Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ο εκμαυλισμός

Είναι ξεκάθαρο πως η λέξη «σοφία» σήμερα ερμηνεύεται αδέξια από τον όχλο με βάση το πόσο ικανός είσαι ώστε να ακολουθήσεις κάτι που πιστεύεις άκριτα και ακράδαντα με μια επιμονή που θα εμπνεύσει κάποιους να αναρωτηθούν για το αληθινό της πίστης σου και να σε ακολουθήσουν, έχοντας παράλληλα μια ικανότητα να μην δημιουργείς αμφιβολίες σχετικά με τον εαυτό σου και την πίστη σου αυτή, να μπορείς να οδοιπορείς χωρίς να βλέπεις δεξιά ή αριστερά στο δρόμο. Κοντολογίς, ο «σοφός» σήμερα είναι ο προφήτης με το κλειστό μυαλό, τα κλειστά αυτιά και το αγύριστο κεφάλι, που οδηγεί τον «περιούσιο» λαό του σε κάποια γη της επαγγελίας, μέσα από εχθρικές περιοχές. Αυτή η «σοφία» προέρχεται συνήθως από μια κοιμισμένη, ίσως και νεκρή συνείδηση που ως αποτέλεσμα έχει ο άνθρωπος να αποκτά κάποια στιγμή την αξιοθαύμαστη ικανότητα να παίρνει για απολύτως σωστή την πιο επιφανειακή και ευκολοχώνευτη σκέψη του και να μην μπορεί να την εξετάσει από κάθε πλευρά, κάθε προοπτική και οπτική γωνία, αλλά να την βλέπει και να μπορεί να τη βλέπει, μοναχά μονομερώς – και φανταστείτε τώρα, πόσο εύκολα κάποιος που δεν έχει και το πιο καθαρό και λειτουργικό μυαλό ή τα πιο ιδιαίτερα ερεθίσματα από βιώματα (κάποιες εμπειρίες δηλαδή) ώστε να μπορεί να αξιολογήσει τα πράγματα σωστά πάνω σε μια βάση κριτικών ερωταπαντήσεων με τον εαυτό του, θα πιστέψει πως ανακάλυψε την μοναδική αλήθεια χωρίς να μπορεί να την υπερασπιστεί με τις γνώσεις του ή κάτι άλλο, εκτός από το αίμα του: Νομίζετε πως είναι τυχαίο ότι, ενώ τόσοι και τόσοι έχουν γράψει δριμύτατες κριτικές εναντίον του χριστιανισμού καθ’ όλους τους τελευταίους αιώνες, αυτή η θρησκεία συνεχίζει να υπάρχει; Νομίζετε πως είναι τυχαίο ότι οι οπαδοί του, ερμηνεύουν αυτήν ακριβώς την επιβίωση του χριστιανισμού, πάνω σε μια βάση ενάρετα χυμένου αίματος, λόγω διωγμών και λοιπών εκτελέσεων, ως απόδειξη της αληθινής του υπάρξεως; Νομίζετε πως είναι τυχαίο ότι ως επί το πλείστον οι οπαδοί του χριστιανισμού ανήκουν στις πλατιές, αμόρφωτες και αστοιχείωτες μάζες; Ο μέσος χριστιανός δεν ξέρει να υπερασπιστεί την προσωπική πίστη του, πόσο μάλλον την ίδια τη θρησκεία του. Του αρκεί που τις τελευταίες δύο χιλιετίες πιστεύει σε κάτι που «υπάρχει», όχι σαν αυτοτελής οντότητα, αλλά ως κάτι που επέζησε στο χρόνο, όπως και αν επέζησε – η επιβίωση δείχνει για αυτόν ακριβώς το αληθινό της θρησκείας του, αλλά δεν παίρνει υπόψη του τις παραλλαγές και τις αιρέσεις του χριστιανισμού. Λοιπόν ναι, οι μάζες είναι ελαφρώς πιο έξυπνες από τους προφήτες τους, αφού ξέρουν πως υπάρχει ένα χάος εκεί έξω, όμως έχουν και μια (καλώς λειτουργούσα) αμυντική λειτουργία που τις ωθεί να κάνουν το αυτονόητο γνωρίζοντας την αδυναμία τους, να πιαστούν από ένα κούτσουρο στη θάλασσα του χάους, να