Τα λιμάνια του αρχιπελάγους
Σχετικά με τις αγκύλες, κάποιες συγκεκριμένες περιέχουν σημειώσεις δικές μου σχετικά με τα ονόματα των οργανώσεων και ομάδων που χρησιμοποιεί ο Σολζενίτσιν και εξηγεί σε άλλα σημεία του βιβλίου, ενώ οι περισσότερες είναι σημειώσεις του ίδιου του Σολζενίτσιν που μπήκαν σαν παράρτημα στις τελευταίες σελίδες και θεώρησα πως θα ήταν πιο λειτουργικό για τον αναγνώστη, το να τις προσθέσω εμβόλιμα στο κυρίως κείμενο.
Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται στην μνήμη του συγγραφέα της.
Aleksandr Solzhenitsyn
(11 Δεκεμβρίου 1918 - 3 Αυγούστου 2008)
Ξετυλίξτε πάνω σ' ένα μεγάλο τραπέζι έναν μεγάλο χάρτη της πατρίδας μας. Βάλτε χοντρές μαύρες τελείες σε όλες τις πρωτεύουσες των επαρχιών, σε όλους τους σιδηροδρομικούς κόμβους και σε όλα τα συγκοινωνιακά κέντρα, εκεί που καταλήγουν οι ράγιες και αρχίζουν οι ποτάμιες αρτηρίες ή κάνει καμπή το ποτάμι και αρχίζει το μονοπάτι για πεζούς. Μα τι είναι αυτό; Ολόκληρος ο χάρτης είναι γεμάτος από μολυσματικές μύγες. Τώρα έχετε μπροστά στα μάτια σας τον μεγαλειώδη χάρτη των λιμανιών του Αρχιπελάγους.
Δεν πρόκειται, βέβαια, για τα μαγευτικά λιμάνια, που μ' αυτά μας γοήτευε ο Αλεξάντρ Γκριν, όπου στις ταβέρνες πίνουν ρούμι και περιποιούνται τις ομορφονιές. Ούτε θα βρείτε εδώ χλιαρή γαλάζια θάλασσα (νερό για μπάνιο αντιστοιχεί εδώ από ένα λίτρο για τον καθένα, και για να πλένονται πιο άνετα οι κρατούμενοι, ρίχνουν τέσσερα λίτρα νερό σε μια λεκάνη, όπου πλένονται τέσσερις μαζί). Μα όλα τα υπόλοιπα ρομαντικά στοιχεία του λιμανιού – λάσπη, ενοχλητικά έντομα, βλαστήμιες και καυγάδες – τα βρίσκεις εδώ με το παραπάνω.
Είναι σπάνιο να βρεις κρατούμενο που να μην πέρασε από τρεις ως πέντε μεταγωγικές φυλακές, πολλοί μάλιστα από αυτούς έχουν περάσει από καμιά δεκαριά, ενώ οι γιοι του ΓΚΟΥΛΑΓΚ γνώρισαν ακόμα και πενήντα. Μόνο που όλα αυτά τα κέντρα μπερδεύονται μέσα στη μνήμη, γιατί έχουν πολλά κοινά σημεία: την άξεστη φρουρά, το ανάκατο προσκλητήριο των κρατουμένων με βάση τους φακέλους, τη μακρά αναμονή μέσα στην κάψα του καλοκαιριού ή στη φθινοπωρινή παγωνιά, την επίσης μακρά αναμονή για την έρευνα και το γδύσιμο, το κούρεμα με βρώμικες μηχανές, τα κρύα γλιστερά μπάνια, τα βρωμερά αποχωρητήρια, τους αποπνικτικούς διαδρόμους, τα μικρά, σχεδόν πάντα σκοτεινά και υγρά κελιά, τη ζέστα της ανθρώπινης σάρκας και από τις δυο μεριές δίπλα σου στο δάπεδο ή στα ξυλοκρέβατα, τα σκληρά σανιδένια προσκέφαλα, το υγρό, σχεδόν σαν λάσπη ψωμί, το συσσίτιο, που λες και ήτανε πολτός για ζώα.

Και όποιος έχει γερή μνήμη και διατηρεί καλά χωρισμένες τις αναμνήσεις του, δεν χρειάζεται να ταξιδέψει στη χώρα, γιατί όλη η γεωγραφία της είναι εντυπωμένη στο μυαλό του με βάση τις μεταγωγικές φυλακές. Το Νοβοσιμπίρσκ; Το ξέρω, έζησα εκεί: γερά παραπήγματα, φτιαγμένα από χοντρούς κορμούς. Το Ικούτσκ; Εκεί πολλές φορές τα παράθυρα είναι φραγμένα με τούβλα, και βλέπουμε ακόμα πως ακριβώς ήταν στον καιρό του τσάρου, τις διάφορες στρώσεις του σοβά και τις τρύπες του εξαερισμού που έχουν διατηρηθεί. Η Βολογκντά; Ναι, είναι ένα γέρικο κτίριο με πύργους, με τα αποχωρητήρια το ένα πάνω από το άλλο, με σάπια ξύλινα ταβάνια, από όπου τρέχουν κάτω τα νερά. Το Ουζμάν; Τα ίδια κι εκεί: βρωμερή, γεμάτη ψείρες φυλακή, παμπάλαιο κτίριο με καμάρες. Και τη γεμίζουν τόσο φίσκα, ώστε όταν βγάζουν από εκεί κρατούμενους για μιαν αποστολή, δεν πιστεύεις στα μάτια σου: που χώρεσαν όλοι αυτοί; Η φάλαγγά τους γεμίζει τη μισή πόλη.
Έναν τέτοιο ειδικό μην τον προσβάλετε λέγοντάς του πως ξέρετε, τάχα, μια πόλη χωρίς μεταγωγική φυλακή. Γιατί θα σας αποδείξει πως τέτοιες πόλεις δεν υπάρχουν, και αυτό θα είναι η καθαρή αλήθεια. Το Σαλσκ; Μα εκεί κλείνουν τους μεταγόμενους κρατούμενους στα κελιά προφυλακίσεως, μαζί με εκείνους που περνούν από ανάκριση. Το ίδιο γίνεται σε όλα τα επαρχιακά κέντρα. Ποιος λέει λοιπόν ότι δεν υπάρχουν παντού μεταγωγικές φυλακές; Στο Σολ–Ιλέτσκ; Υπάρχει κι εκεί μια. Στο Ρυμπίνσκ; Εκεί υπάρχει η φυλακή No 2, πρώην μοναστήρι. Ω, είναι από τις πιο ήσυχες! Αυλές λιθόστρωτες, παλιές μουσκλιασμένες πλάκες, και καθαρές ξύλινες μπανιέρες στα λουτρά. Στο Τσιτ; Εκεί βρίσκεται η φυλακή No 1. Στο Ναού– σκι; Εκεί δεν υπάρχει φυλακή, αλλά ένα μεταγωγικό στρατόπεδο, το ίδιο κάνει. Στο Τορζόκ; Ναι, στον λόφο υπάρχει επίσης μια φυλακή, που στεγάζεται κι αυτή σε μοναστήρι.
Κατάλαβέ το, καλέ μου άνθρωπε, πόλη χωρίς μεταγωγική φυλακή δεν μπορεί να υπάρχει! Δικαστήρια, βλέπεις, λειτουργούν παντού. Και πώς θα μεταφέρεις έπειτα τους κρατούμενους στο στρατόπεδο, με τον αέρα;

Βέβαια οι μεταγωγικές φυλακές διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Και για το ποια είναι καλύτερη και ποια είναι χειρότερη είναι περιττό να αντιδικούμε. Όταν μαζεύονται τρεις – τέσσερις κρατούμενοι, ο καθένας «επαινεί», φυσικά, τη «δική του» φυλακή.
– Βέβαια, η φυλακή του Ιβάνοβο δεν είναι τόσο γνωστή, ρώτα όμως αυτούς που έμειναν εκεί τον χειμώνα του 1937 – 38. Η φυλακή ΔΕΝ ΘΕΡΜΑΙΝΟΤΑΝ και οι κρατούμενοι όχι μόνο δεν ξεπαγιάζανε, αλλά και πλαγιάζανε μόνο με τα εσώρουχα στην πάνω σειρά τα ξυλοκρέβατα. Είχαν βγάλει κι όλα τα τζάμια από τα παράθυρα για να μην πάθουν ασφυξία. Στον θάλαμο 21 αντί για τον καθορισμένο αριθμό των είκοσι ατόμων, στεγάζονταν ΤΡΙΑΚΟΣΙΟΙ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΕΙΣ! Κάτω από τα ξυλοκρέβατα υπήρχε νερό, πάνω στο νερό είχαν τοποθετηθεί σανίδες και σ' αυτές πλαγιάζανε οι κρατούμενοι. Και από τα σπασμένα παράθυρα έμπαινε μέσα η παγωνιά. Συνήθως εκεί, κάτω από τα ξυλοκρέβατα, επικρατούσε πολική νύχτα: φως δεν υπήρχε καθόλου, γιατί το έφραζαν όσοι ήταν ξαπλωμένοι στις κουκέτες και όσοι στέκονταν όρθιοι ανάμεσα σ' αυτές. Οι κρατούμενοι ήταν αδύνατο να ανοίξουν δρόμο για να πάνε να ανακουφιστούν στη βούτα, και αναγκάζονταν να κινούνται κρεμασμένοι από τις άκρες των ξυλοκρέβατων. Τροφή δεν μοίραζαν στον καθένα χωριστά, αλλά για δέκα μαζί. Αν κανένας από τη δεκάδα τύχαινε να πεθάνει, τον έχωναν κάτω από το ξυλοκρέβατο και τον κρατούσαν εκεί, ώσπου να βρωμίσει. Έτσι εξακολουθούσαν να παίρνουν το συσσίτιό του για μερικές μέρες. Αυτό θα μπορούσαν να το αντέξουν κι άλλο ακόμα, μα οι φρουροί, λες και τους είχες βάλει νέφτι, κυνηγούσαν συνέχεια τους κρατούμενους και τους μετέφεραν από θάλαμο σε θάλαμο. Ξάφνου άκουγες μια φωνή: «Σηκωθείτε! Περάστε στον άλλο θάλαμο!» Και πάλι ο χώρος δεν έφτανε. Μα επειδή η φυλακή ήταν φίσκα γεμάτη, είχαν τρεις μήνες να τους πάνε στο μπάνιο, και οι κρατούμενοι γέμισαν ψείρες κι από τις ψείρες τους άνοιξαν πληγές στα πόδια και αρρώστησαν από τύφο. Και εξ αιτίας του τύφου τους έβαλαν στην καραντίνα, και επί τέσσερις μήνες δεν έφυγαν καθόλου αποστολές.
– Κι αυτό, παιδιά, δεν γινόταν μόνο στο Ιβάνοβο, αλλά γινόταν παντού εκείνο τον χρόνο. Τον χειμώνα του 1937 – 38 δεν στενάζανε μόνο οι κρατούμενοι, αλλά ακόμα και οι πέτρες της φυλακής. Στη μεταγωγική φυλακή του Ιρκούτσκ, που δεν φημιζόταν για τίποτα ιδιαίτερο, το 1938 οι γιατροί δεν τολμούσαν ούτε ένα βλέμμα να ρίξουν μέσα στα κελιά, αλλά περνούσαν μόνο από τον διάδρομο, ενώ ο δεσμοφύλακας φώναζε από την πόρτα: «Όποιοι έχουν χάσει τις αισθήσεις τους να βγουν έξω!»
– Το 1937, παιδιά, όλα αυτά γίνονταν σε όλη τη Σιβηρία ως τον ποταμό Κολύμα και ως την Οχοτσκική θάλασσα και το Βλαδιβοστόκ. Τα ατμόπλοια μπορούσαν να μεταφέρουν στον Κολύμα το πολύ τριάντα χιλιάδες κρατουμένους τον μήνα, ενώ από τη Μόσχα έστελναν, έστελναν αδιάκοπα, χωρίς να λογαριάζουν. Έτσι είχαν σωριαστή κάπου εκατό χιλιάδες, καταλαβαίνετε;
– Ποιοι τους μέτρησαν;
– Εκείνοι που ήταν η δουλειά τους να τους μετράνε.
– Πάντως στη μεταγωγική φυλακή του Βλαδιβοστόκ, τον Φεβρουάριο του 1937 δεν βρίσκονταν παραπάνω από σαράντα χιλιάδες.
– Ναι, και τους κράτησαν εκεί κάμποσους μήνες. Οι κοριοί στα ξυλοκρέβατα ήταν μεγάλοι σαν ακρίδες. Κι αν πεις για νερό, από μισή κούπα τη μέρα∙ δεν υπήρχε, βλέπεις, νερό. Ποιος να το κουβαλήσει; Υπήρχε ολόκληρη ζώνη (ιδιαίτερο τμήμα στρατοπέδου, φραγμένο με συρματόπλεγμα) από Κορεάτες, πέθαναν από δυσεντερία, όλοι! Από τη δική μας ζώνη κάθε πρωί έβγαζαν έξω καμιά εκατοστή. Για να φτιάξουν ένα νεκροτομείο, έζευαν κρατούμενους σε κάρα και τους έβαζαν να κουβαλάνε πέτρες. Σήμερα σέρνεις εσύ το κάρο, και αύριο θα είσαι ο ίδιος φορτωμένος σ' αυτό. Το φθινόπωρο, εκτός από τη δυσεντερία, έπεσε και επιδημία εξανθηματικού τύφου. Και να τι γινόταν τότε σε μας: τους νεκρούς δεν τους παραδίναμε, όσο δεν βρωμούσαν, για να παίρνουμε τη μερίδα τους. Φάρμακα δεν υπήρχαν. Πηγαίναμε κοντά στη ζώνη και φωνάζαμε: Δώστε μας φάρμακα! Και από τις σκοπιές μας απαντούσαν με πυροβολισμούς. Αργότερα μάζεψαν τους αρρώστους από τύφο σε χωριστό παράπηγμα. Δεν προλάβαιναν να τους πάνε όλους, από όσους όμως μεταφέρονταν εκεί, λίγοι έβγαιναν ζωντανοί. Εκεί τα ξυλοκρέβατα ήταν διώροφα, κι εκείνοι που βρίσκονταν στην επάνω σειρά δεν μπορούσαν, από τον πυρετό, να κατέβουν κάτω για να πάνε στο αποχωρητήριο. Έτσι τα ούρα κι οι βρωμιές έπεφταν στους από κάτω. Εκεί κείτονταν καμιά πεντακοσαριά άρρωστοι. Οι νοσοκόμοι ήταν κακοποιοί κι έβγαζαν από τους πεθαμένους τα χρυσά δόντια, ενώ για τους ζωντανούς δεν έδιναν δεκάρα.
– Δεν μας παρατάς πια με το 1937 σου! Όλο το 1937 μας κοπανάς. Και για το 1949 στον κόλπο του Βάνινο, στην 5η ζώνη, δεν λες τίποτα; Ήμαστε τριάντα πέντε χιλιάδες! Και για κάμποσους μήνες δεν έβρισκαν μέσο να μας στείλουν στον Κολύμα. Κάθε νύχτα, άγνωστο γιατί, μας μεταφέρανε από παράπηγμα σε παράπηγμα, από ζώνη σε ζώνη. Όπως οι φασίστες, μας έσπρωχναν με σφυρίγματα και φωνές: «Όλοι έξω, εκτός από τον τελευταίο!» [Το νόημα του παραγγέλματος είναι: Όποιος βγει τελευταίος, θα τιμωρηθεί.] Και πάντα τροχάδην! Μόνο τροχάδην! Για ψωμί μας έστελναν εκατό μαζί, τροχάδην! Για συσσίτιο, τροχάδην! Από πιατικά, δεν υπήρχε τίποτα. Το νεροζούμι σου βάλ' το όπου θέλεις, στην άκρη από το σακάκι σου, στις χούφτες σου! Νερό έφερναν με βυτία, μα που να το βάλουμε; Δεν είχαμε δοχεία. Το άφηναν λοιπόν να τρέχει από τον σωλήνα, κι όποιος πρόφταινε, ρουφούσε με το στόμα του. Οι κρατούμενοι τσακώνονταν γύρω από τα βυτία, και από τη σκοπιά οι φρουροί τους πυροβολούσαν. Ακριβώς όπως οι φασίστες. Κάποτε ήρθε ο υποστράτηγος Ντερεβιάνκο, διοικητής της ΟΥΣΒΙΤΛ [Διοίκηση βορειοανατολικών (δηλαδή της περιοχής του ποταμού Κολύμα) στρατοπέδων αναμορφωτικής εργασίας.]. Ένας πιλότος της πολεμικής αεροπορίας βγαίνει από τις γραμμές μας, πηγαίνει κοντά του, σχίζει το αμπέχωνό του και του λέει: «Έχω επτά πολεμικά παράσημα! Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να πυροβολήτε στη ζώνη μας;» Ο Ντερεβιάνκο αποκρίνεται: «Πυροβολήσαμε και θα πυροβολούμε, ώσπου να μάθετε να φέρεστε» [Που είσαι, «Δικαστήριο των Εγκλημάτων Πολέμου» του Μπέρντραντ Ράσσελ; Γιατί δεν παίρνετε στοιχεία από εδώ; Η μήπως αυτό δεν είναι δική σας δουλειά;].
- Όχι, παιδιά, αυτές δεν είναι πραγματικές μεταγωγικές φυλακές. Μεταγωγική φυλακή είναι του Κύρωφ, αυτή μάλιστα! Ας πάρουμε μια πολύ συνηθισμένη χρονιά, ας πάρουμε το 1947. Στη φυλακή του Κύρωφ χρειάζονταν δυο φρουροί για να χώνουν τους κρατούμενους, κλωτσώντας τους με τις μπότες τους, στα κελιά. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να κλείσει η πόρτα. Στα τριώροφα ξυλοκρέβατα τον Σεπτέμβριο (κι αυτό γινόταν στη Βιάτκα, κι όχι στη Μαύρη Θάλασσα) όλοι κάθονταν γυμνοί από τη λαύρα – και λέω κάθονταν, γιατί δεν υπήρχε χώρος για να ξαπλώσουν. Μια σειρά καθόταν στο κεφάλι των κρεβατιών και άλλη μια στα πόδια. Και στο πέρασμα, στο δάπεδο, κάθονταν δυο σειρές κρατούμενοι, ενώ ανάμεσά τους στέκονταν άλλοι όρθιοι, και κάθε τόσο άλλαζαν θέσεις. Τα σακούλια τους τα κρατούσαν στα χέρια ή στα γόνατα, γιατί δεν είχαν που να τα βάλουν. Μόνο οι κακοποιοί είχαν τις νόμιμες θέσεις τους – στον δεύτερο όροφο από τα ξυλοκρέβατα, κοντά στο παράθυρο, όπου ξάπλωναν άνετα. Οι κοριοί ήταν τόσοι, ώστε τσιμπούσαν και τη μέρα, πηδώντας πάνω μας από το ταβάνι. Κι αυτό βαστούσε βδομάδες και μήνες.

