Σάββατο 25 Ιουλίου 2009


Η οικονομική κρίση και τα δημοκρατικά δημοσιονομικά

του Leo Panitch

Άρθρο από το The Bullet, Socialist Project, E-Bulletin No. 157 της 25 Νοεμβρίου 2008, που θα δημοσιευθεί και στο περιοδικό Red Pepper.
Πρώτα, ας γίνουμε σαφείς για τον καπιταλισμό – και μαζί μ’ αυτόν και για τον χαρακτήρα του κράτους κάτω από τον καπιταλισμό. Υπάρχει μια κοινότοπη υπόθεση, ίσως κατάλοιπο του ψυχρού πόλεμου, ότι κατά κάποιο τρόπο ο καπιταλισμός ουσιαστικά αφορά την αγορά, ενώ ο σοσιαλισμός ουσιαστικά αφορά το κράτος. Στην πραγματικότητα, ένα κεντρικό ιστορικό χαρακτηριστικό του κράτους στις καπιταλιστικές κοινωνίες έχει να κάνει με το ρόλο που αυτό παίζει σαν εγγυητής της ιδιωτικής περιουσίας και, το σημαντικότερο για την ομαλή λειτουργία των οικονομικών αγορών, το γεγονός ότι αυτό πάντα στηρίζει τα ομόλογα των αγορών, δηλαδή, το δανεισμό τους από τις ιδιωτικές τράπεζες.

Λόγω αυτής της εγγύησης – η οποία υπόσχεται την αποπληρωμή από τα μελλοντικά έσοδα της φορολογίας – τα κυβερνητικά ομόλογα, που εκδίδονται είτε για την χρηματοδότηση πόλεμων ή για την χρηματοδότηση της κοινωνικής πρόνοιας – είναι η λιγότερο ριψοκίνδυνη μορφή δανεισμού. Σαν τέτοιο, το κράτος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για το ρόλο των οικονομικών αγορών να στηρίζουν την ικανότητα της γενικής συσσώρευσης των καπιταλιστών, δηλαδή, τη συνέχιση των επενδύσεων και της κερδοφορίας τους. Ο κεντρικός αυτός ρόλος του κράτους για την καπιταλιστική συσσώρευση είναι φυσικά πιο σημαντικός σ’ εκείνα τα κυρίαρχα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, των οποίων το συνάλλαγμα είναι το κύριο διεθνές συνάλλαγμα και των οποίων τα κρατικά ομόλογα αποτελούν το θεμέλιο, πάνω στο οποίο βασίζονται όλοι οι υπολογισμοί της αξίας στον παγκόσμιο καπιταλισμό, και τα οποία κράτη φιλοξενούν και στηρίζουν τα κύρια κέντρα των διεθνών οικονομικών αγορών, όπως στη Νέα Υόρκη και στο Σίτυ του Λονδίνου.

Κράτη κι οικονομικές αγορές

Η κατανόηση του ρόλου του κράτους σε μια καπιταλιστική κοινωνία μας βοηθά να δούμε γιατί, όταν μια κυβέρνηση τους υποστηρίζει με δημόσιο χρήμα, οι τραπεζίτες δεν το βλέπουν σαν αρχή του σοσιαλισμού! Αντίθετα, το βλέπουν σαν εκπλήρωση των υποχρεώσεων της κυβέρνησης προς τις οικονομικές αγορές – από στις οποίες εξαρτάται και συντηρείται η ομαλή λειτουργία τους, καθώς το κράτος παρέχει τις βάσεις της εμπιστοσύνης προς την αξιοπιστία του τραπεζιτικού συστήματος.

Επομένως, είναι παραπλανητικό να βλέπουμε τη σύνδεση κυβερνήσεων τραπεζών – είτε στο πλαίσιο της καθαρής υποστήριξης του αρχικού προγράμματος Paulson στις ΗΠΑ ή στην επακόλουθη ανάληψη των ανεξέλεγκτων μετοχών από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας κι άλλων χωρών – σαν μια αυτή καθεαυτή κίνηση απομάκρυνσης από το νεοφιλελευθερισμό. Είναι επίσης παραπλανητικό να βλέπουμε στο νεοφιλελευθερισμό την απόσυρση του κράτους από τις αγορές – κι, επομένως, αυτή την τρέχουσα εμπλοκή του κράτους σαν ήττα του νεοφιλελευθερισμού. Το κράτος στο νεοφιλελευθερισμό είναι πάντα ιδιαίτερα ενεργό στην προαγωγή της τεράστιας επέκτασης των οικονομικών αγορών και τη διευκόλυνση της ασταθούς ανάπτυξής τους και, καθώς αυτή η αστάθεια αναπόφευκτα οδηγεί σ’ επανειλημμένες οικονομικές κρίσεις, στις διαρκείς μεταπτώσεις του οικονομικού συστήματος από στιγμές χάους σ’ άλλες στιγμές χάους.

