Κυριακή 26 Ιουλίου 2009


ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Η δυνατότητά μας να γνωρίζουμε την πραγματικότητα προέρχεται από αυτήν την ίδια, στην οποία είμαστε σαν ένα από τα μέρη της και η γνώση μας έχει αρχίσει -με την πρώτη αντίληψή μας- πριν αναρωτηθούμε αν την έχουμε. Όπως δεν είναι αναγκαίο να διανοηθούμε ποιο είναι γενικά το Σύμπαν για να μπορούμε να διαπιστώνουμε ποια από εκείνα που αντιλαμβανόμαστε υπάρχουν πραγματικά. Η ίδια η αντίληψη είναι ένας τρόπος εννόησης δημιουργημένη έμμεσα από τα ίδια τα πράγματα και γι’ αυτό είναι απ΄ όλους αυτονόητη και χρησιμεύει στις δραστηριότητές μας σαν βάσιμη, υπολογίσιμη και αξιόπιστη αλήθεια.Τα πράγματα έχουν κοινά και σταθερά στοιχεία, δεν είναι τελείως άσχετα, διαφορετικά ή απροσδιόριστα το ένα από το άλλο και εμείς μπορούμε να τα αντιλαμβανόμαστε, με πρώτα αφηρημένα γνωστικά στοιχεία τα αισθήματα. Από τους συνδυασμούς των αισθημάτων προσέχουμε, ξεχωρίζουμε και διαμορφώνουμε τις έννοιες του λόγου. Η αντίληψη πρέπει να αρχίζει από κάποια αφαίρεση, που γίνεται μόνη της (απρόσεκτα), γιατί αν όχι , τότε δε θα υπήρχαν μη αντιληπτά μέρη της πραγματικότητας. Θα ήταν όλα αμέσως αντιληπτά. Αν ο προσδιορισμός της αντίληψης γινόταν μόνο από τα εξωτερικά πράγματα, τότε αυτή θα έπρεπε να μας δείχνει πολύ περισσότερα, αν όχι το σύνολο τους. Εξαρτάται από τους δυνατούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να επηρεάζεται η ελλιπής πραγματικότητα του εαυτού μας. Δηλαδή δεν είμαστε τα πάντα και δεν επηρεαζόμαστε ταυτόχρονα με όλους τους δυνατούς τρόπους.Χωρίς την ύπαρξή μας, βεβαίως θα ήταν αδύνατο να έχουμε κάποια αντίληψη ή εμπειρία και επομένως, αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι ανεξάρτητη από την ποιότητα και τις δυνατότητες της ύπαρξής μας. Η ποιότητα της αντίληψης δεν είναι ανεξάρτητη από τον εαυτό μας στο σύνολό του. Αυτό μπορούμε να το πούμε, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούμε ειδικότερα σε κάποια από τα μέρη του εαυτού μας ή για μερικές ιδιότητές του. Όπως λ.χ. στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στα αισθητήρια όργανα. Ο επηρεασμός ή η αλλαγή στην ποιότητα, στις δυνατότητες και στις σχέσεις του εαυτού μας με τα εξωτερικά πράγματα επηρεάζει (άμεσα ή πιο έμμεσα) ποια πράγματα, που και πότε τα αντιλαμβανόμαστε, όπως και τη δυνατότητα της αντίληψης. Για τον ίδιο λόγο, ένας άλλος, ο οποίος δεν είναι με την ίδια ποιότητα, δυνατότητες και σχέσεις δεν αντιλαμβάνεται τα ίδια πράγματα ή στην ίδια στιγμή.Η αντίληψη των εξωτερικών πραγμάτων είναι πάντοτε ένα αποτέλεσμα από τη σχέση ανάμεσα σ’ εκείνα και στον εαυτό μας. Αυτή η σχέση μας με τα πράγματα (η θέση, η στιγμή, η κατεύθυνση, η απόσταση, η γωνία, η βιολογική και η ψυχική κατάσταση κ.λ.π) αλλάζει με διάφορους τρόπους και δείχνει πάντοτε ένα μέρος από την πραγματικότητα, ποτέ το σύνολό της. Η αντίληψη του συνόλου δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί. Έτσι, η ίδια η αντίληψη (η πληροφορία μας, εάν προτιμάτε) είναι αποσπασματική γνώση της πραγματικότητας, όπως είναι οι έννοιες του λόγου και δεν δείχνει τα πράγματα, όπως ακριβώς είναι μόνα τους (και με όλους τους δυνατούς τρόπους). Το ότι η αντίληψη δεν είναι άμεσα τα πράγματα και δεν μας τα δείχνει ακριβώς όπως είναι (δηλαδή ανεξάρτητα από τον εαυτό μας), αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν. Αντιθέτως σημαίνει, ότι εκείνα δεν είναι τελείως διαφορετικά από εμάς και ακόμα, ότι τα πράγματα δεν είναι χωρίς σχέσεις, αλληλεπιδράσεις και κοινά στοιχεία.Δεν είναι δυνατό ν’ αντιλαμβανόμαστε όλα τα πράγματα στην ίδια στιγμή (ή όλα τα μέρη τους) και η αντίληψη πρέπει ν’ αποτελείται από μερικά σταθερά γνωρίσματα, ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχούν σε κάποια στοιχεία των πραγμάτων. Αυτά τα «ασύνθετα» γνωρίσματα στη σύσταση μιας πολυσήμαντης αντίληψης, τα οποία ονομάζουμε «αισθήματα», είναι και αυτά έννοιες, δηλαδή κοινά και σταθερά γνωρίσματα με αφηρημένη σημασία. Τα αισθήματα, όπως λ.