γίνουν ηθελημένα χαζές και να ακολουθήσουν κάποιον που πιστεύει κάπου. Μπορεί κανείς να καταλάβει πως μια ακούνητη πίστη μπορεί να εμπνεύσει σιγουριά σε ένα κόσμο που τα πάντα ρέουν και τίποτα δεν μένει. Αλλά έχουν και το κακό ελάττωμα να ανεγείρουν χρυσά αγάλματα και ξόανα για αυτούς που τους οδηγούν. Λοιπόν, οι «προφήτες» είναι συνήθως μικρόμυαλοι άνθρωποι που, όπως έγραψα νωρίτερα, βλέπουν τα πράγματα μονομερώς και έτσι εμπνέονται με σκέψεις τόσο επιφανειακές, που στο μυαλό τους γίνονται αλήθειες – είναι επίσης τόσο μικρόνοες που η έμπνευση τους αυτή τους ωθεί να ανέβουν απερίσκεπτα στη σκηνή των καιρών και να κάνουν ένα, συχνά ακατάληπτο κήρυγμα στον όχλο, με τον ίδιο τρόπο που θα ανέβαζαν μια παράσταση – μια παράσταση που ενώ για εμάς είναι μια ωραία κωμωδία, για αυτούς είναι μια τραγωδία σε έναΑποκαλυπτικό περιβάλλον. Μια μακρινή υπόσχεση για κάτι απείρως καλύτερο αν ζήσουν ενάρετα (τις αρετές τις θεσπίζει πάντα ο «σοφός»), μια φλογερή απειλή που θα πλανιέται πάνω από τα κεφάλια τους και θα τους κρατάει σε εγρήγορση, ένα μικρό δείγμα των ικανοτήτων, σαν δείγμα δυνάμεως, που ενσαρκώνεται αμέσως (βλέπε «θαύματα»), σαν προοίμιο του τι θα επακολουθήσει και ο λαός αμέσως θα ακολουθήσει – τα αχόρταγα μάτια του έχουν ήδη δει αρκετές αποδείξεις, το μυαλό του έχει γεμίσει με πορφυρές και ζωντανές εικόνες, συνέπεια αυτών είναι να πείθεται πολύ εύκολα. Ας το γράψω όμως και διαφορετικά: Ο «σοφός», οποιοσδήποτε «σοφός», από μια θέση ισχύος στην οποία βρίσκεται (οι «σοφοί» είναι συνήθως πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες), μια θέση τόσο ψηλά όπου κανείς δεν θα τον φιμώνει (και δεν μπαίνει στον κόπο να το κάνει αφού αισθάνεται μικρός – για «θέση» θυμηθείτε τα κομματικά μπαλκόνια και τους εκκλησιαστικούς άμβωνες) και όλοι τον ακούνε προσεκτικά αφού τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν υπάρχει άλλος ρήτορας (ο λαός διψά για ρήτορες) εύκολα μαγνητίζει τις σιδερένιες καρδιές που δεν έχουν την ικανότητα να διαστέλλονται, να συστέλλονται και να ριγούν, αλλά μόνο να βογκάνε από πόνο, να παραπονιούνται για όλα και να ματώνουν σιωπηλά και έτσι ανοίγει μόνος του έναν δρόμο καταστροφής για τους υπόλοιπους (που δεν ξέρει κανείς πως είναι δρόμος καταστροφής, τους αρκεί που είναι απλά «δρόμος»), σαν ένας αυλητής που με τον ήχο του αυλού του, μαζεύει τα ποντίκια τριγύρω του και τα οδηγεί (παρασέρνει, είναι η σωστή λέξη) στη θάλασσα της ματαιοδοξίας του για να πλατσουρίσουν στα ρηχά – όμως πόσο εύκολα η ανθρωπότητα, όταν διψά για «δρόμους» και παίρνει παράδρομους, χάνει τον αληθινό της δρόμο… Λοιπόν, αν τα ποντίκια θελήσουν να ξανοιχτούν και προσπαθήσουν να κολυμπήσουν, δεν θα τα καταφέρουν, θα πνιγούν, καθώς έχει βάθος η θάλασσα και δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει στα δύο για