Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

ΜΜΕ και Ναρκωτικά: Ιδεο-ληπτική συμπαιγνία;


Επιστημονικό Περιοδικό:

Η κεντρική άποψη που διατυπώνει ο συγγραφέας είναι ότι -ανεξάρτητα από τις γενικές λειτουργίες των μέσων μαζικής ενημέρωσης στον τομέα της παρουσίασης των ναρκωτικών- υπάρχει μια ειδική σχέση ανάμεσα στη νομοθετική πολιτική, το κοινωνικό κλίμα, τους πολιτισμικούς παράγοντες και τα μηνύματα των μέσων που αναφέρονται στην τοξικομανία ή τον χρήστη. Τα μηνύματα ακολουθούν (εάν δεν υιοθετούν) τους συμβολισμούς με τους οποίους η νομοθεσία «περιβάλλει» το περιεχόμενο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα ΜΜΕ δομώντας μίαν άλλη πραγματικότητα, αυτή της πληροφορημένης καιενημερωμένης κοινωνίας, αυτο-αναγορεύονται σε καθρέφτη ή εικόνα . Πόσο βέβαιοι είμαστε όμως ότι όλα τα στοιχεία και τα σχόλια που γράφονται κι ακούγονται συγκροτούν την πραγματικότητα κι ότι δεν υπάρχουν «κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα»; Από την άλλη πλευρά η εικόνα «της κοινωνίας της εικόνας» αναδεικνύει μια κοινωνία που φαίνεται να έχει παραδοθεί στις εικόνες που παράγουν οι άλλοι και καταναλώνει η ίδια. Ποια άραγε μηνύματα -και σε ποιους ακριβώς- εκπέμπει ο κόσμος των εικόνων της ανέμελης ζωής, της άθλιας ζωής, των πετυχημένων και των αποκλεισμένων, των απαθών και των ψυχοπαθών (Βιθυνός, 1998) ; Υπάρχει απώλεια του πραγματικού, μια σχάση ανάμεσα στην αναπαράσταση και το γεγονός, με συνέπεια η αναπαράσταση να καθίσταται τελικά πραγματικότητα και το κοινωνικό να βιώνεται φαντασιακά.

Η κοινωνική κατασκευή μπορεί να προβάλλει είτε συναινετική εικόνα της κοινωνίας (συμφωνία σε κοινές αξίες, αποδεκτό life style ) είτε συγκρουσιακή (π.χ., γενικευμένο φόβο λόγω εγκληματικότητας). Η νομιμοποιημένη βία, η δραματοποιημένη βία ή η «εύθυμη βία», δηλαδή, το περιπετειώδες θέαμα χωρίς θανάτους προσώπων, δημιουργούν ένα πλαίσιο κοινωνικού συμπεριφορισμού (behaviorism), όπου η εκμάθηση και η συμμόρφωση συνιστούν απαρέγκλιτους κανόνες. Βλέπουμε τον κόσμο όπως μας τον περιγράφουν (σε βαθμό μάλιστα που αφενός αν κάποιος λέει συχνά «έτσι φαίνεται νάναι τα πράγματα» στο τέλος το πιστεύει κι ο ίδιος κι αφετέρου η πιθανολογούμενη γνώμη της πλειοψηφίας να γίνεται αποδεκτή από τους υπόλοιπους για να μη νιώθουν απομονωμένοι κοινωνικά).

Αυτή η σύγχυση εξωτερικής μορφής συνείδησης και υποκειμενικών νοημάτων δίνει την εντύπωση ότι συν-ένοχοι στην κατασκευή της πραγματικότητας είναι τόσο οι αφηγητές όσο και οι αναγνώστες/ ακροατές/ τηλεθεατές (ακόμη κι αν καλύπτονται και οι μεν και οι δε πίσω από τις μεταμοντέρνες συμβολικές κατασκευές) (Πανούσης, 2004: 80).

ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Σε αυτό έχουν συντελέσει τόσο οι «νέες» ειδησεογραφικές αξίες για τα εγκλήματα (crime news) –π.χ., ορατές και θεαματικές πράξεις, γραφική αναπαράσταση, πρόληψη και καταστολή, πολιτικές (αλλά και ερωτικές) διασυνδέσεις και ατομική παθογένεια, όσο και η κατανάλωση αυτών των ειδήσεων. Για παράδειγμα, η συχνότητα, η ένταση, η πληρότητα, η σημασία, η συμβατότητα, η έκπληξη, η συνέχεια, η συσχέτιση, τα ισχυρά έθνη και τα επώνυμα πρόσωπα συγκροτούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα μέσα ενημέρωσης παράγουν τα δικά τους (καλά ή κακά) νέα εγκληματικού περιεχομένου και πετυχαίνουν διπλό στόχο: από τη μίαικανοποιούν τη λαϊκή κουλτούρα που ζητάει όλο και περισσότερες ιστορίες σοκ και δέους/ τρόμου - δέους (shock horror's stories) για μαζική κατανάλωση κι από τηνάλλη –πάλι τα ίδια ΜΜΕ - παρέχουν κατάλληλα καταπραϋντικά κι εύκολες λύσεις (με το αζημίωτο βέβαια). Όμως, η αναπαράσταση της εγκληματικότητας επιτελεί ένα συγκεκριμένο έργο: θέτει τη διαχωριστική γραμμή της εθνικής συνείδησης, του καλού και του κακού, της ενοχής και της αθωότητας, κι επιτυγχάνεται με τους παρακάτω τρόπους (Πανούσης, 2004: 83-84):

• Λαθεμένη χρήση νομικών όρων και εννοιών

• Λαθροχειρίες στα στατιστικά στοιχεία

• Εκ προθέσεως υπερτονισμοί ή υποτονισμοί

• Κυριαρχία προκαταλήψεων και στερεοτύπων

• Γενίκευση φόβου, κινδύνου και ανασφάλειας ( από και προς κοινωνικές ομάδες και πρόσωπα)

• Νομιμοποίηση/ ηθικοποίηση κοινωνικού ελέγχου.

Από την άλλη πλευρά, η συγκινησιακή φόρτιση της κοινής γνώμης διευρύνεται όταν ο δημόσιος βίος συναντιέται με την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Έτσι π.χ., στην εντυπωσιογόνο είδηση για τα ναρκωτικά συμπίπτουν το κοινωνικό φαινόμενο της τοξικομανίας και η μοίρα του τοξικομανούς με υπονοούμενες πάντοτε «παρεκκλίσεις ή παραβιάσεις» (Πανούσης, 2004: 99-100). Μηνύματα με ανθρωπολογικό χαρακτήρα και κοινωνικοσυγκινησιακή αξία εκφράζουν τις αλλαγές στα συστήματα αξιών που παγιώνονται σε νομοθετικά κείμενα ή σε κοινωνικές αντιλήψεις. Τίτλοι, φωτογραφίες, αφηγήσεις εξαλείφουν τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, θεαματοποιούν, (μελο)δραματοποιούν, απο-καλύπτουν, δαιμονοποιούν ή και υποκαθιστούν την κάθαρση (Πανούσης, 2004: 102-107).

Η εικόνα – αντίληψη των αναγνωστών/ ακροατών/ τηλεθεατών για τον χρήστη κινείται στα στερεότυπα επίπεδα των αθεράπευτων, των επικίνδυνων, των εγκληματιών, δηλαδή στην απαξίωση του χρήστη, ο οποίος εν είδει monstruumαπειλεί την ηθική τάξη της κοινωνίας (Melossi , 2000: 28, 52).

Η διαμόρφωση της πολιτικής (νομοθετικής και κοινωνικοπροληπτικής) κατά των ναρκωτικών επηρεάζεται (και) από τον τρόπο που προβάλλουν τα ΜΜΕ τους κινδύνους από την χρήση (θέλοντας να επηρεάσουν την κοινή γνώμη)(Λαμπροπούλου, 2002: 16, 109, 111) ή και από τον χρόνο που αφιερώνεται σ' ενημερωτικές εκπομπές ή και από την έμφαση που δίνεται στην αποτελεσματικότητα των μέτρων. Γι' αυτό η καλή ή κακή προβολή του θέματος μπορεί να εντάξουν τα ΜΜΕ άλλοτε στους παράγοντες πρόκλησης ηθικού πανικού κι άλλοτε στους παράγοντες αποτροπής (Γεωργούλα, 1999: 110).

