Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009




Ανδρέας Εμπειρίκος


[Πάντα το πάθος ή


passion εν εγρηγόρσει]

Πουλιά του Προύθου και πουλιά του Αμαζονίου, πουλιά που φέρνουνε μηνύματα του απολύτου, πουλιά του παραδείσου ζουν και πετάγονται αιφνίδια μεσ’ από τα ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Πουλιά που φέρνουνε στο ράμφος τους ελάχιστα εσώρουχα από μικρά κορίτσια και λόγια που ανοίγουν ρήγματα στη σκέψη του αναγνώστη. Γιατί αυτήν ακριβώς την ικανότητα έχει η ποίηση (και η πεζογραφία) αυτού του πρώτου έλληνα υπερρεαλιστή: βρίσκει τον τρόπο να χτυπάει ταυτόχρονα τις αισθήσεις αλλά και το μυαλό αυτού που τον διαβάζει. Είναι μια ποίηση επικίνδυνη, γιατί εναποθέτει βραδυφλεγές εκρηκτικό υλικό σε καίρια σημεία της συνείδησης (αλλά και πιο κάτω) χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, ώσπου ξάφνου έκπληκτοι και έντρομοι αντιλαμβανόμαστε τι συνέπειες μπορεί να έχει μια φράση όπως καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως ή Η έξοδος από τα δάση της ανίας Η θραύσις των δεσμών πάσης δουλείας Κυοφορούν στη σάρκα μας Τις πράξεις και την δόξαν της μελλούσης ιστορίας.

Είναι μια ποίηση που έρχεται απευθείας από τον Παράδεισο φορτωμένη με τις προθέσεις της Κόλασης. Η επίδρασή της ακολουθεί το εξής σχήμα: στην αρχή εμφανίζεται παράδοξη και προκλητική – η μικτή καθαρεύουσα γλώσσα, η ασύδοτη υπερρεαλιστική φαντασία στο συνδυασμό των λέξεων και των νοημάτων, η αθυροστομία και η ακόλαστη ερωτική ιδεολογία, που διαπερνάει το σύνολο, δεν μπορεί παρά να τρομάξουν τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Στη συνέχεια, η αθωότητα του βλέμματος, η συνοχή της κατασκευής, η εξοικείωση με την εικονοποιία και τη φαντασία του Εμπειρίκου και πάνω απ’ όλα η θέρμη και η παραφορά της φωνής του (εξάλλου η θαλπωρή κάθε φωνής περιέχει ολόκληρη τη σημασία της) συμφιλιώνουν με αυτό το εκπληκτικό έργο τον επίμονο αναγνώστη. Τον μόνο αναγνώστη που αξίζει δηλαδή, ο οποίος ήδη, χωρίς να το έχει καταλάβει, έχει προσδεθεί στο άρμα του Εμπειρίκου – κι είναι αυτή η τρίτη φάση της επίδρασης – και είναι έτοιμος για τα μελλοντικά ταξίδια, για τη μετάβαση σε ένα αναγκαίο εδεμικό μέλλον, που ο Εμπειρίκος στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια της ζωής του δεν έπαψε να ονειρεύεται, να σχεδιάζει και να κάνει ό,τι μπορεί για να προκαλέσει την έλευσή του.

Η Ρωσία και ο Λέων Νικολάεβιτς

Γεννημένος μαζί με τον εικοστό αιώνα, το 1901, πέθανε ένα τέταρτο του αιώνος πριν το τέλος του, το 1975, ποτέ όμως δεν έμοιαζε να είναι πιο σύγχρονος απ’ όσο σήμερα, γεγονός που γίνεται φανερό και από τις κυκλοφορίες των έργων του και την εκδοτική κίνηση γύρω από το όνομά του, αλλά πολύ περισσότερο από τις απαντήσεις που δίνει η ποίησή του σε σημερινά και αυριανά ερωτήματα και από τις σπίθες που ρίχνει σε εύφλεκτες ψυχές αγοριών και κοριτσιών του εικοστού πρώτου αιώνα. Όταν γεννήθηκε ο Εμπειρίκος στην Μπραΐλα της Ρουμανίας, τότε που γνώρισα και εγώ τον Δούναβι και τα πλατιά ποτάμια, ο πατέρας του ήταν ήδη κάτοχος μιας τεράστιας περιουσίας που περιλάμβανε υπερωκεάνια και διάφορες εταιρίες σε όλη την Ευρώπη και η οποία περιουσία δεν παύει να επεκτείνεται μέχρι το 1935 περίπου, οπότε αρχίζει η αντίστροφη πορεία. Από τη μητέρα του Στεφανία, κατά το ήμισυ ρωσίδα, κληρονόμησε εκτός από τη μητρική του γλώσσα και μια τάση προς τον μυστικισμό (ίδιον της ρωσικής ψυχής) και μια παθιασμένη αγάπη για αυτή τη μεγάλη χώρα. Η Ρωσία δεν είναι μόνο μια επικράτεια. Είναι κάτι πολύ περισσότερο – είναι ιδέα, είναι σύμβολο, είναι πάθος. Η Ρωσία είναι η ψυχή της οικουμένης, θα γράψει ο Εμπειρίκος, που για δέκα χρόνια περίπου θα ταξιδεύει κάθε καλοκαίρι στην Κριμαία, σε αυτή την Εδέμ των παιδικών του χρόνων, όπως θα πει αργότερα.

