Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009


Διάφορα

Επιστήμη και Πνευματικότητα

«Φαίνεται ότι και οι απαιτήσεις της αλήθειας και οι πνευματικές ανάγκες της ανθρωπότητας απαιτούν την αποκατάσταση των βεντικών αληθειών... Έρχεται γοργά η στιγμή που η ανθρώπινη διάνοια, ενήμερη για την πολυπλοκότητα του κόσμου, θα είναι περισσότερο πρόθυμη να μάθει και λιγότερο να διαφωνήσει...».

Sri Aurobindo

Σε ένα άρθρο του για την ιερή και την κοσμική επιστήμη ο συγγραφέας Ρόμπερτ Γουΐλκινσον επισημαίνει ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, που απαιτεί και ταυτόχρονη αλλαγή του κοσμολογικού της παραδείγματος. Οι περισσότεροι στοχαστές γνωρίζουν ότι ο κόσμος περνά από μια διαδικασία της αλλαγής. Εξαιτίας της διαδεδομένης κρίσης που συνοδεύει μια μετατόπιση αυτής της φύσης, ορισμένοι θεωρούν ότι ζούμε εν τω μέσω μιας βιβλικής αποκάλυψης. 'Aλλοι, περισσότερο ευαίσθητοι στη δυναμική της συλλογικής μας εξέλιξης, αναγνωρίζουν αυτό το χάος ως πρόδρομο για ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός στην ανθρώπινη ιστορία.

Ας δούμε, όμως, ποια είναι η αιτία αυτού του συλλογικού χάους αναδεύοντας το παρόν γύρω μας, έτσι ώστε να διακρίνουμε ορισμένες δημιουργικές λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, που θα μας επιτρέψουν να αγκαλιάσουμε τις αλλαγές ως τμήμα ενός αισιόδοξου εξελικτικού οράματος. Σε κάθε μεγάλη ιστορική μετάβαση υπήρξαν άτομα με ασυνήθιστη διαίσθηση που αναγνώρισαν τα σημάδια του μετασχηματισμού και έχουν ανηγγείλαν την παρουσία του. Μια από τις καθαρότερες φωνές ανήκει στον Βάσλαβ Χάβελ, τον Πρόεδρο της Τσεχίας. Στην ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία του στην Αίθουσα της Ανεξαρτησίας της Φιλαδέλφειας, ο Χάβελ απέδωσε το χάος του μεταμοντέρνου κόσμου στην αποτυχία του ορθολογισμού και της επιστημονικής ηθικής:

«Σήμερα, πολλά πράγματα δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Στην έξοδο αυτής της περιόδου κάτι φαίνεται να γεννιέται αλλά με τρόπο οδυνηρό. Το παρόν θρυμματίζεται αποσυντίθεται και εξαντλείται, ενώ κάτι άλλο, δυσδιάκριτο ακόμα, προκύπτει από τα ερείπια... Η παγκόσμια σύγχρονη επιστήμη φαίνεται να εξαντλεί τις δυνατότητές της. Είναι όλο και περισσότερο σαφές ότι κάτι λείπει. Η Επιστήμη δεν τα καταφέρνει, ως τώρα, να συνδεθεί με την εγγενή φύση της πραγματικότητας και με τη φυσική ανθρώπινη εμπειρία. Φαίνεται περισσότερο ως πηγή αποσύνθεσης και αμφιβολίας παρά πηγή ολοκλήρωσης και σημασίας... Σήμερα, για παράδειγμα, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τον κόσμο από ότι οι πρόγονοί μας. Κι όμως, φαίνεται όλο και περισσότερο ότι εκείνοι γνώριζαν κάτι πιο ουσιαστικό, κάτι που μας διαφέυγει».

Αίθουσα Ανεξαρτησίας, Φιλαδέλφεια, 4 Ιουλίου 1994.