χ. ένα χρώμα ή το αίσθημα της θερμοκρασίας είναι έννοιες υπό την αισθητικότητα (με εξωτερική επίδραση), διότι είναι κοινά και σταθερά γνωρίσματα. Γνωρίσματα από κάποια αφαίρεση, η οποία γίνεται μόνη της και μας δείχνουν χωρίς διαφορές (και λεπτομέρειες) ακόμα και όταν τα πράγματα δεν είναι διαρκώς τα ίδια. Η "παρανόηση" αρχίζει άμεσα από την αντίληψη, όπως και η εννόηση, από την οποία αφαιρούνται αναγκαία κάποια γνωρίσματα των πραγμάτων και τα ίδια τα αισθήματα συνταυτίζονται με ανύπαρκτα πράγματα ή ουσίες. Έτσι εξηγείται, γιατί η αντίληψη δε μας δείχνει ακριβώς όπως είναι τα πράγματα. Εάν η αφαιρετική δυνατότητα ονομάζεται διάνοια ή είναι μια διανοητική δραστηριότητα, τότε το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη δυνατότητα της αντίληψης.Η αισθητικότητα και η νοητικότητα δεν είναι δύο αντίθετες ιδιότητες και η μία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την άλλη. Η διαφορά τους είναι, ότι η πρώτη πραγματοποιείται έμμεσα, από έξω, ενώ η άλλη άμεσα, από το έσω. Στην ίδια την αντίληψη μπορούμε να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε γνωρίσματα (όπως κάνουμε στις γλωσσικά εξωτερικευμένες έννοιες) και τότε λέμε, ότι στρέφουμε την προσοχή μας ή ότι συγκεντρωνόμαστε. Μία αντίληψη, την οποία συνταυτίζουμε με μία ή περισσότερες άλλες, όταν δεν διαπιστώνουμε ή δεν προσέχουμε τις διαφορές τους, μπορεί να θεωρηθεί σαν έννοια. Η ανασύνθεση μίας αντίληψης μέσα στην αυτοσυγκέντρωση δεν έχει τη σαφήνεια και τη λεπτομέρεια, που διαπιστώνουμε σ’ εκείνη. Δηλαδή, μερικά από τα γνωρίσματά της δεν υπάρχουν στην εσωτερική ανασύνθεσή της και επομένως μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν έννοια, αντί για ασαφή και ανακριβή αντίληψη.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ
Για πολλούς, η έννοια έχει έναν ειδικότερο ορισμό και με αυτόν φαίνεται τελείως άσχετη από την πραγματικότητα και σαν κάτι, το οποίο χρειάζεται μία ολότελα νέα δυνατότητα για να υπάρχει, την οποία έχει ανεξήγητα μόνο ο άνθρωπος. Όταν λέμε, ότι η έννοια είναι μία αφηρημένη παράσταση την εννοούμε αρνητικά με συνέπεια να την αντιπαραθέτουμε με την παράσταση ή με την αντίληψη και ακόμα να τη θεωρούμε λιγότερο χρήσιμη από την τελευταία.Η ανθρώπινη διάνοια δεν είναι απλώς περισσότερη ή μεγαλύτερη από των άλλων ζώων. Είναι ευφυέστερη, γιατί διαθέτει τη νέα δυνατότητα να διατηρεί και να συγκεντρώνει τα κοινά και τα σταθερά γνωρίσματα δια μέσου της γλώσσας. Έτσι αναγνωρίζει, προβλέπει και αναμένει τα ίδια (τις ίδιες σχέσεις και συνέπειες) εκεί που αντιλαμβάνεται τα ίδια στοιχεία πιο πέρα στο χώρο και στις άλλες χρονικές στιγμές. Κατά συνέπεια, οι πράξεις μπορούν να καθορίζονται με περισσότερη γνώση στην ίδια στιγμή. Πέρα από τη γνώση των πιο άμεσων αντιλήψεων, η οποία δεν διατηρείται χωρίς τη σταθερότητα των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε και των σχέσεών μας με εκείνα.Δε θα μπορούσαμε ν’ αφαιρέσουμε καμία διαφορά ή τις λεπτομέρειες από τις κατ’ αίσθησην παραστάσεις και να διατηρήσουμε έννοιες, εάν στα ίδια τα πράγματα δεν υπήρχαν κοινά και σταθερά στοιχεία. Δεν θα ήταν δυνατή ούτε η συνήθεια*. Η ίδια η διαίρεση της Επιστήμης σε ασαφώς οριοθετημένους χώρους της εμπειρίας και σε "ομοειδή" γνώση, προϋποθέτει αυτήν την αποδοχή για την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων. Έτσι, με τις γενικές έννοιες μπορούμε να διανοούμαστε σχέσεις, δυνατότητες και στοιχεία, που δεν διαπιστώνουμε άμεσα στις εμπειρικές αντιλήψεις μας. Γιατί τα ίδια τα πράγματα έχουν τη δυνατότητα και μοιάζουν, συγγενεύουν, έχουν κοινές και σταθερές δυνατότητες, σχέσεις, τρόπους δράσης και αντίδρασης.