Φαίνεται εν προκειμένω να επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του Ανδρέα Εμπειρίκου η υπόθεση που διατυπώνει στην αυτοβιογραφία του ο Ναμπόκοφ αναφερόμενος σε όσους γνώρισαν τη Ρωσία στα παιδικά τους χρόνια: Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα αποθησαύρισης εντυπώσεων, τα Ρωσσόπουλα της δικής μου γενιάς έζησαν μιαν εποχή ιδιοφυίας, λες και η πιστή τους μοίρα έκανε για χάρη τους ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της, προσφέροντάς τους παραπανίσιο μερίδιο, μήπως και αντισταθμίσει τον καταποντισμό που έμελλε να απαλείψει ολοκληρωτικά τον κόσμο που είχαν γνωρίσει. Για τον Εμπειρίκο αυτός ο καταποντισμός ήρθε με την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε με την οκτωβριανή επανάσταση, γεγονός που δεν τον εμπόδισε γύρω στο 1933 να υμνήσει τον Οκτώβρη του 1917 και να ανακράξει Τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!

Κληροδότημα της ρωσικής εκπαίδευσης του Εμπειρίκου είναι δίχως αμφιβολία και η ανάγνωση του έργου του Τολστόι (στο πρωτότυπο), γεγονός που συνέβη πιθανότατα γύρω στο 1915 και σημάδεψε ανεξίτηλα αυτόν τον κατεξοχήν ανήσυχο έφηβο που υπήρξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τότε αλλά και σε όλη του τη ζωή. Έχοντας ως πρότυπο τον ισαπόστολο τιτάνα Λέοντα Νικολάεβιτς Τολστόι θα προχωρήσει το 1917 στην πρώτη, από μια σειρά που θα ακολουθήσουν, ανταρσία του ενάντια στην πατρική εξουσία πηγαίνοντας να ζήσει και να δουλέψει για ένα διάστημα μαζί με τους χωρικούς σε ένα κτήμα που ανήκε στον πατέρα του. Έχοντας αίμα ρωσσικό στο ελληνικό μου αίμα Με αυτόν τον τρόπο έκανα την είσοδό μου Στις επικράτειες τού πνεύματος ως νέος. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα θα εγκαταλείψει οριστικά πια τη θέση του διευθυντή που κατείχε σε οικογενειακή επιχείρηση και θα δουλέψει ως ανθρακωρύχος στην Εύβοια στα έγκατα της γης. Αυτά λίγο πριν αφοσιωθεί για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια στην ψυχανάλυση ως ευσυνείδητος ερευνητής των εγκάτων της ψυχής τού ανθρώπου.

Το μήνυμά της έρχεται από μακριά (υπερρεαλισμός και ψυχανάλυση)

Στο μεταξύ θα έχει ζήσει στη Σύρο ως τα οχτώ του χρόνια, στην Αθήνα, όπου θα μετακομίσει η οικογένειά του, στη Λοζάννη μαζί με τη, χωρισμένη εν τω μεταξύ, μητέρα του, όπου θα διαβάζει αλλόκοτα βιβλία και θα γράφει ακόμη πιο αλλόκοτα ποιήματα, όπως αφηγείται για αυτόν ο αδελφός τού Οδυσσέα Ελύτη που τον είχε συναντήσει εκεί το 1920 (την ίδια εποχή που – παράξενη κι ενδιαφέρουσα σύμπτωση – πυρπολούσαν συνειδήσεις εκεί γύρω και οι νεαροί ντανταϊστές). Και αργότερα στο Λονδίνο σπουδάζοντας φιλοσοφία στο King’s College, στη Γαλλική Ριβιέρα μαζί με τον πατέρα του (εκεί ακριβώς όπου τα ίδια χρόνια έδιναν τα θρυλικά πάρτι τους οι Φιτζέραλντ) και τέλος στο Παρίσι, όπου αποφασίζει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση και σύντομα θα πέσει πάνω στους υπερρεαλιστές του Ανδρέα Μπρετόν, για να πάρει πια η ζωή του τη ρότα που έμελλε να ακολουθήσει πιστά τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν.

