Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009



ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΡΑΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΄74.....

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ III

Κύπρος 1974 – Σκέψεις και Συμπεράσματα του Κώστα Α. Δημητριάδη

Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί για την αντίσταση των Ελληνικών όπλων κατά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, το «μαύρο» καλοκαίρι του 1974. Προσωπικά έχω υπ’ όψιν μου πάνω από 50 βιβλία – Ελληνικά και ξένα – τα οποία έχω μελετήσει προσεκτικά, διαβάζοντάς τα, 2 και 3 φορές το καθένα, διασταυρώνοντας τα γεγονότα που αναφέρει το καθένα από αυτά, με ότι αντίστοιχο αναφέρουν τα υπόλοιπα, έτσι ώστε να αποκομίσω την μία και μοναδική αντικειμενική αλήθεια – όσο αυτό είναι δυνατόν - και να βγάλω τα προσωπικά συμπεράσματά μου. Αυτό περισσότερο από όλα για να είμαι ήσυχος με τον εαυτό μου και την συνείδηση μου, ότι όταν κατηγορώ κάποιους για «προδοσία» ή «ανικανότητα», να μπορώ να το στηρίξω με στοιχεία. Το οφείλω επίσης στον πατέρα μου, που παιδί ακόμα, τον θυμάμαι να διαπληκτίζεται την ημέρα της Επιστράτευσης, με τον Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος της γειτονιάς μου στο Κερατσίνι, όταν αυτός του έλεγε ότι δεν επιστρατεύεται γιατί είχε λευκό Απολυτήριο και εκείνος οργίλος του φώναζε «εγώ θέλω να πάω να πολεμήσω για την πατρίδα μου!» και γύρισε σπίτι σχεδόν κλαίγοντας, 37 χρονών άντρας τότε, με δύο μικρά παιδιά! Σαν να ένοιωθε ταπεινωμένος που δεν θα πήγαινε να πολεμήσει, λόγω του χρώματος του Απολυτηρίου του Στρατού του - ενώ την ίδια στιγμή άλλοι διέφευγαν στο εξωτερικό για να διασφαλίσουν την σωματική ακεραιότητά τους. Το οφείλω σε έναν τέτοιον Έλληνα που με γέννησε και με ανάθρεψε και με έκανε απόλυτα όμοιο του, τον πατέρα μου Αλέξανδρο! Αποφάσισα λοιπόν να γράψω αυτήν την έρευνά μου, μετά από την διαπίστωση ότι οι νεοέλληνες της μεταπολιτευτικής περιόδου, έχουν μια συγκεχυμένη άποψη στο μυαλό τους για το Κυπριακό, το οποίο το αντιμετωπίζουν τελείως αφοριστικά, με κραυγές του στυλ «Προδότες Χουντικοί», «Αλήτες Πολιτικοί», «οι Κύπριοι δεν πολεμήσανε», «ο Μακάριος ήταν Εθνάρχης» κλπ.

Αλλά με κραυγές δεν γράφεται η Ιστορία. Ίσως κάποια από τα παραπάνω να είναι αλήθεια, ίσως και όλα, ίσως και τίποτα!

Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στην μέση. Αυτός είναι ο λόγος που θέλησα να βάλω μελάνι στο άσπρο χαρτί για να γράψω τις διαπιστώσεις μου – που βασίζονται σε βιβλία που έγραψαν άλλοι - μετά από πολύχρονη έρευνα, έτσι ώστε εμείς οι νεώτεροι, να έχουμε μια πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, εικόνα και να γνωρίζουμε τι πραγματικά έγινε τότε!

Ας πάμε τώρα στα γεγονότα. Ποια ήταν η κατάσταση στην Κύπρο την περίοδο προ της Τουρκικής Εισβολής;

Πολλοί υποστηρίζουν ότι όλα ήταν ιδανικά υπό την διακυβέρνηση του Μακαρίου και από μόνο του το «Ιωαννιδικό» Πραξικόπημα έφερε την καταστροφή. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν υπήρχε η έμφυτη αρχομανία του Μακαρίου και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Πολλοί όμως – ανάμεσα σε αυτούς και εγώ – έχουν καταλήξει στην άποψη ότι η αλήθεια είναι κάπου στην μέση.

Χωρίς αφορισμούς και σκοπιμότητες, μπορώ πλέον αβίαστα να πω ότι και οι δύο – Μακάριος και Ιωαννίδης – υπήρξαν τραγικά πιόνια στην ίδια σκακιέρα, όπου τον ρόλο και των δύο παικτών είχε το ίδιο πρόσωπο: ο Henry Kissinger.

Προσπαθώντας ο πανίσχυρος Αμερικανοεβραίος Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ να τελειώνει με το θέμα «Κύπρος» στην Γεωπολιτική Σκακιέρα της Αμερικής στην Μεσόγειο (με αποδεδειγμένη την αδυναμία της «συνεταίρου» της, Μεγ.Βρετανίας να το καταφέρει επί μία εικοσαετία), «έπαιξε» με τα αδύνατα σημεία του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών της πολιτικής σκηνής εκείνης της εποχής, σε Ελλάδα και Κύπρο, του «αόρατου δικτάτορα» και του «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου» (όπως αποκαλούσαν τον Μακάριο).

