
Προς μια κινηματική Τοπική Αυτοδιοίκηση
Ποιος μπορεί να είναι ο συγκεκριμένος -και όχι ο θεωρητικός και θεσμικός- ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε μία τέτοια δημορκατική κατάσταση; Πώς μπορεί μία προοδευτική κινηματική Τοπική Αυτοδιοίκηση να αντιδράσει; Είναι φανερό ότι σήμερα η υπεράσπιση των κοινών αγαθών προϋποθέτει εγγύηση συγκεκριμένου αποτελέσματος, εγγύηση ενός ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών και παροχών.
Το να μιλήσει κάποιος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε μία χώρα που μέσα από θεσμικές απειλές και χωρίς συναίνεση την ορίζει και κάθε τόσο της αλλάζει μορφή, μοιάζει συχνά με το ορεινά δύσβατα μονοπάτια της Πίνδου. Και ο λόγος είναι ότι ουσιαστικά καλείται να καταθέσει τη δική του ουσιαστικά πρόταση για ένα σύστημα που χωλαίνει. Και το πρόβλημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι ουδόλως θεσμικό. Εξάλλου, πολλές φορές έχει αναφανεί ότι τόσες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν επιφέρει καμία ουσιαστική αλλαγή στην κοινωνική της λειτουργία.
Οι πολιτικές θέσεις βέβαια για το ρόλο της είναι πολλές. Η Νέα Δημοκρατία τη βλέπει ως ένα ακόμα φορέα που θα εκτελεί εντολές της Κεντρικής Διοίκησης, καθώς τονίζει ότι στις αποκεντρωμένες και αυτοδιοικούμενες μονάδες μεταφέρεται το σύνολο σχεδόν των εκτελεστικών δραστηριοτήτων του κράτους. Το ΠΑΣΟΚ οραματίζει ένα ισχυρό Δήμο που μπορεί και πρέπει να σχεδιάζει και να υλοποιεί την τοπική ανάπτυξη σε συνεργασία με τις τοπικές παραγωγικές δυνάμεις και τις αντιπροσωπεύσεις τους[1]. Έτσι βέβαια με μία νεοφιλελεύθερη προοπτική βλέπει την Τοπική Αυτοδιοίκηση κυρίως ως μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και όχι γενικότερα ως κοινωνικό εκφραστή. Στην ίδια πάντως λογική προτείνει ενίσχυση των Δήμων με νέους πόρους και χρηματοδότηση[2], χωρίς να θέτει ένα ειδικότερο πλαίσιο αναφοράς αξιοποίησης των πόρων αυτών, αν και μάλλον το βλέπει προς την ανάπτυξη επενδύσεων με κοινωνική αναφορά. Οι λοιπές αριστερές δυνάμεις βρίσκουν μέσα από την τοπική επικράτηση την ευκαιρία να κινηθούν αντιπολιτευτικά.
Το πώς οράται πάντως η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι αξιοπρόσεκτο και μέσα από το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο που την ορίζει. Ας πούμε ότι χαρακτηριστικά σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτή κινείται έξω από το κράτος, περιορισμένη μόνο σε τοπικές υποθέσεις, χωρίς δικαίωμα λόγου για γενικότερα ζητήματα. Οι αυτοδιοικητικές αρμοδιότητες στεγανοποιούνται και διακρίνονται σε απόλυτο βαθμό από το κράτος, που σε καμία περίπτωση δε θέλει να νιώθει την πίεση και την απειλή των τοπικών αρχόντων. Η διάκριση κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης είναι εμφανής σε όλες τις σχετικές διατυπώσεις του Συντάγματος[3], ακόμα και εξετάζοντας τα όρια από νομική ή νομικίστικη σκοπιά. Αλλού όμως ρητά διατυπώνεται με διάταξη ότι οι ΟΤΑ ασκούν αρμοδιότητες που συνιστούναποστολή του κράτους. Γίνεται έτσι ορατή η αμηχανία της δημοκρατίας που από τη μια θέλει να φαίνεται πλουραλιστική και ανοιχτή στους πολίτες και από την άλλη να ελέγχει τις τοπικές κοινωνίας και τους εκφραστές της.