Η ΓΝΩΣΗ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Μπορούμε να μιλάμε για κάποια εμπειρία την οποία δεν έχουμε και αυτή η δυνατότητά μας προέρχεται από την εμπειρία, με το διάμεσο ορισμένων εννοιών, οι οποίες μπορεί να προήλθαν από έναν ελάχιστο αριθμό αντιλήψεων, αλλά να αναλογούν και να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο. Όταν λ.χ. λέμε, ότι ο άνθρωπος έχει δύο πόδια, αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο για όσους έχουμε αντιληφθεί -αυτή είναι η πραγματική εμπειρία μας- αλλά και για αναρίθμητους άλλους, παρόντες και απόντες. Το ότι θα πεθάνουμε το γνωρίζουμε, χωρίς να έχουμε εμπειρία του θανάτου μας, ότι ένα γυάλινο ποτήρι θα σπάσει όταν το εκσφενδονίσουμε το γνωρίζουμε πριν το πράξουμε και τη χημική σύσταση ενός μακρινού αστέρα μπορούμε να τη γνωρίζουμε, χωρίς να πάμε εκεί.Συχνά, με τις έννοιες αντανακλάμε -θέλουμε δε θέλουμε- πολύ πιο πολλά και η ανεπάρκειά τους δεν είναι περισσότερη από αυτήν των καθαρών αντιλήψεων. Αντιθέτως, όταν αντιλαμβανόμαστε αυτό δεν σημαίνει, ότι διαπιστώνουμε ή προσέχουμε όλα τα γνωρίσματα στη σύνθετη αντίληψη και συχνά διαπιστώνουμε στα πράγματα ανύπαρκτες μορφές, σχέσεις, δυνατότητες και τη διατηρούμε παραμορφωμένη, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε τι πραγματικά αντιλαμβανόμαστε.Εξάλλου, πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε δεν μπορούμε να τα βρούμε στη δική μας εμπειρία ή δεν είναι δυνατό ν’ αποκαλυφθούν άμεσα από τους αισθητηριακούς λήπτες μας, όπως λ.χ. ο περίπλοκος ανθρώπινος εσωτερικός κόσμος. Πιο πολύ βασιζόμαστε «τυφλά» στην εμπειρία κάποιων άλλων, παρά στη δική μας, όπως λ.χ. γίνεται με την ιστοριολογική γνώση. Όμως τα πράγματα συνδέονται και αλληλεπηρεάζονται και είναι δυνατό να καταλαβαίνουμε μερικά από τα στοιχεία τους με έμμεσο τρόπο, από τις συνέπειες και τις ομοιότητές τους. Οι σχέσεις των μερών, οι δυνατοί τρόποι ν’ αλληλεπιδράσουν, οι τρόποι με τους οποίους γίνονται και συνδέονται και τα κοινά στοιχεία τους είναι πάντοτε ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας -το μεγαλύτερο-, το οποίο δεν είναι ορατό και μόνο με τη διάνοια μπορούμε να το ανακαλύψουμε, να το προσέξουμε και να το γνωρίσουμε καλύτερα.Αν περιορίσουμε την έννοια της «εμπειρίας» και της «πράξης» μόνο στις πιο άμεσες αντιλήψεις μας, τότε πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε -αν όχι ν’ αρνηθούμε- για την ύπαρξη αναρίθμητων πραγμάτων και δυνατοτήτων, τα οποία εμείς οι ίδιοι δεν τα έχουμε αντιληφθεί, να αποκαλέσουμε «θεωρία» την ύπαρξή τους και να πιστέψουμε μόνο όταν εμείς οι ίδιοι τα αντιληφθούμε. Με τέτοιο περιορισμό στην έννοια της εμπειρίας και της πράξης είναι ασυνέπεια να εννοούμε γενικά σαν εμπειρική γνώση, τη σχετική εμπειρία κάποιων άλλων και σαν απόδειξη τη δυνατότητά μας να την αποκτήσουμε. Αναρίθμητα είναι εκείνα, τα οποία ο καθένας δεν θ’ αντιληφθεί ποτέ, για τον έναν ή για τον άλλο λόγο και όσο δεν πραγματοποιείται αυτή η δυνατότητά μας είναι ασυνέπεια να μιλάμε για εμπειρία (με το πρόσχημα πως είναι δυνατή).Όμως, όλοι το γνωρίζουμε, υπάρχουν ορισμένα πράγματα και δυνατότητες, ασχέτως αν εμείς δεν μπορούμε ή δεν έτυχε ακόμα να αντιληφθούμε (λ.χ. μία μακρινή μας περιοχή). Όλοι γνωρίζουμε, ότι δεν είναι τυχαίο, που δεν μπορούμε να είμαστε το ίδιο αβέβαιοι για όλα όσα δεν έχουμε αντιληφθεί (λ.