Παρέσυρε τον εξαιρετικό «συνωμότη» αλλά πολιτικά «ανόητο» ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, όταν διαπιστώθηκε ότι ο δεύτερος δεν ήταν διατεθειμένος, σε καμία περίπτωση, να προχωρήσει σε καμιά άλλη παραχώρηση στην Κύπρο, πέραν της διαταγής που είχε δώσει στα τέλη του 1967, για την αποχώρηση της ΕΛΔΥΚ/Μ (Μεραρχίας που είχε σταλεί στην Κύπρο κρυφά από τον Γεώργιο Παπανδρέου), ως ένδειξη νομιμοφροσύνης προς τις Η.Π.Α. – στην ουσία υποχωρώντας μπροστά στις πιέσεις τους, για κατευνασμό προς την Τουρκία.

Και αφού – γνωρίζοντας και την ψυχοσύνθεσή του Ιωαννίδη, αλλά και τον άκρατο εθνικισμό του - τον «φούσκωσαν» με πλαστές διαβεβαιώσεις, πως μόλις εξουδετερωθεί το εμπόδιο που ακούει στο όνομα Μακάριος, θα μπορούσε να επιτευχθεί η πολυπόθητη «Ένωσις» της Μεγαλονήσου με την Μητέρα Ελλάδα - τον έσπρωξαν σε αυτό το ανόητο εγχείρημα.

Αμέσως ο Ιωαννίδης άρχισε να φαντάζεται τον εαυτό του στο πλευρό του «αχυράνθρωπου» Στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη (δοτού Προέδρου της Δημοκρατίας τότε), να αποβιβάζεται στην ιερή Κυπριακή γη και να ανακηρύσσει την Ένωση της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα.

Πόθοι αιώνων θα γίνονταν πραγματικότητα! Επιτέλους οι αγώνες των ηρώων της Ε.Ο.Κ.Α. θα εύρισκαν δικαίωση!

Από την άλλη πλευρά γνώριζαν την φιλαρχία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, φιλαρχία που τον έκανε να ξεχάσει τον "'Όρκο της Φανερωμένης" και την 1η Διακήρυξη του Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα (του επιλεγόμενου «Διγενή»), με την έναρξη του Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) ευθύς μόλις επέστρεψε από τις Σεϋχέλλες, από την εξορία που του είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι. Έτσι άρχισαν να προωθούν μέσω 2

διαφόρων πηγών (φίλα προσκείμενων σε αυτόν), πληροφορίες για επικείμενο πραξικόπημα των Ελλαδιτών Αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εναντίον του, με σκοπό την ανατροπή του.

Με ένα επίσης ανόητο αίσθημα πολιτικής αυτοσυντήρησης, ο Μακάριος, απόλυτα προβλέψιμος από τους Βρετανούς και τους Αμερικάνους σε κάθε κίνησή του μετά την ανάληψη από αυτόν του αξιώματος του Προέδρου της 1ης Κυπριακής Δημοκρατίας, φροντίζει να δημιουργήσει ρωγμές στο Εθνικό Μέτωπο, αντιμετωπίζοντας εχθρικά όχι μόνο τους Ελλαδίτες Αξιωματικούς και οπλίτες που υπηρετούσαν στην Κύπρο, αλλά και ακόμα και τους Κυπρίους εθνικόφρονες αξιωματικούς που στο πρόσωπό τους έβλεπε αυτούς που αύριο θα φρόντιζαν για την πολιτική ή ακόμα και την βιολογική εξόντωση του.

Και προχώρησε σε αποφάσεις και πράξεις που αποδυνάμωσαν το Εθνικό Μέτωπο και την Άμυνα της Κύπρου, όπως ήταν η απόφαση για μείωση της θητείας των στρατευσίμων, η δραστική μείωση των αμυντικών δαπανών της Εθνικής Φρουράς – σε αντιδιαστολή με την εντατικοποίησης της χρηματοδότησης και του εξοπλισμού του «Εφεδρικού», της γνωστής μονάδας των «πραιτωριανών» του – καθώς επίσης η απαξίωση των οχυρωματικών έργων στα Βόρεια του νησιού και τέλος η απ’ ευθείας ρήξη με το καθεστώς των Αθηνών, όπως αυτή εκφράστηκε με την περιβόητη επιστολή του προς τον Γκιζίκη, λίγο καιρό πριν το πραξικόπημα, η οποία λειτούργησε ως πυροκροτητής για αυτό.