Ο Εμπειρίκος γνώρισε τους υπερρεαλιστές μέσω των ψυχαναλυτών. Γράφει ο Ελύτης: «Τύχη του ήταν ότι έπεσε στα χέρια του Rene Laforgue, ενός από τους πιο διάσημους ιδρυτές της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, όπως, λίγο αργότερα, στα χέρια ενός άλλου σημαίνοντος υπερρεαλιστή, του Fra-Whiteman, φίλου του Ανδρέα Μπρετόν, που είχε και την πρωτοβουλία να φέρει σ’ επαφή τον έλληνα ποιητή με την ομάδα των υπερρεαλιστών». Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, περίεργος και ανήσυχος πάντα, γνώριζε ήδη κάποιες από τις δραστηριότητες και τα έργα των γάλλων υπερρεαλιστών και ήταν, καθώς φαίνεται, έτοιμος να δεχτεί την καθοριστική για την προσωπικότητά του επίδραση του κινήματος. Ο Φρουά Γουιτμάν μού είπε ότι ξέρει τον Μπρετόν, εγώ εψόφαγα να τον γνωρίσω. Πήγαμε την μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Από εκείνη την ημέρα και ύστερα ο Εμπειρίκος ρίχτηκε με ενθουσιασμό στο ρεύμα του κινήματος και ως το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να εκφράζεται με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη για τον Ανδρέα Μπρετόν και τους άλλους υπερρεαλιστές, όπως και για τον Φρόυντ και την ψυχανάλυση.

Πολύ αργότερα, το 1964, στο εξαίσιο ποίημα Ο Βασιλιάς ο Κογκ από την Οκτάνα, μας δίνει μια αυτοπροσωπογραφία του εκείνης της εποχής, καθώς και μια ιδέα για τον αέρα που ανέπνεε εκείνα τα χρόνια στο Παρίσι:

«Ύπνον δεν είχα και είχα βγει στους δρόμους του Παρισιού, όπου τα χρόνια εκείνα έμενα (ανάμεσα στα 1920 και 1930), τότε που άρχισαν να βασιλεύουν στην Ευρώπη μετά το μεσονύκτιον (στη μουσική) οι Νέγροι.

Ύπνον δεν είχα και είχα βγει στους δρόμους, τότε που έσφυζα και εγώ στη γοητεία του Πικάσσο, λουσμένος – τι λέγω – βαφτισμένος μεσ’ στις μαρμαρυγές και τις εκλάμψεις του πνεύματος του Ανδρέα Μπρετόν.

Ύπνον δεν είχα και είχα βγει στους δρόμους, γιομάτος την νύκτα εκείνη από ανίαν, διότι δεν είχα συναντήσει την συντροφιά που αποζητούσα.

Οι κρότοι της ημέρας είχαν προ πολλού κοπάσει και εβάδιζα στο μακαντάμ, μη θέλοντας στο σπίτι μου να επιστρέψω, διότι κλεισούρα εμύριζε το διαμέρισμά μου και έκανε ζέστη εκεί μέσα, ζέστη πολλή και πνιγερή, γιομάτη σκόνη.

Βαθιά αναπνέοντας, δεν πρόσεχα πού πήγαινα και προχωρούσα, λέγοντας και ξαναλέγοντας, σαν ξόρκι, τα λόγια του Ανδρέα Μπρετόν: “Lachez tout, partez sur les routes…” με την ελπίδα στην καρδιά μου, πως, ίσως, έτσι επιτέλους, με την βοήθεια της τύχης, κάτι ευχάριστο θα συναντούσα, ενώ στον νου μου άστραφτε η συγκλονιστική δι’ εμέ μορφή του Ανδρέα Μπρετόν.

Από το Μονπαρνάς λοιπόν φερμένος και από τα βήματά μου σχεδόν μηχανικά ωδηγημένος έφθασα τελικώς στους δρόμους της Μονμάρτης (εκεί, στην rue Fontaine, καθόταν ο Μπρετόν), γιομάτος από την ανία που ανέφερα παραπάνω, και την πορεία μου συνέχιζα περιδιαβάζων στα στενά που περιβάλλουν την PlaceBlanche, καθώς και την πλατεία εκείνη με τα πολύχρωμα φώτα φθορισμού, που τ’ όνομά της είναι Place Pigalle.

Επάνωθέ μου ήσπαιραν στον ουρανό τ’ αστέρια και ήταν η νύκτα μαγική, γιομάτη διάττοντας, γιομάτη άστρα, γιομάτη από του Σύμπαντος την ηδονή.