χ. το ίδιο αβέβαιοι, ότι τα γεγονότα που βλέπουμε στην τηλεόραση είναι αληθινά, ότι αύριο ο ήλιος δε θα ανατείλει και ότι υπάρχει εξελιγμένη ζωή και σε άλλους πλανήτες). Έτσι προσδιορίζουμε τις πράξεις μας επηρεασμένοι από την έμμεση θεωρητική γνώση μας και συχνά υπό πίεση χρόνου, χωρίς να είμαστε απεγνωσμένοι ή περιορισμένοι όπως τα ζώα. Η δυνατότητα να τα αντιληφθούμε ανατρέπει αυτόν τον περιορισμό της εμπειρίας και επιβεβαιώνει, ότι η εμπειρία δεν είναι μόνο η δική μας και η πιο άμεσα προσληφθείσα. Περιλαμβάνει και ένα πολύ μεγάλο μέρος θεωρητικής και έμμεσης γνώσης, η οποία δεν παύει να είναι θεωρητική (και εν δυνάμει πραγματική) σχετικά με εμάς, ασχέτως αν αυτή η γνώση είναι ή έγινε εμπειρία για κάποιους άλλους.
Η ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Όπως γίνονται λάθη από την ανεπίτρεπτη γενικότητα των εννοιών, έτσι γίνεται και το αντίθετο λάθος, ν’ αποκρύπτουμε τα κοινά στοιχεία πολλών πραγμάτων, συγκεντρώνοντας πολλές συγγενικές ή ειδικότερες έννοιες μέσα σε πολλές διαφορετικές λέξεις. Είναι συνηθισμένο να γίνονται διαπιστώσεις για μικρότερο αριθμό πραγμάτων απ’ όσο μας επιτρέπεται ή ν’ ανακαλύπτονται σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα, για τα οποία είχαμε προκαταλάβει ότι δεν συνδέονται.Όταν λ.χ. λέμε σε κάποιον, πως η ζωή του θα ήταν διαφορετική αν είχε γεννηθεί σ’ ένα διαφορετικό τόπο ή από μία διαφορετική πράξη του στο παρελθόν, αυτή είναι μία αξιόπιστη διαπίστωση, η οποία μπορεί να γίνει για αναρίθμητους άλλους. Παλαιότερα, έτσι περιόριζαν την έννοια της ουσίας στα χημικά στοιχεία, αντιπαρέθεταν την ενέργεια με την ύλη, το φως δεν ήταν ένα μέρος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, η ψυχή ήταν ανεξάρτητη αν όχι διαφορετική από την υλική βιοσύνθεση, η φυσική πιο άσχετη από τη χημεία…και η αισθητικότητα δεν ήταν ένας άλλος τρόπος της διάνοιας.Πολύ συχνά διατυπώνουμε τις ίδιες γενικές αλήθειες με άλλα διαφορετικά λόγια και οι εξειδικευμένοι ανακαλύπτουν τις μερικές περιπτώσεις, ύστερα από μεγάλη διάρκεια αναζήτησης και με πολύ κόπο. Δεν είναι τυχαίο, που ο άνθρωπος μπορεί να διανοείται και να διαμορφώνει απόψεις για πράγματα που ξεπερνούν την εμπειρία του, για τα πιο μακρινά, τα πιο μεγάλα και τα πιο μικρά, για τα αόρατα και για όλο το Σύμπαν. Και οι φιλόσοφοι δεν ήταν τόσο παραπλανημένοι και ξεροκέφαλοι, όσο φαίνεται από τις ασυνέπειες, τα λάθη και τις διαφορές τους. Αναρίθμητες συγγενικές λέξεις εκφράζουν το ίδιο πράγμα από άλλη οπτική γωνία, με διαφορετικές σχέσεις και συμπεριφορά. Μάνα ως προς το παιδί, γιαγιά προς το εγγόνι, κόρη η ίδια προς τους δικούς της γονείς, γυναίκα προς τον άνδρα, άνθρωπος προς το ζωϊκό βασίλειο, μητέρα με διαφορετική λέξη. Όταν έχουμε παρακολουθήσει πως γίνεται ένα και το ίδιο πράγμα να ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους, να μεταμορφώνεται και να περνάει από διάφορες φάσεις, τότε οι διαφορετικές λέξεις δεν μας μπερδεύουν. Αντιθέτως, μας αποκαλύπτουν τις δυνατές αποκλίσεις και τις πιθανές διασυνδέσεις τους. Όταν, όμως, έχουμε ονομάσει διαφορετικά και τυχαία ένα πλήθος πραγμάτων, χωρίς να έχουμε προσέξει προηγουμένως όλους τους τρόπους, που εκείνα συνδέονται και εξελίσσονται, τότε οι λέξεις γίνονται αυταπάτες. Σαν χιλιάδες καθρέφτες που αντανακλούν αυτό το οποίο θέλουμε να πλησιάσουμε. Το νόημα αυτών των λέξεων μπορεί να είναι αρκετό για να προσδιορίσουμε κάτι αναγνωρίσιμο και το όνομα βοηθάει στην αρχειοθέτηση. Είναι ωστόσο, αβάσιμα επιλεγμένο και αποσπασμένο