Σε απάντηση αυτής της επιστολής, ο Ιωαννίδης επανέλαβε τη γνωστή φράση από τους ρωμαϊκούς χρόνους: «ο κύβος ερρίφθη», συμπληρώνοντας «θέλω το κεφάλι του Μούσκου (κοσμικό επώνυμο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου)»

Οι τρεις κύριοι πρωταγωνιστές της Κυπριακής Τραγωδίας, Ιωαννίδης, Μακάριος, Kissinger

Ποια όμως η στάση της Τουρκίας σε όλα αυτά που παίζονταν εκείνη την εποχή στην σκακιέρα της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου;

Στους Τούρκους μπορούμε να προσάψουμε ένα σωρό ελλείμματα στην ψυχοσύνθεση τους, σε σχέση με το ήθος τους, την λογική των ιδανικών τους, την ανθρώπινη και πολιτιστική τους παιδεία, την ειλικρίνεια τους και άλλα που κατά βάση οφείλονται στην νομαδική τους φύση και τις ρίζες των προπατόρων τους.

Όμως θα πρέπει να τους αναγνωρίσουμε δύο μεγάλα προσόντα που αποδεικνύονται ισχυρά ατού στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα: την υπομονή και επιμονή τους σε μακροπρόθεσμους στόχους που έχουν θέσει σαν κράτος 3

και έθνος και την προσήλωσή τους σε αυτούς ανεξαρτήτως πολιτικής ή στρατιωτικής ηγεσίας τους. Άλλωστε αυτό θεωρείται θεμελιώδης αρχή του Κεμαλισμού, όπως το εμφύτευσε στον λαό του, ο ιδρυτής του. Όμως αυτά είναι δύο χαρακτηριστικά προσόντα που παντελώς λείπουν από εμάς τους Έλληνες και τους πολιτικούς μας.

Η Τουρκία λοιπόν, με δεδομένη την προδοτική αποδοχή από την Ελληνική Κυβέρνηση των Συμφωνιών Λονδίνου και Ζυρίχης (Συμφωνίες που χλεύαζαν και στην ουσία και πέταγαν στα σκουπίδια της Ιστορίας, τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και την θυσία των παλικαριών της), που την έβαζαν ουσιαστικά «από το παράθυρο στο παιγνίδι της Κύπρου» ως εγγυήτρια δύναμη (με μόλις 18% του πληθυσμού να ανήκει εθνολογικά σε αυτήν, γεγονός που είναι αποτέλεσμα της μακραίωνης κυριαρχίας της στην Κύπρο κατά την εποχή της κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), σχεδίαζε προσεκτικά τα επεκτατικά της σχέδια για διαμελισμό ή συγκυριαρχία στο νησί.

Σε αυτή της την προσπάθεια, την οποία υποβοηθούσε με τις συνεχείς τις προβοκάτσιες των γεγονότων του ’63-64 (της Κοφίνου αλλά και αυτών της Τυλληρίας), δυστυχώς βρήκε συμπαραστάτες από την Ελληνική πλευρά, οι οποίοι κύρια από έλλειψη διορατικότητας και πολιτικής αντίληψης αλλά και άκρατη δουλοπρέπεια προς τον Αμερικανικό παράγοντα, με πράξεις και παραλείψεις τους, έριξαν «νερό στον μύλο της», δηλαδή εκούσια ή ακούσια έπαιξαν το παιχνίδι της!

Ο Νίκος Σαμψών, τον οποίο οι πραξικοπηματίες των Αθηνών έχρισαν «πρόεδρο» της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν το «κόκκινο πανί για τους τουρκοκύπριους, λόγω της συμμετοχής του στην ΕΟΚΑ Β και για την «Ενωτική» δράση του. Τον κατηγορούσαν για «λουτρό αίματος» κατά των τουρκοκυπρίων στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας.

Όμως παρόλο το γεγονός ότι υπήρξαν και ορισμένες ακρότητες από πλευράς Ελληνοκυπρίων κατά βάση των αντρών της ΕΟΚΑ Β', εναντίον ορισμένων Τουρκοκυπρίων, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι όλες οι κρίσεις που δημιουργήθηκαν επί Κυπριακού εδάφους μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας (με μόνη εξαίρεση την κρίση του Πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου), προκλήθηκαν κατά βάση από τους Τούρκους με την μορφή προβοκάτσιας, με μόνο σκοπό, να επιβάλλουν μέσω των θυλάκων που δημιουργήθηκαν εξ' αιτίας αυτών των κρίσεων, μια “de facto” διχοτόμηση.

Με βάση αυτήν την αδιαμφισβήτητη παραδοχή των διαχρονικών επεκτατικών της βλέψεων απέναντι στην Κύπρο, βρέθηκε απόλυτα έτοιμη, να αρπάξει την ευκαιρία και να εισβάλει στο νησί τον Ιούλιο του 1974 (άσχετα αν και ο ίδιος ο Μακάριος σε μια πολιτικά λανθασμένη κίνησή του, της το ζήτησε, από το βήμα του Ο.Η.Ε. – παρόλο που πολύ προσπαθούν να την εξωραϊσουν!)