Όλο και περισσότεροι αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι μια μετατόπιση του παραδείγματος προς μια πιο ακέραια κοσμοαντίληψη είναι κρίσιμη για την επιβίωσή μας, αλλά οι περισσότεροι είναι ασαφείς σε ό,τι αφορά στο πώς πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο. Ο Χάβελ πρότεινε δύο θεωρίες, που αντλούνται από τις αρχαίες πνευματικές παραδόσεις, τις οποίες θεωρεί ικανές να οδηγήσουν σε αποκατάσταση της ανθρώπινης κοσμικής συνειδητοποίησης. Η «Ανθρωπική Κοσμολογική Αρχή» είναι μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος διαμορφώθηκε εσκεμμένα, με τις σωστές τιμές, για να υποστηρίξει την ευφυή ζωή. Μια παράλληλη θεωρία, η «Υπόθεση Γαία», βεβαιώνει ότι είμαστε όλοι αλληλοεξαρτώμενα τμήματα ενός μεγαλύτερου, ευφυούς συνόλου. Ενώ αυτές οι θεωρίες είναι σημαντικές ως προς το σκοπό και την πληρότητά τους, είναι αβέβαιο πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξουν την παρούσα πορεία του επιστημονικού υλισμού. Επιπλέον, ο Χάβελ μας δίνει μια σημαντική ένδειξη. Το κλειδί για την κατανόηση του παρόντος διλήμματός μας είναι με τη θέασή του, σε αντίθεση με την πληρότητα των αρχαίων πολιτισμών. Πρέπει να σημειωθεί, εντούτοις, ότι δεν είναι οι θεωρίες του παρελθόντος που θα εμπνεύσουν μια αναγέννηση της ανθρώπινης συνείδησης αλλά μια αποκατάσταση της γνώσης και του οράματος που ενέπνευσε εκείνους τους πολιτισμούς.

Η Διαφοροποίηση

Σύμφωνα με την άποψη του Σρι Ορομπίντο το πιεστικότερο πρόβλημα του μεταμοντέρνου κόσμου είναι ότι βρίσκεται εκτός ισορροπίας. Την άποψή του εξηγεί ως εξής:

"Αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα υποβάλλεται σε μια εξελικτική κρίση, στην οποία κρύβεται μια επιλογή του πεπρωμένου της. Από μια άποψη ο ανθρώπινος νους έχει επιτύχει μια τεράστια ανάπτυξη, από την άλλη, όμως, στέκει αποσβολώμένος και είναι συγχυσμένος, καθώς δεν μπορεί πλέον να βρεί το δρόμο του... Ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει ένα πολιτισμικό σύστημα που έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλο για την περιορισμένη διανοητική ικανότητα και κατανόησή του. Καθώς μάλιστα διαθέτει ακόμα περισσότερο περιορισμένη ικανότητα να διαχειρίζεται και να χρησιμοποιεί αυτό το σύστημα, απλά έχει δημιουργήσει έναν επικίνδυνο υπηρέτη για τις ορέξεις του εγώ του».

Η διαφορά της ανάπτυξης στην οποία αναφέρεται ο Ορομπίντο δεν είναι πουθενά τόσο εμφανής όσο στις δύο μεγάλες δυνάμεις που οδηγούν το σύγχρονο πολιτισμό μας, την επιστήμη και την πνευματικότητα. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Χιλιάδες χρόνια πριν η πνευματικότητα και η επιστήμη ήταν ένα. Ο σοφός ήταν επιστήμονας, αστρονόμος, αστρολόγος και ιερέας. Γύρω από το τέλος της πρώτης χιλιετίας, μια διαδικασία της διαφοροποίησης έγινε εμφανής και έτσι η πνευματικότητα και η επιστήμη πολώθηκαν, λες και κάθε ημισφαίριο της συλλογικής νευρολογίας μας άρχισε να δουλεύει με τρόπο ασύγχρονο και αυτόνομο. Με αυτόν τον τρόπο περίπου αποκαλύφθηκαν τα δύο άκρα της δυτικής φιλοσοφίας, η αριστοτελική λογική και ο πλατωνικός μυστικισμός.

Με τον ίδιο τρόπο που το παιδί εγκαταλείπει το σπίτι του, η επιστήμη εγκατέλειψε την εγγενή σύνδεσή της με την πνευματικότητα και ξεκίνησε από μόνη της να ερευνήσει τα μυστήρια του φυσικού κόσμου. Τούτο το γεγονός χαρακτήρισε την αναχώρηση της γνώσης από τη σοφία και οδήγησε σε χίλια χρόνια αποξένωσης αυτών των δύο μεγάλων κοσμοαντιλήψεων.