Θέλω να μπω στη μέση κι εγώ, να αφηγηθώ τι γινόταν στην Κράσναγια Πρέσνια [Λίγοι Μοσχοβίτες ξέρουν αυτή τη μεταγωγική φυλακή με το τόσο ένδοξο επαναστατικό όνομα. (Πρέσνια: εργατικό προάστιο της Μόσχας, όπου το 1905 έγινε εξέγερση του πληθυσμού και γι' αυτό μετά την Επανάσταση ονομάστηκε Κράσναγια Πρέσνια, δηλαδή Κόκκινη Πρέσνια. Σ. τ. Μ.) Εκεί δεν γίνονται εκδρομές, δεν πηγαίνουν τουρίστες. Και πώς μπορούν να πάνε, αφού βρίσκεται ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΔΡΑΣΗ; Κι όμως είναι τόσο κοντά: Είναι μόνο δυο βήματα, αν πάρεις από το Νοβοχορόσεβο τον περιφερειακό σιδηρόδρομο.] τον Αύγουστο του 1945, τη χρονιά της νίκης, μα ντρέπομαι. Εμείς τουλάχιστο μπορούσαμε να απλώσουμε λίγο τα πόδια μας τη νύχτα και οι κοριοί μας ήταν κάπως μετριοπαθείς. Βέβαια όλη τη νύχτα, με το δυνατό ηλεκτρικό φως, γυμνοί και καταϊδρωμένοι από τη ζέστη, βασανιζόμαστε από τις μύγες, μα αυτό δεν λογαριάζει, ντρέπομαι να καυχηθώ. Σε κάθε μας κίνηση λουζόμαστε στον ιδρώτα, που μετά το φαγητό έτρεχε από πάνω μας ποτάμι. Στον θάλαμο, λίγο μεγαλύτερο από ένα μέτριο δωμάτιο σπιτιού, στριμωχνόμαστε εκατό, κι ήμαστε τόσο ζουληγμένοι, που ούτε να πατήσουμε με το πόδι μας το δάπεδο δεν μπορούσαμε. Και οι δυο μικροί φεγγίτες ήταν φραγμένοι με φίμωτρα από φύλλα λαμαρίνας, έβλεπαν στον νοτιά, κι όχι μόνο δεν άφηναν να μπαίνει μέσα αέρας, αλλά πυρακτώνονταν από τον ήλιο κι ακτινοβολούσαν αφόρητη ζέστη μέσα στο κελί.
Επειδή οι μεταγωγικές φυλακές είναι όλες ασυνάρτητες, και η συζήτηση γι' αυτές είναι ασυνάρτητη, τον ίδιο χαρακτήρα θα έχει και τούτο το κεφάλαιο. Δεν ξέρεις με τι να καταπιαστείς πρώτα, τι να πρωτοδιηγηθείς. Κι όσο περισσότεροι κρατούμενοι συσσωρεύονται στη μεταγωγική φυλακή, τόσο πιο ασυνάρτητη γίνεται η κατάσταση. Για τους ανθρώπους αυτό καταντάει ανυπόφορο, για το ΓΚΟΥΛΑΓΚ [Η λέξη ΓΚΟΥΛΑΓΚ είναι σύντμηση των ρωσικών λέξεων Γκλάβνογιε Ουπραβλένιγιε Λαγκερέι, που σημαίνουν: Γενική Διοίκηση Στρατοπέδων (Σ.τ.Μ.).] είναι ασύμφορο, κι όμως κρατάνε εκεί ανθρώπους με τους μήνες. Η μεταγωγική φυλακή καταλήγει να γίνει σωστή φάμπρικα: τις μερίδες του ψωμιού τις κουβαλάνε με καρότσια από αυτά που είναι φτιαγμένα για να μεταφέρουν τούβλα, ενώ την αχνιστή σούπα τη φέρνουν μέσα σε μεγάλους ξύλινους κάδους που χωράνε έξι κουβάδες και τους κουβαλάνε περνώντας μακριά κοντάρια από τα χερούλια τους.
Η μεταγωγική φυλακή του Κοτλάς ήταν μια από τις πιο εντατικές και απροκάλυπτες.
Εντατική, γιατί άνοιγε τον δρόμο για όλη τη βορειοανατολική ευρωπαϊκή Ρωσία, και απροκάλυπτη, γιατί βρισκόταν βαθιά στο Αρχιπέλαγος και δεν χρειαζόταν να την κρύβουν από κανένα μάτι. Ήταν μια έκταση γης χωρισμένη με φράχτες σε κλουβιά, όλα κλειδαμπαρωμένα. Και μ' όλο που από το 1930 συσσώρευαν ήδη εκεί μεγάλο αριθμό μουζίκων, όταν τους εκτόπιζαν (και φανταζόμαστε πως στέγη από πάνω τους δεν θα υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει κανείς για να το διηγηθεί αυτό) το 1938 δεν κατάφερναν ακόμα να στεγάζουν όλο αυτό τον κόσμο μέσα στα εύθραυστα ισόγεια παραπήγματα, τα φτιαγμένα με σανίδες και σκεπασμένα με... καραβόπανο. Έτσι κάτω από το φθινοπωρινό υγρό χιόνι και την παγωνιά, οι άνθρωποι ζούσαν εκεί ξαπλωμένοι στο χώμα, κάτω από τον ουρανό. Είναι αλήθεια πως δεν τους άφηναν να μουδιάσουν από την ακινησία, γιατί συνεχώς τους καταμετρούσαν, τους αναστάτωναν με ελέγχους (μπορούσαν να βρίσκονται εκεί 20.000 κρατούμενοι ταυτόχρονα) ή με αιφνίδιες νυχτερινές έρευνες. Αργότερα, μέσα σ' αυτά τα κλουβιά έστησαν σκηνές ή έφτιαξαν παραπήγματα από κορμούς δέντρων, που είχαν ύψος δυο ορόφων (για να ελαττώνουν συνετά το κόστος της οικοδόμησης) χωρίς να χωρίζονται από μέσα σε ορόφους. Στα τοιχώματα αυτών των παραπηγμάτων τοποθετούσαν έξι σειρές ξυλοκρέβατα με κάθετες σκάλες, στις οποίες οι εξαντλημένοι κρατούμενοι έπρεπε να σκαρφαλώνουν σαν ναύτες (κατασκευή που ταίριαζε περισσότερο σε καράβι, παρά σε λιμάνι). Τον χειμώνα του 1944 – 45, όλοι είχαν πια στεγαστεί. Τότε βρίσκονταν εκεί μόνο 7.000 κρατούμενοι, από τους οποίους πέθαιναν περίπου πενήντα τη μέρα, και τα φορεία που τους κουβαλούσαν στο νεκροτομείο δεν ξεκουράζονταν καθόλου. (Θα πείτε πως ένα ποσοστό θνησιμότητας κατώτερο από ένα τα εκατό τη μέρα είναι ανεκτό και πως μ' αυτό τον ρυθμό ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει πέντε μήνες. Σωστά, αλλά το βασικό δρεπάνι, δηλαδή η εργασία στο στρατόπεδο, δεν είχε αρχίσει ακόμα. Κι αυτή η απώλεια δύο τρίτων του ενός εκατοστού τη μέρα είναι καθαρή φύρα, και τόσο μεγάλη φύρα δεν επιτρέπεται στις αποθήκες λαχανικών).

Όσο βαθύτερα εισχωρεί κανείς στο Αρχιπέλαγος, τόσο περισσότερο βλέπει τα λιμάνια από μπετόν να μεταβάλλονται σε πασσαλόκτιστες αποβάθρες.
Από το Καραμπάς, μεταγωγικό στρατόπεδο κοντά στην Καραγκαντά (στο Καζαχστάν) που το όνομά του έγινε παροιμιώδες, μέσα σε λίγα χρόνια πέρασαν μισό εκατομμύριο κρατούμενοι. (Ο Γιούρι Κάρμπε, που βρισκόταν εκεί στα 1942, είχε αριθμό 433.000). Το στρατόπεδο αυτό αποτελούνταν από χαμηλά πλινθόκτιστα παραπήγματα με χωματένιο δάπεδο. Καθημερινή ψυχαγωγία των κρατουμένων ήταν ότι τους έβγαζαν όλους έξω με τα πράγματά τους και οι ζωγράφοι άσπριζαν το πάτωμα ή ζωγράφιζαν πάνω σ' αυτό χαλιά, ενώ το βράδυ, που οι κρατούμενοι έπεφταν να κοιμηθούν, έσβηναν με τις ράχες τους το ασβέστωμα και τα χαλιά.[Το μεταγωγικό στρατόπεδο του Καραμπάς θα άξιζε, περισσότερο από κάθε άλλο, να γίνει μουσείο, μα δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Στη θέση του έχει χτιστεί ένα εργοστάσιο σιδηρομπετόν.]
Το κέντρο μεταγωγών του Κνιάζ–Πογκόστ (63 βόρειο πλάτος) αποτελούνταν από
καλυβόσπιτα, φτιαγμένα πάνω σ' ένα έλος. Ένας σκελετός από πασσάλους στήριζε ένα περίβλημα από ξεσχισμένο καραβόπανο, που δεν έφτανε ως το έδαφος. Μέσα υπήρχαν δυο κρεβάτια φτιαγμένα από παλούκια (χωρίς να έχουν καθαριστεί από τους ρόζους τους). Ο διάδρομος ανάμεσά τους σκεπαζόταν επίσης από παλούκια, που άφηναν να περνά η υγρή λάσπη, πάνω στην οποία τη μέρα πλατσούριζαν οι κρατούμενοι και που τη νύχτα πάγωνε από το κρύο. Για να κυκλοφορούν ανάμεσα στα διάφορα σημεία της ζώνης, οι κρατούμενοι έπρεπε να βαδίζουν πάνω σε κλυδωνιζόμενα ξύλα και, αδέξιοι καθώς ήταν από την αδυναμία, κάθε τόσο έπεφταν μέσα στο νερό και στη λάσπη. Το 1938 στο Κνιάζ–Πογκόστ η τροφή ήταν πάντα η ίδια: χυλός από πλιγούρι και κόκαλα ψαριού. Αυτό ήταν βολικό, γιατί καραβάνες, κούπες και κουτάλια δεν υπήρχαν στο κέντρο και, φυσικά, ούτε οι
κρατούμενοι δεν είχαν. Τους πήγαιναν λοιπόν δέκα – δέκα στο καζάνι και τους έβαζαν με κουτάλες τον χυλό στα κασκέτα τους, στους σκούφους τους και στις άκρες από τα σακάκια τους.
Στο κέντρο μεταγωγών του Βογκβόζντινο (μερικά χιλιόμετρα από το Ουστ–Βιμ) όπου έμεναν ταυτόχρονα 5.000 κρατούμενοι (ποιος το είχε ακουστά αυτό το κέντρο πριν διαβάσει τούτες τις αράδες; και πόσα τέτοια κέντρα μεταγωγών μένουν άγνωστα; υπολογίστε αυτά που ξέρετε και πολλαπλασιάστε τα επί πέντε χιλιάδες!) Στο Βογκβόζντινο λοιπόν έδιναν νερουλό χυλό, κι επειδή ούτε εκεί δεν υπήρχαν γαβάθες, έλυναν το πρόβλημα (ποιος μας φτάνει στην καπατσοσύνη!) μοιράζοντας το συσσίτιο μέσα στις ΛΕΚΑΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΥΣΙΜΑΤΟΣ. Μια λεκάνη για δέκα ανθρώπους, κι άσε τους να παραβγαίνουν ρουφώντας το. [Γκαλίνα Σερεμπριάκοβα! Μπορίς Ντιακώφ! Αλντάν – Σεμιόνωφ! Δεν ρουφούσατε κι εσείς από τη λεκάνη δέκα – δέκα; Και, βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν ικανοποιούσατε τις «ζωικές ανάγκες» σας, όπως ο Ιβάν Ντενίσοβιτς; Και το μόνο που σκεφτόσαστε δεν ήταν το αγαπημένο κόμμα σας;]
Είναι αλήθεια πως κανείς δεν έμενε στο Βογκβόζντινο πάνω από ένα χρόνο. (Και πάνω στον χρόνο, όποιος έμενε, ήταν τόσο εξαντλημένος, ώστε δεν τον δεχόταν πια κανένα στρατόπεδο). Η φαντασία των λογοτεχνών είναι φτωχή μπροστά στην καθημερινή πραγματικότητα που ζουν οι ιθαγενείς του Αρχιπελάγους. Όταν θέλουν να γράψουν για ό,τι πιο φοβερό και αξιοκατάκριτο υπάρχει στη φυλακή, οι λογοτέχνες βρίσκουν πάντα να την κατηγορήσουν για τις βούτες. Η βούτα έγινε από τη λογοτεχνία το σύμβολο της φυλακής, το σύμβολο του εξευτελισμού, της βρωμιάς. Τι επιπολαιότητα! Πιστεύετε στ' αλήθεια πως η βούτα είναι κάτι κακό για τον κρατούμενο; Μα είναι η πιο σπλαχνική επινόηση των δεσμοφυλάκων. Όλη η φρίκη ξεκινάει από τη στιγμή που ΔΕΝ υπάρχει βούτα μέσα στο κελί.
Το 1937 σε πολλές φυλακές της Σιβηρίας ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΒΟΥΤΕΣ, γιατί υπήρχε έλλειψη. Δεν είχαν φτιάξει αρκετές, γιατί η σιβηρική βιομηχανία δεν προλάβαινε να παρακολουθήσει τον ρυθμό αναπτύξεως των φυλακών. Οι κρατικές αποθήκες δεν είχαν βούτες για να εφοδιάσουν τα νεοχτισμένα κελιά. Στα παλιά κελιά υπήρχαν βέβαια βούτες, μα ήταν παλιές και μικρές, και αναγκάστηκαν να τις βγάλουν έξω, γιατί με την απότομη αύξηση του αριθμού των κρατουμένων δεν άξιζαν πια τίποτα. Λόγου χάρη, ενώ η φυλακή του Μινούσινσκ είχε από παλιά χτιστή για 500 άτομα (ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν δεν έμεινε σ' αυτήν, αλλά πήγε στον τόπο της εξορίας του σαν ελεύθερος άνθρωπος) τώρα στέγαζε 10.000 κρατούμενους, πράγμα που σήμαινε πως κάθε βούτα έπρεπε να γίνει είκοσι φορές μεγαλύτερη! Και κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο...