Όλα αυτά είναι όμως λίγο-πολύ γνωστά.

Αυτά που δεν είναι γνωστά είναι τα πολεμικά γεγονότα κατά την περίοδο της εισβολής και το τι πραγματικά έγινε τότε.

Και βέβαια δεν μπορούν να αναφερθούν γεγονότα και μάχες σε μια μικρή ανασκόπηση που επιχειρεί ο γράφων, αλλά μπορούν να αναφερθούν συμπεράσματα που προέρχονται κατά βάση από ξένες πηγές οι οποίες άλλες αμερόληπτα, άλλες καταφανώς μεροληπτώντας, δίνουν την δική τους αίσθηση για αυτήν την σύρραξη.

Σημαντικό είναι να αναφέρω ότι στα συμπεράσματα μου κατέληξα αφού διάβασα και τέσσερα Τουρκικά βιβλία από Τούρκους πρωταγωνιστές ή συμμετέχοντες στην Εισβολή.

Επίσης σημαντικά στοιχεία μου έδωσαν βιβλία ή αποσπάσματα από συνεντεύξεις αξιωματικών του Ο.Η.Ε. που υπηρετούσαν τότε στην Κύπρο και δημοσιογράφων που τα γεγονότα τους βρήκαν παρατηρητές των μαχών.

Τα πιο σημαντικά πονήματα, για την στοιχειοθέτηση των συμπερασμάτων μου ήταν το βιβλίο του Τούρκου Δημοσιογράφου Ερμπίλ Τουσάλπ «ο Πασάς και ο Στρατηγός» (που είναι ένα λογοτεχνικό έργο βασισμένο στην ουσία στα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, τότε Διοικητή της 39ης Μεραρχίας Πεζικού, που ήταν και από τους πρωταγωνιστές της Εισβολής), το βιβλίο του Σάββα Βλάσση «ο Απόρρητος Αττίλας» (που έχει πολύ λεπτομερείς αναλύσεις στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρήσεων από πλευράς Τούρκων), το βιβλίο του Γεωργίου Σέργη «η Μάχη της Κύπρου» (που περιέχει σημαντικές αναλύσεις των Μαχών από πλευράς Ελλήνων), και το βιβλίο της Σοφίας Ιορδανίδου, που αναφέρεται στην συνέντευξη του Δρ. Γιαλτσίν Κιουτσούκ με τίτλο «Νταλγκά-Νταλγκά - Κύματα-Κύματα» (που παρουσιάζει τις εμπειρίες των μαχών, από πλευράς ενός «Τούρκου πνευματικού ανθρώπου» που έτυχε εκείνη την συγκυρία να είναι αξιωματικός του Τουρκικού Στρατού Εισβολής).

Τα παραπάνω, μαζί με πολλά άλλα βιβλία, με οδήγησαν κατηγορηματικά, στο εξής συμπέρασμα:

“Στην Κύπρο το 1974, δεν νίκησαν οι Τούρκοι… εμείς χάσαμε!» Για να κάνω μια επεξήγηση των συμπερασμάτων μου θα αναφέρω αυτό που ο Στρατηγός Μ. Ντεμιρέλ αναφέρει με προβληματισμό, στα απομνημονεύματα του – όπως αναφέρονται στο βιβλίο «ο Πασάς και ο Στρατηγός»:

«Αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη! Τι θα κάναμε;

Ποια άλλη ακτή θα επιλέγαμε και θα ερευνούσαμε; Ήταν ποτέ δυνατόν αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θα άρχιζε το πρωί της 20ης Ιουλίου, να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνούσαμε κιόλας;

Υπήρχε επαρκής χρόνος;»

Η ακτή της απόβασης στο Πέντεμιλι, σε πανοραμική θέα από τον Πενταδάκτυλο

Αυτή η παραδοχή από μόνη της δείχνει τον ερασιτεχνισμό με τον οποίο σχεδιάστηκε από τους Τούρκους η εισβολή.

Παρόλο το γεγονός ότι αυτός ο σχεδιασμός γινόταν σε βάθος χρόνου, την ώρα «μηδέν» αποδείχτηκε ότι ήταν απόλυτα ερασιτεχνικός, πράγμα που δεν συνάδει σε καμία περίπτωση, με ένα Στρατό και μία Στρατιωτική Ηγεσία, τόσο πολυδιαφημισμένων από το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α., όπως είναι αυτός των Τούρκων!

Γνωρίζουν άραγε οι Νεοέλληνες ότι οι Τούρκοι σαν «σημάδι» του χώρου που θα πραγματοποιούσαν μια Απόβαση, ξεκινώντας μια πολεμική επιχείρηση, είχαν μόνο μια παρακείμενη βραχονησίδα (την βραχονησίδα Καλαμούλια);

Όμως βραχονησίδες υπήρχαν άφθονες στο ευρύ φάσμα της περιοχής που έγινε η απόβαση!