Ο φόβος και οι κίνδυνοι δημιουργούν το δικό τους κλίμα διακινδύνευσης (risk climate) και η επικοινωνία του ρίσκου παίζει εδώ καθοριστικό ρόλο (Δεμερτζής, 2002: 283-320), (Πανούσης, 2003: 59, Αγραφιώτης, 2000: 127). Οι περίεργες διακυμάνσεις της παρουσίασης/ προβολής των στατιστικών γύρω από τα ναρκωτικά και τους χρήστες από τον Τύπο αναδεικνύουν μια έντονη αναντιστοιχία των πραγματικών δεδομένων με τα «κύματα κρίσεων» που πρωτοσέλιδα διαβάζουμε (Orcutt and Turner , 1995: 155).

Δεν είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για «απόπειρα χειραγώγησης» της κοινής γνώμης (Παπαδά, Κοππάση–Οικονομέα, Παπαδόπουλου , 2001) ούτε ότι τα ΜΜΕ στην πραγματικότητα «πλασάρουν» ναρκωτικά (Ρήγου, 2000) (λόγω λαθεμένου χειρισμού του θέματος). Το στερεότυπο όμως του χρήστη διακινείται (και) μέσω των ΜΜΕ, τα οποία προβάλλουν «εικόνες, ιδέες και αξίες, μη κοινωνικά ουδέτερες» (Τσίλη, 1995:54).

Η «ναρκωτική (δυσ)λειτουργία» των ΜΜΕ, δια της προβολής μιας ιδιότυπης κουλτούρας για τα ναρκωτικά, δεν εξαντλείται στην κατανάλωση ενός θεάματος ή ενός εντυπωσιασμού αλλά προσδιορίζει τις αποδιοπομπαίες κοινωνικές κατηγορίες και ατομικές συμπεριφορές και μέσω ενός συστήματος αναπαραστάσεων (εικόνες, μύθοι, ιδέες, έννοιες) αθωώνει το κυρίαρχο πλαίσιο και επιρρίπτει την ευθύνη σ' ένα σκοτεινό πεπρωμένο (Βρύζας, 1986: 117-120), από το οποίο είναι δύσκολο (μέχρι αδύνατο) να ξεφύγει ο χρήστης χωρίς τη βοήθεια του ίδιου του κυρίαρχου πλαισίου το οποίο τον ώθησε στη χρήση.

Μολονότι τα ΜΜΕ θεωρούνται «κοινωνικά ναρκωτικά» και μολονότι για πολλούς εμποδίζουν τον χρήστη «από το να αναγνωρίσει το πρόβλημά του» (Lazarsfeld and Merton 1948: 502, Ρήγου: 2000: 133), τα ΜΜΕ ως μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου πολλές φορές διεκδικούν μια σχετική αυτονομία αναζητώντας καλύτερους όρους διακίνησης ιδεών (και αληθειών).

Με μια περισσότερο ανθρώπινη αναπαράσταση ( Melossi , 2000: 50) ή μ' έναν πλέον αποτελεσματικό συμβολικό χειρισμό (Δασκαλάκης και Τσίγκανου, 2000: 134) θα μπορούσαν τα ΜΜΕ να πετύχουν ευκολότερα την κοινωνική συναίνεση, όχι με την αλλοτρίωση όπως κάνουν τα ναρκωτικά αλλά με την σφαιρική ενημέρωση και το δημόσιο διάλογο (Σεραφετινίδου, 1987: 413 & 419).

Δεν πρόκειται για μια «κοινωνικοποίηση εκ των άνω» ούτε για μια «ηθικοποιητική λειτουργία» (Σεραφετινίδου, 1987: 416 & 419) αλλά για μια διείσδυση των μηνυμάτων «στα ενδότερα των έσω της ύπαρξής μας» (Σεραφετινίδου, 1987: 422) που δεν θάχει ως στόχο την παραπλάνηση αλλά την ενίσχυση της ευαισθησίας/ αλληλεγγύης.