Γύρω μου υψώνοντο τα σπίτια – κατάλοιπα της εποχής του Hausmann και άλλων εποχών, και μεταξύ αυτών και κτίσματα πολλά των χρόνων του Baudelaire, του Paul Verlaine, του JulesLaforgue και του Rimbaud, ανάμεσα στα οποία, μα τον Θεό, συχνά ακόμη και σήμερον πλανιούνται φωτοστεφανωμένες και καθαρά ορατές οι ολοζώντανες των ποιητών αυτών ψυχές.

“Lachez tout, partez sur les routes…” έλεγα και ξανάλεγα και προχωρούσα, λαφρώνοντας την ανία μου και την αγκούσα».

Αυτά τα χρόνια και μέχρι το 1931, οπότε επιστρέφει στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος ζει στο Παρίσι, ασχολείται με την ψυχανάλυση, συναναστρέφεται τους υπερρεαλιστές (Καθημερινώς εις την Πλας Μπλανς. Ο Τανγκί, ο Περέ, ο Ελιάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς, συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας, για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνική ψευτιά και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φρόιντ), μπολιάζεται από το πνεύμα τους και τις ιδέες τους και όλα αυτά γίνονται με τρόπο απολύτως ομαλό, επειδή και οι δικές του έρευνες τον είχαν οδηγήσει σε μια κατεύθυνση συγγενική προς τον υπερρεαλισμό (οι προσωπικές μου προ-υπερρεαλιστικές θεωρίες παρουσιάζουν μια συγγένεια με τις υπερρεαλιστικές, αλλ’ εν τω συνόλω, ο υπερρεαλισμός ξεπερνά τις αρχικές μου επιδιώξεις, και, επί πλέον, μας δίδει τα μέσα μιας πρακτικής εφαρμογής του περιεχομένου του, ανοίγοντας ορίζοντες ακόμη μεγαλειτέρους, από εκείνους που έβλεπα εγώ στις προσωπικές μου δοξασίες). Συν τοις άλλοις ο Εμπειρίκος βρέθηκε προετοιμασμένος να αφομοιώσει τόσο άνετα και γόνιμα τον υπερρεαλισμό χάρη και στις έως τότε σπουδές και μελέτες του (με βοήθησαν πολύ στην ταχεία κατανόησι και αφομοίωσι του υπερρεαλισμού, αφ’ ενός οι ψυχοαναλυτικές μου γνώσεις, και αφ’ ετέρου η φιλοσοφία του Εγέλου).

Ο υπερρεαλισμός στάθηκε, από την αρχή, ένα κίνημα που είχε θέσει στον εαυτό του μια φιλόδοξη και δύσκολη αποστολή, την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου, η οποία όμως περνούσε αναπόφευκτα μέσα από δύο δρόμους: αυτόν της πνευματικής χειραφέτησης και αυτόν της κοινωνικής επανάστασης. Προσπαθώντας να επιτύχουν και στους δύο αυτούς στόχους τους οι υπερρεαλιστές, για αρκετό καιρό, δοκίμασαν με ειλικρίνεια να συμβιβάσουν τον υπερρεαλισμό με την προλεταριακή επανάσταση ή, τουλάχιστον, να τα υπηρετήσουν και τα δύο ταυτόχρονα και εξίσου καλά. Αποτέλεσμα; Κάποιοι στρατεύτηκαν τελικά στον κομμουνισμό και αποκήρυξαν τις υπερρεαλιστικές τους θέσεις, άλλοι εγκατέλειψαν την πολιτική και αφοσιώθηκαν στην τέχνη και στο κερατένιο επάγγελμα του λογοτέχνη και άλλοι συνέχισαν ως το τέλος, το οποίο για όχι λίγους ήταν ηθελημένο, συνέχισαν να μάχονται με όποιον τρόπο υπήρχε για την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου από οποιαδήποτε εξουσία μπορούσε να επιβληθεί.

Ο ίδιος ο ηγέτης του κινήματος, ο Μπρετόν, ταλαντευόμενος για χρόνια ανάμεσα στον αναρχισμό και τον ορθόδοξο κομμουνισμό, τον οποίο μάταια προσπάθησε να συνταιριάξει με τον υπερρεαλισμό, γοητεύτηκε από τη μορφή και τη σκέψη του Λέοντα Τρότσκι και στο τέλος κατέληξε στην ουτοπική σκέψη του Σαρλ Φουριέ: Ακόμη κι αν, όπως συμβαίνει, θεωρούσα βέβαιο ότι η βελτίωση της ανθρώπινης τύχης πραγματοποιείται πολύ αργά, με τίμημα πεζές διεκδικήσεις και ψυχρούς υπολογισμούς, ο πραγματικός μοχλός θα εξακολουθεί να είναι η υπέρμετρη πίστη προς τη μετάβαση σε ένα εδεμικό μέλλον. Εκεί, σε αυτή τη σκέψη και στις παρυφές αυτού του μέλλοντος, είναι που θα συναντηθεί και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, απόστολοι κι οι δυο ενός μέλλοντος που το ονειρεύτηκαν, το σχεδίασαν και βοήθησαν, όσο μπορούσαν, για να έρθει.