Από φύση της η επιστήμη προσπαθεί να περιγράψει και να ερμηνεύσει τη φύση. Με τον ορθολογισμό ως εργαλείο της και την εμπειριοκρατία ως μέθοδό της προσπάθησε να κατακτήσει την ποικιλομορφία του υλικού κόσμου και να την προσαρμόσει σε μια ομοιομορφία σκέψης. Ο ενδεχόμενος στόχος της ήταν η ανακάλυψη μιας ενιαίας θεωρίας, που θα μπορούσε να περιγράψει την τάξη του κόσμου. Η αναζήτηση αυτής της τελευταίας θεωρίας οδήγησε αναπόφευκτα στο ζήτημα της προέλευσης της ύλης και μια αναγωγική διαδικασία που οδηγούσε σταδιακά στα δομικά στοιχεία της ύλης. Στόχος ήταν η επανασυναρμολόγηση αυτών των δομικών στοιχείων για τη δημιουργία μιας επιστημονικής υπόθεσης. Αυτές οι παρατηρήσεις οδήγησαν στο πρότυπο ενός αμετάβλητου αιτιοκρατικού κόσμου, στον οποίο ο καρτεσιανός δυϊσμός και η νευτώνεια φυσική ενώθηκαν για να περιγράψουν τον κόσμο ως μεγάλη μηχανή.

Σε αντίθεση με τούτη την αποσπασματική επιστημονική άποψη, οι αρχαίοι σοφοί αγκάλιασαν το πνεύμα και την ύλη ως ένα. Η ουσία και των δύο έγινε αντιληπτή ως συνείδηση σε διαφορετικές καταστάσεις δόνησης ή αντήχησης. Η γέφυρα μεταξύ των υπερβατικών και των φυσικών σφαιρών διαμορφώθηκε από τα αρχαία συστήματα ολοκλήρωσης, που βασίστηκαν σε μια φωτισμένη κατανόηση της κοσμικής αρμονίας. Οι σοφοί αναγνώρισαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ίδια η δομή του περιείχε το μυστικό μιας ιερής και αιώνιας τάξης. Αυτή η τάξη αποκαλύπτεται ως κοσμική και πλανητική αρμονία, πριν φθάσει σε μια ιδιαίτερα συγκεκριμένη εξατομίκευση στην ανθρώπινη ύπαρξη. Όταν κατανοείται πλήρως, τούτη η κοινή τάξη παρέχει ένα κλειδί για την κατανόηση της εσωτερικής ουσίας οποιασδήποτε δεδομένης κατάστασης ή γεγονότος. Αποκαλύπτει, επίσης, τη σχετικότητά της στο χρόνο και το χώρο. Αλλά με την προσπάθεια της επιστήμης να ταξινομήσει και να κατακτήσει τον υλικό κόσμο, η πνευματικότητα εγκατέλειψε αυτή την υψηλή γνώση. Προκειμένου να προστατευθεί η υπερβατική ακεραιότητά της και να αντιμετωπιστεί ο πόνος και ο βάσανος μιας υλικής θεώρησης του κόσμου, υποχώρησε σε μια άρνηση της ύλης. Οι φιλόσοφοι και οι μυστικιστές άρχισαν να αναγγέλλουν ότι όλη η δημιουργία στην ύλη είναι «maya» ή ψευδαίσθηση, ένα παραπλανητικό πέπλο, το οποίο οι αναζητητές της αλήθειας πρέπει να σχίσουν, προκειμένου να επιτευχθεί το άχρονο και το απόλυτο. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης, η σύνδεση μεταξύ του πνεύματος και της ύλης χάθηκε, η ενδιάμεση μετάβαση περιήλθε στο σκοτάδι και θεωρήθηκε σύντομα άσχετη.

Η Πατρίτσια Νορέλι-Μπατσελέ εξηγεί τις βαθιές συνέπειες αυτής της στροφής: «Όταν ο σοφός δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιήσει τον κόσμο για να εκφράσει την πνευματική εμπειρία του, εισήγαγε το διαχωρισμό... μεταξύ της μορφής και της ουσίας. Το πιο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι η ίδια η ουσία παραμορφώθηκε. Η εμπειρία μεταστράφηκε σε ένα όραμα δίχως σκοπό, ενώ η ανυπαρξία και τα κενό χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή της ανώτερης αλήθειας. Ήταν μια λογική ανάπτυξη σε έναν κόσμο στον οποίο ο κόσμος έχασε την αίσθησή του, το σκοπό του και τη σχέση της ενότητάς του με τον άνθρωπο και την εξέλιξη της συνείδησης στη γη. Κυρίως, όμως, η δημιουργία στερήθηκε της ιερότητάς της».

