά του, όπως συνηθιζόταν. Υποστήριξε πως όλα τα πράγματα έχουν την αρχή της ύπαρξής τους στην ίδια βασική αιτία και ενώ βρίσκονται μέσα στο Θεό, είναι ξεχωριστά και τελείως διαφορετικά από αυτόν. Ο Σέλλινγκ είναι ένας πανενθεϊστής. Ωστόσο, μέσα από αυτή τη διχαστική θέση του μπόρεσε να εξηγήσει και να απαντήσει σε απορίες και προβλήματα άλλων πανθεϊστικών θεωριών. Κατάλαβε αφηρημένα πως ο Θεός περιέχει ταυτόχρονα μέσα του την αρχή της γέννησής του. Χωρίς να την εξηγήσει και χωρίς ν’ αναγνωρίσει την πραγματική σχέση της με την ποιοτική ουσία του, η οποία είναι σχετική σχέση πρώτης πραγματικότητας μέσα σε μία ανέκαθεν τελειωμένη και άμεση πραγματικότητα, σχετική έλλειψη ποιότητας μέσα σε μία άμεση αυτοτελή ποιότητα. Τη διχαστική ασυνέπειά του την αναγνώρισε αργότερα ο Χέγκελ και προσέγγισε όσο κανένας άλλος στην εξήγηση αυτής της σχετικής σχέσης.[Photo] Από τις πιο εξελιγμένες πανθεϊστικές θεωρίες, οι οποίες προσέγγισαν στην ουδέτερη λύση, είναι τουΣπινόζα και περισσότερο του Χέγκελ, από την οποία παρακινήθηκαν νεότεροι υλιστές φιλόσοφοι. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη μεγαλοφυΐα στο μεγαλύτερο αριθμό των φιλοσόφων όλων των κατευθύνσεων. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία των έργων τους, ακόμα και στα συγγενικά της ίδιας σχετικά κατεύθυνσης. Ότι υπήρξαν φιλόσοφοι, οι οποίοι κατάλαβαν γενικά ποια είναι η πραγματικότητα και έλυσαν σημαντικά προβλήματα. Αυτοί που προσέγγισαν περισσότερο στις απαντήσεις, τουλάχιστον για τα βασικά ζητήματα της αρχής των πραγμάτων, της ουσίας τους, της ουσίας της ύλης, της σχέσης ανάμεσα στην ύλη και τις σύνθετες ποιότητες, της σχέσης ανάμεσα στη ζωή και την πραγματικότητα, ταυτόχρονα με την πιο προσεκτική και συνεπή διατύπωση της θεωρίας τους, είναι ο Σπινόζα και ο Χέγκελ. Ποτέ ο άνθρωπος δεν έφθασε τόσο κοντά στη λύση του προβλήματος όσο στη Λογική του τελευταίου και από τότε απλώθηκε ένα σκοτάδι και μία φοβερή σύγχυση, την οποία τροφοδοτούν οι επιστημονικές ανακαλύψεις της νεότερης φυσικής.Ο Αρ. Σοπεγχάουερ βασίστηκε στον καντιανό θεωρητικό διαχωρισμό της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον οποίο, η πραγματικότητα υπάρχει όπως την αντιλαμβανόμαστε και τη γνωρίζουμε (φαινομενική), με τις γενικές μορφές που εισάγονται από τη νόηση και τις αισθήσεις μας (χώρο, χρόνο, κατηγορίες), ενώ η ίδια από μόνη της είναι τελείως διαφορετική. Ο διαχωρισμός αυτός άφηνε μία κενή θέση για τη δημιουργία και την υποστήριξη άλλων κοσμοθεωριών. Το έργο «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΑΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΣΑΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ» είναι αναμφίβολα το πιο σπουδαίο, που μπορούσε να γίνει αξιοποιώντας αυτήν τη θέση και, ο Σοπεγχάουερπροσέγγισε σε πολλές πανθεϊστικές λύσεις, αν και πάνω σε λάθος βάση.