Με αυτές τις παρακαταθήκες ο Εμπειρίκος φεύγει από το Παρίσι, το λίκνο, τότε, των θεωρητικών αναζητήσεων και των επαναστατικών κινημάτων, όπως αναφέρει ο Ελύτης, για να έρθει στην Αθήνα. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το δίδαγμα της ψυχανάλυσης, το οποίο σε γενικές γραμμές είναι το εξής: ο άνθρωπος βεβαιώνεται για την ύπαρξη του ασυνειδήτου ψυχισμού (κατά την έκφραση του Γεωργίου Ζαβιτσιάνου) και αποκτά ένα εργαλείο για τη διερεύνηση του και την προσωπική του απελευθέρωση, η οποία συνίσταται, σε μεγάλο βαθμό, στην παραδοχή, ακριβώς, αυτού του ασυνείδητου ψυχισμού και στην υπερπήδηση των εμποδίων και περιορισμών που ο στενόμυαλος κοινωνικός χώρος συνεχώς θέτει στο άτομο, ώστε να κατορθώσει τελικά να πραγματώσει ό,τι υπάρχει πραγματικά σε αυτό, ό,τι πραγματικά είναι. Συνισταμένη και των δύο κινημάτων που διεκδίκησαν και κέρδισαν την ψυχή του έλληνα ποιητή είναι η προσπάθεια για την ολοκληρωτική χειραφέτηση του ανθρώπου από οποιαδήποτε δέσμευση. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος προσέθεσε, ή μάλλον τόνισε, σε αυτά την απελευθερωτική δύναμη του έρωτα και την ουτοπική διάθεση, θέτοντας έτσι την προσωπική του σφραγίδα.

Το 1935, στην Αθήνα πλέον, θα εισαγάγει την ψυχανάλυση στην ελληνική επικράτεια όντας πρωτοπόρος ο ίδιος στην ανάλυση των νευρώσεων, κατά τον χαρακτηρισμό του Λακάν με τον οποίο γνωρίστηκαν στο Παρίσι, και σπάνιος δεξιοτέχνης στην ανάλυση των ονείρων, κατά τη διατύπωση του Ελύτη, με τον οποίο θα ξεκινήσει ο Εμπειρίκος μια φιλία που έμελλε να διανύσει τριάντα χρόνια, ως τον θάνατο του ενός από τους δύο φίλους. Παράλληλα, στις αρχές του έτους με μια διπλή τολμηρή κίνηση θα μεταφέρει τον υπερρεαλισμό στο κέντρο της πνευματικής Αθήνας: τον Ιανουάριο μια διάλεξη Περί Συρρεαλισμού και τον Μάρτιο η έκδοση της Υψικαμίνου σε 200 αντίτυπα. Το κλειδί που ανοίγει άλλες πόρτες χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μια έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των πετεινών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο-μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Σκάνδαλο!

Το βαρυσήμαντο τούτο περί Ζωής και Έρωτος βιβλίον, που δύναται να ονομασθή, ωσαύτως, βιβλίον του Ύψους και του Βάθους

Έως το 1944 ο υπερρεαλισμός έχει πια εδραιωθεί και ο Εμπειρίκος, ιδίως τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, έχει καταστεί το κέντρο ενός ευρύτατου κύκλου συγγραφέων και καλλιτεχνών, που εννοούσαν πριν απ’ όλα να μείνουν άνθρωποι ελεύθεροι με τη βαθύτερη και τη σωστή σημασία του όρου. Εν τω μεταξύ γράφει και σταδιακά δημοσιεύει σε περιοδικά την Ενδοχώρα και τα Γραπτά. Τον Δεκέμβριο του 1944 ο Εμπειρίκος ζει την πιο δραματική εμπειρία της ζωής του: συλλαμβάνεται από την ΟΠΛΑ, το στρατιωτικό/αστυνομικό σκέλος του ΕΛΑΣ, και καταδικασμένος σε θάνατο οδηγείται μαζί με άλλους αιχμαλώτους στη Θήβα, όπου καταφέρνει τελικά να διαφύγει. Η συνέχεια είναι εκπληκτική: πληγωμένος από την περιπέτεια που έζησε λόγω της αστικής του καταγωγής, με την οποία τίποτε δεν τον έδενε εκείνα τα χρόνια, ενώ αντιθέτως βρισκόταν αρκετά κοντά στους αριστερούς κριτές του, περνάει μια δημιουργική περίοδο που απέδωσε τη Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης, τη Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του BuffaloBill, διάφορα άλλα ποιήματα και πεζά κείμενα και, πάνω απ’ όλα, τον Μεγάλο Ανατολικό, τον οποίο ολοκλήρωσε σε έξι χρόνια, αλλά δεν έπαψε να συμπληρώνει και να διορθώνει σε όλη του τη ζωή.