και αυτό προκαλεί λάθος εντυπώσεις, ανύπαρκτες αντιθέσεις, ανόητες απορίες και διαστρεβλωμένες απόψεις. Αυτή η ποικιλία στο λεξιλόγιο και οι λεπτές διαφορές των νοημάτων μπορεί να εμπνέουν τους λογοτέχνες και τους φιλόσοφους και να προσφέρουν διέξοδο στην εκφραστικότητά τους. Προκαλούν, όμως, σύγχυση και παραπλάνηση στη συνεπή διαμόρφωση των απόψεών μας και στη συνέπεια των διατυπώσεων. Φανταστείτε τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, πόσο ανώμαλοι γίνονται για τη θεωρητική αναζήτηση, όταν επιτρέπουν να εκφράσουμε σαν ουσιαστικό κάτι που πραγματικά υπάρχει μόνο σαν ενέργεια ή με πιο πολύπλοκο τρόπο (λ.χ. η ψυχή). Όπως όταν διαχωρίζουν τα άψυχα πράγματα σε αρσενικά και σε θηλυκού γένους ή όταν άσχετα πράγματα έχουν παρόμοια ονομασία.Ένα από τα πιο ξεχωριστά παραδείγματα ασυνέπειας από αβάσιμη χρήση των εννοιών στο χώρο της Επιστήμης είναι η χρήση του όρου «δύναμη» με υπονοούμενη την άπειρη ταχύτητα μετάδοσής της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με αβάσιμη αποδοχή της άπειρης ταχύτητας αλλά βλέπουμε ακόμα, πως η εμπειρία μπορεί να μας εξαπατήσει, όταν προέρχεται από άγνωστα φαινόμενα και όταν είναι δύσκολο να μετρηθούν. Από την αβάσιμη αποδοχή της άπειρης ταχύτητας μετάδοσης ορισμένων δυνάμεων, η σύγχρονη φυσική έπεσε σε περιπέτειες και οι επιστήμονες με μεγάλη καθυστέρηση και με έκπληξη ανακαλύπτουν την ανακρίβεια προγενέστερων θεωριών, οι οποίες ήταν τυφλά αποδεκτές επί μερικούς αιώνες. Όλοι οι τύποι και οι υπολογισμοί, οι σχετικοί με τη μετάδοση της δύναμης, με την ταχύτητα, την επιτάχυνση δεν είναι συνεπείς για όλα τα φαινόμενα και ακόμα διορθώνονται. Η έννοια του χρόνου έχει γίνει πολύ ρευστή αγγίζοντας τα όρια της τρέλας. Στον επιστημονικό χώρο μεταχειρίζονται όρους και νοήματα, τα οποία οδηγούν μόνα τους από τον ένα ειδικό γνωστικό χώρο στον άλλο και εκτός αυτού. Είναι όροι και έννοιες για φαινόμενα, τα οποία δεν είναι ξεκομμένα από άλλα πράγματα και φαινόμενα και τα οποία ξεφεύγουν από τα προκαθορισμένα όρια του γνωστικού χώρου που διεκδικούν. Όχι λίγες φορές, ασαφείς έννοιες χρησιμοποιήθηκαν επιπόλαια και οδήγησαν σε αδιέξοδα κορυφαίους επιστήμονες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δικαιοδοτούμαστε να αναφερθούμε «παράπλευρα» σε ζητήματα της αρμοδιότητάς τους και να εισχωρήσουμε σαν διωγμένοι στον οικειοποιημένο χώρο τους, όπως εκείνοι τον υπερβαίνουν σαν πειρατές. Η γλώσσα για τις επιστήμες είναι το κοινό διάμεσο της δημιουργίας και της ανάπτυξής τους, όπως είναι ο κορμός για το δέντρο. Δεν έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε ένα προς ένα το κάθε μόριο της ύλης ή τον κάθε άνθρωπο για να γνωρίσουμε μερικά από τα στοιχεία και τις δυνατότητες του καθενός και δεν απελπιζόμαστε από την ύπαρξη της μεγάλης ποσότητας αυτών των πραγμάτων. Για τον ίδιο λόγο, μπορούμε να στοχαστούμε για το Σύμπαν, χωρίς να χρειάζεται να γνωρίσουμε ή ν’ αντιληφθούμε το κάθε μέρος του. Μπορούμε να το περιγράψουμε και να το αιτιολογήσουμε με ορισμένες αφηρημένες έννοιες, χωρίς να δείξουμε τα περισσότερα από τα στοιχεία και τις δυνατότητές του. Ωστόσο, αυτή η ελάχιστη γνώση μπορεί να είναι εύστοχη και με δυνατότητα αναλυτικής ανάπτυξης. Θα σας δείξω, πως με αυτή την απλή και προσγειωμένη λογική για την ύπαρξη κοινών και σταθερών στοιχείων στα διάφορα πράγματα, εμείς μπορούμε να εξηγήσουμε και να συμπεράνουμε επιτυχώς ένα πλήθος διαφορετικών φαινομένων.