Ο κόσμος σαν αντικείμενο είναι η φαινομενική πραγματικότητα, η οποία δεν υπάρχει ποτέ χωρίς ένα υποκείμενο, χωρίς αυτήν την ύπαρξη που τον αντιλαμβάνεται με τον τρόπο της. Επομένως, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας άλλος όρος και να εκφραστεί μία ευρύτερη έννοια, για να δειχθεί η σχετική-αντιληπτή πραγματικότητα μαζί με το αναγκαίο συσχετικό της, που είναι το λεγόμενο υποκείμενο. Αυτήν την ευρύτερη έννοια -ευρύτερη, όπως επισημαίνει, από εκείνη του χώρου, του χρόνου και της ύλης- με την οποία δείχνει τη μία όψη του κόσμου, τη βρίσκει στη λέξη «παράσταση». Δείχνοντας τον κόσμο σαν παράσταση, στην έννοιά της συμπεριλάμβανε κάθε τι που μπορεί να γίνει από εμάς αντιληπτό και γνωστό. Ασχέτως αν εμείς εδώ και τώρα αντιλαμβανόμαστε πολύ λιγότερα και όλα τα πράγματα «φαίνονταν» σα να ήταν ταυτόχρονα αντιληπτά, ενώ δεν είναι. Όπως είχε εξηγήσει ο Καντ, τα δυνατά πράγματα είναι πάντοτε όσα μας γίνονται αντιληπτά, γνωστά σαν φαινόμενα με τους προεμπειρικούς όρους του εαυτού μας.Στην ευρύτερη έννοια της παράστασης εκτός από τα σχετικά πράγματα (εκτός από το αντικείμενο) συμπεριλαμβάνει και την ύπαρξη, με την οποία εκείνα υπάρχουν σαν φαινόμενα (το υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται και τα εννοεί). Ο κόσμος σαν παράσταση προϋποθέτει να υπάρχουν και τα δύο μαζί. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς ν’ αποφύγει την παραπλανητική αντιπαράθεση της αντιληπτικής ύπαρξης (του υποκειμένου) με την αντιληπτή πραγματικότητα (του αντικειμένου), θεώρησε πως κανένα δε είναι η αιτία του άλλου, όπως υποστήριζαν οι δύο αντίθετες κοσμοθεωρήσεις του υλισμού και του ακραίου ιδεαλισμού. Γιατί ο κόσμος είναι παράσταση και αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του ενός από τα δύο και δε νοείται το ένα χωρίς το άλλο.Η αντίληψη και η εμπειρική γνώση δε μας αποκαλύπτουν τίποτε για την πραγματικότητα όπως είναι αυτή μόνη της, ωστόσο υπήρχε μία ανεξάρτητη πραγματικότητα, που αποτελεί τη βάση, το φορέα, την ουσία της φαινομενικής και σχετικής. Αυτή δεν ήταν ένα σχετικό πράγμα (ένα αντικείμενο) ούτε μία εσωδιανοητική ύπαρξη (ένα υποκείμενο). Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό και ανεξάρτητο «από τα δύο άκρα της παράστασης», κάτι το οποίο μόνο με την ενδοσκόπηση μας αποκαλύπτεται. Η ουσία των σχετικών πραγμάτων, μας διδάσκει ο Σοπεγχάουερ, δεν είναι μέσα στο χώρο και στο χρόνο, δεν είναι μία αιτία ή ένα αποτέλεσμα (μορφές με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο εμείς οι άνθρωποι) και δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε από την εμπειρία ούτε με αφηρημένους συλλογισμούς, ούτε να την αποδείξουμε, όπως κάνει ο φυσικός για τα φαινόμενα. Αλλά το υποκείμενο, ο εαυτός μας, δεν είναι άσχετος από αυτήν την ανεξάρτητη πραγματικότητα και δεν τον αντιλαμβανόμαστε όπως όλα τα υπόλοιπα πράγματα, μόνο σαν μία παράσταση. Τον γνωρίζουμε ταυτόχρονα μ’ έναν άλλο τελείως διαφορετικό τρόπο, σαν κάτι τη σημασία του οποίου εκφράζει η έννοια της βούλησης (ενώ τη συσκοτίζει η έννοια της δύναμης). Επομένως, αυτό που είναι ο κόσμος έξω από την παράσταση του υποκειμένου, η εσωτερική ουσία του, είναι αυτό το οποίο εμείς βρίσκουμε άμεσα στον εαυτό μας και το ονομάζουμε βούληση.Η βούληση είναι η εσωτερική αρχή κάθε φαινομένου και έχει μία έννοια ευρύτερη από αυτήν που συνήθως αναγνωρίζουμε μόνο στον άνθρωπο. Αυτή, μία και η ίδια, πραγματοποιείται αναίτια, τυφλά, άσκοπα και ατελείωτα μέσα σε όλο τον αντιληπτό κόσμο, μέσα στη φυσική δύναμη και στον κρύσταλλο ως και στην ανθρώπινη συμπεριφορά σύμφωνα με τις γενικές μορφές των φαινομένων.