Για άλλη μια φορά, μετά την Υψικάμινο, ο Εμπειρίκος σκανδαλίζει τους αστούς προσφέροντας, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, ένα έργο του οποίου και μόνο το μέγεθος είναι αρκετό για να ταράξει και να τρομάξει. Ο Μέγας Ανατολικός – δυόμιση χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες, εξακόσιες είκοσι χιλιάδες λέξεις! – επενεργεί στον αναγνώστη με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους ταυτόχρονα. Πρώτα-πρώτα ως ένα ιδιαιτέρως απολαυστικό κείμενο, που επιζητεί μάλλον επαναλαμβανόμενες παρά παρατεταμένες αναγνώσεις, χάρη στη γλώσσα του που ανακαλεί την ωραιότερη καθαρεύουσα του Βιζυηνού, του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη, και χάρη στην οργιώδη και οργασμική φαντασία του συγγραφέα, ο οποίος καταφέρνει και να εκπλήσσει με αυτή καθαυτή την επινοητικότητα και την πρωτοτυπία του, αλλά και να θέλγει με την αθώα, διεισδυτική και τρυφερή ματιά του ακόμα και στις συχνά-συχνότατα επαναλαμβανόμενες ερωτικές περιπτύξεις ανάμεσα σε άνδρες, γυναίκες και απαλά κορίτσια.

Η Έθελ, η Φλώσσυ, η Ειρήνη, η Αλεξάνδρα και, στον καιρό τους, η Τζέην, η Μαρκελίνη και άλλες και άλλες. Αυτές ακριβώς οι τρυφερές παιδίσκες, ελπίδα μας αυριανή, που ήδη από το 1935 είχαν ξεχυθεί σαν καυτό μέταλλο από την Υψικάμινο και είχαν ριχθεί ενάντια στην παραδεδεγμένη ηθική κραυγάζοντας υπέρ της αγάπης, υπέρ της αναγεννήσεως της ευτυχίας, υπέρ της εκπληρώσεως των εσχατιών, γίνονται εδώ, στον Μεγάλο Ανατολικό, η βασική μονάδα κρούσης του Εμπειρίκου, που χτυπάει την υποκρισία, τη μικρότητα, τη στενόμυαλη, ανέραστη χριστιανική ηθική και προπαγανδίζει το πανερωτικό και απελευθερωτικό του όραμα.

Το όραμα αυτό είναι που συχνά-πυκνά βρίσκει ο ποιητής την ευκαιρία να αναπτύξει και θεωρητικά στα εκατό κεφάλαια του βιβλίου του ταυτιζόμενος κάθε φορά και με άλλον χαρακτήρα. Πότε είναι ο Γάλλος ζωγράφος Αιμίλιος Μπερτιέ που συζητώντας με τον Κάρολο Μπωντλαίρ αναπτύσσει τις απόψεις του για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον έρωτα και επιτίθεται με βιαιότητα ενάντια στον χριστιανισμό, τη μοιραία αυτή θρησκεία που ήρθε εις τον κόσμο, δια να καταστρέψη ως φρικαλέα μάστιξ την σπαργώσαν σωματοψυχικήν υγείαν των φυσικών ανθρώπων. Πότε είναι ο πρίγκηψ Σέργιος Μπλαγκοράντοβ που συνειδητοποιεί το ατελέσφορο και μερικό της επανάστασης, όταν είναι μόνο σοσιαλιστική-οικονομική και δεν σκοπεύει στην απελευθέρωση του έρωτα που είναι το πρώτο, το αποφασιστικό βήμα για την ολοκληρωτική αποδέσμευση του ανθρώπου από κάθε είδους δεσμά. Άλλοτε είναι ο λόρδος Κλίφφορντ που ευαγγελίζεται ότι ο έρωτας είναι πανδέγμων και πολύπτυχος, και περιέχει όλα του κόσμου τα προβλήματα, αλλά και όλας τα λύσεις και άλλοτε εμφανίζεται ο ίδιος ο Ιούλιος Βερν να οραματίζεται με πλήθος λεπτομερειών μιαν ουτοπική παγκόσμια συμπολιτεία που δεν υπολείπεται σε τίποτε από τις ανάλογες του Φουριέ ή των σαινσιμονιστών, με τις οποίες περισσότερο συγγενεύει.