Σημαίνει όμως αυτό ότι η παρούσα κρίση των οικονομικών αγορών δεν αποτελεί μια ευκαιρία για συζήτηση κι αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων; Κι από που θα έπρεπε να αρχίσουμε;

Αποτελεί μια ευκαιρία, γιατί μέσα σ’ αυτή την κρίση είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που είχε παραπλανητικά διαφημιστεί σαν ‘ελεύθερη αγορά’ απέτυχε διαπιστωμένα κι επίσης γιατί είναι ξεκάθαρο ότι τα κράτη ήσαν υπεύθυνα για την προαγωγή αυτού που τώρα απέτυχε, ενώ τώρα έρχονται να περισώσουν τις τράπεζες. Κι αυτό συγκεντρώνει τα μυαλά των περισσότερων άνθρωπων πάνω στο πρόβλημα: οι επιταγές των πληρωμών τους κατατίθενται σε τράπεζες, οι συνταξιοδοτικές εκταμιεύσεις τους επενδύονται σε χρηματιστήρια, η κατανάλωσή τους εξαρτάται από τις τραπεζιτικές πιστώσεις, όπως είναι κι οι στέγες των βαριά υποθηκευμένων ιδιοκτητών κατοικιών.

Εθνικοποίηση: Οι τράπεζες σαν κοινωφελείς υπηρεσίες;

Απ’ αυτή την άποψη, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι κοιτώντας τον τελευταίο αιώνα που πέρασε, δίπλα στα διάφορα κινήματα που εκδηλώθηκαν για να αγωνισθούν για την ψήφο των εργαζόμενων, πάντοτε υπήρχε μια πίεση για τον έλεγχο του οικονομικού συστήματος, ακόμη και για την υπαγωγή των τραπεζών σε δημόσια κυριότητα, κάτι που καθρέφτιζε μια ορισμένη κοινή λογική ότι το οικονομικό σύστημα θα έπρεπε να ήταν υπόλογο στο λαό ή ακόμη και να ανήκε σ’ αυτόν – ότι το χρήμα θα έπρεπε να γίνει ένας δημόσιος πόρος κι ότι οι τράπεζες θα έπρεπε να γίνουν κοινωφελείς υπηρεσίες. Πράγματι, αυτές οι πιέσεις για ένα δημοκρατικό σύστημα δεν έμειναν χωρίς επιπτώσεις: κάποιες από τις ρυθμίσεις που τα κράτη επέβαλαν στο τραπεζιτικό σύστημα μετά από τις προηγούμενες κρίσεις αποτελούσαν επίσης και μια απάντηση στις απαιτήσεις των από κάτω να μην γδέρνεται ο κόσμος από τις τράπεζες.

Για παράδειγμα, η εθνικοποίηση της Τράπεζας της Αγγλίας αποσκοπούσε να βάλει κάτω από δημοκρατικό έλεγχο τον κυβερνητικό φορέα μέσα στις οικονομικές αγορές, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας αυτή που δρούσε μέσα στο κράτος σαν η φωνή του Σίτυ (του τραπεζιτικού κέντρου του Λονδίνου), εκπροσωπώντας την εξουσία του οικονομικού κεφάλαιου.

Τα μαθήματα άρχισαν να γίνονται αισθητά με τον ερχομό της νέας αριστεράς και της κρίσης του Κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας στα 1970. Αναγνωρίσθηκε τότε ότι ο μόνος τρόπος να ξεπερασθούν σε μια θετική κατεύθυνση οι αντιφάσεις του Κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας ήταν μέσα από τον δημόσιο έλεγχο του οικονομικού συστήματος. Η αριστερά του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος κατόρθωσε να περάσει μια συνεδριακή απόφαση για την εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών κι ασφαλιστικών εταιριών στο Σίτυ του Λονδίνου, η οποία όμως δεν είχε καμία συνέπεια στην κυβέρνηση των Εργατικών, που είχε ενστερνισθεί ένα από τα πρώτα προγράμματα διαρθρωτικών ρυθμίσεων του ΔΝΤ. Ακόμη πληρώνουμε την ήττα εκείνων των ιδεών. Χρειάζεται τώρα να εποικοδομήσουμε πάνω σ’ εκείνες τις προτάσεις και να φέρουμε στην επιφάνεια τη συνάφειά τους με την τρέχουσα συγκυρία. (Το καλύτερο και πολύ δημοφιλές παράδειγμα εκείνων των προγενέστερων συμβάντων, που αξίζει να διαβαστεί ακόμη και σήμερα, είναι το βιβλίο του Richard Minns, Take over the City: The case for public ownership of financial institutions, Λονδίνο, Pluto 1982.)