Ποιος πράγματι Στρατός προχωρεί σε μια τόσο σημαντική απόβαση, η οποία θα καθορίσει σημαντικότατα πολιτικά θέματα για το μέλλον, χωρίς να διασφαλίσει την πλήρη γνώση του εδάφους της απόβασης και το ακριβές στίγμα της;

Από αφήγηση Τούρκου στρατιώτη του 2ου λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζοναυτών που επέβαιναν σε αποβατικό σκάφος LCU, μαθαίνουμε ότι τα Τούρκικα αποβατικά από λάθος τους αρχικά πήγαιναν να αποβιβασθούν στις βραχώδεις ακτές της Γλυκιώτισσας (όπου έδρευε το 251 Τ.Π. της Εθνικής Φρουράς υπό τον Αντισυνταγματάρχη ΠΖ Παύλο Κουρούπη)!

Είναι γνωστό ότι στις ακτές της Γλυκιώτισσας υπάρχουν μόνο βράχοι και ύφαλοι και δεν ενδείκνυται σε καμιά περίπτωση για αποβατική ενέργεια!

Τέτοια γνώση του χώρου είχαν οι Εισβολείς!

Μπορεί ο οποιοσδήποτε να φαντασθεί ποια θα ήταν μοίρα της αποβατικής δύναμης αν το Γ.Ε.Ε.Φ. (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) είχε διατάξει το «μουδιασμένο» από τα αντιφατικές εντολές και πληροφορίες 251 Τ.Π. της Γλυκιώτισσας να προωθηθεί, και να ταχθεί αμυντικά, στην παραλία της απόβασης από την πρώτη στιγμή που αυτή είχε γίνει αντιληπτή;

Μπορεί ο οποιοσδήποτε να φανταστεί ποια θα ήταν η μοίρα της αποβατικής δύναμης αν οι μονάδες Πυροβολικού που έδρευαν στον Πενταδάκτυλο είχαν διαταχθεί άμεσα από το ΓΕΕΦ να βάλλουν εναντίον της;

Πολλώ δε μάλλον αν το ΓΕΕΦ δεν είχε διατάξει το 281 Τ.Π., που έδρευε στην περιοχή των Πανάγρων (δυτικά της ακτής απόβασης των Τούρκων), να φύγει από την έδρα του (αφήνοντας εκεί μόνο την φρουρά του Στρατοπέδου) και να σπεύσει προς καταδίωξη του Μακαρίου και των οπαδών του, στην Πάφο (παρόλο που ήταν ήδη γνωστό ότι ο Μακάριος ήδη από την 16η Ιουλίου, είχε διαφύγει μέσω Μάλτας, στην Αγγλία).

Στην ουσία η δυτική πλευρά του Πεντεμιλίου ήταν κυριολεκτικά αφύλακτη.

Αν ήταν στην θέση του εκείνο το πρωί της 20ης Ιουλίου, το 281 Τ.Π., και δεν έκανε άσκοπες «βόλτες» στην Κυπριακή επικράτεια, η πίεση κατά του προγεφυρώματος θα ήταν ασφυκτική και θα αποδιοργάνωνε την διαδικασία προσέγγισης των τούρκικων αποβατικών με ολέθρια για αυτούς αποτελέσματα.

Διότι σημειωτέον οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να αποβιβάσουν τον μεγάλο όγκο του 50ου Συντάγματος Πεζικού παρά μόνο μετά από περίπου 6 ώρες (είχε αρχικά σχεδιαστεί να γίνει στις 05.30πμ, πάτησαν το πόδι τους τελικά στο Πεντεμίλι στις 07.15 το πρωί αλλά μόνο στις 13.00 το μεσημέρι, είχαν καταφέρει να αποβιβάσουν περίπου 3.000 άνδρες.

Για αποβίβαση αρμάτων, ούτε κουβέντα να γίνεται!

Ο Ανχης (ΠΖ) Π.Κουρούπης (έως σήμερα αγνοούμενος), Διοικητής του 251 Τ.Π., έστειλε ότι είχε διαθέσιμο να αντιμετωπίσει το προγεφύρωμα από τα ανατολικά, αλλά η φυσική κάλυψη του χώρου απόβασης, η οποία απαιτούσε για το δραστικό σφυροκόπημά της, όπλα καμπύλης τροχιάς (τα οποία επίσης απαιτούσαν οπτική επαφή με τον στόχο για τον προκεχωρημένο παρατηρητή βολών), την προστάτευε από την επίθεση από τα ανατολικά.

Παρόλα ταύτα οι Τουρκικές Δυνάμεις καθηλώθηκαν από το πυρ των ελαφρών όπλων των Ελληνοκυπριακών Λόχων, στα οποία προστέθηκαν και οι βολές της 182 Μ.Π.Π. που έβαλε από τον Πενταδάκτυλο.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι αυτή η Μοίρα έδρασε χωρίς να περιμένει διαταγές από το ΓΕΕΦ ευθύς μόλις άρχισαν τα πυρά του 251 Τ.Π., με πρωτοβουλία του Υποδιοικητή της Υπολοχαγού (ΠΒ) Γ.Αντωνακόπουλου 7

(μετέπειτα Α/ΓΕΣ και Α/ΓΕΕΘΑ), ο οποίος εκείνη την δεδομένη στιγμή εκτελούσε χρέη Διοικητού Μοίρας.