Αρχίζοντας από το Βουδισμό, κάθε πνευματική πραγμάτωση τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια μας οδηγεί μακρύτερα από τον υλικό κόσμο μέσω της διαφυγής σε άλλους κόσμους. Οι θρησκείες πιστοποιούν ότι η σωτηρία, εάν υπάρχει, μπορεί μόνο να συμβεί σε κάποιον ουρανό μετά από το φυσικό θάνατο ή σε κάποιο νιρβανικό κενό, οπουδήποτε αλλού, εκτός από τον κόσμο κατοικούμε. Συνέπεια αυτής της αντίληψης ήταν το γεγονός ότι η θρησκεία έχασε σύντομα το δικαίωμά της να καθοδηγεί την εξέλιξη. Η επιστήμη κινήθηκε προς τα εμπρός για να γεμίσει το κενό και έγινε ο επίσημος γραφέας και φύλακας της ιστορίας του κόσμου.

Από την άλλη, το νευτώνειο-καρτεσιανό παράδειγμα με το άκαμπτο αιτιοκρατικό πρότυπό του για τον κόσμο χαρακτήρισε το ύψος της αποξένωσης της επιστήμης από την πνευματικότητα. Η επίδραση αυτής της πόλωσης είναι ακόμα και σήμερα παρούσα. Έχουμε τη θρησκεία από τη μία που βλέπει ως αντίποδα και κακό την ύλη, και την επιστήμη από την άλλη να αρνείται οεισματικά τις λεπτότερες σφαίρες της πραγματικότητας. Το χάσμα μεταξύ των δύο έχει βαθύνει, στο σημείο όπου η αρμονία και η ολοκλήρωση φαίνονται αδύνατες να επιτευχθούν. Η επιρροή αυτών των ελλιπών και ανταγωνιστικών κοσμοαντιλήψεων έχει οδηγήσει την επιστήμη και την πνευματικότητα στο ανώτατο όριο μιας σημαντικής κρίσης, στην οποία και οι δύο πρέπει να ανακαλύψουν ένα νέο και περιεκτικό παράδειγμα, προκειμένου να βιωθεί οποιαδήποτε σημαντική συνοχή της ύπαρξης. Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη έχουν κατασκευάσει ένα μοντέλο του κόσμου δίχως βαθύτερη σημασία, που λαμβάνει μάλιστα ως δεδομένο το θέμα της ανθρώπινης ζωής μέσω κατασκευασμένων μοντέλων. Τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, τα ναρκωτικά, η βία και η έλλειψη ηθικών αξιών είναι μια άμεση έκφραση αυτών των φιλοσοφιών που ουσιαστικά αρνούνται τη ζωή.

Η Μετατόπιση του Παραδείγματος

Σε αντίθεση με τη θρησκεία, η επιστήμη είναι περισσότερο άνετη με τη μετατόπιση των παραδειγμάτων. Δεδομένου ότι επιδιώκει διαρκώς μια ενοποιημένη θεωρητική βάση, είναι υποχρεωμένη να αγκαλιάζει τις νέες ιδέες ως μέσα που θα τη βοηθήσουν στην εξέλιξή της. Στην πραγματικότητα, η ιστορία της επιστημονικής σύλληψης μπορεί να θεωρηθεί ως τοπίο διαρκούς μετατόπισης των ιδεών που ρέουν προς ένα συνεπέστερο πρότυπο του κόσμου. Στους προηγούμενους αιώνες, εντούτοις, αυτές οι μετατοπίσεις του παραδείγματος ήταν λίγες και όχι συχνές. Διήρκεσε περίπου 400 χρόνια η αριστοτελική κοσμολογία, που δίδαξε ότι η γη ήταν το κέντρο του κόσμου, για να δώσει τόπο στην κοπερνίκεια επανάσταση, η οποία υποστήριξε ότι η γη και οι πλανήτες κινούνταν σε μια κυκλική τροχιά γύρω από τον ήλιο. Χρειάστηκαν άλλα εκατό χρόνια για να αποδείξει ο Κέπλερ ότι οι πλανήτες κινούνταν σε ελλειπτική τροχιά και να προτείνει ο Νεύτων τους νόμους της βαρύτητας που ανάγκαζαν τη γη και τους πλανήτες να ακολουθούν αυτή την ελλειπτική πορεία.

Με τις καθορισμένες ιδέες περί διαστήματος και χρόνου, η νευτώνεια φυσική έγινε η βάση της επιστήμης για σχεδόν 200 χρόνια, έως το 1905, όταν ανατράπηκε από τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Οι ανακαλύψεις του Αϊνστάιν ακολουθήθηκαν στη δεκαετία του '20 από την ανάπτυξη της κβαντικής φυσικής που είναι βασισμένη στην πεποίθηση ότι οι μοριακές και ατομικές ιδιότητες της ύλης παρέχουν σημαντικές ενδείξεις για την παραγωγή των μακροκοσμικών ιδιοτήτων της.