Οι Ρώσοι συγγραφείς μας γράφουν μόνο γενικότητες. Εμείς έχουμε περάσει πολλά, μα σχεδόν τίποτε από αυτά δεν περιγράφεται από αυτούς, ενώ για τους δυτικούς συγγραφείς, με τη μανία τους να εξετάζουν με το μικροσκόπιο τα κύτταρα της καθημερινής ζωής, κινώντας τον δοκιμαστικό σωλήνα κάτω από ισχυρό φως, αυτά που περάσαμε θα ήταν ολόκληρη εποποιία και θα αποτελούσαν άλλους δέκα τόμους του έργου «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Ας περιγράψουν λοιπόν τη φουρτούνα της ψυχής του ανθρώπου που ζει σ' ένα κελί υπολογισμένο για είκοσι φορές λιγότερα άτομα, χωρίς να υπάρχει βούτα και όπου τον πηγαίνουν μόνο μια φορά το εικοσιτετράωρο στο αποχωρητήριο! Βέβαια, υπάρχουν πολλές πτυχές, που μένουν άγνωστες στους δυτικούς συγγραφείς. Γιατί αυτοί δεν βρίσκονται στην ανάγκη να ουρήσουν μέσα σ' ένα μουσαμαδένιο σκούφο, κι ούτε θα καταλάβουν τη συμβουλή του γείτονα: ουρήστε μέσα στη μπότα σας. Αυτή η συμβουλή είναι καταστάλαγμα μεγάλης πείρας, και δεν συνεπάγεται την καταστροφή της μπότας. Ούτε την υποβιβάζει σε λεκάνη αποχωρητηρίου. Αυτό σημαίνει: Βγάζεις τη μπότα σου, την αναποδογυρίζεις, σηκώνεις προς τα έξω τα φύλλα της που τυλίγουν τις γάμπες και έχεις το δοχείο που σου χρειάζεται! Με πόσες ψυχολογικές πτυχές οι δυτικοί συγγραφείς θα πλούτιζαν τη λογοτεχνία τους (χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να αναμασούν στερεότυπα τους ένδοξους τεχνίτες του λόγου) και μόνο αν είχαν μια μικρή ιδέα της ζωής αυτής της φυλακής του Μινούσινσκ, όπου μοιράζουν το συσσίτιο σε μια γαβάθα για τέσσερις και πόσιμο νερό σου δίνουν μόνο μια κούπα τη μέρα (κούπες υπάρχουν). Και ένας από αυτούς τους τέσσερις, σπρωγμένος από μεγάλη ανάγκη, χρησιμοποιεί τη γαβάθα για να ανακουφιστεί, κι έπειτα αρνείται να δώσει τη μερίδα του το νερό για να πλυθεί η γαβάθα πριν πάρουν το συσσίτιο. Και τότε ξεσπάει καυγάς! Τι σύγκρουση ανάμεσα σ' αυτούς τους τέσσερις χαρακτήρες, με πόσες αποχρώσεις! (Μη νομίσετε πως αστειεύομαι. Έτσι αποκαλύπτεται το βάθος του ανθρώπου.
Μόνο που οι Ρώσοι συγγραφείς δεν έχουν καιρό να τα περιγράψουν αυτά, όπως και τα μάτια των Ρώσων δεν έχουν καιρό να τα διαβάσουν. Δεν αστειεύομαι, γιατί οι γιατροί θα σας πουν πως μερικοί μήνες παραμονής σ' ένα τέτοιο κελί αρκούν για να υποσκάψουν για όλη του τη ζωή την υγεία ενός ανθρώπου, έστω κι αν αυτός δεν τουφεκίστηκε στην περίοδο του Γιεζώφ και αποκαταστάθηκε ύστερα, επί Χρουστσώφ).
Κι εμείς που φανταζόμαστε πως φτάνοντας στο λιμάνι θα ξεκουραζόμαστε και θα
ξεμουδιάζαμε! Τόσα μερόνυχτα στριμωγμένοι και καμπουριασμένοι μέσα στο κουπέ του Στολύπιν, πως λαχταρούσαμε τη μεταγωγική φυλακή! Περιμέναμε πως θα ξεμουδιάσουμε, θα ισιώσουμε το κορμί μας, θα πιούμε όσο τραβάει η ψυχή μας νεράκι, κρύο και ζεστό, και κανένας δεν θα μας αναγκάζει να εξαγοράζουμε τη μερίδα μας από τη φρουρά με τα ίδια μας τα προσωπικά αντικείμενα! Πως θα μας δώσουν ζεστό φαγητό και, επιτέλους, θα μας πάνε στο μπάνιο, θα πλυθούμε με ζεστό νεράκι και θα πάψουμε να ξυνόμαστε. Στην κλούβα τραντάζονταν τα πλευρά μας, βροντούσαμε από τη μιαν άκρη στην άλλη, κι όταν μας φώναζαν: «Πιαστείτε από τα μπράτσα!», «Πιαστείτε από τις φτέρνες!» κάναμε κουράγιο: δεν βαριέσαι, λέγαμε, σε λίγο θα φτάσουμε στη μεταγωγική φυλακή! Και να...
Κι εδώ αν κάποιο από τα όνειρά μας πραγματοποιείτο, οπωσδήποτε κάτι θα έρθει να το χαλάσει.
Τι σε περιμένει στο μπάνιο: Ποτέ δεν το ξέρεις. Ξάφνου αρχίζουν να κουρεύουν με την ψιλή τις γυναίκες (Κράσναγια Πρέσνια, Νοέμβριος 1950) ή εμάς, τους άντρες, γυμνούς, μας παραδίνουν σ' έναν κουρέα για κούρεμα. Στο μπάνιο της Βολογκντά η καλοθρεμμένη θεια–Μότια φωνάζει: «Σταθάτε, άντρες!» και τους καταβρέχει όλους αράδα με τον σωλήνα του ατμού. Η μεταγωγική φυλακή του Ιρκούτσκ διαφωνεί: είναι πιο φυσικό το υπηρετικό προσωπικό στο μπάνιο να είναι άντρες, και στις γυναίκες να ρίχνει απολυμαντικό ανάμεσα στα πόδια ένας άντρας. Στη μεταγωγική φυλακή του Νοβοσιμπίρσκ, τον χειμώνα, το μπάνιο δεν θερμαίνεται και από τις βρύσες τρέχει νερό παγωμένο. Οι κρατούμενοι παίρνουν απόφαση να ζητήσουν τον επικεφαλής∙ έρχεται ο λοχαγός και βάζει χωρίς δισταγμό το χέρι του στη βρύση. «Κι εγώ σας λέω πως το νερό είναι ζεστό. Καταλάβατε;» Είναι περιττό και να σας πω πως υπάρχουν και μπάνια χωρίς καθόλου νερό∙ πως απολυμαίνουν τα πράγματά μας με ατμό και τα καίνε∙ πως μετά το μπάνιο σε υποχρεώνουν να τρέχης ξυπόλητος και γυμνός πάνω στο χιόνι για να πάρεις τα πράγματά σου (αντικατασκοπία του Δευτέρου Λευκορωσικού μετώπου στη Μπρόντνιτσα, 1945).

Από τα πρώτα σου κιόλας βήματα στη μεταγωγική φυλακή αντιλαμβάνεσαι πως εκεί δεν θα είσαι στη διάθεση ούτε του επόπτη, ούτε των επωμίδων και των στολών, που καμιά φορά πειθαρχούν σε κάποιο είδος γραφτού νόμου. Είσαι στη διάθεση των κρατουμένων που έχουν γίνει τσιράκια τους. Εκείνου του κατσουφιασμένου λουτράρη, που έρχεται να σε παραλάβει από τη συνοδεία και λέει: «Κοπιάστε να πλυθείτε, κύριοι φασίστες!» Εκείνου του επιστάτη, με την πινακίδα από κοντραπλακέ, που ψάχνει με τα μάτια ανάμεσα στις γραμμές μας και μας πιέζει να πάμε στη δουλειά. Και εκείνου του διαφωτιστή, μ' ένα τσουλούφι πάνω στο ξυρισμένο κεφάλι, που σε χτυπάει στο πόδι με μια τυλιγμένη εφημερίδα, ενώ λοξοκοιτάζει τα πράγματά σου. Και άλλα ακόμα τσιράκια της φυλακής, που σου είναι άγνωστοι, ερευνούν με την κόγχη του ματιού, σαν με ακτίνες ραίντγκεν, τις βαλίτσες σου. Πόσο μοιάζουν μεταξύ τους όλοι αυτοί. Μήπως τους έχετε ξαναδεί στο σύντομο ταξίδι σας ως τη μεταγωγική φυλακή; Είναι όλοι βρώμικοι, με γουρουνίσια μούτρα και με σατανικό χαμόγελο.
Μπα! Είναι πάλι οι ίδιοι κακοποιοί! Είναι πάλι οι λωποδύτες που αναφέρει στα τραγούδια του ο Λεονίντ Ουτιόσωφ. Είναι πάλι οι Ζένκα Ζόγκολ, Σεριόγκα Ζβερ και Ντίμκα Κισκενιά, μόνο που τώρα δεν είναι πια πίσω από τα κάγκελα, μα πλύθηκαν, και φόρεσαν το πιστό στο Κράτος προσωπείο τους, και με ύφος περισπούδαστο επιβλέπουν την εφαρμογή της πειθαρχίας, της πειθαρχίας μας. Αν προσθέσεις και λίγη φαντασία κοιτάζοντας αυτά τα μούτρα, ίσως θα δεχτείς πως είναι από την ίδια ρωσική ρίζα μ' εμάς, χωριατόπαιδα κάποτε, που οι πατεράδες τους λέγονταν Κλιμ, Προχόρ, Γιούρι, φτιαγμένοι όπως κι εμείς, με δυο ρουθούνια, δυο κόρες στα μάτια και ροδαλή γλώσσα, για να καταβροχθίζουν το φαΐ τους και να ψελλίζουν κάτι ρωσικούς φθόγγους, σκαρώνοντας όμως ολότελα καινούργιες λέξεις.
Ο κάθε διευθυντής μεταγωγικής φυλακής έχει αρκετό μυαλό ώστε καταλαβαίνει ότι μπορεί να στέλνει στους συγγενείς του, στο σπίτι του, τους μισθούς από όλες τις διοικητικές θέσεις της φυλακής, ή να μοιράζεται αυτά τα χρήματα με τους άλλους υπαλλήλους της φυλακής. Όσο για τις διάφορες δουλειές, δεν έχεις παρά να σφυρίξεις, και βρίσκονται πάντα εθελοντές να τις κάνουν: οι κοινωνικά συγγενείς είναι πρόθυμοι να τις αναλάβουν, με αντάλλαγμα να ρίξουν άγκυρα στη φυλακή, και να μην τους στείλουν στα ορυχεία, στα μεταλλεία, ή στην ταϊγκά. Όλοι αυτοί οι επιστάτες, οι γραφιάδες, οι λογιστές, οι αναμορφωτές, οι λουτράρηδες, οι μπαρμπέρηδες, οι αποθηκάριοι, οι μάγειροι, οι κουζινιέρες, οι πλύστρες, οι μανταριστές των ασπρορούχων, είναι αιώνιοι τρόφιμοι της μεταγωγικής φυλακής, παίρνουν τη μερίδα τους και είναι γραμμένοι στους καταλόγους των κελιών. Και για να βελτιώνουν τη ζωή τους μπορούν, χωρίς την άδεια της διεύθυνσης, να βάζουν χέρι στο κοινό καζάνι ή στα σακούλια των κρατουμένων που μετάγονται εκεί. Όλοι αυτοί οι κακοποιοί το έχουν σίγουρο πως σε κανένα στρατόπεδο δεν είναι γι' αυτούς καλύτερα από εδώ. Εμείς φτάνουμε στα χέρια τους όχι εντελώς λεηλατημένοι, κι έτσι μας μαδάνε όσο τραβάει η ψυχή τους. Αυτοί μας κάνουν έρευνα αντί για τους δεσμοφύλακες, και πριν από την έρευνα μας προτείνουν να παραδώσουμε τα λεφτά μας προς φύλαξη, και γράφουν με σοβαροφάνεια κάποιο κατάλογο, κι έπειτα δεν ξαναβλέπουμε ούτε τον κατάλογο, ούτε τα λεφτουδάκια μας! «Παραδώσαμε τα λεφτά μας». «Σε ποιον;» απορεί ο αξιωματικός που καταφτάνει. «Μα ήταν κάποιος που...» «Ποιος ακριβώς;» Οι κακοποιοί δεν είδαν τίποτα, έτσι λένε... «Και γιατί του τα παραδώσατε;» «Γιατί σκεφτήκαμε...» «Κακώς σκεφτήκατε! Άλλη φορά να σκέφτεστε λιγότερο!» Κι αυτό είναι όλο. Ή μας προτείνουν να αφήσουμε τα πράγματά μας στον προθάλαμο του λουτρού. «Δεν θα σας τα πάρει κανείς! Και τι να τα κάνει;» Εμείς τα αφήνουμε, άλλωστε δεν μπορούμε να τα πάρουμε μέσα στο μπάνιο. Γυρίζουμε πίσω και τι να δούμε: τα πουλόβερ μας, τα γάντια μας τα γούνινα έχουν κάνει φτερά. «Τι είδους πουλόβερ ήταν;» «Γκρίζο» «Φαίνεται, πήγε να πλυθεί κι αυτό». Έτσι υπάρχουν έντιμα μέσα για να παίρνουν τα πράγματά μας με αντάλλαγμα διάφορες υπηρεσίες: για να φυλάξουν τη βαλίτσα μας στην αποθήκη, για να μη μας βάλουν στο ίδιο κελί με λωποδύτες, για να μας στείλουν το γρηγορότερο με μιαν αποστολή ή, αντίθετα, για να μας κρατήσουν κι άλλο εκεί. Γενικά, μας ληστεύουν κρατώντας τα προσχήματα.
«Μα αυτοί είναι λωποδύτες!» μας εξηγούν όσοι από τους συγκρατούμενούς μας έχουν σχετική πείρα. «Είναι σκύλοι, που μπήκαν στην υπηρεσία της φυλακής. Είναι εχθροί των τίμιων κλεφτών. Οι τίμιοι κλέφτες βρίσκονται στα κελιά». Εμείς όμως με το κουτό μυαλό μας δεν μπορούμε να το πιάσουμε αυτό. Το ύφος είναι το ίδιο, το τατουάζ είναι το ίδιο. Μπορεί αυτοί να είναι εχθροί των άλλων, μα δεν είναι και φίλοι μας, αυτό είναι φως - φανάρι.
Στο μεταξύ μας έβαλαν να καθίσουμε στην αυλή κάτω από τα παράθυρα των κελιών. Τα παράθυρα έχουν φίμωτρα, και δεν μπορείς να δεις ανάμεσά τους, μα από εκεί μέσα φτάνουν σ' εμάς βραχνές καλοσυνάτες φωνές, που μας συμβουλεύουν: «Ε, αγοράκια, ξέρετε τι γίνεται εδώ; Αρπάζουν αμέσως όλα τα ψιλοπράγματα, όπως το τσάι και τον καπνό. Όποιοι λοιπόν έχουν, να μας τα πετάξουν από το παράθυρο, κι εμείς αργότερα θα σας τα δώσουμε πίσω...» Τι ξέρουμε εμείς από αυτά; Εμείς είμαστε πρωτάρηδες και κουτορνίθια. Μπορεί στ' αλήθεια να παίρνουν το τσάι και τον καπνό. Ύστερα από όσα διαβάσαμε στην υψηλή λογοτεχνία για την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων, ο ένας δεσμώτης δεν γίνεται να εξαπατά τον άλλο! Κι έπειτα, μας μιλάνε με συμπάθεια, μας λένε «αγοράκια», κι εμείς τους δίνουμε τις καπνοσακούλες μας. Και οι κλέφτες από ράτσα τις αρπάζουν χαχανίζοντας σε βάρος μας: «Ε, χαζοφασίστες!».