Η κατεύθυνση της φιλοσοφίας του Σοπεγχάουερδεν του επέτρεψε να συμπεράνει αυτό, το οποίο είναι κοινό σαν ουσία σε όλα τα πράγματα και να δει το σύνολό τους σαν άμεση αρχή ή όπως ο Σπινόζα. Ωστόσο, αναγνώρισε την ανεπάρκεια κάθε αιτιολόγησης για το είναι των πραγμάτων, αν η ουσία τους δεν είναι κοινή και αν δεν είχε κάποιο είδος εμβιότητας. Επειδή η πραγματικότητα από μόνη της ήταν μία αφηρημένη ύπαρξη χωρίς χρονικές, χωρικές και αιτιακές σχέσεις, συνεπώς αυτή σαν κοινή αρχή δεν ήταν κανένα μέρος του κόσμου. Από αυτήν την παρεννόηση προσέγγισε στην έννοια ενός εξωπραγματικού συνόλου ή μάλλον ενός κοινού και απλού πράγματος, που δεν μπορούσε να συνταυτιστεί με το πολυσύνθετο Σύμπαν. Η ουσία των φαινομένων έπρεπε να μην είναι κανένα από τα αντιληπτά πράγματα ούτε το σύνολό τους, ωστόσο υπήρχε και έπρεπε να είναι αυτοεξήγητη. Τελικά, το μόνο που υπολειπόταν να είναι, ήταν ένα αφηρημένο γνώρισμα του εσωτερικού κόσμου μας και αυτό που συνταίριαζε καλύτερα ήταν η βούληση. Αν καταλάβουμε τη φιλοσοφική θεωρία τουΣοπεγχάουερ, δε θα μας φανεί έτσι υπερβολική ούτε τελείως λανθασμένη η ευρύτητα, με την οποία χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ευρύτερα, έξω από τον ανθρώπινο εσωτερικό κόσμο και αυτό το είχε κάνει και ο Λάιμπνιτς. Τα φαινόμενα δεν ήταν μία αυταπάτη και υπήρχε μία πραγματικότητα τελείως διαφορετική και ανεξάρτητη, η οποία έπρεπε να συνδέεται με αυτά με κάποιον αδιανόητο τρόπο. Έπρεπε ακόμα να εξηγεί την αλλαγή, χωρίς να ενεργεί όπως τα φαινόμενα. Με τον όρο «βούληση» εννοείται μία τάση, μία ροπή προς κάτι και με αυτήν τη διάθεση προτρεπόμαστε να πράξουμε και να πραγματοποιήσουμε έννοιες. Γι’ αυτό μπορεί να διαπιστωθεί σα να υπάρχει βούληση παντού, όπου γίνεται μία αλλαγή και ειδικότερα μία συνθετική εξέλιξη.Ονόμασε βούληση μία εξωκόσμια ανόητη ύπαρξη, που εκδηλώνεται αυθόρμητα διαμέσου της ύλης, και κάθε φαινόμενο έπρεπε να εκφράζει την ουσία της, από το απλούστερο ως τον άνθρωπο. Η ίδια η βούληση, που, εκτός των άλλων, εξωτερικευόταν με τα αναρίθμητα ανθρώπινα φαινόμενα, «συμπεριφερόταν» σαν φυτό, σύμφωνα με τις περιστάσεις και τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις του φαινομενικού κόσμου. Της αφαίρεσε όχι μόνο τη διάνοια που θα μπορούσε να της αναγνωρίσει, αλλά ακόμα και αυτήν που αναγνωρίζει σε πολυάριθμες εκδηλώσεις της. Αυτό, το οποίο είναι μία διάθεσή μας, μία εσωτερική κοινή δυνατότητα της πολύπλοκης διανοητικής δραστηριότητας και που ωστόσο, είναι αλήθεια, δεν μπορούμε να το δούμε με τα μάτια, το απομόνωσε από την αληθινή πραγματικότητα στη θεωρία του. Μας το έδειξε σαν μία άλλη ανεξάρτητη πραγματικότητα, με κρυμμένες τις έννοιες της αιτίας, της ποιότητας, της αλλαγής, για να επιλυθεί, ανάμεσα στα άλλα, το πρόβλημα της αδιανόητης αλληλεπίδρασης του πράγματος καθαυτό με τα φαινόμενα. Πίσω από αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο έκφρασης βρισκόταν η αλήθεια: ότι το πράγμα καθαυτό του Καντ δεν είναι τελείως διαφορετικό και άσχετο απ’ όσα μας δείχνουν οι αντιλήψεις μας και ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ένα μέρος του.