Εάν δεχόμαστε ότι κάθε συνεργασία για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών βασίζεται «στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Συμβούλιο Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2003), κι αν έχουμε πεισθεί ότι μια λαθεμένη πληροφορία ή ενημέρωση οδηγεί συχνά σεαντίθετα ή τραγικά αποτελέσματα (Άττα-Πολίτου, Γεωργίου και Κουτσελίνης, 1992: 46-47) και ότι το περιεχόμενο και ο τρόπος παρουσίασης της είδησης ή του μηνύματος μπορεί να καθορίσουν διαφορετικούς τύπους συμπεριφοράς (Ζλατάνος, 1995, Κρασανάκης, 1992), τότε έχουμε ήδη συνειδητοποιήσει την κοινωνική ευθύνη του πομπού των μηνυμάτων.

Στη συμβολικά φορτισμένη εικόνα του τοξικομανούς που είναι τόσο παραπλανητική όσο και κατασκευασμένη, φτάνοντας συχνά στα όρια της παραπληροφόρησης (Τσίλη, 1999, Κρασανάκης, 1992), πρέπει ν' απαντήσουμε με απομυθοποιήσεις και όχι με νέους μύθους. Αφού η μυθοποίηση , όπως και η δαιμονοποίηση των ναρκωτικών (Λαμπροπούλου, 2002: 118-119), δεν συμβάλλουν στην ορθολογική και μακροπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης του φαινομένου και αφού τα ναρκωτικά και κυρίως οι χρήστες, συνδέονται άρρηκτα με το φόβο (ή και το παιχνίδι) του θανάτου (Πανούσης, 1981) και με την ανασφάλεια θυματοποίησης (Γεωργούλα, 105), τότε θα έπρεπε οι νόμοι και οι άνθρωποι των ΜΜΕ ν' αναλάβουν την πρωτοβουλία της αποφόρτισης του κλίματος.

ΝΟΜΟ-ΘΕΤΙΚΕΣ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ

Από τους νόμους ποινικοποίησης της αλητείας και επαιτείας (Ν. 1681/1919), οι οποίοι τιμωρούσαν και «την χασισοποτίαν» (Παύλου, 2002: 16), μέχρι τους νόμους απαγόρευσης της καλλιέργειας, εμπορίας και κατανάλωσης ινδικής κάνναβης (Ν. 2107/1920) και την τυποποίηση των συμπεριφορών διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών (Ν. 5539/1932) και από τις αυστηρά τιμωρητικές διατάξεις του Ν.Δ. 3084/1954 και του Ν.Δ. 743/1970 μέχρι τη νεώτερη νομοθεσία (Ν. 1729/87 και Ν. 2161/93) διαπιστώνουμε μια εξέλιξη που αφορά τόσο στα κοινωνικά στρώματα στα οποία γίνεται μνεία όσο και στα όρια της πολεμικής ιδεολογίας κατά των ναρκωτικών (Παύλου-2002: 17, 20, 26, 24).