Δηλαδή ο Υπολοχαγός τότε Αντωνακόπουλος, μόλις διαπίστωσε ότι οι Τούρκοι επιχειρούν απόβαση και οι διαθέσιμοι στην περιοχή λόχοι της Εθνοφρουράς επιχείρησαν να την αναχαιτήσουν, ενήργησε προς βοήθειά της και εκτέλεσε αυτά που είχε διδαχθεί στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Αντίθετα με αυτόν ο Διοικητής της 198 Π.Ο.Π., ο οποίος θα μπορούσε επίσης να ανοίξει πυρ με τα πυροβόλα του κατά του προγεφυρώματος, από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία στον Πενταδάκτυλο, αδράνησε …εν αναμονή διαταγών του ΓΕΕΦ …ενώ οι Τούρκοι αποβιβάζονταν…

Tυπολατρεία, βλακεία, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, …προδοσία; …Κανείς δεν μπορεί να πει!

Παρόλα ταύτα, και μολονότι οι Ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν απελπιστικά ισχνές απέναντι στον εισβολέα, κατόρθωσαν να καθηλώσουν το προγεφύρωμα σε ένα περιορισμένο χώρο μήκους 400μ περίπου και βάθους όχι πάνω από 200μ.

Αυτή η αμυντική διάταξη της αποβατικής δύναμης πάνω στην ακτή της απόβασης, την καθιστούσε εξαιρετικά βέβαιο θύμα σε περίπτωση Ελληνικής αντεπίθεσης!

Οι Τούρκοι αποβιβάζονται στο Πέντεμίλι

Η σύγχυση και ο πανικός επίσης των αποβατικών δυνάμεων ήταν τέτοιος, ώστε την νύχτα, τουρκικό αντιαρματικό βλήμα, έπληξε το πρόχειρο Κέντρο Επιχειρήσεων των Τούρκων, το οποίο ήταν εγκατεστημένο σε μία παραθαλάσσια βίλα του Πεντεμιλίου, σκοτώνοντας τον Διοικητή τους Συνταγματάρχη Ιμπραήμ Καραογλάνογλου και τον Επισμηναγό Φεχμί Ερτζάν.

Βέβαια οι Τούρκοι δεν παραδέχθηκαν ποτέ ότι οι αξιωματικοί τους σκοτώθηκαν από δικά τους πυρά, αλλά η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε από τον τύπο του αντιαρματικού από το οποίο εβλήθησαν, αλλά και την παντελή έλλειψη Ελληνοκυπριακών Δυνάμεων από Δυσμάς – κατεύθυνση από την οποία εβλήθησαν, βάσει της γωνίας πρόσκρουσης του βλήματος – ότι η βολή έγινε από Τουρκικές Δυνάμεις οι οποίες εξέλαβαν την χρήση φακού και τις κινήσεις στην βίλα, ωσάν να προερχόταν από Ελληνοκυπριακές Δυνάμεις, που προσπαθούσαν να διεισδύσουν στο προγεφύρωμα, εκμεταλλευόμενες το σκοτάδι.

Αριστερά φαίνεται η πινακίδα στην βίλλα που σκοτώθηκε ο επικεφαλής της Τουρκικής Απόβασης Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου. Η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε ότι εβλήθη από φίλια πυρά. Δεξιά φωτογραφία του Σχη Ι. Καραογλάνογλου στο γραφείο του στην έδρα της μονάδας του στην Τουρκία.

Συμπερασματικά μπορούμε πλέον σήμερα με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στα χέρια μας να πούμε ότι αν το ΓΕΕΦ είχε τάξει το 251 Τ.Π. αμυντικά από το βράδυ της 19ης προς 20η Ιουλίου στον χώρο που φαινόταν ότι θα γίνει η απόβαση (βάσει της πορείας του Αποβατικού Στόλου των Τούρκων – όπως κατεγράφη από τα ραντάρ του Αγ.Ανδρέα) ή τουλάχιστον το είχε θέσει σε επιφυλακή, και άλλες Δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς είχαν αποσταλεί προληπτικά μέσω της διαβάσεως των Πανάγρων, στα Δυτικά του Πεντεμιλίου - αποδεχόμενοι ότι το 281 Τ.Π. που έπρεπε να βρίσκεται εκεί, δεν είχε προλάβει να επιστρέψει από την Πάφο, μέσω Λευκωσίας – και με την συνδρομή των 182 Μ.Π.Π. και 198 Π.Ο.Π που θα τελούσαν σε κατάσταση επιφυλακής, τότε σίγουρα ο Τούρκος δεν θα είχε πατήσει το πόδι του στην Κύπρο!

