Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Δημόσιο και ιδιωτικό στο κοινωνικό κράτος

Γράφει ο Aντωνης Καρκαγιαννης

Aς σταθούμε σε δύο χθεσινές ειδήσεις. Η πρώτη μάς έρχεται από τις Βρυξέλλες και πηγάζει από μελέτη της Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση της Εκπαίδευσης. Η Ελλάδα κατέχει την τελευταία ή μία από τις τελευταίες θέσεις, ανάλογα με ομάδα χωρών με τις οποίες συγκρίνεται. Διαθέσαμε το 2005 το 4% στην Εκπαίδευση έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 5,1%. Πιο αποκαλυπτικός είναι ο υπολογισμός σε αριθμούς ευρώ. Διαθέσαμε 4.600 ευρώ ανά κεφαλή με μέσο όρο της Ευρώπης των «15» 7.150. Την ίδια περίοδο διαπιστώνεται αύξηση των απαιτήσεων και των δαπανών λόγω επέκτασης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης προς τη νηπιακή ηλικία, αλλά και λόγω αύξησης των σπουδαστών της Ανώτατης κατά 20%.

Η ίδια μελέτη της Ε.Ε. σημειώνει ότι οι επενδύσεις στην Εκπαίδευση είναι απαραίτητες για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης και την καταπολέμηση της ανεργίας. Για την Ελλάδα θα δικαιολογούνταν ο απόλυτος και αξιωματικός τρόπος να πούμε ότι αποτελούν τον μόνο δρόμο για να ξεφύγουμε από την ενδημική οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση. Αυτά είναι τα κεντρικά σημεία της πρώτης είδησης.

Η δεύτερη είδηση είναι εγχώρια και προέρχεται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία εργαζομένων στους ασφαλιστικούς φορείς. Αφορά τα Ασφαλιστικά Ταμεία (σύνταξη, περίθαλψη, φάρμακα). Η προέλευση της είδησης μπορεί να προκαλέσει κάποιες αμφιβολίες ως προς τα μεγέθη, τα οποία όμως χονδρικά επιβεβαιώνονται και από στοιχεία άλλων πηγών.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις εκτιμήσεις της ομοσπονδίας, τα ασφαλιστικά μας Ταμεία θα χρειασθούν φέτος 4,7 δισ. ευρώ κρατική επιχορήγηση επιπλέον της εγγεγραμμένης ήδη στον κρατικό προϋπολογισμό. Σημειώνεται επίσης ότι η αύξηση του κόστους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εξελίσσεται με ρυθμό 15%-20% ετησίως!

Αυτές είναι οι δύο ειδήσεις που θα μας απασχολήσουν σήμερα και σε μένα τουλάχιστον εγείρονται μερικά ερωτήματα όσον αφορά το μέλλον των δύο βασικών πυλώνων άσκησης κοινωνικής πολιτικής και διαμόρφωσης κοινωνικού κράτους. Ολοι, πλέον, παραδέχονται ότι οι δαπάνες για την Εκπαίδευση και την Υγεία δεν αποτελούν ένα «σοσιαλιστικό αίτημα», αλλά ζωτική ανάγκη των σύγχρονων κοινωνιών, προπαντός οικονομική. Είναι πριν απ’ όλα υποδομή ανάπτυξης...

Είναι ποτέ δυνατόν το κράτος, το φιλελεύθερο ή το σοσιαλιστικό, να καλύψει τις δαπάνες αυτών των δύο κεντρικών τομέων του κοινωνικού κράτους, αν αυτές αυξάνονται με ρυθμό μεγαλύτερο του ρυθμού του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ); Για το δικό μας κράτος, το σπάταλο και αναποτελεσματικό, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.

Υπάρχουν μερικοί που προτείνουν να φορολογηθούν οριστικά οι έχοντες και κατέχοντες και να παταχθούν η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή. Ως προς τη φορολόγηση, προφανώς δεν υπολογίζουν ότι, σύμφωνα με τη θεωρία, αλλά προπαντός με την κοινή λογική, υπάρχει ένα λεπτό και κρίσιμο σημείο ισορροπίας μεταξύ του πλούτου και της φορολόγησής του. Αν το υπερβείς αισθάνεσαι βέβαια την ικανοποίηση ότι τιμώρησες τους πλουσίους (αν αυτό είναι το πρόβλημά σου), αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνεις ότι έχεις καταστρέψει την παραγωγή του πλούτου και τη φορολόγησή του.

Οσον αφορά την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, οι δικές μας παλαιότερες και πρόσφατες εμπειρίες είναι απολύτως αποκαρδιωτικές. Αλλά και αν υποθέσουμε ότι θα είναι στο μέλλον επιτυχείς, αμφιβάλλω αν θα είναι επαρκείς, κυρίως με αυτόν τον ρυθμό αύξησης των δαπανών για την περίθαλψη.

Ενα άλλο ερώτημα είναι αν τα φαινόμενα διάλυσης και κακοδιοίκησης τόσο στη Δημόσια Εκπαίδευση όσο και στη Δημόσια Υγεία επιτρέπουν σοβαρές και αποδοτικές επενδύσεις ή αν απλώς θα αυξάνουν το κόστος εργασίας, χωρίς σοβαρό αντιστάθμισμα. Σήμερα, στο κόστος εργασίας ζούμε σε μια θεμελιώδη και κρίσιμη αντινομία. Οι αμοιβές εργασίας βρίσκονται στην τελευταία ή προτελευταία θέση στην Ευρώπη των «15». Το εσωτερικό κόστος εργασίας όμως επαυξημένο με τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές, σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα (εκείνοι που ευθύνονται λιγότερο είναι οι εργαζόμενοι), είναι εξαιρετικά υψηλό και αποτυπώνεται ανάγλυφα στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Στις συνθήκες αυτές, επιπλέον επενδύσεις στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δημόσια Υγεία μόνο μία λογική έχουν: να μεταρρυθμίσουν και να αναδιοργανώσουν και τους δύο τομείς.

Προς ποια κατεύθυνση όμως. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι η Εκπαίδευση και η Υγεία έχουν καθαρό δημόσιο χαρακτήρα με όλες τις παθογένειες που τις συνοδεύουν. Εκτός από αυτό, είναι και κοινωνικά άδικος γιατί πλούσιοι και φτωχοί απολαμβάνουν «δωρεάν» ή δήθεν «δωρεάν» τις ίδιες υπηρεσίες. Αλλά και οι υπηρεσίες που προσφέρονται κατ’ ανάγκην ισοπεδώνονται και σε ορισμένες περιπτώσεις πολτοποιούνται και εκχυδαΐζονται ακριβώς επειδή προσφέρονται «δωρεάν» ή δήθεν «δωρεάν». Η δυνατότητα επιλογής ποιοτικών υπηρεσιών σχεδόν εκμηδενίζεται αφού έχει μεγαλύτερο κόστος, αλλά οφείλει να προσφέρεται «δωρεάν» ή δήθεν «δωρεάν».

Η κοινωνία, βέβαια, δεν δέχθηκε αυτόν τον παραλογισμό. Συχνά αντιδρά στον παραλογισμό με έναν άλλο παραλογισμό: δίπλα στη Δημόσια Εκπαίδευση και Υγεία αντιμετωπίζουν ήδη ένα κρίσιμο δίλημμα: ή θα συνεχίσουν μια πορεία παρακμής, ανέχειας πόρων και απαξίωσης ή θα βρουν τρόπους να αντλήσουν πόρους από την ιδιωτική αποταμίευση, προσφέροντας τις ανάλογες υπηρεσίες.