Το στρατηγικό πλαίσιο της (νέας) κοινωνικής συναίνεσης στρέφεται γύρω από την αυστηρή καταστολή του εμπόρου και την ήπια μεταχείριση (πρόνοια, περίθαλψη) του χρήστη (Παύλου-2002: 33). Οι εικόνες ακολουθούν τις νομικοπολιτικές επιλογές. Όταν ο ιδεολογικός λόγος και η κυβερνητική πολιτική ορίζουν τον τοξικομανή ως «αλήτη» και «περιθωριακό» (Μανωλεδάκης, 1995: 31) τότε οιέντυπες αναπαραστάσεις ταυτίζουν φτώχια, αλκοολισμό, ανηθικότητα, παρανομία, εκτροπή. Όταν τον ορίζουν ως απλό παραβάτη του νόμου ή μάστιγα της κοινωνίας, τα ΜΜΕ παραπέμπουν στα ηδονιστικά του κίνητρα και την ηδονιστική παρεκτροπή του (Μανωλεδάκης, 1995: 32). Όταν τον ορίζουν «ως άρρωστο», οι φωτογραφίες με τις σύριγγες και τους νεκρούς χρήστες δίνουν και παίρνουν (παρά –για τότε- την προοδευτικότητα του Ν.1729/87 και την ενίσχυση της εικόνας του Κράτους – Πρόνοιας). Και όταν τον ορίζουν «ως εγκληματία» τα μηνύματα σχετίζονται με τηνκαταστολή, την τιμωρία, την αστυνόμευση (Τσίλη, 1999: 121-122, Γρίβας, 1984: 9) [και τη διασύνδεση με αναρχικά χτυπήματα και οργανωμένο έγκλημα (Ν. 1916/93) ή και με την τρομοκρατία (Ν. 2928/01 και 3251/03)]. Τέλος όταν ο χρήστης παρουσιάζεται «ως αντικείμενο (υποκείμενο;) κοινωνικά επανεντάξιμο» τότε –και μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων κατά του κοινωνικού αποκλεισμού ( equal κ.ά.) (Τσίλη, 1999: 121) - η εικόνα του δυστυχισμένου υποχωρεί υπέρ των ομάδων/ φορέων που θέλουν να τον «σώσουν» (Τσίλη, 1999: 126).

Τα φυλλάδια, τα σχόλια, τα μηνύματα, οι λεζάντες της ενημέρωσης ακροβατούνανάμεσα στις χτεσινές προκαταλήψεις και τις σημερινές παραδοχές δίχως όμως να ξεφεύγουν -παρά την καλή θέληση των διαχειριστών του προβλήματος- από τα στερεοτυπικά (και εν μέρει ηθικολογικά) ανακλαστικά. . Δεν μας περιβάλλουν πλέον νεκροκεφαλές και μαύροι χάροι αλλά πεθαμένες (ή έστω «υπνωτισμένες») προσωπικότητες που πρέπει να τους ξυπνήσουμε. Ο κακός εγκληματίας έδωσε τη θέση του στον καημένο τον άρρωστο . Ο μάγκας του λιμανιού αντεκατεστάθη από το παιδί της πλαϊνής πόρτας.

ΔΗΜΟΣΙΟ-ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΥΠΕΡ-ΒΟΛΕΣ

Κρίσιμος είναι (και) ο ρόλος του δημοσιογράφου (Τσαρούχας, Ντέτσικας, Κοκούτης, Καλογράνης, Φαρμάκης, Φώσκολος, Μπούκης: 1994: 115) , ο οποίος πρέπει να συνδυάζει γνώση και ευαισθησίες, αποφεύγοντας την προβολή των δικών του προκατανοήσεων (μέσω κυρίως λεκτικών τεχνασμάτων) (Τσίλη, 1999: 117). Ο δημόσιος λόγος «περί ταξικομανίας» πρέπει να είναι νηφάλιος, να μην εντάσσεται σε πολιτικά παιχνίδια, σε ιδεολογικές διαμάχες ή σε κοινωνικούς στιγματισμούς (Τσίλη, 1999: 119).

Οι δημοσιογράφοι είναι οι πρώτοι που παρουσίασαν την τοξικομανία στο κοινό στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με λεκτικές και περιγραφικές υπερβολές, αβασάνιστες και ατεκμηρίωτες απόψεις και μόνιμη κινδυνολογία (Τσίλη, 1999: 54-55) (η οποία συνήθως βασιζόταν σε μεμονωμένα γεγονότα και βιώματα). (Τσίλη, 1999: 57). Συμβάλλοντας στο συλλογικό άγχος περί μεταδοτικής/ μολυσματικής «αρρώστιας» (Βρύζας, 1986: 113) οι άνθρωποι των ΜΜΕ κατασκεύασαν ειδικούς φόβους και κινδύνους για τον χρήστη και ανα-παρήγαγαν ειδική κοινωνική απαίτηση ασφάλειας (Δημόπουλος, 1992: 20) .