Παρόλο το γεγονός ότι τίποτα από αυτά δεν έγινε, δύο μόνο Ελληνοκυπριακοί Λόχοι του Ανχη Κουρούπη, έφραξαν τον δρόμο σε ένα ενισχυμένο Σύνταγμα Τούρκων.

Τους ανάγκασαν δε, να μην επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό, που ήταν η άμεση κατάληψη της Κερύνειας και η διεύρυνση του προγεφυρώματος για την αποβίβαση των αρμάτων.

Η ακτή της απόβασης στο Πεντεμίλι όπως φαίνεται από ανατολικά

Από πλευράς Ελληνοκυπριακών όπλων, υπήρξε επίσης σύγχυση εξ’ αιτίας των αντιφατικών και κωμικά αλληλοσυγκρουόμενων διαταγών που έφθαναν στο ΓΕΕΦ από το Α/ΕΔ στην Αθήνα, και από εκεί μεταβιβάζονταν στις Μονάδες.

Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και σπαταλήθηκαν άδικα πολύτιμες Δυνάμεις, σε στόχους μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας, όπως ήταν οι επιθέσεις στους Τουρκοκυπριακούς θύλακες Νότια, Ανατολικά και Δυτικά του νησιού (πχ.Αμμόχωστος, Πάφος κλπ), η επίθεση στον Τουρκοκυπριακό θύλακα Λευκωσίας, κατά την οποία χάθηκαν πολύτιμα στελέχη της ΕΛΔΥΚ (όπως ο Υπολοχαγός Σ.Τσώνος), είτε λόγω έλλειψης διορατικότητας και πρωτοβουλίας (με άλλες λέξεις λόγω εμφάνισης πλήρους στρατηγικής ανικανότητας), είτε κατ’ άλλους λόγω τυπολατρικής προσήλωσης στις εντολές του Α/ΕΔ της Αθήνας ορισμένων εκ των Επιτελών του ΓΕΕΦ και ειδικότερα του «ιωαννιδικού» Ταξιάρχου Μ.Γεωργίτση, που εκείνη την περίοδο, αντικαθιστούσε τον Α/ΓΕΕΦ Αντιστράτηγο Γ.Ντενίση (ο οποίος είχε ανακληθεί στην Αθήνα πριν από το πραξικόπημα, με διαταγή του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, επειδή δεν ήταν σίγουρος ότι ο Ντενίσης θα συμμορφωνόταν με τις διαταγές περί ανατροπής του Μακαρίου).

Με λίγα λόγια, αντί το ΓΕΕΦ, ευθύς μόλις έγινε αντιληπτό ότι επίκειται Τουρκική Απόβαση στην ευρύτερη περιοχή ανατολικά της Κερύνειας, να διατάξει πρώτον την διασπορά των Μονάδων του, και δεύτερον την αποστολή ενισχύσεων ανατολικά και δυτικά του Πεντεμιλίου, πριν η Τουρκική Αεροπορία κάνει αισθητή την παρουσία της, παρέμεινε αδρανές μέχρι τις προ-μεσημβρινές ώρες της 20ης Ιουλίου.

Και όταν αποφάσισε να αντεπιτεθεί στο προγεφύρωμα, αυτό θα γινόταν με ισχνές δυνάμεις εναντίον ενός Συντάγματος ενισχυμένης συνθέσεως.

Όταν ακόμα μπορούσε να βοηθήσει τον Κουρούπη, δεν το έκανε, παρά αποφάσισε να διατάξει την ΕΛΔΥΚ χωρίς καθόλου υποστήριξη πυροβολικού να επιτεθεί στο Κιόνελι, μια επίθεση σε δευτερεύοντα στόχο εκείνη την δεδομένη στιγμή, η οποία ήταν καταδικασμένη από την αρχή σε αποτυχία, λόγω των μεγάλων αερομεταφερόμενων ενισχύσεων από Πεζοναύτες που είχαν λάβει οι Τούρκοι του θύλακα κατά την διάρκεια της ημέρας και των ισχυρών οχυρωματικών έργων που προϋπήρχαν της εισβολής, τα οποία – δυστυχώς - είχαν κατασκευαστεί με Ελληνοκυπριακό τσιμέντο!.

Αποφάσισε τέλος να στείλει κάποιες δυνάμεις να αντεπιτεθούν στους Τούρκους κατά την διάρκεια της μέρας, όταν η Τουρκική αεροπορία «αλώνιζε» κυριολεκτικά τους Κυπριακούς αιθέρες, με αποτέλεσμα μεγάλος μέρος αυτών των δυνάμεων να βληθούν καθ’ οδόν και να αποδεκατιστούν κυριολεκτικά, πριν προλάβουν να λάβουν μέρος στην μάχη.