Να με τι συνθήματα – μόνο που δεν κρέμονται στους τοίχους – μας υποδέχεται η
μεταγωγική φυλακή: «Μη γυρεύεις εδώ την αλήθεια», «όλα όσα έχεις, θες δεν θες θα τα παραδώσεις». Όλα θα τα παραδώσεις. Αυτό σου αναμασάνε και οι δεσμοφύλακες, και οι φρουροί και τα τσιράκια τους οι κακοποιοί. Εσύ είσαι συντριμμένος από την ασήκωτη ποινή σου, και δεν σκέφτεσαι παρά πως να ξανασάνεις λιγάκι, ενώ όλοι γύρω σου σκέφτονται πώς να σε ληστέψουν. Όλα είναι φτιαγμένα έτσι, ώστε να καταπιέζουν τον πολιτικό κρατούμενο, που και χωρίς αυτά είναι συντριμμένος και εγκαταλειμμένος. «Όλα θα τα παραδώσεις», φωνάζει ο επόπτης της μεταγωγικής φυλακής του Γκόρκι κουνώντας το κεφάλι με τρόπο που δεν αφήνει καμιά ελπίδα. Και ο Χανς Μπερνστάιν του δίνει με ανακούφιση τη χλαίνη του, χλαίνη αξιωματικού. Μα δεν τη δίνει τζάμπα, όχι, όχι, την ανταλλάσσει με δύο κρεμμυδάκια. Και γιατί παραπονιέσαι για τους κακοποιούς, αφού όλους τους δεσμοφύλακες στην Κράσναγια Πρέσνια τους βλέπεις με αστραφτερές μπότες, που δεν τους τις έδωσε βέβαια η διεύθυνση; Όλα αυτά τα έκλεψαν από τους θαλάμους οι κακοποιοί, και τα πασάρανε έπειτα στους δεσμοφύλακες. Ναι, γιατί να τα βάζεις με τους κακοποιούς, αφού ο διαφωτιστής της Κα‐Βε‐Τσε [Κα-Βε-Τσε: Τμήμα Εκπολιτισμού και Διαφώτισης, μια από τις υπηρεσίες της διοίκησης των στρατοπέδων. ] είναι ο ίδιος λωποδύτης και συντάσσει τις «εκθέσεις» για τους πολιτικούς κρατούμενους (Κέντρο μεταγωγής του Κεμέροβο); Στη μεταγωγική φυλακή του Ροστώφ, πώς να εμποδίσει κανείς τους κακοποιούς, αφού από παλιά η φυλακή είναι φέουδό τους;
Λένε πως στα 1942 στη μεταγωγική φυλακή του Γκόρκι οι κρατούμενοι αξιωματικοί (ο Γαβρίλωφ, ο αξιωματικός του μηχανικού Στσεμπέτιν κ.ά.) παρ' όλα αυτά ξεσηκώθηκαν, έσπασαν στο ξύλο τους κακοποιούς και τους ανάγκασαν να καθίσουν ήσυχα. Μα αυτό πάντα γίνεται δεχτό σαν ένας μύθος. Πώς να καθίσουν ήσυχα μέσα σ' ένα κελί; Και για πόσο θα καθίσουν ήσυχα; Και πως είναι δυνατό τα γαλάζια πηλήκια να επιτρέπουν στους ξένους να χτυπάνε τους συγγενείς τους; Αντίθετα, όταν διηγούνται πως στη μεταγωγική φυλακή του Κοτλάς στα 1940 οι ποινικοί κρατούμενοι, στην ουρά μπροστά στην καντίνα, απόσπασαν τα λεφτά των πολιτικών μέσα από τα χέρια τους, και πως όταν οι πολιτικοί άρχισαν να τους δέρνουν, και δεν υπήρχε τρόπος να τους εμποδίσει κανείς, μπήκε μέσα στη ζώνη η φρουρά με πολυβόλα για να σώσει τους κακοποιούς, όταν το διηγούνται αυτό, δεν αμφιβάλλω καθόλου. Ξέρεις πως αυτό γινόταν πάντα! Παράλογοι που είναι οι δικοί σου! Αυτοί παραδέρνουν εκεί κάτω, στην ελευθερία, δανείζονται χρήματα (γιατί χρήματα στο σπίτι δεν υπάρχουν) και σου στέλνουν ρούχα, τρόφιμα, τον τελευταίο οβολό της χήρας, μα αυτό είναι δώρο δηλητηριασμένο, γιατί από πεινασμένο, αλλά πνευματικά ελεύθερο άνθρωπο, σε κάνει ανήσυχο και δειλό, σε στερεί από την καθαρή αντίληψη των πραγμάτων και την ψυχρή σταθερότητα που αρχίζεις να αποκτάς και που είναι τα μόνα πράγματα που σου χρειάζονται πριν από το κατέβασμά σου στην άβυσσο. Ω, σοφή παραβολή για την καμήλα και την τρύπα της βελόνας! Αυτά τα πράγματα δεν θα σε αφήνουν να μπεις στη βασιλεία των ουρανών, στη βασιλεία του απελευθερωμένου πνεύματος. Και βλέπεις και τους άλλους, που μαζί τους σε μετέφερε η ίδια κλούβα, να έχουν τα ίδια σακούλια. «Βρωμιάρηδες!» μας έβριζαν ήδη στην κλούβα οι κακοποιοί, μα αυτοί ήταν μόνο δύο, ενώ εμείς πενήντα και για την ώρα δεν μας άγγιζαν. Μα τώρα βρισκόμαστε για δεύτερη μέρα στον σταθμό της Πρέσνια, πάνω στο βρωμερό δάπεδο, στριμωγμένοι με τα πόδια διπλωμένα από κάτω μας, κι όμως κανείς από μας δεν παρατηρεί γύρω τη ζωή, αλλά το μόνο που μας απασχολεί είναι πώς να δώσουμε τις βαλίτσες μας για φύλαξη. Ωστόσο, μ' όλο που το να τις παραδώσουμε είναι δικαίωμά μας, οι φύλακες δείχνουν ανοχή μόνο και μόνο γιατί η φυλακή βρίσκεται στη Μόσχα κι εμείς δεν χάσαμε ακόμα τη μοσχοβίτικη εμφάνισή μας.
Τι ανακούφιση να έχουμε παραδώσει τα μπαγκάζια μας! (γιατί θα τα δώσουμε, όχι σ' αυτή τη μεταγωγική φυλακή, αλλά αργότερα). Μόνο τα σακούλια με αυτά τα κακορίζικα τρόφιμα κρέμονται ακόμα στα χέρια μας. Εμάς, τους κάστορες, μας μάζεψαν ένα σωρό μαζί. Αρχίζουν να μας κατανέμουν στα κελιά. Μας σπρώχνουν στο ίδιο κελί έμενα και τον Βαλεντίν, με τον οποίο υπογράψαμε την ίδια μέρα την καταδίκη μας από την ΟΣΟ [Οσομπόγιε Σοδεστσάγιε, ειδική επιτροπή της Γκεπεού και της Nι–Κα–Βε–Ντε.] και ο οποίος περίμενε με συγκίνηση να αρχίσει στο στρατόπεδο μια καινούργια ζωή. Μας χώνουν λοιπόν σε κάποιο κελί, που δεν έχει γεμίσει ακόμα φίσκα: είναι ελεύθερο το πέρασμα και υπάρχει ακόμα χώρος κάτω από τα ξυλοκρέβατα. Με την κλασική πια μέθοδο, τη δεύτερη σειρά τις κουκέτες την έχουν καταλάβει οι κακοποιοί: οι μεγαλύτεροι κοντά στα παράθυρα, οι νεότεροι παραπέρα. Στα κάτω ξυλοκρέβατα, η γκρίζα, ουδέτερη μάζα. Κανείς δεν μας επιτίθεται. Χωρίς να κοιτάμε πουθενά, χωρίς να λογαριάζουμε τίποτε, άπειροι, σερνόμαστε στο τσιμεντένιο δάπεδο κάτω από τις κουκέτες, για να είμαστε πιο βολικά. Τα ξυλοκρέβατα είναι χαμηλά, και αν είσαι σωματώδης, πρέπει να σέρνεσαι σαν φίδι, με την κοιλιά στο δάπεδο. Τα καταφέραμε. Επιτέλους θα ξαπλώσουμε ήσυχα – ήσυχα και θα ψιλοκουβεντιάσουμε. Μα όχι! Μέσα στο μισοσκόταδο, με ένα ελαφρό θρόισμα, σερνόμενα με τα τέσσερα σαν αρουραίοι, μας πλησιάζουν από όλες τις μεριές ανήλικα παιδιά, μερικά ακόμα και δώδεκα χρονών, το οποία γίνονται δεκτά από τον Κώδικα. Αυτά τα παιδιά χαρακτηρίστηκαν ήδη σαν ληστές από το δικαστήριο και τώρα συνεχίζουν τη μαθητεία τους κοντά στους λωποδύτες. Τα ξαπόλυσαν λοιπόν εναντίον μας, και τώρα σέρνονται σιωπηλά από παντού, και μια ντουζίνα χέρια τραβούν και αρπάζουν ό,τι κρατάμε πάνω μας ή κρύβουμε από κάτω μας. Όλα αυτά γίνονται σιωπηλά, μόνο με μερικά απειλητικά ρουθουνίσματα. Εμείς είμαστε παγιδευμένοι: δεν μπορούμε ούτε να σηκωθούμε, ούτε να κινηθούμε καν! Πριν περάσει ένα λεπτό, μας έχουν αρπάξει τα σακούλια μας με το λαρδί, τη ζάχαρη και το ψωμί, δεν μας έμεινε τίποτα, και μένουμε ξαπλωμένοι, σαν βλάκες! Παραδώσαμε χωρίς μάχη τα τρόφιμά μας, και τώρα, αν και μπορούμε να μείνουμε ξαπλωμένοι, όμως δεν το αντέχουμε πια. Σερνόμαστε κωμικά με τα γόνατα και βγαίνουμε με τα οπίσθια έξω από τις κουκέτες.
Είμαι δειλός; Μου φαίνεται πως όχι. Έχω αντιμετωπίσει βομβαρδισμούς στη γυμνή στέπα. Δεν δίστασα να προχωρήσω σ' ένα χωραφόδρομο, που ξέραμε πως ήταν γεμάτος με αντιαρματικές νάρκες. Έμεινα τελείως ψύχραιμος, όταν έβγαλα την πυροβολαρχία μου από τον κλοιό του εχθρού κι έπειτα γύρισα πίσω, για να πάρω ένα καμιόνι που είχε πάθει βλάβη. Γιατί λοιπόν δεν αρπάζω τώρα κανένα από αυτούς τους ανθρώπους – αρουραίους και δεν κοπανάω τη ροδαλή του μούρη πάνω στο τσιμέντο; Επειδή είναι μικρός; Ας ριχτώ τότε στους μεγαλύτερους. Όχι... Στο μέτωπο μας ατσαλώνει κάποια επιπρόσθετη συνείδηση (ίσως και εντελώς απατηλή): η ενότητα του στρατού μας; η άμεση χρησιμότητά μας; Το χρέος; Ενώ εδώ τίποτα δεν σου έχει ανατεθεί, κανονισμός δεν υπάρχει, κι όλα πρέπει να τα ξεσκεπάσεις ψηλαφητά.