Η πλεονάζουσα συνείδηση των (υπερ)αισθητοποιημένων ανθρώπων του Τύπου (Μπενάς, 1190: 370) ξεπερνάει πολλές φορές «την κόπωση ή τον κορεσμό του θεάματος» (Δασκαλάκης και Τσίγκανου, 2000: 308). Η «διάρκεια του κύκλου ζωής» του φαινομένου στα ΜΜΕ στηρίζεται στη δυνατότητα ισχυρής θεατρικής δραματοποίησης (Δασκαλάκης και Τσίγκανου, 2000: 310), δηλαδή στις εικόνες μιας «σκοπούμενης –κάθε φορά– αιτίας» (χρήστες θύματα – έμποροι δράστες), αλλά και στη ρευστότητα και ποικιλότητα του θεσμικού πλαισίου (Παρασκευόπουλος και Κοσμάτος, 2005: vii ). Οι παρεμβάσεις πρόληψης σ' εκπροσώπους (ή των εκπροσώπων) των ΜΜΕ ( Τα Νέα του ΟΚΑΝΑ, 2003) δεν μπορεί όμως να εξαντλούνται στην μη–προβολή αρνητικών προτύπων τα οποία (υποτίθεται ότι) επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τα συστήματα αξιών και την προσφυγή των νέων στα ναρκωτικά, αλλά θα πρέπει να εντάσσουν τα ΜΜΕ στον κοινωνικοπροληπτικό τομέα με θετικές δράσεις.

Η επικοινωνιακή πολιτική πρέπει ν' αφορά τόσο στην ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών σε περίπτωση δημιουργίας θεραπευτικών μονάδων και προγραμμάτων στην περιοχή τους όσο και στη διαμόρφωση/ προβολή κατάλληλων μηνυμάτων έγκυρης και πλήρους ενημέρωσης γύρω από τους κινδύνους της χρήσης. Αυτές οιτεχνικές κοινωνικής διαφήμισης πρέπει, για να πετύχουν, να έχουν ξεκάθαρη στρατηγική (όχι μόνον επικοινωνιακή αλλά και επί της ουσίας). Οι καμπάνιες –στο πλαίσιο των παρεμβάσεων στην κοινότητα– περιλαμβάνουν τη δημιουργία και μετάδοση τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών μηνυμάτων, την παραγωγή φυλλαδίων, εντύπων, αφισών κ.λπ. (ΕΚΤΕΠΕΝ, 2004).

Αυτή η «διαμεσολαβημένη επικοινωνία» να πρέπει να γίνει με τους ίδιους όρους που χρησιμοποιούν οι χρήστες γιατί περικλείουν γι' αυτούς « έννοιες αναγνωριστικής αλληλεγγύης » (Χρηστάκης, Επάρατος, 1995: 10-13) και να μην παίρνει τη μορφή «κατευθυνόμενης εκστρατείας διαφώτισης» με ηθικοπλαστικό περιεχόμενο και στρεφόμενη κατά συγκεκριμένης (εχθρικής;) κοινωνικής ομάδας (Τσίλη, 1999: 118, Κρασανάκης, 1992) (νεολαία, απόκληροι, αναρχικοί, κ.ο.κ.). Ο(απο)δέκτης των μηνυμάτων πρέπει να γνωρίζει να επιλέγει, να ερμηνεύει και να κρίνει (Τσίλη, 1999: 120) με βάση τη δική του προσωπικότητα και όχι την πίεση του πομπού ή του περιβάλλοντος.

ΕΠΙ–ΜΥΘΙΑΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Η άποψη ότι τα ΜΜΕ λειτουργούν ως «υποδόρια ένεση» (hypodermic needle theory) που διαμορφώνει διαφορετική συνείδηση στον τηλεθεατή (Mαξουέλ, Μακ Κομπς, Εϊνσίντελ, 1996: 22) δεν έχει αποδειχθεί. Η άποψη (προ)υπάρχει και ως επί το πλείστον ενισχύεται ή αποδυναμώνεται από «τις εκπεμπόμενες ειδήσεις». Από την εκστρατεία “ Just Say No ” η οποία απευθυνόταν σε νέους, στους γονείς τους (αλλά και στους δυνάμει χρήστες και σ' αυτούς που τους επηρεάζουν) ( Formanand Lachter , 1989: 15-16) μέχρι το σλόγκαν « Cocaine, The Big Lie ” το οποίο απευθυνόταν στο ευρύτερο κοινό ( Forman and Lachter , 1989: 20) και μέχρι τον γενικευμένο εθνικό “ war on drugs ” (στον οποίο τα ΜΜΕ συμμετείχαν ενεργά «απενεργοποιώντας» τη σχετική ανοχή ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού) (Merriam , 1989: 25-28) έχουν περάσει περίπου 20 χρόνια. Τα αποτελέσματα δεν ήσαν τα αναμενόμενα αλλά η προσπάθεια συνεχίζεται.