Η ΑΠΛΗ ΛΟΓΙΚΗ
Παραδείγματα λογικής συνέπειας, με την οποία μπορεί κάποιος να εκφράσει άποψη και να πάρει θέση υπέρ ή κατά σε ειδικά ζητήματα,χωρίς να είναι ειδικός και να αποφύγει λάθη, παρά την άγνοιά του. Υπάρχουν ζητήματα και απόψεις, με τα οποία δεν συμφωνούμε. Διότι διαφωνούμε εξ’ αρχής με τη βάση επάνω στην οποία αναπτύσσονται. Δεν χρειάζεται να εξοικειωθούμε μαζί τους. Δεν αποδεχόμαστε τα αρχικά δεδομένα που χρησιμοποιούν. Λ.χ. όταν κάποιος μας περιγράφει πως είναι ο παράδεισος και η κόλαση στο μεταθανάτιο κόσμο. Δεν χρειάζεται να εισχωρήσουμε σε βάθος στις αρχαίες θρησκευτικές γραφές και να διδαχθούμε ιστορικές λεπτομέρειες για να πάρουμε μία θέση, όταν εξ’ αρχής με βάση κάποια άλλη εμπειρία απορρίπτουμε την ύπαρξη άϋλων ζωϊκών μορφών, όταν απορρίπτουμε την ύπαρξη θεανθρώπων, όταν αμφισβητούμε την αξιοπιστία των αρχαίων καταγραφών και αποκαλύψεων. Από τη διαπίστωση μερικών κοινών γνωρισμάτων στους ανθρώπους μέσα από την προσωπική εμπειρία μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τη συμπεριφορά του ανθρώπου και την κοινωνία στα παλαιότερα χρόνια. Συμπεράσματα μέσα από γενικεύσεις, οι οποίες μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για το παρελθόν χωρίς να είμαστε ιστορικοί και αντιθέτως μας αποτρέπουν να οδηγηθούμε σε φανταστικές απόψεις. Όπως λ.χ. ότι οι αρχαίοι θεοί ήταν εξωγήινοι. Ενώ κάποιοι με πολλές ιστορικές γνώσεις έχουν υποστηρίξει υπερβολικές περιγραφές, έχουν εξηγήσει με πολλή φαντασία και με άτοπες θεωρίες. Δεν είναι λίγες οι λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, χωρίς να αποδίδουν την πραγματικότητα. Είναι ασαφείς, επιδέχονται πολλούς ορισμούς και ο καθένας φέρνει στη φαντασία του διαφορετικές εμπειρίες με το άκουσμά τους. Συχνά, οι λέξεις αυτές δεν επιδέχονται περισσότερη ακρίβεια στον ορισμό τους και κάποιοι επιμένουν να τους αποδώσουν μία πραγματικότητα, όπως τη φαντάζονται. Οι ειδικοί και οι στοχαστές ανεγείρουν θεωρίες, τις οποίες έπειτα επιχειρούν να τις επιβάλλουν στην πραγματικότητα. Χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα και σε πολλές περιπτώσεις συγκρούονται μαζί της. Πόσα έχουμε ακούσει να λέγονται για την αγάπη, για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη ψυχική υγεία! Καλό θα ήταν να τις αποφεύγουμε και να περιγράφουμε τα πράγματα με περισσότερες λεπτομέρειες και την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Όχι να μεταδίδουμε τη δική μας μοναδική εμπειρία και την επιθυμητή φαντασία μας με μία συνηθισμένη φράση, την οποία ο καθένας καταλαβαίνει διαφορετικά ή χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να τη καταλάβει. Παράδειγμα. Σε ποιον από τους δύο γονείς μοιάζει το μωρό; Ενώ δεν είναι φανερό, γιατί να κοπιάζουμε και να λογομαχούμε για να πείσουμε ότι συμβαίνει πραγματικά, κάτι που βρίσκεται στη φαντασία και στις επιθυμίες μας; Εκτός και αν έχουμε αποφασίσει να κάνουμε βαθιά επιστημονική έρευνα… Μου ζητούσαν ανταλλακτικά ηλεκτρονικά εξαρτήματα και πριν πει ο πελάτης όλα τα γράμματα και τα νούμερα, που ήταν ο κωδικός του εξαρτήματος, απαντούσα αρνητικά ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο. Πως απαντούσα χωρίς να έχω ακούσει όλον τον κωδικό, απορούσαν μερικοί. Κάποιοι το