Ο ίδιος ο Μέγας Ανατολικός εξάλλου, το ερωτικό υπερωκεάνιο με τους χίλιους τριακόσιους επιβάτες και το πλήρωμά του, λειτουργεί ως μοντέλο αυτής της ουτοπίας. Όσα ευαγγελίζεται ο Εμπειρίκος πραγματώνονται ήδη στα πλαίσια του μυθιστορήματός του, όπου κυριαρχεί η απελευθερωτική βιοθεωρία του και διαχέεται ελεύθερα επάνω απ’ όλους η ερωτική του διάθεση. Ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια επικρατεί πλήρης ερωτική κοινοκτημοσύνη, ελευθερία και ισότητα. Το πλοίο ταξιδεύει προς τον Νέο Κόσμο σαν μια κιβωτός ελευθερίας, αυτονομίας και αυτάρκειας. Ακόμα και τη δική του βιβλιοθήκη περιλαμβάνει, όπου βέβαια πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνουν τα έργα του Χέγκελ και τα ερωτογραφικά έργα του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά το βιβλίο αυτό καθίσταται πράγματι ένα μυητικό, παιδαγωγικό δημιούργημα και η ανάγνωσή του μια πολύτιμη μαθητεία, μια μελέτη ζωής.

Οι μπεάτοι, οι μπητνίκοι και άλλοι άνδρες ασυμμόρφωτοι

Όπως είναι λογικό η φανταστική βιβλιοθήκη του Μεγάλου Ανατολικού δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνει όλους τους συγγραφείς που στάθηκαν δίπλα του και αγάπησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος κατά το θαυμάσιο πέρασμά του από αυτή τη ζωή. Γι’ αυτό φρόντισε ο ίδιος να τους δεξιωθεί αργότερα στην Οκτάνα του, τη συλλογή με τα τριάντα ένα εκπληκτικά ποιήματα που συνέθεσε κυρίως τα χρόνια 1960 ως 1965, που αποτελούν και την τελευταία του δημιουργική και ιδιαίτερα γόνιμη περίοδο. Η Οκτάνα είναι η Νέα Πόλις, είναι το όνομα που διάλεξε ο Εμπειρίκος να δώσει στην ουτοπία του, που συνεχίζει να την επεξεργάζεται και μετά την ολοκλήρωση, σε πρώτη φάση, του Μεγάλου Ανατολικού (ας σημειώσουμε εδώ ότι ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τη λέξηοκτάνιον – που σήμαινε τότε “το μέρος όπου ψήνουν τα κρέατα” – ως άλλη ονομασία του γυναικείου κόλπου). Μέσα εκεί (στηνΟκτάνα του Εμπειρίκου, όχι στο οκτάνιον!) συναντάμε τους Μπεάτους, τους Αγίους της μη συμμορφώσεως: τον Μπρετόν, τον Έγελο, τον Φρόυντ, τον Τολστόι, βέβαια, αλλά και, μεταξύ άλλων, τον Lautréamont, τον Rimbaud, τον Shelley, τον Μαρξ και τον Μπακούνιν, τον Νίτσε και τον Walt Whitman (a Kosmos, of Manhattan the son).

Ανάμεσά τους εμφανίζονται, για πρώτη φορά στο έργο του, και οι μπητνίκοι, συγγραφείς που γνώρισε ο Εμπειρίκος και αγάπησε μέσω του Νάνου Βαλαωρίτη τα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο. Ο Τζακ Κέρουακ, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Γκρέγκορυ Κόρσο έχουν συχνή παρουσία μέσα στα ποιήματα της Οκτάνας, στον πρώτο από αυτούς μάλιστα, στις 21 Νοεμβρίου του 1963, αφιερώνει ο Έλληνας υπερρεαλιστής ποιητής δύο όμορφες σελίδες που καταλήγουν στην παντάνασσα κραυγή: BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY! Και ενώ φαίνεται ο Ανδρέας Εμπειρίκος να αποδέχεται ανεπιφύλακτα τον Κέρουακ, αγνοεί εντελώς τον Μπάροουζ και εκφράζει κάποιες, συναισθηματικής φύσεως μάλλον, αντιρρήσεις για τους άλλους δύο μπητνίκους, τα έργα των οποίων πάντως διαβάζει και τον συγκινούν. Αντιρρήσεις που εδράζονται πιθανότατα στην κατά βάσιν αισιόδοξη και λυρική φύση του Εμπειρίκου, που δεν μπορεί εύκολα να δεχτεί τους βαρείς και αποκλειστικούς σωρείτες του Ουρλιαχτού και του Αλκατράζ.