Η διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς περνάει (και) μέσα από την κουλτούρα των ΜΜΕ και τις επιλογές τους (Roach , 2001: 13). Μολονότι τα θέματα ναρκωτικών εμφανίζονται περισσότερο στο σινεμά και στα μουσικά βίντεο απ' ότι στην ζώνη υψηλής τηλεθέασης της τηλεόρασης (Gerbner , 2001: 73), μολονότι οι χρήσεις (αλκοόλ, καπνού, ναρκωτικών) εντάσσονται σ' ένα σύγχρονο life style ( Brown and Whitherspoon , 2001: 89) και δεν συνδέονται μόνο με την υγεία, η έρευνα και η διάχυση της πληροφορίας στα ΜΜΕ δεν σταματάνε ποτέ.

Ένα από τα προβλήματα ή τα διλήμματα στη «διαμεσολαβημένη διαχείριση» του προβλήματος των ναρκωτικών αφορά στον ομοιόμορφο ή εντελώς διαφορετικό τρόπο προσέγγισης/ κάλυψης της ίδιας πραγματικότητας (Reese , 2001: 29). Η υπερβολή, το hyping ( Reese , 2001: 31), έχει πολλές φορές ανάστροφο αποτέλεσμα ( boomerang effect ). Η πραγματική κρίση και η αντιμετώπισή της ενδιαφέρει και όχι η εντυπωσιακή προβολή της (Johnston , 2001: 98) ή η κατασκευή της τηλεοπτικής θεματολογίας (agenda) (Shaw and McCombs, 2001: 114). Τα «αντι-ναρκωτικά μηνύματα» όταν συνδέονται με το ντόπινγκ των αθλητών και το οργανωμένο έγκλημα φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα. Γι' αυτό πρέπει οι σχετικές καμπάνιες να εντάσσονται αρμονικά στα ευρύτερα κοινοτικά προγράμματα ή στις θεσμικές παρεμβάσεις (Wartell and Middlestadt , 1991: 67). Οι τεχνικές της αντι–διαφήμισης της χρήσης ναρκωτικών οφείλουν να συνεκτιμούν πολιτισμικά στοιχεία, ηλικίες, συνήθειες, παραδόσεις κ.λπ. (Black , 1991: 170). Οι «καταναλωτές» τέτοιων ουσιών δεν έχουν τα ίδια ανακλαστικά με τους πελάτες άλλων προϊόντων( Black , 1991: 191). Η αναζήτηση νέων εμπειριών από τη μεριά των χρηστών δεν ισοσκελίζεται ούτε βέβαια ακυρώνεται από ένα ακόμα και «καλοστημένο μήνυμα» ( Donohew , Lorch , and Palmgreen , 1991: 211).

Χρειάζεται ένας «προσωπικός αποκωδικοποιητής». Γονιός (Hawkins , Catalano , Kent , 1991: 283), δάσκαλος ( Clayton , Cattarello , Day and Walden , 1991:295), φίλος. Οι επικοινωνιακές εκστρατείες με στόχο την προστασία της υγείας (health communication) (Wartella and Stout , 2002: 19) πρέπει να χρησιμοποιούν πολλά μέσα επικοινωνίας, να εντοπίζουν σωστά το target group και να μην παραγνωρίζουν το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο ( Wartella and Stout , 2002: 27). Η διαφορά ανάμεσα στο να διασκεδάσεις, να ενημερώσεις και ν' αλλάξεις συμπεριφορές δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτη ( Wartella and Stout , 2002: 29).