Από τη δεκαετία του '20 γίνεται μια επανάσταση στην επιστημονική θεωρία. Από τότε που επιστήμονες όπως ο Άρθουρ Έντιγκτον και ο ΤζέιμςΤζινς άρχισαν να αναγγέλλουν ότι «η ουσία του κόσμου είναι νοητική ουσία», ο κόσμος φαίνεται περισσότερο ως μια μεγάλη σκέψη, παρά μια μεγάλη μηχανή. Στην πραγτματικότητα τέθηκαν υπό αμφισβήτηση όλες τις πιό βασικές επιστημονικές υποθέσεις. Αυτό επιτάχυνε την κατάρρευση του παλαιού νευτώνειου παραδείγματος και προκάλεσε ποικίλες νέες θεωρίες σχετικά με τη φύση της ύλης. Η διέγερση των νέων εννοιών οδήγησε την επιστήμη πλησιέστερα στα θεμέλια της πραγματικότητας. Και μερικές από αυτές τις ελπιδοφόρες νέες θεωρίες εισήγαγαν το στοιχείο της συνείδησης στην επιστημονική εξίσωση.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα έχουμε δει την άνοδο των λαμπρών θεωρητικών όπως ο Ντέιβιντ Μπομ, που εισήγαγε την ιδέα ενός «ολογραφικού σύμπαντος», μια αλληλοεξαρτώμενης πραγματικότητας στην οποία κάθε μέρος απεικονίζει το σύνολο. Στο βιβλίο του, για την εκδιπλούμενη τάξη ο Μπομ έδωσε στην επιστήμη μια απολύτως νέα θεώρηση για την προέλευση της ύλης και της δυναμικής μεταξύ των λεπτών και φυσικών σφαιρών. Η εργασία του για τη μηδενική ενέργεια τελικά οδήγησε στη διατύπωση του κβαντικού κενού. Σε μια πιο προσεκτική εξέταση, αυτή η θεωρία επιδεικνύει καταφανή ομοιότητα με τα λεπτά πεδία που περιγράφουν οι αρχαίοι σοφοί ως φωτοβόλο αιθέρα.

Σήμερα, οι επιστήμονες περιγράφουν τον κόσμο από την άποψη δύο βασικών θεωρητικών προτύπων, τη γενική θεωρία της σχετικότητας, η οποία εξετάζει τη δομή μεγάλης κλίμακας του κόσμου και της καβαντομηχανικής, η οποία εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα σε εξαιρετικά μικρές κλίμακες. Αυτά τα δύο εννοιολογικά πρότυπα είναι είναι ασυμβίβαστα το ένα με το άλλο ειδικά σε ό,τι αφορά στις επιδράσεις του βαρυτικού πεδίου. Η προσέγγιση που φαίνεται να προσφέρει την καλύτερη ελπίδα συνδυασμού αυτών των ασυμβίβαστων θεωριών είναι για τους επιστήμονες η επιστροφή σε μια προηγούμενη στιγμή της δημιουργίας -μια πυκνότερη κβαντική εποχή κατά την οποία όλα στον εκδηλωμένο κόσμο ήταν αδιαφοροποίητα και συμπιεσμένα σε μια ιδιομορφία μικρότερη από ένα άτομο. Από χρονικής άποψης, τούτη η αρχική πυκνότητα θα μπορούσε να είχε υπάρξει στα πρώτα εκατομμυριοστά ενός δευτερολέπτου μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, μια μέτρηση γνωστή ως «χρόνος Πλανκ». Οι επιστήμονες θεωρούν ότι αν μπορούν να αναπαράγουν τους φυσικούς νόμους που διέπουν αυτή τη θεωρητική κατάσταση, θα είναι σε θέση να καταλάβουν τις αλλαγές που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της φάσης της εξάπλωσης που ακολουθεί και να βρουν τελικά ένα πρότυπο που θα ενσωματώσει όλες τις φυσικές δυνάμεις σε μια μεγάλη ενοποιημένη θεωρία της πραγματικότητας.