Η κλίμακα της σημερινής κρίσης αφήνει ένα άνοιγμα για την ανανέωση της ριζοσπαστικής πολιτικής, που μπορεί να προωθήσει μια συστημική εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό. Θα ήταν τραγικό αν ένας εντελώς πιο φιλόδοξος στόχος από τον απλό συνετισμό του οικονομικού κεφάλαιου δεν ξαναγυρνούσε σήμερα στην επικαιρότητα. Είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι θα έπρεπε η οικονομία μας να υιοθετήσει τις πράσινες προτεραιότητες, χωρίς να κατανοεί ότι χρειαζόμαστε έναν δημοκρατικό τρόπο σχεδιασμού μέσα από νέους δημόσιους θεσμούς, οι οποίοι θα μας επιτρέπουν να παίρνουμε συλλογικές αποφάσεις για τη διανομή των πόρων σε σχέση μ’ αυτά που παράγουμε, καθώς και του πού και το πώς τα παράγουμε, ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε και να στηρίξουμε τη σχέση μας με το περιβάλλον. Μέσα στην παρούσα οικονομική κρίση φαίνονται οι λόγοι γιατί οδηγεί σ’ αδιέξοδο η εμπορία των αντισταθμίσεων σ’ εκπομπές διοξείδιου του άνθρακα σαν λύση στην κλιματική κρίση. Γιατί περιλαμβάνει εξαρτήσεις πάνω σ’ εκείνα τα παράγωγα της αγοράς, που είναι τόσο ασταθή, τόσο εγγενώς επιδεκτικά για οικονομικές χειραγωγήσεις κι εύτρωτα στα οικονομικά κραχ.

Ως προς τις άμεσες μεταρρυθμίσεις – σε μια κατάσταση που το μοναδικό ασφαλές χρέος είναι το δημόσιο χρέος – αυτές θα πρέπει να αρχίζουν με διεκδικήσεις για μεγάλα προγράμματα, που θα παρέχουν συλλογικές υπηρεσίες κι υποδομές, οι οποίες δεν θα αποζημιώνουν απλώς όσους έχουν εξασθενίσει, αλλά θα ανταποκρίνονται στους νέους ορισμούς των βασικών ανθρώπινων αναγκών και θα αποδέχονται τις σημερινές οικολογικές προκλήσεις.

Τέτοιες μεταρρυθμίσεις σύντομα θα προσκρούσουν πάνω στα όρια που τίθενται από την αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Γι’ αυτό το λόγο είναι τόσο σημαντικό να εγείρουμε το ζήτημα όχι μόνο της ρύθμισης των δημόσιων οικονομικών, αλλά και του μετασχηματισμού και της δημοκρατικοποίησης όλου του οικονομικού συστήματος. Αυτό που απαιτείται στην πραγματικότητα είναι να μετατρέψουμε ολόκληρο το τραπεζιτικό σύστημα σε μια δημόσια κοινωφελή υπηρεσία, έτσι ώστε η διανομή πιστώσεων και κεφάλαιου να πραγματοποιείται σε συμφωνία με τις δημοκρατικά καθιερωμένες προτεραιότητες, παρά με το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο έλεγχους του κεφάλαιου στο πλαίσιο των διεθνών δημοσιονομικών, αλλά ακόμη κι έλεγχους των εγχώριων επενδύσεων, αφού το ζήτημα της επιβολής έλεγχου πάνω στο δημοσιονομικό σύστημα έχει να κάνει και με το μετασχηματισμό των χρήσεων, στις οποίες τώρα αυτό τίθεται. Και θα απαιτούνται ακόμη περισσότερα πράγματα να γίνουν για τη δημοκρατικοποίηση της ευρύτερης οικονομίας και του κράτους.

Βέβαια, χωρίς την επανοικοδόμηση των λαϊκών ταξικών δυνάμεων μέσα από νέα κινήματα και κόμματα, μια τέτοια προσπάθεια θα πέσει στο κενό. Αλλά το κρίσιμο ζήτημα σ’ αυτή την επανοικοδόμηση είναι να μπορέσουν οι άνθρωποι να σκέφτονται πάλι με μια ενεργητική διάθεση. Ανεξάρτητα όμως από το πόσο βαθιά είναι η κρίση, από το σε πόση σύγχυση κι εξαχρείωση βρίσκονται οι οικονομικές ελίτ μέσα κι έξω από το κράτος κι από το πόσο εκτεταμένη είναι η λαϊκή κατακραυγή εναντίον τους, θα απαιτηθεί σκληρή και δεσμευμένη δουλειά από πάρα πολλούς ακτιβιστές. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και να σκεφτούμε τα δύσκολα ερωτήματα για το πώς θα είναι οι νέοι θεσμοί των δημοκρατικών δημοσιονομικών – και για το ποια είδη κινημάτων θα απαιτηθούν για να τους οικοδομήσουν.