απέδιδαν σε φυγοπονία. Η εξήγηση ήταν απλή. Δεν διέθετα κανένα εξάρτημα, το οποίο να άρχιζε με τα πρώτα γράμματα (ή αριθμούς), που καθόριζαν μία σειρά από πολλά παρόμοια εξαρτήματα. Όποια κι αν ήταν η συνέχεια του κωδικού, δεν είχε νόημα. Δεν είχα και το βιβλίο για να βρω κάποιο αντίστοιχο. Η απάντηση θα ήταν ξανά αρνητική. Αρκούσε που γνώριζα ποιες σειρές εξαρτημάτων βρίσκονταν στα συρταράκια. Σε μία άλλη περίπτωση με ερώτησαν εάν τηλεφώνησα… και απάντησα αμέσως αρνητικά «όχι», πριν ολοκληρώσουν την ερώτηση. Πως γνώριζα για ποιον θα έλεγαν, απόρησαν. Η ανταπάντηση ήταν απλή: Δεν είχα τηλεφωνήσει σε κανέναν. Παράδειγμα περιορισμού του εύρους μιας έννοιας: Συχνά θα ακούσουμε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας και η συμπεριφορά μας εάν είχαμε πράξει διαφορετικά στο παρελθόν ή αν κάτι δεν μας είχε συμβεί. Αυτή είναι μία διαπίστωση που μπορεί να γίνει για όλους. Η δεκαετία του ’80 ήταν ανεπανάληπτη και ξεχωριστή. Περιορίζουμε την αλήθεια σε αυτή τη δεκαετία, όταν αυτό ισχύει για όλες τις δεκαετίες. Θα ήταν πιο εύστοχο να τη χαρακτηρίσουμε πιο συγκεκριμένα με τα γνωρίσματα που την ξεχωρίζουν.Ένα άλλο παράδειγμα. Το κλάσμα 2 / √ 2 = √ 2. Αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να εντυπωσιάσει και να θεωρηθεί ξεχωριστή ιδιότητα των συγκεκριμένων αριθμών. Όταν όμως, δούμε πως κάθε αριθμός διαιρεμένος από τον ίδιο αριθμό σε ρίζα έχει αποτέλεσμα τον διαιρέτη, τότε δεν θα ψάξουμε ποια ιδιαίτερη σχέση υπάρχει ή δεν υπάρχει στους συγκεκριμένους αριθμούς. Άλλο παράδειγμα απλής και κοινής λογικής. Μέσα στο λεωφορείο όλα τα παράθυρα ήταν θαμπωμένα και πολλοί επιβάτες στέκονταν όρθιοι. Ένας ζήτησε να ανοίξει λίγο το παράθυρο. Ο άλλος που στεκόταν κοντά στο παράθυρο ζήτησε να κλείσει, διότι του ερχόταν ο κρύος αέρας. Γι’ αυτόν ο κίνδυνος να ασθενήσει ήταν πιο πιθανός και φανερός. Με τα κλειστά παράθυρα ήταν πιο ασαφές και πιο αβέβαιο αν κάποιος και ποιος θα μολυνθεί από κάποιο μικρόβιο. Από μία άποψη είχαν δίκιο και οι δύο. Υπήρχε και η λύση… να απομακρυνθεί ο δεύτερος από το παράθυρο. Με την αυστηρή λογική, δεν είναι βέβαιο αν θα ζούμε αύριο. Λέγοντας αυτό σε ένα συνηθισμένο άνθρωπο, αυτός μπορεί χωρίς επιστημονική γνώση και τελείως επιπόλαια να ισχυριστεί με βεβαιότητα για τη ζωή του την επόμενη μέρα. Εάν βάλουμε ένα στοίχημα μαζί του, μάλλον θα το χάσουμε. Η επιπόλαια άποψή του δεν θα είναι τυχαία σωστή. Από την προσωπική εμπειρία του προκύπτει αμέσως, ότι είναι πιθανότερο να βρίσκεται στη ζωή στις αμέσως επόμενες ημέρες και ότι εκλείπουν οι λόγοι που θα μπορούσαν να τη στερήσουν τόσο γρήγορα. Αυτό που δεν είναι φανερό για εκείνον είναι η διαφορά της μεγάλης πιθανότητας από την 100% βεβαιότητα. Λοιπόν, κάτι το οποίο δεν είναι βέβαιο δεν είναι οπωσδήποτε αβέβαιο 100%. Κάποιος μεγάλης ηλικίας θυμάται με συγκίνηση τα παλαιότερα τραγούδια που του άρεσαν και μας τονίζει ότι έπαψε να υπάρχει καλή μουσική. Το σωστότερο θα ήταν να κάνουμε μια σύντομη καταγραφή και αναφορά στις μουσικές παραγωγές από τα χρόνια εκείνου έως τα νεότερα και να υπενθυμίσουμε μεγάλες επιτυχίες. Θα πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι και γνώστες. Μπορούμε ωστόσο με την απλή λογική, χωρίς να είμαστε γνώστες