να διαβούν ελεύθερα. Στην παραλία εκείνη, μακριά από την καυτή άμμο που πυρώνει τα πόδια, δίπλα από τη θάλασσα στην οποία δεν μπορούν να κολυμπήσουν αλλά είναι αρκετά κοντά της ώστε τα πόδια τους να γλείφονται από τα δροσερά κύματα, ξεκινάει ο εκμαυλισμός: Η τακτική του καρότου και του μαστίγιου. Το σαμάρι της ιδεολογίας έχει ήδη φορτωθεί στην πλάτη των γαϊδάρων, ένα όμορφο και εύοσμο καρότο κρεμιέται μπροστά από τα πρόσωπα τους (ένα καρότο σαν μια υπόσχεση για κάτι σταθερό, κάτι καλύτερο, μια επιθυμία που δεν θα μπορέσουν να δαγκώσουν ποτέ, μια φλόγα που θα τους καίει τον λαιμό από επιθυμία, μια ελπίδα) και ένα χτύπημα στον πισινό με το μαστίγιο για να ξεκινήσουν. Η εκπαίδευση του γαϊδάρου είναι πολύ εύκολη, δεν παίρνει πολύ χρόνο και ούτε είναι επίπονη. Ο γάιδαρος είναι ένα οκνό ζώο που μαθαίνει γρήγορα τις απλές μονότονες δουλειές, δίνοντας του ένα θελκτικό καρότο, άφθονο μουχλιασμένο άχυρο για να συντηρείται και φορώντας του τις αναγκαίες παρωπίδες ώστε να κρατάει τα μάτια του μυαλού του στα απολύτως απαραίτητα και αναγκαία και να μη σκέφτεται, και με μια καμτσικιά στον πισινό ανά τακτά χρονικά διαστήματα που θα κρατάει τον ρυθμό αφού ο γάιδαρος κουράζεται, βαριέται καιξεχνιέται, γίνεται ο τέλειος οπαδός, ο τέλειος ακόλουθος, ο τέλειος δούλος… Φανταστείτε με το μυαλό σας την εικόνα: Ένας τυφλός σακάτης να προπορεύεται μοναχός, σκουντουφλώντας, κρατώντας ένα σχοινί στο οποίο είναι δεμένα τόσα μισότυφλα ζωντανά, προς ένα δρόμο γεμάτο καρφιά, όπου κανείς δεν καταλαβαίνει πως τα πόδια τους σακατεύονται, επειδή πιστεύουν πως οδεύουν στο νόημα υπάρξεως τους. Κανένας δεν εμπιστεύεται αυτούς που μπορούν να δουν (ας τους πούμε «φιλοσόφους»), επειδή αυτοί έχουν πολλές αμφιβολίες για το «που» πάνε, ακριβώς επειδή μπορούν να δουν τον δρόμο. Ο εκμαυλισμός είναι ακριβώς το να δίνεις ψεύτικη ελπίδα σε κάποιον, το να δίνεις μια υψιπετή σκέψη ανώτερου και καθαρότερου αέρα για τα πνευμόνια, σε έναν τυφλοπόντικα που δεν θα μπορούσε να πετάξει, μετά να τον απειλείς με τα καζάνια της κόλασης και τους κεραυνούς του ουρανού ώστε να σε ακολουθήσει αφού είσαι το μοναδικό του στήριγμα, και να τον αφήνεις να πιστεύει σε εσένα και σε κάτι υψηλότερο, δηλαδή στην υπόσχεση σου, η οποία δεν θα εκπληρωθεί ποτέ… Βέβαια, θεωρητικά, κάποια στιγμή, ο πιστός (ο τυφλοπόντικας) θα πρέπει να τινάξει το κεφάλι του από απόγνωση ή έστω από ένα σπάνιο κέντρισμα του μυαλού του,σαν μια αναλαμπή, και να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη και συμβαίνει ακόμα, και να τα αφήσει όλα πίσω του… Κάποια στιγμή… Ας αναλογιστεί όμως κανείς εδώ πέρα, το πραγματικό μέγεθος του Παύλου σαν εκμαυλιστή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά – ή ακόμα και το πόσο σπάνιο και δυσεύρετο παραμένει το πνεύμα μέσα στον όχλο, δύο χιλιάδες χρόνια μετά…