Είναι όμως αυτονόητο ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν κείται ούτε μπορεί να κινείται εκτός κράτους· δεν είναι βέβαια ούτε ακολούθημά του. Ο διφυής χαρακτήρας και συχνά αντιφατικός χαρακτήρας της έγινε φανερός και τις συζητήσεις στο Κοινοβούλιο το 2000 για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Η εμμονή πάντως του κράτους στις τοπικές υποθέσεις παραπέμπει ατυχώς σε μία στεγανή και σε κάθε περίπτωση απρόσφορη και ανεπίκαιρη διάκρισης μεταξύ κράτους και αυτοδιοίκησης[4] κάνοντάς την άλλοτε να φαντάζει ότι είναι φορέας ανεξάρτητος από το κράτος και άλλοτε να προσφέρει ως μηχανισμός κρατικές υπηρεσίες και να διενεργεί ελέγχους. Ουσιαστικά όμως η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί ένα ιδιότυπο ερμαφρόδιτο οργανισμό, ακόμα και αν το δούμε μέσα από στείρα νομικίστικη προοπτική.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ανάγκη το κράτος, δεν το αντιμάχεται ούτε όμως και αποτελεί φορέα εκτελεστικής εξουσίας, όπως το θέλουν οι μεταμοντέρνες αντιλήψεις. Έχει ανάγκη το κράτος για να θέσει το τοπικό της όραμα. Έτσι, όμως, οφείλει να κερδίσει τη μάχη της απαξίωσης των κρατικών υπηρεσιών με τη συνδρομή του κινήματος, είναι υποχρεωμένη να αποφύγει την πλήρη συρρίκνωσή του ακόμα και αν βρεθεί σε πορεία σύγκρουσης. Η σχέση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το κράτος είναι διαλεκτική και σε σπειροειδή κίνηση άλλοτε θα κινούνται συνεργατικά και άλλες φορές θα συγκρούονται. Το τοπικό όραμα δεν οράται μακριά από την κεντρική διοίκηση και η τοπική κοινωνία δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς το μετασχηματισμό όλης της κοινωνίας. Έχει σημαντική ευθύνη για την καλλιέργεια του οράματος· έχει την ευθύνη για την αμφισβήτηση των κάθε λογής δογμάτων. Η κίνηση μέσα από τους θεσμούς όχι μόνο δεν αμφισβητεί, αλλά και τελικά την κάνει έρμαιο της μεταμοντέρνας εκδοχής του συστήματος, που την (περι)ορίζει, χωρίς να αγωνιά να ξεφύγει από την περιχαράκωση που η πολιτική την κλείνει, από τη φίμωση που της επιβάλλει.
Ωστόσο, η νεοφιλελεύθερη λογική που επικράτησε τα τελευταία χρόνια και εξοβέλισε τις αληθινές δημοκρατικές ρίζες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βλέπει την τελευταία ως απειλή. Δεν εξηγείται αλλιώς η υπονόμευση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητάς της. δημοκράτες δημοσιογράφοι σε κάθε ευκαιρία συκοφαντούν[5], νομικοί κύκλοι την επαναφέρουν στο μεταμοντέρνο θεσμικό εναγκαλισμό[6] και το κράτος σε μία επιχειρηματική λογική μεταφέρει αρμοδιότητες χωρίς την ανάλογη χρηματοδότηση οδηγώντας από το χείρον στο χείριστο τις παρεχόμενες υπηρεσίες (βλ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, κτίρια πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης κτλ). Τοδημοκρατικό δίλημμα των πελατειακών εξαρτήσεων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης[7] απλά αποδεικνύει το φόβο τωνδημοκρατών εκφραστών για τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει, μία δύναμη πολιτική που δεν ξέρουν πώς να χαλιναγωγήσουν. Και ο φόβος αυτός γίνεται συστηματική προπαγάνδα με το πρόσχημα τοπικιστικών εξάρσεων, τοπικού λαϊκισμού, αντικρατικής ρητορείας και λαϊκής χειραγώγησης ή αδιαφάνειας και διαφθοράς.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να συνεργάζεται με τις πρωτοβουλίες και τις συσπειρώσεις των πολιτών που δημιουργούνται στα όριά τους. Να αφουγκράζεται τις ανησυχίες τους καλλιεργώντας το ίδιο το κινηματικό στοιχείο διεκδίκησης και έχοντας τους ως συμμάχους στο πλάι της ή ως κριτές για την υιοθέτηση νέων ιδεών. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δε λογοδοτεί όμως σε κλειστές συνελεύσεις. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να λογοδοτεί στο ίδιο το κίνημα, στους ίδιους τους συλλόγους, στις πρωτοβουλίες των κατοίκων. Οι κλειστές συναντήσεις στέκουν μακριά από την κινηματική δημοκρατία κι ενισχύουν την απάθεια τόσο των φορέων της όσο και των πολιτών. Το ίδιο το κίνημα είναι εκείνο που κρίνει, που στοχοθετεί, που ορίζει το μέλλον του.