Έτσι τραυματίστηκε θανάσιμα την 22η Ιουλίου στην διάβαση των Πανάγρων και ο ηρωικός Αντισυνταγματάρχης Γ.Μπούτος του 286 Μ.Τ.Π., όταν έσπευε με τα μηχανοκίνητα BTR-152V1 (ερπυστριοφόρα οχήματα Σοβιετικής κατασκευής) του Τάγματος του, να επιτεθεί εναντίον του προγεφυρώματος. Ο ηρωικός Αντισυνταγματάρχης άφησε την τελευταία του πνοή μερικές μέρες αργότερα στο Νοσοκομείο.

Οι συγγραφείς Σάββας Βλάσσης και Γεώργιος Σέργης, είναι σαφείς ως προς τα συμπεράσματά τους:

Αν το ΓΕΕΦ αντί να ασχοληθεί με δευτερεύοντες στόχους και εκκαθαρίσεις θυλάκων μικρής στρατηγικής σημασίας, είχε αποστείλει κάθε διαθέσιμη μονάδα στον χώρο του προγεφυρώματος – εκτός μέρους της δυνάμεως της ΕΛ.ΔΥ.Κ. το οποίο θα έπρεπε να παραμείνει ως «Φρουρά» της Λευκωσίας – οι Τούρκοι θα είχαν υποστεί μια τρομερά μεγάλη στρατιωτική ήττα.

Είναι δε βέβαιο ότι μετά από μια τέτοια στρατιωτική ήττα, θα είχαν βγάλει από το μυαλό τους την Κύπρο για πολλές δεκαετίες!

Σε ότι αφορά εκείνη την δεδομένη χρονική στιγμή, είναι σίγουρο ότι δεν θα είχαν ούτε καν προσπαθήσει να αποβιβάσουν το δεύτερο αποβατικό κύμα το οποίο θα έμενε στα πλοία, τα οποία αναγκαστικά θα έβαζαν κάποια στιγμή πλώρη για την Μερσίνα, εγκαταλείποντας το πρώτο αποβατικό κύμα αποκομμένο στην ακτή του Πεντεμιλίου, με τραγικά για αυτό αποτελέσματα!

Αυτή είναι η αλήθεια η οποία ενισχύεται από τον Τούρκο Στρατηγό Μεντρεντίν Ντεμιρέλ, που στα απομνημονεύματα του αναφέρει ότι μέχρι και το βράδυ της 20ης περίμεναν με εξαιρετική αγωνία, την Ελληνική αντεπίθεση η οποία δεν έγινε ποτέ.Αυτό τους είχε καθηλώσει θανάσιμα στον χώρο της απόβασης και δεν τους άφηνε να ρισκάρουν την επέκταση του προγεφυρώματος ούτε δυτικά προς Λάπηθο, αλλά ούτε και ανατολικά προς την Κερύνεια και την διάβαση της Αγύρτας (που θα τους ένωνε με τον θύλακα της Λευκωσίας, που ήταν και ο αντικειμενικός τους σκοπός)!

Το τόλμησαν μόνο όταν αντελήφθησαν ότι η Ελληνοκυπριακή Στρατιωτική Ηγεσία παρέμενε άτολμος θεατής των εξελίξεων και οι ευρισκόμενες στον δρόμο τους Ελληνικές δυνάμεις ήταν τρομερά ισχνές και χωρίς υποστήριξη πυροβολικού ή αρμάτων.

Γιατί το έκανε αυτό όμως ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης;

Στο βιβλίο του Σ.Βλάσση, αναφέρεται ότι ο Μ.Γεωργίτσης ήταν πρόσφατα προαχθείς και τελούσε υπό μετάθεση στην Ελλάδα, αλλά λόγω του ότι ανήκε στον «κύκλο αξιωματικών του Ιωαννίδη» προτιμήθηκε αντί του Ταξχου Π.Γιαννακοδήμου (τότε Επιτελάρχου), να αντικαταστήσει τον απόντα Α/ΓΕΕΦ. Είναι ελάχιστοι αυτοί οι οποίοι αναφέρονται στις ηγετικές ικανότητες του εν λόγω αξιωματικού (ένας από αυτούς είναι ο Ταξχος Δ.Χάντζος, Διοικητής 361 Τ.Π. στο βιβλίο του «Κύπρος ’74 - Γιατί δεν νικήσαμε» σελ.111).

Αλλά ακόμα και αν υπήρχαν αυτές, δεν τις εμφάνισε καθόλου κατά την διάρκεια των γεγονότων.

Πολλοί υποστηρίζουν - και μάλλον αυτό συνέβαινε - διότι ακολουθούσε πιστά τις εντολές και διαβεβαιώσεις του Α/ΕΔ της Αθήνας για «αυτοσυγκράτηση», διότι δήθεν οι Τούρκοι μπλοφάρουν και προσπάθησε να αντιδράσει μόνο όταν κατάλαβε επιτέλους ότι οι Μονάδες του ΓΕΕΦ βομβαρδίζονται ανελέητα από τους Τούρκους! ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