Χωρίς αμφιβολία συγκινήθηκε ο Εμπειρίκος με αυτούς του – πάντοτε – νεαρούς συγγραφείς, επειδή διέβλεψε στο έργο τους (έργο που σε αυτούς ακριβώς τους δημιουργούς είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις από τη ζωή τους) κάποια στοιχεία στην ιδεολογία και την ποιητική τους συγγενικά στη δική τους. Είναι πρώτα-πρώτα ο αυθορμητισμός της γραφής, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά, αλλά και χαρίσματα, αυτής της γενιάς. Ο Κέρουακ έγραψε τουςΥποχθόνιους, αυτή την εξαίσια εξομολογητική παραφροσύνη, μέσα σε τρία μερόνυχτα χρησιμοποιώντας αμφεταμίνες, ώστε να καταπολεμάει την ανάγκη για ύπνο και ξεκούραση (έγραψε μέσα σε δέκα μέρες το Μπιγκ Σουρ και σε άλλες επτά το Σατόρι στο Παρίσι)· με παρόμοιο ρυθμό έγραψε το Στο δρόμο μέσα σε τρεις εβδομάδες (και χρειάστηκε επτά χρόνια για να βρει εκδότη που θα δεχόταν να το δημοσιεύσει – η αυτόματη γραφή των υπερρεαλιστών δεν απέχει πολύ από αυτά τα επιτεύγματα. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί και με το τολμηρό λεξιλόγιο, την απομάκρυνση από κάθε έννοια ακαδημαϊσμού και τη αγάπη για τον Walt Whitman είμαστε ήδη στις παρυφές, αν όχι μέσα στην περιοχή της ποίησης του Εμπειρίκου.

Κι από κοντά είναι η περιφρόνηση της λογικής, ο επαναστατικός ρομαντισμός, η αγάπη για την τζαζ και τα μπλουζ, η ελευθεριότητα και ο ερωτισμός, μια αναρχική διάθεση που εκφράζεται με τη συνειδητή περιφρόνηση της κοινωνικής τάξης και της συμβατικής ηθικής, αλλά και με μια κάπως αφελή απολιτική στάση που καταφεύγει περισσότερο στην ουτοπία παρά στην οργανωμένη αντίσταση. Όλα αυτά έφεραν κοντά στους μπητνίκους τον Εμπειρίκο, ο οποίος άλλωστε, όπως και ο Μπρετόν, είχε πολύ βοριά μέσα του για να γίνει άνθρωπος της αποκλειστικής προσκολλήσεως. Παραμένοντας ως το τέλος πιστός στον υπερρεαλισμό ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν δίστασε να είναι πάντα ανοιχτός σε κάθε τι νέο, αρκεί να φύσαγε γύρω του ένας άνεμος ελευθερίας. Αυτόν τον άνεμο φαίνεται ότι ένιωσε ο Έλληνας υπερρεαλιστής να έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου ίσως να ετοιμάζωνται (τονίζω πολύ την λέξι ίσως) να αρπάξουν την σκυτάλην μας (που όμως θα τους την παραδώσουμε μόνον υπό ωρισμένους όρους), ίσως να ετοιμάζωνται, λέει ο Εμπειρίκος το 1963, να αρπάξουν την σκυτάλην μας, ή ίσως να την παραλάβουν, μέσα στα χρόνια αυτά, ως συνεχισταί του ατέρμονος δρόμου μας, οι τόσον σημαντικοί και συνταρακτικοί ποιηταίGinsberg και Kerouac καθώς και οι άλλοι άξιοι του ονόματος τούτου Beatniks και Beats.

* * *

Prière de toucher (παρακαλώ, αγγίξτε), έγραφε ένα γυναικείο στήθος που έφτιαξε ο Μαρσέλ Ντυσάν το 1947 και ο Μπρετόν, πολλά χρόνια νωρίτερα, ομολογούσε ότι γράφουμε για να κάνουμε φίλους. Στην ίδια κατεύθυνση ως το τέλος του και ο Εμπειρίκος, αυτό που επιδίωξε πάντα και πάνω απ’ όλα ήταν η επαφή, η ερωτική επαφή και η φιλική επαφή – οι πολυάριθμοι φίλοι του έχουν ήδη πει πολλά γι’ αυτό το γνώρισμα που τον χαρακτήριζε. Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ήταν ένα θαύμα. Δεχόταν τον καθένα για ό,τι καλύτερο είχε, παρατηρεί ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο ίδιος ο Εμπειρίκος λέει Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου. Και το εννοεί απολύτως.