Βέβαια στη σύγχρονη δημοκρατία, όπως υλοποιείται στις τοπικές κοινωνίες, οι αρχές όχι μόνο απεχθάνονται τις εκφράσεις της κινηματικής δημοκρατίας, αλλά και την αποθαρρύνουν με τις κλειστές συνεδριάσεις της. Ενώ η κρίση θα έπρεπε να απλώνεται σε κάθε γειτονιά με τη θεσμοθέτηση τοπικών συμβουλίων με τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και τη διεργασία προτάσεων και την υλοποίησή τους, οι δημοτικές διοικήσεις αρνούνται ακόμα και τη συγκρότηση άτυπων λαϊκών συνελεύσεων, έστω και συμβουλευτικών. Και φυσικά η δημοκρατικήκεντρική διοίκηση σε μία μεταμοντέρνα πολιτική λογική περιορίζει κάθε δημοτική αρμοδιότητα διατηρώντας μόνο για τον εαυτό της τη δύναμη παρόμοιας θεσμοθέτησης στο όνομα του θεοποιημένου δικαιώματος της νομοθετικής εξουσίας. και τούτο βεβαίως αποσκοπεί στη διαιώνιση του δημοκρατικού ελέγχου της. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση όμως δεν μπορεί να νιώσει δικαιωμένη μπροστά σ’ αυτόν τον κανιβαλισμό. Έχει κάθε λόγο στο όνομα της -αληθινής- δημοκρατίας να διεκδικεί τη νομοθετική δύναμη σύστασης αιρετών τοπικών συμβουλίων με οικονομική αυτοτέλεια σε κάθε γειτονιά. Και τέλος πάντων σε λογική σύγκρουσης με τη νομοθεσία, μπορεί να ιδρύσει τέτοια συμβούλια μόνη της.
Σήμερα όμως παρατηρούμε όχι μόνο τον ανδραποδισμό των οργανωτικών εκφράσεων της κινηματικής δημοκρατίας, αλλά ειδικά σε τοπικό επίπεδο της περιθωριοποίησή τους από δημοτικές και νομαρχιακές αρχές. Ο αρχο-κεντρισμός των αιρετών σε συνδυασμό με την υπερβολική εξουσία που προσφέρει το δημοκρατικό δίκαιο όχι μόνο απορρίπτουν τις προτάσεις, αλλά και συχνότατα τις στιγματίζουν ως αιρετικές και αντιδραστικές. Όχι μόνο τέτοιες πρωτοβουλίες δε λαμβάνονται υπόψη, επειδή δεν κινούνται προς την κατεύθυνση εξυπηρέτησηςδημοκρατικών συμφερόντων, αλλά ενίοτε καταδικάζονται από αιρετά τοπικά όργανα που κινούν και δικαστικές διαδικασίες εναντίον τους. Από την άλλη βέβαια, έχουμε τη δημαγωγική εκμετάλλευση των ιδεών τους για την προβολή συγκεκριμένων αιρετών προσώπων.
Παράλληλα, βλέπουμε ότι είναι μία ευκαιρία για τοπική δημοκρατία χωρίς όργανα ελέγχου ή καθοδήγησης, αλλά για την ελευθερία του κινήματος όταν ο λαός σε συνελεύσεις (άτυπα θεσμοθετημένες) το ζητά. Ακόμα όμως και όταν οι λαϊκές αποφάσεις είναι παράνομες (ένας νόμος αντιδημοκρατικός τίθεται σε αμφισβήτηση) πρέπει να κινητοποιείται μία κινηματική δράση ενάντια στον ίδια το θεσμό και τα όργανά του. Και τούτο διότι σε κάθε περίπτωση η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να ξεφύγει από τη λογική του μηχανισμό χειραγώγησης, ρουσφετολογία, τόπου άνθισης της γραφειοκρατικής και πολιτικής διαφθοράς που στρέφει τελικά τον πολίτη στην ατομική διεκδίκηση με πλάγια μέσα και όχι στην οργανωμένη συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων του.
[1] Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η πρόσκληση μιας νέας Μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ΚΕΔΚΕ, Μάρτιος 2008, σελ. 8.
[2] Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ό.π., σελ. 9.
[3] Γιώργος Σωτηρέλης, Η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σελ. 53-54.
[4] Γιώργος Σωτηρέλης, ό.π., σελ. 38.
[5] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άκρως φιλοδημοκρατικό και αντι-αυτοδιοικητικό άρθρο της Καθημερινής(13/10/2002) που κάνει λόγο διαφθορά θηριωδών διαστάσεων και μεγάλη επιθυμία ανάδειξης σε αυτοδιοικητικές θέσεις, λόγω των μεγάλων οικονομικών ποσών που διαχειρίζονται πια οι δήμοι.
[6] Για παράδειγμα, ο Σωτηρέλης προτείνει τη δημιουργία νέων θεσμικών οργάνων ελέγχου των δήμων που ουσιαστικά ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη δημοκρατική γραφειοκρατία και αφήνουν μακριά το λαϊκό παράγοντα· λαϊκή συμμετοχή στις προτάσεις αυτές χρειάζεται μόνο για νομιμοποίηση των αυτοδιοικητικών αποφάσεων και όχι για τον έλεγχό τους. Η κινηματική βέβαια αντίληψη θέτει ως κεντρικό σημείο ελέγχου την ίδια την κοινωνία και καθιστά τον πολίτη ελεγκτή των διοικήσεων που επιλέγει, αποφεύγοντας έτσι τις 4ετείς τυραννικής έμπνευσης ανεξέλεγκτες τάσεις άσκησης αυτόβουλης πολιτικής. Η εποπτεία, λοιπόν, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης οφείλει να είναι λαϊκή και όχι θεσμική και γραφειοκρατική.
[7] Γιώργος Σωτηρέλης, ό.π., σελ. 95.
((