Σηκώνομαι στα πόδια μου και στρέφομαι προς τον μεγαλύτερό τους, τον αρχηγό. Όσα πράγματα μας έκλεψαν βρίσκονται μπροστά του, στην πάνω σειρά από τις κουκέτες, πλάι στο παράθυρο. Οι ανήλικοι αρουραίοι ούτε ψίχουλο δεν έβαλαν στο στόμα τους, έχουν πειθαρχία. Το μπροστά μέρος του κεφαλιού, που στα δίποδα ονομάζεται συνήθως πρόσωπο, σ' αυτό τον αρχηγό είναι πλασμένο από τη φύση με μίσος και απέχθεια, εκτός αν του το έκανε έτσι η ληστρική του ζωή: μουσούδα πλαδαρή, στενό μέτωπο, μια πρωτόγονη ουλή και σύγχρονες κορόνες από ατσάλι στα μπροστινά δόντια. Με τα μικρά του μάτια, τόσο μικρά ώστε μπορεί μόνο να διακρίνει τα γνώριμά του πράγματα και να μη θαμπώνεται από την ομορφιά του κόσμου, με κοιτάζει όπως ο αγριόχοιρος το ελάφι, ξέροντας πως μπορεί να με ρίξει κάτω με μια κλωτσιά.
Περιμένει. Κι εγώ τι νομίζετε πως κάνω; Πηδάω επάνω, για να δώσω μια γροθιά σ' αυτό το μούτρο, και να τον σύρω χάμω στο πέρασμα; Αλλοίμονο, όχι.
Είμαι παλιάνθρωπος; Μέχρι τώρα, μου φαινόταν πως όχι. Κι όμως τώρα, ληστεμένος και ταπεινωμένος καθώς είμαι, μου κοστίζει να συρθώ ξανά με την κοιλιά κάτω από την κουκέτα. Και λέω με αγανάκτηση στον αρχηγό πως, αφού μας άρπαξε τα τρόφιμα, μπορεί να μας δώσει τουλάχιστον μια θέση πάνω στο ξυλοκρέβατο. (Για έναν αστό, για έναν αξιωματικό, δεν είναι φυσικό παράπονο αυτό;)
Και τότε; Ε λοιπόν, ο αρχηγός είναι σύμφωνος. Εγώ, βλέπετε, του παραδίνω το λαρδί μου, αναγνωρίζω την υπέρτατη εξουσία του και δείχνω πως υπάρχει μεταξύ μας ταυτότητα απόψεων: πρέπει τώρα κι αυτός να διώξει τους πιο αδύνατους. Προστάζει λοιπόν δυο γκρίζα ασήμαντα όντα να φύγουν από το κάτω ξυλοκρέβατο, κοντά στο παράθυρο, και να μας παραχωρήσουν τη θέση τους. Εκείνοι υπακούνε αμέσως. Εμείς ξαπλώνουμε στις καλύτερες θέσεις και για λίγη ώρα στενοχωρούμαστε ακόμα γι' αυτά που χάσαμε (οι κακοποιοί δεν δίνουν ακόμα προσοχή στη στρατιωτική μου κιλότα, γιατί δεν ταιριάζει στη στολή τους, μα ο ένας από αυτούς ψηλαφίζει κιόλας το μάλλινο παντελόνι του Βαλεντίν και δείχνει να του καλαρέσει). Και μόνο κατά το βράδυ φτάνει ως εμάς ο επιτιμητικός ψίθυρος των γειτόνων μας: πως μπορούμε εμείς να ζητάμε προστασία από τους λωποδύτες και να διώχνουμε δυο δικούς μας από τις θέσεις τους στο ξυλοκρέβατο; Και τότε μόνο αποκτώ συναίσθηση της παλιανθρωπιάς μου, και η ντροπή μου βάφει κόκκινο το πρόσωπο (και για πολλά χρόνια θα κοκκινίζω, όταν θα το θυμάμαι). Οι γκρίζοι κρατούμενοι στα κάτω σανιδοκρέβατα είναι αδέλφια μου, καταδικασμένοι με βάση το άρθρο 58 – 1β, είναι αιχμάλωτοι πολέμου. Κι εγώ τους σπρώχνω έξω από τις κουκέτες τους. Βέβαια, αυτοί δεν πήραν το μέρος μας εναντίον των κακοποιών, μα γιατί να αγωνιστούν αυτοί για το δικό μας το λαρδί, αφού εμείς οι ίδιοι δεν αγωνιζόμαστε; Αρκετοί σκληροί αγώνες, τον καιρό της αιχμαλωσίας τους, τους έχουν πείσει να μη φέρονται με ευγένεια. Ωστόσο αυτοί δεν μου έκαναν κανένα κακό, ενώ εγώ τους έκανα.
Έτσι λοιπόν παραδέρνουμε, στριμωγμένοι και γρυλίζοντας, ώσπου με τα χρόνια να γίνουμε άνθρωποι... Ώσπου να γίνουμε άνθρωποι...
***
Μα και για τον πρωτόπειρο ακόμα, που η μεταγωγική φυλακή τον τσακίζει και τον γδέρνει, αυτό το στάδιο είναι απαραίτητο! Είναι η βαθμιαία μετάβασή του στο στρατόπεδο. Αν αυτή η μετάβαση γινόταν μόνο με ένα βήμα, δεν θα το άντεχε η καρδιά του ανθρώπου. Η συνείδησή του δεν θα μπορούσε να προσανατολιστεί αμέσως. Αυτό πρέπει να γίνει σιγά–σιγά.
Εκτός από αυτό η μεταγωγική φυλακή δίνει στον κρατούμενο την εντύπωση πως συνδέεται ακόμα με την οικογένειά του. Από εκεί, νόμιμα, γράφει το πρώτο του γράμμα, πότε για να πει πως δεν τον τουφέκισαν, πότε για να δείξει την κατεύθυνση που ακολουθεί η αποστολή, και πάντα για να στείλει στο σπίτι του αυτά τα πρώτα, τόσο ασυνήθιστα, λόγια ενός ανθρώπου ποδοπατημένου από το κάρο της ανάκρισης. Εκεί, στο σπίτι, τον θυμούνται ακόμα όπως ήταν πριν, μα αυτός ποτέ πια δεν θα είναι ο ίδιος – και ξάφνου αυτή η ανακάλυψη ξεπετιέται σαν αστραπή κάτω από μια κακογραμμένη αράδα. Κακογραμμένη, γιατί, μ' όλο που επιτρέπεται να γράφεις γράμματα από τη μεταγωγική φυλακή, και μάλιστα κρέμεται στην αυλή και ταχυδρομικό κουτί, δεν υπάρχει χαρτί, ούτε μολύβι βρίσκεις, μα κι αν βρεις, δεν έχεις με τι να το ξύσης. Εκτός αν βρεθεί κανένα περιτύλιγμα από καπνό και το ισιώσεις, ή καμιά σακούλα από ζάχαρη και τύχη και κάποιος στο θάλαμο να διαθέτει μολύβι, οπότε με τα δυσανάγνωστά σου ορνιθοσκαλίσματα γράφεις εκείνες τις αράδες που θα προκαλέσουν αργότερα ομόνοια ή διχόνοια μέσα στην οικογένεια.
Μερικές άμυαλες γυναίκες καμιά φορά ύστερα από ένα τέτοιο γράμμα ξεκινούν να βρουν τον άντρα τους στη μεταγωγική φυλακή, μ' όλο που οι συναντήσεις αυτές απαγορεύονται, και το μόνο που κάνουν είναι να τον φορτώνουν με πράγματα. Μια τέτοια γυναίκα έδωσε, κατά τη γνώμη μου, θέμα για ένα μνημείο όλων των γυναικών, και μάλιστα υπέδειξε και τον τόπο.
Αυτό συνέβη στη μεταγωγική φυλακή του Κουιμπίσεφ, στα 1950. Η φυλακή βρισκόταν σε χαμηλό μέρος (σε σημείο όμως από όπου φαίνονταν οι πύλες του Ζιγκούλι στον Βόλγα) και από πάνω της, στα ανατολικά, υπήρχε ένας μακρύς και ψηλός χορταριασμένος λόφος. Ο λόφος αυτός δέσποζε πάνω από τη ζώνη της φυλακής κι εμείς δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς ήταν δυνατό ν' ανεβεί κανείς εκεί. Σπάνια φαινόταν άνθρωπος εκεί πάνω. Μόνο που και που έβοσκαν τίποτα κατσίκες ή έτρεχαν παιδιά. Και να, μια καλοκαιρινή συννεφιασμένη μέρα πρόβαλε στην ανηφόρα μια γυναίκα που φαινόταν πως ήταν από πόλη. Με το χέρι πάνω από τα μάτια για να βλέπει καλύτερα και αργοσαλεύοντας το κεφάλι, η γυναίκα βάλθηκε να κοιτάζει εξεταστικά κάτω προς τη ζώνη. Στις αυλές εκείνη την ώρα περιφέρονταν οι κρατούμενοι από τρεις ασφυκτικά γεμάτους θαλάμους κι ανάμεσα σ' αυτά τα τριακόσια στριμωγμένα και χωρίς πρόσωπο μυρμήγκια εκείνη προσπαθούσε να ξεχωρίσει τον άντρα της! Να ήλπιζε μήπως πως η καρδιά της θα της τον υποδείξει; Δεν της επέτρεψαν, βέβαια, να τον δει, κι αυτή σκαρφάλωσε στο ύψωμα. Εμείς από τις αυλές την προσέξαμε και είχαμε όλοι τα μάτια μας καρφωμένα επάνω της. Σ' εμάς, στο κοίλωμα, δεν φυσούσε καθόλου, ενώ εκεί πάνω ο αέρας ήταν δυνατός και ανασήκωνε και έκανε να κυματίζει το μακρύ της φόρεμα, τη ζακέτα της και τα μαλλιά της, φανερώνοντας έτσι όλη την αγάπη και την αγωνία που έκρυβε μέσα της.
Νομίζω πως ένα άγαλμα αυτής της γυναίκας, έτσι ακριβώς όπως ήταν σ' εκείνο τον λόφο πάνω από τη φυλακή, με το πρόσωπο στραμμένο προς τις πύλες του Ζιγκούλι, θα μπορούσε να εξηγήσει πολλά πράγματα στα εγγόνια μας. [Κάποτε θα απεικονιστεί στα μνημεία αυτή η τόσο μυστική και σχεδόν λησμονεμένη ιστορία του Αρχιπελάγους μας! Εγώ, για παράδειγμα πάντα ονειρεύομαι ένα τέτοιο μνημείο: κάπου, στον Κολύμα, σε ένα ύψωμα, έναν πελώριο Στάλιν, με διαστάσεις σαν αυτές που θα ονειρευόταν κι ο ίδιος, με ολάκερα μέτρα μουστάκια και με το σαρδόνιο γέλιο του διοικητή στρατοπέδου: με το ένα χέρι κρατάει τα χαλινάρια, ενώ με το άλλο σηκώνει με ορμή το κνούτο για να μαστιγώσει τα ζεμένα υποζύγια – εκατοντάδες ανθρώπους, ζεμένους πέντε–πέντε, που ασθμαίνουν. Στην άκρη της χερσονήσου Τσούκτσι, στον Βερίγγειο πορθμό, αυτό το μνημείο θα φάνταζε πολύ. (Αυτά τα είχα ήδη γράψει, όταν διάβασα το «Ανάγλυφο στον βράχο» του Αλντάνωφ–Σεμιόνωφ. Φαίνεται πως κι άλλοι είχαν την ίδια ιδέα! Λένε πως, κοντά στο Ζιγκούλι, στο βουνό Μογκούτοβα, πάνω από τον Βόλγα, ένα χιλιόμετρο από το στρατόπεδο, είχαν ζωγραφίσει με λαδομπογιά πάνω σ' ένα βράχο, για να τον βλέπουν από τα ατμόπλοια, έναν τεράστιο Στάλιν).]
Η γυναίκα έμεινε εκεί κάμποση ώρα χωρίς να τη διώξουν, άγνωστο γιατί. Ίσως να βαριόταν ο φρουρός να σκαρφαλώσει στον λόφο. Έπειτα σκαρφάλωσε κάποιος στρατιώτης, της έμπηξε τις φωνές κουνώντας τα χέρια του και την απομάκρυνε.
Η μεταγωγική φυλακή προσφέρει ακόμα στον κρατούμενο έναν πλατύ ορίζοντα, με μεγάλο οπτικό πεδίο. Όπως λένε, αν δεν έχεις τίποτα να φας, ζεις ευχάριστα. Μέσα στην ακατάπαυστη κίνηση που βασιλεύει εδώ, στην εναλλαγή δεκάδων, εκατοντάδων προσώπων, στην ειλικρίνεια των αφηγήσεων και των συζητήσεων (στο στρατόπεδο, δεν μιλάνε έτσι, γιατί εκεί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να πέσεις στην παγίδα του οπέρ, του αξιωματικού της Ασφαλείας) φρεσκάρεις τη μνήμη σου, τη λαμπικάρεις, καθαρίζεις τις ιδέες σου κι αρχίζεις να καταλαβαίνεις καλύτερα τι συμβαίνει σ' εσένα, στον λαό, ακόμα και στον κόσμο ολόκληρο. Κι ο τελευταίος ανόητος μέσα στον θάλαμο σου αποκαλύπτει πράγματα που δεν μπορείς να τα διαβάσεις πουθενά.