Μέχρι τη δεκαετία του '80 υπήρχε η ελπίδα ότι η Θεωρία των Χορδών θα ήταν το κλειδί που θα περιέγραφε τελικά τη σύνδεση μεταξύ μικροσκοπικού και του κοσμολογικού, επειδή η πρόβλεψη γεγονότων της ήταν σχεδόν η ίδια με τη γενική σχετικότητα. Ανακοινώθηκε ως αληθινά περιεκτική θεωρία, που θα μπορούσε τελικά να ενοποιήσει την κβαντομηχανική με τη θεωρία και την κοσμολογία της σχετικότητας...εκτός από μερικά μικρά προβλήματα. Για να δουλέψει η θεωρία των χορδών ο χωροχρόνος πρέπει να έχει 26 διαστάσεις αντί των συνηθισμένων 4. Δεδομένου μάλιστα ότι οι βαρυτικές δυνάμεις μειώνονται με την προσθήκη περισσότερων διαστάσεων, τούτη η προσέγγιση δεν αντιστοιχεί με την κλασική εικόνα του κόσμου μας, ούτε υποστηρίζει ή εξηγεί την αρμονική λειτουργία του. Επιπλέον, είναι αδύνατο να εξετάσει κανείς τις προβλέψεις της θεωρίας σειράς επειδή τα εργαστήρια είναι ανίκανα να αναπαραγάγουν τις ακραίες θερμοκρασίες και τις πυκνότητες που υπάρχουν στην κλίμακα Πλανκ, στην οποία ισχύουν αυτά τα κβαντικά αποτελέσματα. Σε τελική ανάλυση, η θεωρία του κβαντικού κενού και των χορδών δεν έχει λύσει πραγματικά τίποτα. Απλά έχει προσδιορίσει ένα μηδενικό σημείο το οποίο η εμπειρική επιστήμη δεν μπορεί να υπερβεί. Οι επιστήμονες έφτασαν τελικά τελικά στη μήτρα της δημιουργίας, και είναι ακριβώς όπως τη διατύπωσαν οι αρχαίοι σοφοί -απροσμέτρητη. Οι νόμοι της φυσικής εκμηδενίζονται σε αυτό το κατώτατο όριο, επειδή ακριβώς δεν μπορούν να μετρήσουν την άπειρη πυκνότητά του.

Ενώ η θεωρία των χορδών συνεχίζει να απολαμβάνει μεγάλης δημοτικότητας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιβεβλημένη ρύθμιση μεταξύ της κβαντομηχανικής και της θεωρίας της σχετικότητας. Δεν αντέχει καμία σύγκριση με τον κόσμο που βλέπουμε γύρω μας, δε μας παρέχει κάποια ακέραια γνώση και δεν έχουμε ουσιαστικά καμία σύνδεση με τη βιωμένη ανθρώπινη εμπειρία. Το χειρότερο, όμως, είναι η αποτυχία της να βρεί μια ενοποιητική αρχή, που έχει προκαλέσει και την αυξανόμενη συναίνεση πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Συνεπώς δεν υπάρχουν σταθερά σημεία αναφοράς, ένας axis mundi, να συγκρατεί τον κόσμο σε αρμονική τάξη. Δυστυχώς, ο κόσμος που βλέπουμε γύρω από μας και στην τηλεόραση είναι καθημερινά μια ζωηρή αντανάκλαση τούτης της μηδενιστικής επιστημονικής άποψης.

Εξετάζοντας την πρόοδο και την κατεύθυνση της επιστήμης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, είναι εμφανές ότι κινείται πλησιέστερα προς την περιγραφή μιας πραγματικότητας σύμφωνης με την αρχαία σοφία. Ωστόσο, παρά τις προόδους, οι επιστήμονες βρίσκονται αντιμέτωποι ακόμα με ένα θεμελιώδες πρόβλημα: ανεξάρτητα από το πόσο η στενή επιστήμη φαίνεται να έρχεται στην αλήθεια, αυτό δεν εμποδίζεται απελπισμένα από τη μορφή έρευνάς του. «Αυτό που παρατηρούμε», είπε ο νομπελίστας Βέρνερ Χάιζεμπεργκ, «δεν είναι η ίδια φύση, αλλά η φύση που εκτίθεται στη μέθοδό μας». Αυτό είναι και το πρόβλημα με όλες τις επιστήμες. Ταυτίζουν τη φαινομενική εικόνα –μιά εικόνα που διαρκώς αλλάζει σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας- με την πραγματικότητα και δεν αντιλαμβάνονται τη μεγαλύτερη, την ευρύτερη πραγματικότητα που μας αγκαλιάζει, τη συνείδηση που διαποτίζει όλη τη σφαίρα της Δημιουργίας.