ή μουσικοί, να καταλάβουμε ότι ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει και δεν μπορεί να έπαψε να βγαίνει καλή μουσική. Δεν ακούγεται λογικό ότι η καλή μουσική έβγαινε τα παλαιότερα χρόνια και ότι για το μέλλον δεν θα υπάρχουν ικανοί δημιουργοί, τραγουδιστές, μεγάλες εμπνεύσεις και επιτυχίες. Όταν οι συμπτώσεις είναι υπερβολικά πολλές, όταν κάτι συμβαίνει σε απίθανο μεγάλο αριθμό, τότε αυτό λογικά μας κάνει εντύπωση και μπορεί να μας προβληματίσει. Κάτι ασυνήθιστο, κάτι που συμβαίνει σε μικρό αριθμό ή σπανίως, απαιτεί μία εξήγηση όταν θα συμβεί αντιθέτως. Και όταν αποδίδουμε κάτι κοινό σε μεγάλο αριθμό όμοιων πραγμάτων, πρέπει να υποψιαζόμαστε μήπως το κάνουμε μεροληπτικά, έτσι επειδή φαίνεται να ταιριάζει ή βολεύει για να δώσουμε επιθυμητές εξηγήσεις. Θα έχετε ακούσει πολλές φορές να προσπαθούν να εξηγήσουν με σκοτεινές δυνάμεις και με φανταστικό τρόπο (λ.χ. με την επίδραση των αστερισμών) κάποια συνηθισμένα γεγονότα τα οποία έχουν προκληθεί από ανθρώπινη δράση. Όπως λ.χ το τροχαίο ατύχημα ενός πολιτικού. Ενώ αυτά τα γεγονότα, θα μπορούσαν να εξηγηθούν με πιο κοινό τρόπο και υπάρχουν πολλοί λόγοι, για τους οποίους αυτά τα γεγονότα θα μπορούσαν να προκληθούν με πιο έξυπνο, πιο απαρατήρητο και πιο επιτυχημένο τρόπο. Η καχυποψία, η άγνοια και η απόσταση που μας χωρίζει από τα πράγματα παρακινούν εύκολα τη φαντασία και δεν μας αφήνουν να δούμε τα πιο απλά, υποτιμούμε τον παράγοντα «τύχη» και τις λεπτομέρειες που επηρεάζουν τη ζωή μας. Ένα σημαντικό γεγονός δεν γίνεται κατ’ ανάγκη με σκόπιμο τρόπο και με την επιδίωξη κάποιων. Στην καθημερινή ζωή μας δεν έχουμε την υπερβολική αξίωση για βεβαιότητα, εξακρίβωση και απόδειξη σε κάθε κίνηση, σε κάθε σκέψη και πληροφορία. Τα χρονικά όρια είναι πιεστικά και στις λεπτομέρειες δεν κολλάμε. Ευτυχώς, που δεν σκεφτόμαστε "επιστημονικά" σε πλήθος περιπτώσεων. Σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να γνωρίζουμε με υψηλά ποσοστά βεβαιότητας, χωρίς να χάσουμε χρόνο και χωρίς να περιπλεχθούμε σε υπολογισμούς και σε λεπτομέρειες. Όπως λ.χ. για την επικινδυνότητα του πολύ συχνού καπνίσματος τσιγάρων. Εισπνέουμε αέρια και αναλογίες τους διαφορετικά από τον αέρα του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επιβιώνει βιολογικά ο άνθρωπος στον περισσότερο χρόνο του. Αν ένας καπνιστής περίμενε τις ανακαλύψεις και τις αποδείξεις της επιστήμης για να σκεφτεί και να κόψει την κακή συνήθειά του, τότε θα ήταν αργά. Ίσως η πιο σημαντική επιτυχία της απλής λογικής είναι η συγκρατημένη έκφραση της άποψής μας. Χωρίς καμία γνώση δεν θα κάναμε κανένα λάθος. Θέλω να πω, ότι η γνώση είναι πάντοτε ελλιπής και μπορεί να χρησιμεύει έτσι όπως μας βολεύει. Αν λέμε περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουμε πραγματικά, αυτό δεν γίνεται μόνο από την άγνοια αλλά και από τη γνώση και το θάρρος που δίνει. Η γνώση χωρίς τη δυνατότητα να βλέπουμε τα όριά της και χωρίς την αναζήτηση της βεβαιότητας τροφοδοτεί την πολυλογία, την παράνοια, τον αποπροσανατολισμό, τη σύγχυση και την αυταπάτη. Είναι σημαντικό να σιωπούμε ή να μη διαβεβαιώνουμε όταν κάπου αγνοούμε, να απαντούμε όταν είμαστε προετοιμασμένοι και να μην αποδεχόμαστε επιπόλαια όσα ακούμε ή διαβάζουμε.