Ξάφνου σου εξαπολύουν μέσα στο κελί ένα θαύμα: έναν ψηλό νεαρό στρατιωτικό με ρωμαϊκή κατατομή, με όχι κουρεμένα κατσαρά ανοιχτόξανθα μαλλιά, ντυμένο με αγγλική στολή, θα έλεγες πως ήρθε κατευθείαν από τις ακτές της Νορμανδίας και είναι αξιωματικός της στρατιάς της απόβασης. Να’ τος, μπαίνει μέσα τόσο καμαρωτός, σαν να περιμένει να σηκωθούμε όλοι μπροστά του. Αποδείχνεται όμως πως δεν περίμενε ότι θα βρεθεί με φίλους. Βρίσκεται στη φυλακή δυο χρόνια κιόλας, μα ως τώρα δεν έχει μείνει σε κανένα θάλαμο, τον έφεραν κρυφά εδώ, στη φυλακή μας, μέσα σε ξεχωριστό κουπέ του Στολύπιν. Και να τώρα, απρόβλεπτα, από αμέλεια ή προμελέτη, βρίσκεται χωμένος μέσα στο αχούρι μας. Κάνει τον γύρο του κελιού, βλέπει έναν αξιωματικό της Βέρμαχτ με γερμανική στολή, αρπάζεται μαζί του στα γερμανικά, και τσακώνονται τόσο άγρια, έτοιμοι, θαρρείς, να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους, αν είχαν. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τον πόλεμο, και εμάς μας κοπανούσαν συνέχεια πως στη Δύση ο πόλεμος έγινε μόνο για τα μάτια, και μας φαίνεται περίεργο που βλέπουμε την αμοιβαία τους λύσσα. Αυτός ο Γερμανός βρισκόταν ανάμεσά μας τόσο καιρό και εμείς, οι Ρώσοι, δεν τσακωνόμαστε μαζί του, μάλλον τον κοροϊδεύουμε.
Κανείς δεν θα πίστευε την αφήγηση του Έρικ Άρβιντ Άντερσεν, αν δεν ήταν εκείνο το ακούρευτο κεφάλι του – πράγμα αξιοπερίεργο για ολόκληρο το ΓΚΟΥΛΑΓΚ – κι εκείνο το ξενικό ύφος του, και η άνεση με την οποία μιλούσε τα αγγλικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Κατά τα λεγόμενά του, ήταν γιος Σουηδού όχι εκατομμυριούχου, αλλά δισεκατομμυριούχου (ίσως και να τα παράλεγε κάπως) και από τη μεριά της μητέρας του ήταν ανιψιός του Άγγλου στρατηγού Ρόμπερτσον, διοικητή της από τους Άγγλους κατεχόμενης ζώνης της Γερμανίας. Σουηδός υπήκοος, είχε υπηρετήσει στον πόλεμο σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό, αποβιβάστηκε στη Νορμανδία και μετά τον πόλεμο έγινε μόνιμος αξιωματικός του σουηδικού στρατού. Αλλά τα κοινωνικά προβλήματα δεν τον άφηναν αδιάφορο, και η δίψα για τον σοσιαλισμό ήταν μέσα του ισχυρότερη από την αφοσίωση στα κεφάλαια του πατέρα του. Με βαθιά συμπάθεια παρακολουθούσε τον σοβιετικό σοσιαλισμό, και πείσθηκε με τα ίδια του τα μάτια για τις προόδους του, όταν πήγε στη Μόσχα σαν μέλος της σουηδικής στρατιωτικής αποστολής. Εκεί οργάνωσαν προς τιμήν τους συμπόσια, τους πήγαν σε επαύλεις, και δεν συνάντησαν καθόλου δυσκολίες στις επαφές τους με απλούς σοβιετικούς ανθρώπους και με όμορφες καλλιτέχνιδες, που δεν βιάζονταν καθόλου να πάνε στη δουλειά τους και περνούσαν ευχάριστα τον καιρό τους μαζί τους, και μάλιστα σε ιδιαίτερες συναντήσεις. Τελικά, πεισμένος πια για τον θρίαμβο του συστήματός μας, ο Έρικ, επιστρέφοντας στη Δύση, άρχισε να γράφει άρθρα στον τύπο, υποστηρίζοντας και εξυμνώντας τον σοβιετικό σοσιαλισμό. Έτσι όμως έσκαψε τον ίδιο του τον λάκκο. Εκείνα τα χρόνια, στα 1947–48, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρουν προοδευτικούς νέους από τη Δύση, πρόθυμους να αποκηρύξουν δημόσια τη Δύση (με την ιδέα, όπως φαίνεται, πως αν στρατολογούσαν καμιά εικοσαριά από δαύτους, η Δύση θα κλονιζόταν και θα κατέρρεε). Από τα άρθρα του στις εφημερίδες ο Έρικ κρίθηκε κατάλληλος για τον ρόλο αυτό. Υπηρετούσε τότε στο Δυτικό Βερολίνο, είχε αφήσει τη γυναίκα του στη Σουηδία, και από συγχωρητέα αντρική αδυναμία επισκεπτόταν μια ανύπαντρη Γερμανίδα στο Ανατολικό Βερολίνο. Εκεί τον τσίμπησαν κάποια νύχτα (δεν το λέει και η παροιμία; «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος;» Μα από πάντα γίνονται αυτά, δεν ήταν ο πρώτος). Τον πήγαν στη Μόσχα, όπου ο Γκρομύκο, που κάποτε είχε γευματίσει στο πατρικό του σπίτι στη Στοκχόλμη και τον γνώριζε, του ανταπέδωσε τη φιλοξενία και του πρότεινε να αναθεματίσει δημόσια τον καπιταλισμό και τον πατέρα του. Σε αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν να του εξασφαλίσουν όλη την καπιταλιστική άνεση στη χώρα μας ως το τέλος της ζωής του. Αν και ο Έρικ στην ουσία δεν είχε τίποτε να χάσει, προς μεγάλη έκπληξη του Γκρομύκο, εξαγριώθηκε και του μίλησε προσβλητικά. Μην πιστεύοντας όμως στη σταθερότητά του, τον έκλεισαν σε μιαν έπαυλη κοντά στη Μόσχα, τον τάιζαν σαν πρίγκιπα του παραμυθιού (και καμιά φορά τον «καταπίεζαν φοβερά», δηλαδή έπαυαν να παίρνουν τις παραγγελίες του για το μενού της επομένης και αντί για το κοτόπουλο που επιθυμούσε, του πήγαιναν μπριζόλα) τοποθέτησαν γύρω του έργα των Μαρξ–Ένγκελς–Λένιν–Στάλιν και περίμεναν ένα χρόνο, ελπίζοντας πως θα τον αναμορφώσουν. Με κατάπληξή τους όμως είδαν πως δεν έγινε αυτό. Τότε έβαλαν μαζί του ένα πρώην αντιστράτηγο, που είχε περάσει δυο χρόνια στο στρατόπεδο του Νορίλσκ. Υπολόγιζαν, φαίνεται, πως ο αντιστράτηγος θα γύριζε τα μυαλά του Έρικ, μιλώντας του για τη φρίκη των στρατοπέδων. Μα ο αντιστράτηγος δεν έκανε καλά το χρέος του ή δεν θέλησε να το κάνει. Στους δέκα μήνες της κοινής τους ζωής, το μόνο που έμαθε στον Έρικ ήταν να μιλά σπασμένα τα ρωσικά και ενίσχυσε μέσα του τη διαμορφωμένη ήδη αντιπάθεια για τα γαλάζια πηλήκια. Το καλοκαίρι του 1950 κάλεσαν ξανά τον Έρικ, αυτή τη φορά στον Βυσίνσκι. Ο Έρικ αρνήθηκε και πάλι (κι έτσι φάνηκε πως δεν υπάρχουν κανόνες για να καταπατείται η συνείδηση!). Τότε ο ίδιος ο Αμπακούμωφ διάβασε στον Έρικ την καταδικαστική απόφαση σε είκοσι χρόνια φυλακή (για ποιο λόγο;). Κι αυτοί οι ίδιοι δεν ήταν ευχαριστημένοι που τα έβαλαν μ' αυτό τον νεαρό, μα δεν γινόταν πια να τον αφήσουν να γυρίσει στη Δύση. Και τότε τον μετέφεραν σε ξεχωριστό κουπέ, κι εκεί άκουσε όλη τη νύχτα, ανάμεσα στο χώρισμα, την αφήγηση της νεαρής κοπέλας από τη Μόσχα [αναφέρεται στο προηγούμενο κεφάλαιο] και το άλλο πρωί αντίκρισε από το παράθυρο τη Ρωσία, τη Ρωσία του Ριαζάν, με τις σαπισμένες αχυροσκεπές.
Αυτά τα δυο χρόνια είχαν εδραιώσει πολύ την πίστη του στη Δύση. Πίστευε τυφλά στη Δύση, δεν ήθελε να αναγνωρίσει τις αδυναμίες της, θεωρούσε τα δυτικά στρατεύματα ακαταμάχητα και τους πολιτικούς άντρες της Δύσης ανεπίληπτους. Δεν πίστεψε την αφήγησή μας, πως τον καιρό που αυτός ήταν φυλακισμένος, ο Στάλιν είχε αποφασίσει τον αποκλεισμό του Βερολίνου, και πως αυτή η επιχείρηση είχε αίσιο τέρμα. Ο γαλατερός λαιμός του Έρικ και τα χλωμά του μάγουλα κοκκίνιζαν από αγανάκτηση, όταν εμείς περιγελούσαμε τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ. Πίστευε επίσης πως η Δύση δεν θα ανεχόταν να μείνει αυτός, ο Έρικ, φυλακισμένος, και πως μόλις οι μυστικές δυτικές υπηρεσίες θα έπαιρναν ειδήσεις από τη μεταγωγική φυλακή του Κουιμπίσεφ και θα μάθαιναν ότι ο Έρικ δεν είχε πνιγεί στα νερά του ποταμού Σπρέε, αλλά ήταν κρατούμενος στη Σοβιετική Ένωση, θα τον εξαγόραζαν ή θα τον ανταλλάσσανε (με αυτή την πίστη του για την ιδιομορφία της μοίρας του σε σχέση με τη μοίρα των άλλων κρατουμένων μου θύμιζε τους δικούς μας ορθόδοξους μαρξιστές). Παρά τις ζωηρές φιλονικίες μας, ο Έρικ μας κάλεσε, τον φίλο μου κι εμένα, στη Στοκχόλμη με πρώτη ευκαιρία. («Εκεί μας ξέρει όλος ο κόσμος» είπε μ' ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Ο πατέρας μου συντηρεί σχεδόν την αυλή του βασιλιά της Σουηδίας»). Στο μεταξύ όμως ο γιος του δισεκατομμυριούχου δεν είχε με τι να σκουπιστεί κι εγώ του χάρισα μια περισσευούμενη κουρελιασμένη μου πετσέτα. Σε λίγο τον πήραν με μιαν αποστολή.[ Από τότε ρωτάω όσους Σουηδούς τυχαίνει να γνωρίζω ή όσους ταξιδεύουν στη Σουηδία, που μπορεί κανείς να βρει αυτή την οικογένεια και μήπως έχουν ακουστά για κάποιον άνθρωπο που του έτυχαν αυτά κι αυτά. Μου απαντούν χαμογελώντας πως το επίθετο Άντερσεν στη Σουηδία είναι κοινό όπως το Ιβανώφ στη Ρωσία, και πως δισεκατομμυριούχος με τέτοιο όνομα δεν υπάρχει! Και μόνο σήμερα, που έχουν περάει 2 ολόκληρα χρόνια, ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο αυτό για τελευταία φορά, φωτίστηκε ο νους μου: ασφαλώς ΔΕΝ ΕΠΕΤΡΕΠΑΝ στον Έρικ να λέη το πραγματικό του όνομα. Ασφαλώς θα τον προειδοποίησε ο Αμπακούμωφ πως σε περίπτωση που θα το έλεγε, θα τον ΣΥΝΕΤΡΙΒΑΝ. Και έτσι άρχισε να τριγυρίζη στις φυλακές σαν Σουηδός Ιβανώφ. Και μόνο με τις μη απαγορευμένες επουσιώδεις λεπτομέρειες της βιογραφίας του έφησε στη μνήμη μας μερικά τυχαία ίχνη της αφανισμένης του ζωής. Εκείνος έλπιζε τότε πως θα την έσωζε αυτή τη ζωή, όπως ελπίζουν όλοι οι άνθρωποι, όπως ελπίζανε τα εκατομμύρια κουνέλια αυτού του βιβλίου. Πίστευε πως η Δύση, αγανακτισμένη, θα τον έσωζε Δεν είχε αντιληφθή την ακαμψία της Ανατολής. Δεν είχε καταλάβει πως έναν ΤΕΤΟΙΟ αυτόπτη μάρτυρα, που είχε επιδείξει ΤΟΣΗ σταθερότητα, σταθερότητα πρωτάκουστη για τη μαλθακή Δύση, δεν θα τον απελευθέρωναν ποτέ, μα ποτέ! Μα μήπως είναι ακόμα ζωντανός σήμερα; (Σημείωση του 1972).]
Και η μεταφορά συνεχίζεται. Παίρνουν, φέρνουν κρατούμενους, έναν–έναν, με το σωρό, ξαποστέλλουν ολόκληρες αποστολές. Πόσο υπηρεσιακή, σοβαρή, προγραμματισμένη φαίνεται αυτή η κίνηση. Δεν μπορείς να πιστέψης πόση ανοησία κρύβεται μέσα της.
Στα 1949 δημιουργούνται τα Ειδικά Στρατόπεδα και, ύστερα από διαταγή που ήρθε από ψηλά, μεταφέρουν ολόκληρες μάζες γυναικών από τα στρατόπεδα του ευρωπαϊκού Βορρά και του Βόλγα, δια μέσου της μεταγωγικής φυλακής του Σβερντλώφ, στη Σιβηρία, στο Ταϊσέτ, στο στρατόπεδο του Οζιόρ. Αλλά στα 1950 κάποιος βρήκε πιο βολικό να συγκεντρώσει τις γυναίκες όχι στο στρατόπεδο του Οζιόρ, αλλά στο Ντουμπρώφ, στο Τέμνικι και στη Μορντοβία. Και τότε οι ίδιες αυτές γυναίκες, απολαμβάνοντας όλες τις ανέσεις των μετακινήσεων του ΓΚΟΥΛΑΓΚ, μεταφέρονται πάλι προς τα δυτικά, δια μέσου της ίδιας μεταγωγικής φυλακής του Σβερντλώφ. Στα 1951 δημιουργούνται νέα ειδικά στρατόπεδα στην περιοχή του Κεμέροβο (στρατόπεδο Καμίς) και εκεί αποδείχνεται επιτέλους χρήσιμη η γυναικεία εργασία! Και τις άμοιρες γυναίκες τις στέλνουν πια συνέχεια στα στρατόπεδα του Κεμέροβο, πάντα δια μέσου αυτής της καταραμένης φυλακής του Σβερντλώφ. Έρχεται και ο καιρός της απελευθέρωσης, μα όχι για όλους! Και τις γυναίκες που μένουν για να εκτίσουν την ποινή τους και μετά τη γενική αγαλλίαση που προκάλεσε ο Χρουστσώφ, τις σέρνουν πάλι, δια μέσου της μεταγωγικής φυλακής του Σβερντλώφ, στη Σιβηρία και στη Μορντοβία: τις συγκεντρώνουν εκεί για περισσότερη ασφάλεια.
Λοιπόν, αυτή είναι δική μας, εσωτερική υπόθεση, και τα νησάκια είναι δικά μας, και οι αποστάσεις για τον σοβιετικό άνθρωπο δεν είναι πολύ μεγάλες.
Το ίδιο πράγμα μπορούσε να συμβή και στους άμοιρους μεμονωμένους κρατούμενους. Ο Σεντρίκ, ένα εύθυμο, μεγαλόσωμο παλικάρι με απλοϊκό πρόσωπο, ήταν, όπως λένε, τίμιος δουλευτής σε κάποιο από τα στρατόπεδα του Κουιμπίσεφ και δεν καταλάβαινε καθόλου τη συμφορά που τον περίμενε. Και να τι του συνέβη. Έφτασε στο στρατόπεδο επείγουσα διαταγή, κι όχι από οποιονδήποτε, αλλά από τον ίδιο τον υπουργό των Εσωτερικών (από που κι ως που ήξερε ο υπουργός την ύπαρξη του Σεντρίκ;) να σταλεί αμέσως αυτός ο Σεντρίκ στη Μόσχα, στη φυλακή No 18. Τον άρπαξαν λοιπόν, τον έστειλαν στη μεταγωγική φυλακή του Κουιμπίσεφ, κι από εκεί, χωρίς πολλά χασομέρια, στη Μόσχα, κι όχι σε κάποια φυλακή No 18, αλλά, μαζί με όλους τους άλλους, στην πολύ γνωστή φυλακή της Κράσναγια Πρέσνια (ο ίδιος ο Σεντρίκ δεν είχε ιδέα για τη φυλακή No 18, κι ούτε του έδωσαν καμιά εξήγηση). Μα τα βάσανά του δεν τελείωσαν εκεί. Πριν περάσουν δυο μερόνυχτα, τον άρπαξαν πάλι και τον κουβάλησαν στην Πετσόρα αυτή τη φορά. Από το παράθυρο του τραίνου διαπίστωσε πως η φύση γινόταν ολοένα πιο φτωχιά και σκυθρωπή. Το παλικάρι δείλιασε. Ήξερε τη διαταγή του υπουργού και αφού τον έστελναν τόσο γρήγορα κατά τον Βορρά, σήμαινε πως ο υπουργός είχε εναντίον του τρομερά αποδεικτικά στοιχεία. Σαν να μην έφτανε το εξαντλητικό ταξίδι, του έκλεψαν στον δρόμο τη μερίδα του ψωμιού για τρεις μέρες και έτσι έφτασε στην Πετσόρα τρικλίζοντας. Εκεί, ξελιγωμένο από την πείνα και χωρίς να τον αφήνουν να ξεκουραστεί, τον έστειλαν να πιάσει αμέσως δουλειά στο μουσκεμένο χιόνι. Σε δυο μέρες, πριν προλάβει καν να στεγνώσει το πουκάμισό του και να παραγεμίσει το στρωσίδι του με κλαριά από έλατο, τον διέταξαν να παραδώσει όλα τα δημόσια είδη και τον έστειλαν ακόμα μακρύτερα, στη Βορκούτα. Ήταν πια φως φανάρι πως ο υπουργός είχε αποφασίσει να μην αφήσει σε χλωρό κλαρί τον Σεντρίκ, κι όχι μόνο αυτόν, μα ολόκληρη την αποστολή. Στη Βορκούτα τον άφησαν ήσυχο κάπου ένα μήνα. Έπαιρνε μέρος στη γενική εργασία του στρατοπέδου. Δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη μετακίνηση, μα άρχισε να υποτάσσεται στην κακιά του μοίρα, που τον είχε φέρει εκεί, πέρα από τον πολικό κύκλο. Μα ξάφνου, μια μέρα, τον φώναξαν από το ορυχείο, λαχανιασμένο, τον έστειλαν στο στρατόπεδο να παραδώσει τα δημόσια είδη που είχε και σε μια ώρα τον έστειλαν προς τα νότια. Αυτό φαινόταν πια σαν προσωπική εκδίκηση! Τον μετέφεραν στη Μόσχα, στη φυλακή No 18. Τον κράτησαν σ' ένα κελί ένα μήνα και έπειτα κάποιος αντισυνταγματάρχης τον κάλεσε και τον ρώτησε: «Που χαθήκατε τόσο καιρό; Είστε στ' αλήθεια μηχανικός, ειδικός στις μηχανοκατασκευές;» Ο Σεντρίκ συγκατάνευσε. Και τότε τον πήγαν στα Παραδείσια νησιά. (Μάλιστα, υπάρχουν και τέτοια νησιά στο Αρχιπέλαγος).

Αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν, αυτές οι μοίρες και οι αφηγήσεις δίνουν ποικιλία στη ζωή της μεταγωγικής φυλακής. Οι παλιοί τρόφιμοι των στρατοπέδων σε παρακινούν: Ξάπλωσε και μη χολοσκάς! Εδώ έχεις την εγγύησή σου [Μερίδα που εγγυόταν το ΓΚΟΥΛΑΓΚ, όταν οι κρατούμενοι δεν εργάζονταν.] και δεν χρειάζεται να κουράζεσαι. Κι όταν δεν είναι στενάχωρα, μπορείς και να κοιμηθείς όσο τραβάει η ψυχή σου. Τεντώσου και ξάπλωσε ώσπου να έρθει το συσσίτιο. Λίγο τρως, λίγο να δουλεύεις. Μόνο αυτός που δοκίμασε τη γενική εργασία των στρατοπέδων μπορεί να καταλάβει πως η μεταγωγική φυλακή είναι οίκος ανάπαυσης, πραγματική ευτυχία στον δρόμο μας. Κι έχει κι ένα όφελος ακόμα: όταν κοιμάσαι τη μέρα, η ποινή σου περνάει συντομότερα. Τη μέρα πρέπει να σκοτώνεις την ώρα σου, τη νύχτα η ώρα περνάει χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Καμιά φορά οι διευθυντές των μεταγωγικών φυλακών θυμούνται ότι τον άνθρωπο τον έφτιαξε η δουλειά και ότι μόνο η δουλειά διορθώνει τον εγκληματία, και έχοντας να κάνουν μερικές βοηθητικές εργασίες, ή θέλοντας να ενισχύσουν κρυφά τα οικονομικά τους, σηκώνουν τους κρατούμενους, τους ξαπλωμένους κρατούμενους, και τους στέλνουν να δουλέψουν.
Σ' αυτή τη μεταγωγική φυλακή του Κοτλάς πριν από τον πόλεμο η δουλειά δεν ήταν καθόλου ελαφρύτερη από τη δουλειά του στρατοπέδου. Χειμώνα καιρό έξι‐εφτά εξασθενημένοι κρατούμενοι, ζευγμένοι με λουριά σε ένα έλκηθρο – τρακτέρ(!) έπρεπε να το σύρουν ΔΩΔΕΚΑ χιλιόμετρα πάνω στον ποταμό Ντβίνα, ως τις εκβολές του Βιτσέγκντα. Οι κρατούμενοι βούλιαζαν στο χιόνι και έπεφταν και το έλκηθρο κολλούσε. Δεν θα μπορούσαν να φανταστούν πιο εξαντλητική δουλειά. Μα αυτό δεν ήταν ακόμα δουλειά, αλλά απλό ξεμούδιασμα. Εκεί, στις εκβολές του Βιτσέγκντα, έπρεπε να φορτώσουν στο έλκηθρο ΔΕΚΑ κυβικά μέτρα ξυλεία και έπειτα, πάλι αυτοί οι ίδιοι (δεν υπάρχει πια ο Ρέπιν, και για τους σημερινούς ζωγράφους, αυτό δεν είναι θέμα πίνακα, αλλά δουλική αντιγραφή της φύσης) να σύρουν πίσω το έλκηθρο στη φυλακή! Μίλα μας όσο θέλεις για το στρατόπεδο! Θα πεθάνουμε πριν φτάσουμε εκεί. (Επικεφαλής σ' αυτή τη δουλειά ήταν ο Κολουπάγιεφ. Ζεμένα άλογα ήταν ο μηχανικός–ηλεκτρολόγος Ντμητρίγιεφ, ο αντισυνταγματάρχης της επιμελητείας Μπελιάγιεφ, ο γνωστός μας ήδη Βασίλι Βλάσωφ και... που να τους θυμάσαι όλους...)
Η μεταγωγική φυλακή του Αρζαμάς τον καιρό του πολέμου τάιζε τους κρατουμένους της με φύλλα από κοκκινογούλια, αλλά οργάνωνε τη δουλειά σε σταθερές βάσεις. Σ' αυτήν υπήρχαν συνεργεία ραφτών και ένα συνεργείο για τσόχινες μπότες (οι κρατούμενοι δούλευαν την τσόχα με τα χέρια τους μέσα σε ζεματιστό νερό αναμιγμένο με οξέα).
Στην Κράσναγια Πρέσνια, το καλοκαίρι του 1945, πηγαίναμε εθελοντικά να εργαστούμε, για να γλυτώσουμε από τους ασφυκτικούς θαλάμους. Αυτό μας έδινε το δικαίωμα ν' ανασαίνουμε τον αέρα ολόκληρη τη μέρα, να καθόμαστε ανεμπόδιστα, με την ησυχία μας, στο ήσυχο αποχωρητήριο, το φτιαγμένο από μαδέρια (να ένα μέσο ενθάρρυνσης, που πολύ συχνά το παραμελούν!) και ζεσταμένο από τον αυγουστιάτικο ήλιο (κι αυτά γίνονταν τις μέρες του Πότσδαμ και της Χιροσίμα) ακούγοντας το ειρηνικό ζουζούνισμα μιας ξεμοναχιασμένης μέλισσας, και, τέλος, να παίρνουμε το βράδυ εκατό γραμμάρια ψωμί παραπάνω. Μας πήγαιναν στην αποβάθρα του ποταμού Μόσχοβα, όπου ξεφόρτωναν την ξυλεία. Εμείς έπρεπε να μεταφέρουμε με τα χέρια τους κορμούς των δέντρων και να τους τοποθετούμε σε μεγάλες στοίβες. Η αμοιβή που περιμέναμε ήταν δυσανάλογη με τη δαπάνη των δυνάμεών μας. Παρ' όλα αυτά όμως πηγαίναμε εκεί με ευχαρίστηση.
Μου συμβαίνει συχνά να κοκκινίζω καθώς θυμάμαι τα νιάτα μου (γιατί τα νιάτα μου τα πέρασα εκεί!). Ό,τι όμως μας στενοχωρεί, μας γίνεται μάθημα. Αποδείχτηκε πως από τα γαλόνια του αξιωματικού, που μόνο για δυο χρόνια γυάλιζαν και κυμάτιζαν στους ώμους μου, είχε ξετιναχτεί μια φαρμακερή χρυσόσκονη κι είχε χωθεί στον χώρο ανάμεσα στα πλευρά μου. Σ' αυτή την ποταμίσια αποβάθρα, που ήταν μια μικρή ζώνη στρατοπέδου και που περικλειόταν από ψηλές σκοπιές, εμείς ήμαστε προσωρινοί εξωτερικοί εργάτες και δεν γινόταν κουβέντα, ούτε υπήρχε καμιά φήμη πως μπορεί να μας άφηναν σ' αυτό το στρατόπεδο να εκτίσουμε την ποινή μας. Όταν όμως μας παράταξαν εκεί για πρώτη φορά και ο επόπτης μας επιθεωρούσε, για να διαλέξει με το βλέμμα τους επιστάτες των προσωρινών συνεργείων, η τιποτένια μου καρδιά κόντευε να σπάσει κάτω από το μάλλινο χιτώνιό μου. Ας ήταν να διάλεγε εμένα, εμένα, εμένα!
Δεν διάλεξε εμένα. Γιατί το επιζητούσα άραγε; Μόνο και μόνο για να κάνω και άλλα επονείδιστα λάθη.
Ω, τι δύσκολα ξεκόβει κανείς από την εξουσία! Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά.

***
Υπήρξε εποχή που η Κράσναγια Πρέσνια ήταν σχεδόν η πρωτεύουσα του ΓΚΟΥΛΑΓΚ, από την άποψη ότι, όπου κι αν πήγαινες, σου ήταν αδύνατο να την παρακάμψεις, όπως συμβαίνει και με τη Μόσχα. Όπως στη Σοβιετική Ένωση για να πας από την Τασκένδη στο Σότσι και από το Τσερνίγκωφ στο Μινσκ σου πέφτει βολικό να περάσεις από τη Μόσχα, έτσι και τους κρατούμενους, όπου κι αν τους πήγαιναν, τους περνούσαν από τη φυλακή της Πρέσνια. Την εποχή εκείνη έτυχε να βρεθώ κι εγώ εκεί. Η Πρέσνια ήταν φίσκα γεμάτη, αδύνατο να χωρέσει πια άλλους, και έχτιζαν ήδη ένα συμπληρωματικό κτίριο. Μόνο οι άμεσες αποστολές, με τα βαγόνια για ζώα φορτωμένα με κρατούμενους καταδικασμένους από τις υπηρεσίες αντικατασκοπίας, παρέκαμπταν τη Μόσχα από τον περιφερειακό δρόμο, και περνούσαν κοντά από την Πρέσνια. Ίσως γι' αυτό μας χαιρετούσαν με τις σειρήνες τους.
Φτάνοντας στη Μόσχα για να αλλάξουμε τραίνο, έχουμε ωστόσο ένα εισιτήριο και ελπίζουμε πως αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουμε για τον προορισμό μας. Στην Πρέσνια όμως, στο τέλος του πολέμου και στα χρόνια που ακολούθησαν, όχι μόνο οι νεοφερμένοι, αλλά και οι ψηλά ιστάμενοι, ακόμα και οι επικεφαλείς του ΓΚΟΥΛΑΓΚ, δεν μπορούσαν να πουν ποιανού είναι η σειρά να φύγει και για που. Οι κανονισμοί των φυλακών δεν είχαν ακόμα αποκρυσταλλωθεί όπως στη δεκαετία του 1950, και στον φάκελο δεν υπήρχαν γραπτά δρομολόγια, ούτε ο προορισμός της κάθε αποστολής. Υπήρχαν μόνο υπηρεσιακά σημειώματα: «Αυστηρή φρούρηση!». «Να χρησιμοποιούνται μόνο για γενικές εργασίες!» Οι σωροί των ΦΑΚΕΛΩΝ, βαλμένοι μέσα σε ξεσχισμένους χαρτοφύλακες, ή δεμένοι με ξεφτισμένους σπόγγους ή ερζάτς σπάγκων από χαρτί, μεταφέρονταν από τους λοχίες της φρουράς μέσα στο ξύλινο κτίριο όπου στεγάζονταν τα γραφεία της φυλακής και πετάγονταν πάνω σε ράφια, σε τραπέζια, κάτω από τραπέζια και καθίσματα, ή και όπου υπήρχε χώρος ακόμα κάτω στο δάπεδο, (ακριβώς όπως τα πρωτότυπά τους πετάγονταν στους θαλάμους) ξελύνονταν, σκορπίζονταν και ανακατεύονταν. Ένα, δύο, τρία δωμάτια ήταν γεμάτα με αυτούς τους ανακατεμένους φακέλους. Οι γραμματείς των γραφείων της φυλακής - καλοζωισμένες, τεμπέλες, ελεύθερες γυναίκες, με παρδαλά φουστάνια – ίδρωναν από την κάψα, έκαναν αέρα και φλερτάρανε με τους αξιωματικούς της φυλακής και της φρουράς. Καμιά από αυτές δεν μπορούσε, και δεν ήθελε, να ανασκαλέψει μέσα σ' αυτό το χάος. Μα οι αποστολές έπρεπε να φεύγουν, κάμποσες φορές τη βδομάδα, με τα κόκκινα βαγόνια. Και κάθε μέρα εκατοντάδες κρατούμενοι έπρεπε να στέλνονται με καμιόνια στα πιο κοντινά στρατόπεδα. Και κάθε κρατούμενος έπρεπε να συνοδεύεται από τον φάκελό του. Ποιος θα φρόντιζε γι' αυτό; Ποιος θα ταξινομούσε τους φακέλους και θα συγκροτούσε τις αποστολές;
Μ' αυτή τη δουλειά ήταν επιφορτισμένοι κάμποσοι επόπτες, σκύλοι ή μουλάτοι [Οι μουλάτοι συγγενεύουν πνευματικά με τον κόσμο των κακοποιών, προσπαθούν να εισχωρήσουν σ' αυτόν, αλλά δεν έχουν γίνει «νόμιμα» αποδεκτοί από τους κακοποιούς.], διαλεγμένοι μεταξύ των κακοποιών της φυλακής. Αυτοί περιφέρονταν στους διαδρόμους, έμπαιναν στα κτίριο των γραφείων όποτε ήθελαν. Από αυτούς λοιπόν εξαρτιόταν αν θα έπαιρναν τον φάκελό σου και θα σε έβαζαν σε μια ΚΑΚΗ αποστολή ή αν θα έσκυβαν κάμποση ώρα τη ράχη τους, ψαχουλεύοντας για να σε βολέψουν σε καμιά ΚΑΛΗ αποστολή. (Για το ότι υπήρχαν στρατόπεδα θανάτου, δεν αμφέβαλλαν βέβαια οι πρωτόπειροι, αλλά ήταν λάθος να πιστεύουν ότι υπήρχαν και καλά στρατόπεδα. «Καλά» μπορούσαν να είναι όχι τα στρατόπεδα, μα μόνο μερικές ατομικές περιπτώσεις μέσα σ' αυτά, πράγμα που κανονιζόταν επί τόπου). Το ότι όλο το μέλλον ενός κρατουμένου κρεμόταν από έναν συγκρατούμενό σου, με τον οποίο θα έπρεπε να βρει τρόπο να μιλήσει (έστω και μέσω του λουτράρη) και τον οποίο θα έπρεπε ίσως να λαδώσει (έστω και μέσω του καντινιέρη) αυτό ήταν χειρότερο από το να παιχτεί η τύχη σου στα ζάρια. Αυτή η αθέατη και ίσως χαμένη ευκαιρία να πας στο Ναλτσίκ αντί για το Νορίλσκ δίνοντας για αντάλλαγμα το πέτσινο σακάκι σου, ή να πας στο Σερεμπριάνι Μπορ αντί για το Ταϊσέτ δίνοντας για αντάλλαγμα ένα κιλό λαρδί (μα μπορεί και να έχανες το πέτσινο σακάκι σου ή το λαρδί σου τζάμπα) αναστάτωνε και βασάνιζε τις κατάκοπες ψυχές. Κι αν κάποιος άλλος πρόλαβε να βολευτεί αντί για σένα; Μακάριοι εκείνοι που δεν διέθεταν τίποτα για να δώσουν σε αντάλλαγμα, ή εκείνοι που αποφεύγανε αυτές τις συγκινήσεις.

Η υποταγή στη μοίρα, η πλήρης εξάλειψη της δικής σου βούλησης για τη διαμόρφωση της ζωής σου, η επίγνωση του ότι δεν μπορείς να προβλέψεις τι είναι καλύτερο και τι χειρότερο για σένα, και ότι, αντίθετα, είναι εύκολο να κάνεις ένα στραβοπάτημα για το οποίο θα κατηγορείς έπειτα τον εαυτό σου, όλα αυτά απελευθερώνουν τον κρατούμενο από ένα μέρος των δεσμών του, τον καθησυχάζουν και του εξυψώνουν το ηθικό.
Έτσι λοιπόν οι κρατούμενοι κείτονταν στριμωγμένοι μέσα στα κελιά, ενώ οι μοίρες τους συσσωρεύονταν σε μπερδεμένα κουβάρια στα γραφεία της φυλακής και οι επόπτες έπαιρναν τους φακέλους από όποια γωνιά τους έπεφτε πιο βολικά. Έτσι τύχαινε μερικοί κρατούμενοι να μένουν δυο και τρεις μήνες σ' αυτή την καταραμένη Πρέσνια, ενώ άλλοι περνούσαν από εκεί με ταχύτητα μετεώρων. Από αυτό τον συνωστισμό, τη βιασύνη και την ακαταστασία των φακέλων τύχαινε καμιά φορά στην Πρέσνια (καθώς και σε άλλες μεταγωγικές φυλακές) να γίνονται αλλαγές στη διάρκεια των ποινών. Αλλά οι καταδικασμένοι για παράβαση του άρθρου 58 δεν είχαν τέτοιο φόβο, γιατί οι ποινές τους, για να εκφραστούμε όπως ο Γκόρκι, ήταν Ποινές με κεφαλαίο Π, δηλαδή τόσο μεγάλες, ώστε κι όταν ακόμα κόντευαν στο τέλος τους, και πάλι τελειωμό δεν είχαν. Αλλά για τους λωποδύτες και τους φονιάδες είχε μεγάλη σημασία να αντικατασταθεί η ποινή τους με την ποινή κάποιου ελαφροποινίτη του κοινού δικαίου. Έτσι αυτοί οι ίδιοι ή τα τσιράκια τους διάλεγαν ένα κορόιδο, ξάπλωναν πλάι του και του έκαναν ερωτήσεις με συμπάθεια, και εκείνος, μη ξέροντας πως ο κρατούμενος με μικρή ποινή δεν πρέπει ποτέ να αποκαλύπτει τίποτα για τον εαυτό του στη μεταγωγική φυλακή, διηγιόταν με αφέλεια πως τον λέγανε, ας υποθέσουμε, Βασίλι Παρφιόνιτς Γιεβράσκιν, γεννήθηκε στα 1913 στο Σεμίντουμπιε, ζούσε εκεί και είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση ενός χρόνου, με βάση το άρθρο 109 για αμέλεια στην εργασία. Έπειτα αυτός ο Γιεβράσκιν κοιμόταν, ή μπορεί και να μην κοιμόταν, αλλά γινόταν τόση φασαρία στον θάλαμο, και υπήρχε τόση στριμωξιά μπροστά στο γκισέ, ώστε δεν μπορούσες να περάσεις για να ακούσης, από τον διάδρομο, τη σιγανή φωνή που διάβαζε γρήγορα τα ονόματα εκείνων που θα έφευγαν με την επόμενη αποστολή. Κάμποσα από αυτά τα ονόματα τα φώναζαν έπειτα από την πόρτα του θαλάμου, μα τον Γιεβράσκιν δεν τον φώναξαν, γιατί μόλις είπαν αυτό το όνομα στον διάδρομο, ένας δουλοπρεπής κακοποιός (ξέρουν να φέρονται κι έτσι, όταν χρειάζεται) έχωσε τη μούρη του στο γκισέ και απάντησε χαμηλόφωνα και γρήγορα: «Βασίλι Παρφιόνιτς, από το χωριό Σεμίντουμπιε. Άρθρο 109. Ένας χρόνος». Και έτρεξε αμέσως να πάρει τα πράγματά του. Ο αληθινός Γιεβράσκιν χασμουρήθηκε, ξάπλωσε στο ξυλοκρέβατό του και περίμενε υπομονετικά να τον φωνάξουν την άλλη μέρα, την άλλη βδομάδα, τον άλλο μήνα, και έπειτα τόλμησε να ενοχλήσει τον επικεφαλής της πτέρυγας και να ρωτήσει: γιατί δεν τον παίρνουν σε μια αποστολή; (Ενώ κάποιον Ζβιάγκα τον φώναζαν κάθε μέρα σε όλους τους θαλάμους). Κι όταν ύστερα από ένα μήνα ή μισό χρόνο βρίσκουν ευκαιρία να κάνουν γενικό προσκλητήριο με βάση τους ΦΑΚΕΛΟΥΣ, μένει μόνο ένας παραπανίσιος φάκελος, του Ζβιάγκα, εγκληματία καθ' υποτροπήν, με δυο φόνους και ληστεία ενός καταστήματος, με ποινή δέκα χρόνια, και ένας δειλός κρατούμενος, που επιμένει πως λέγεται Γιεβράσκιν. Από τη φωτογραφία της ταυτότητας τίποτα δεν μπορείς να διακρίνεις καθαρά, μα δεν μπορεί παρά να είναι ο Ζβιάγκα και πρέπει να σταλεί στο επανορθωτικό στρατόπεδο του Ιβντέλ -διαφορετικά πρέπει να παραδεχτούν πως η φυλακή έκανε λάθος. (Αυτόν τον άλλο Γιεβράσκιν, που δεν ξέρουν ούτε καν με ποια αποστολή έφυγε, τρέχα να τον βρεις τώρα, αφού οι κατάλογοι έχουν χαθεί. Με την ποινή του ενός χρόνου, θα βρίσκεται τώρα σε καμιά αγροτική φυλακή, όπου κάθε μέρα θα υπολογίζεται για τρεις, ή θα έχει ήδη δραπετεύσει και θα βρίσκεται από καιρό στο σπίτι του ή, το πιθανότερο, θα βρίσκεται στη φυλακή με νέα ποινή). Τύχαιναν επίσης και μερικοί ηλίθιοι, που ΠΟΥΛΟΥΣΑΝ τις μικρές τους ποινές για κάνα–δυο κιλά λαρδί, υπολογίζοντας πως έπειτα θα κατάφερναν να βρουν άκρη και θα αποδείχνανε την αληθινή τους ταυτότητα. Και αυτό ήταν ως ένα βαθμό σωστό.[ Άλλωστε, όπως γράφει ο Π. Γιακουμπόβιτς για τους κρατούμενους που λέγονταν «πραματευτές», το εμπόριο των ποινών γινόταν και στον περασμένο αιώνα. Είναι παλιό κόλπο των φυλακών.]

Στα χρόνια που οι φάκελοι των κρατουμένων δεν ανέφεραν τελικό προορισμό, οι μεταγωγικές φυλακές μετατρέπονταν σε πραγματικά σκλαβοπάζαρα. Ευπρόσδεκτοι επισκέπτες ήταν εκεί οι αγοραστές, λέξη που ολοένα συχνότερα ακουγόταν στους διαδρόμους και στους θαλάμους, χωρίς καθόλου να προκαλεί τα γέλια. Όπως παντού στη βιομηχανία δεν μπορούν να περιμένουν πότε θα τους στείλουν από το κέντρο τα αναμενόμενα εφόδια και γι' αυτό στέλνουν εκεί ανθρώπους για να σπρώξουν και να επιταχύνουν τη δουλειά, έτσι ακριβώς γινόταν και στο ΓΚΟΥΛΑΓΚ. Οι ιθαγενείς στα νησιά πέθαιναν σωρηδόν, και μ' όλο που δεν άξιζαν πια τίποτα, φιγουράριζαν ακόμα στους καταλόγους. Έτσι οι διοικητές έπρεπε να πληρώνουν από την τσέπη τους για να βρίσκουν καινούργιους ιθαγενείς, ώστε να εκπληρώνουν το πλάνο τους. Οι αγοραστές έπρεπε να είναι άνθρωποι καπάτσοι, ανοιχτομάτηδες, να ξέρουν καλά τι ψωνίζουν, και να μην αφήνουν να τους χώνουν ανάμεσα στα κεφάλια που αγοράζουν ψοφίμια και αναπήρους. Υπήρχαν κακοί αγοραστές, που διάλεγαν τους κρατούμενους μιας αποστολής από τους φακέλους, και ευσυνείδητοι αγοραστές, που απαιτούσαν να τους παρουσιάζουν την πραμάτεια ζωντανή και γυμνή. Ναι, έτσι έλεγαν, χωρίς να γελάνε: πραμάτεια. «Για να δούμε λοιπόν, τι πραμάτεια μας φέρανε;» ρωτούσε ο αγοραστής στον σταθμό του Μπουτύρκι, βλέποντας τη δεκαεπτάχρονη Ίρα Καλίνα και εξετάζοντας προσεκτικά όλες της τις λεπτομέρειες.
Η ανθρώπινη φύση, όσο κι αν μεταβάλλεται, δεν μπορεί να ξεπεράσει σε ταχύτητα τις γεωλογικές αλλαγές στη μορφή της Γης. Έτσι το ίδιο ακριβώς αίσθημα της περιέργειας, ανάμικτης με ηδονή, που αισθάνονταν εδώ και εικοσιπέντε αιώνες οι δουλέμποροι στα σκλαβοπάζαρα, κυρίευσε και τους υπαλλήλους του ΓΚΟΥΛΑΓΚ, καμιά εικοσαριά άντρες με στολή του Υπουργείου Εσωτερικών, όταν κάθισαν, στη φυλακή Ουζμάν το 1947, μπροστά σε κάμποσα τραπέζια σκεπασμένα με σεντόνια (κι αυτό για τη σοβαροφάνεια του πράγματος, γιατί δεν ήταν καθόλου βολικό) κι έβαλαν τις φυλακισμένες γυναίκες, αφού γδύθηκαν στο γειτονικό δωμάτιο, να περνούν γυμνές και ξυπόλητες από μπροστά τους, να στριφογυρίζουν, να στέκονται, να απαντούν σε ερωτήσεις. «Σηκώστε τα χέρια!» τις πρόσταζαν, κι εκείνες έπαιρναν αμυντικές στάσεις αρχαίων αγαλμάτων (οι αξιωματικοί, βλέπετε, διάλεγαν με σοβαρότητα παλλακίδες για τους εαυτούς τους και για τους φίλους τους).
Έτσι, με διάφορες εκδηλώσεις, η βαριά σκιά της αυριανής μάχης στο στρατόπεδο δεν άφηνε τον πρωτάρη κρατούμενο να χαρεί τις αθώες μικροαπολαύσεις της μεταγωγικής φυλακής.
Μια φορά έχωσαν μέσα στο κελί μας, στην φυλακή της Πρέσνια, έναν κρατούμενο ειδικού προορισμού, που κοιμήθηκε δυο νύχτες πλάι μου. Αυτός ταξίδευε με ειδικό προορισμό, δηλαδή η Κεντρική Διοίκηση είχε γράψει γι' αυτόν μια φορτωτική που τον ακολουθούσε από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και στην οποία αναφέρονταν πως είναι τεχνικός κατασκευών και μόνο μ' αυτή την ιδιότητα έπρεπε να τον χρησιμοποιήσουν στη νέα του διαμονή. Ο κρατούμενος ειδικού προορισμού ταξιδεύει με το κοινό Στολύπιν, μένει στους κοινούς θαλάμους των μεταγωγικών φυλακών, αλλά η ψυχή του δεν τρέμει, γιατί προστατεύεται από τη φορτωτική του και δεν υπάρχει φόβος να τον στείλουν να κόβει ξύλα.

Μια σκληρή και αποφασιστική έκφραση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό στο πρόσωπο αυτού του τροφίμου των στρατοπέδων, που είχε ήδη εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του. (Δεν ήξερα ακόμα τότε πως αυτή ακριβώς η έκφραση είναι το βασικό γνώρισμα των κατοίκων των νησιών του ΓΚΟΥΛΑΓΚ. Τα πρόσωπα με την τρυφερή, διαλλακτική έκφραση εξαφανίζονται γρήγορα σ' αυτά τα νησιά). Ο κρατούμενος αυτός μας κοίταξε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα χαμογελώντας ειρωνικά, όπως κοιτάζει κανείς τα κουτάβια των δυο βδομάδων.
Τι μας περίμενε στο στρατόπεδο; Εκείνος, από οίκτο, μας άνοιξε τα μάτια:
Από το πρώτο σας βήμα στο στρατόπεδο όλοι θα προσπαθούν να σας ξεγελάσουν και να σας κατακλέψουν. Μην εμπιστεύεστε κανένα, εκτός από τον εαυτό σας. Προσέξτε μήπως σας πλησιάζει κανείς στα κρυφά να σας δαγκώσει. Ήμουνα κι εγώ ο ίδιος αφελής όπως εσείς, εδώ και οκτώ χρόνια, όταν έφτασα στο στρατόπεδο του Καργκοπόλ. Μας ξεφόρτωσαν από το τραίνο, και η φρουρά ετοιμαζόταν να μας οδηγήσει στο στρατόπεδο: δέκα χιλιόμετρα πάνω σε παχύ, μαλακό χιόνι. Καταφθάνουν τρία έλκηθρα. Ένας γεροδεμένος μπάρμπας, που η φρουρά τον άφησε να περάσει, μας λέει: «Αδέρφια, βάλτε τα πράγματά σας, να τα μεταφέρουμε». Εμείς θυμόμαστε πως, όπως είχαμε διαβάσει στα έργα της λογοτεχνίας μας, τις αποσκευές των κρατουμένων τις κουβαλάνε με κάρα. Σκεφτόμαστε λοιπόν πως δεν μπορεί να είναι τόσο απάνθρωποι στο στρατόπεδο, θα φροντίσουν γι' αυτό. Έτσι βάλαμε επάνω τα πράγματά μας και τα έλκηθρα ξεκίνησαν. Αυτό ήταν. Δεν τα ξαναείδαμε πια! Δεν ξαναείδαμε ούτε καν αδειανά τα σακούλια και τις βαλίτσες μας.
– Μα πως έγινε αυτό; Καλά, δεν υπάρχει νόμος εκεί;
– Μην κάνετε κουτές ερωτήσεις. Νόμος υπάρχει. Ο νόμος της ταϊγκά. Όσο για δικαιοσύνη, στο ΓΚΟΥΛΑΓΚ ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ. Αυτό που συνέβη στο Καργκοπόλ, είναι απλούστατα το σύμβολο του ΓΚΟΥΛΑΓΚ. Θα συνηθίσετε με τον καιρό: στο στρατόπεδο κανείς δεν κάνει τίποτα τζάμπα, κανείς δεν κάνει τίποτε από καλοσύνη. Για όλα πρέπει να πληρώνετε. Αν σας προτείνουν κάτι, δήθεν ανιδιοτελώς, να ξέρετε πως αυτό είναι παγίδα, προβοκάτσια. Και, το σπουδαιότερο, προσπαθήστε να αποφύγετε τις γενικές εργασίες. Να τις αποφύγετε από την πρώτη κιόλας μέρα. Αν την πρώτη μέρα πέσετε στις γενικές εργασίες, είστε χαμένοι, χαμένοι για πάντα.
– Γενικές εργασίες; Τι είναι αυτό;
– Είναι οι βασικές εργασίες που γίνονται στο στρατόπεδο. Σ' αυτές δουλεύουν τα ογδόντα τα εκατό των κρατουμένων. Και όλοι αυτοί ψοφούνε. Όλοι. Και φέρνουν σε αντικατάστασή τους άλλους, πάλι για τις γενικές εργασίες. Εκεί οι κρατούμενοι αφήνουν και τις τελευταίες τους δυνάμεις. Και είναι πάντα μουσκεμένοι, και ξυπόλητοι. Και τους κλέβουν πάντα στο ζύγι και στο μέτρημα. Και τους βάζουν στα χειρότερα παραπήγματα. Και δεν έχουν καμιά περίθαλψη. Στο στρατόπεδο ΓΛΥΤΩΝΟΥΝ μόνο εκείνοι που ΔΕΝ δουλεύουν στις γενικές εργασίες. Προσπαθήστε λοιπόν με κάθε θυσία να μην πέσετε στις γενικές εργασίες. Από την πρώτη κιόλας μέρα.
Με κάθε θυσία!
Με κάθε θυσία;

Στην Κράσναγια Πρέσνια κατάλαβα και δέχτηκα αυτές τις συμβουλές του σκληρού κρατούμενου ειδικού προορισμού, συμβουλές που δεν είχαν τίποτα το υπερβολικό, μόνο που παρέλειψα να τον ρωτήσω: Και ποιο είναι το μέτρο αυτής της θυσίας; Και ως που μπορεί να φτάσει;...