Η σχετικά μικρή επίδραση στην αλλαγή συμπεριφοράς (5-10%) ( Atkin , 2002: 37) δεν σχετίζεται μόνο με το περιεχόμενο του μηνύματος αλλά (και) με εξωτερικούς πολιτισμικούς παράγοντες (Donohew , Palmgreen , Lorch , Zimmerman , and Harrington , 2002: 123). Ακόμη κι αν υιοθετήσουμε την άποψη του Mendelson ότι «τα ΜΜΕ είναι σαν ένα σπρέι αεροζόλ το οποίο δεν εισέρχεται μέσα στον άνθρωπο» ( Derzon and Lipsey , 2002: 232) τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξαιρέσουμε την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο από την εκστρατεία ενημέρωσης για τα ναρκωτικά. Βέβαια τα μηνύματα πρέπει να στηρίζονται από διαπροσωπικά δίκτυα, από κοινοτικές πρωτοβουλίες και από κρατικές επενδύσεις (Derzon and Lipsey , 2002: 233). Και κυρίως πρέπει να δίνουν ελπίδα και όραμα για το μέλλον (Selnow 2002 :. 274).

Άρα για ν' αλλάξει η άποψη δεν αρκεί ούτε ο νόμος ούτε η δημοσιογραφική δεοντολογία. Πρέπει προηγουμένως ν' αλλάξει ριζικά το κοινωνικο-ιδεολογικό κλίμα μέσα στο οποίο (ή λόγω του οποίου) παράγονται και καταναλώνονται όλα αυτά τα (υπο)προϊόντα των κυρίαρχων μύθων. Χρειάζονται ενδεχομένως κοινωνικές αντιστάσεις για να συμβεί αυτό το ταχύτερο δυνατό αφού η μεγαλύτερη ζημιά που επιτελούν είναι ότι μολύνουν και πάλι το κοινωνικό σώμα με στερεότυπα, με άμεση συνέπεια τον φοβικό ρατσισμό, με ανασφάλειες και διακινδυνεύσεις, ένα νέο Πανοπτισμό και νέες μορφές καταστολής (ακόμα και μέσω της μηδενικής ανοχής) και τέλος με διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή με την εκκόλαψη διάφορων μετα–μοντέρνων αυγών του φιδιού. Αυτή η τελευταία απειλή συνιστά και το οριακό σημείο όπου η ευθύνη των ευαισθητοποιημένων πολιτών πρέπει ν' αναχαιτίσει την ανευθυνότητα ή τη σκοπιμότητα των κατασκευαστών επικίνδυνων αληθειών μιας χρήσης ή μιας συγκυρίας ( Πανούσης , 2004: 86).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ (2001 – 2002)

Με τη βοήθεια της Ένωσης Εταιρειών Διαφήμισης – Επικοινωνίας (ΕΕΔΕ), ο ΟΚΑΝΑ απηύθυνε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος στις διαφημιστικές εταιρείες προκειμένου αυτές να υποβάλουν προτάσεις για μια κοινωνική εκστρατεία με στόχο την πρόληψη της χρήσης των ναρκωτικών στις νεαρές ηλικίες. Ειδική επιτροπή έμπειρων επιστημόνων στον τομέα της πρόληψης επέλεξε τις καταλληλότερες προτάσεις, ενώ η τελική επιλογή των μηνυμάτων έγινε από μαθητές γυμνασίων και λυκείων του λεκανοπεδίου της Αττικής.

Ταυτόχρονα, η εκστρατεία αυτή αποτέλεσε και τεκμήριο της κοινωνικής ευαισθησίας στο θέμα των ναρκωτικών, καθώς οι εταιρείες προσέφεραν δωρεάν τόσο το δημιουργικό κομμάτι της όσο και την παραγωγή των τηλεοπτικών μηνυμάτων. Στην πρώτη φάση της (Δεκέμβριος 2001) τα κρατικά και τα αθηναϊκά τηλεοπτικά δίκτυα την προέβαλλαν δωρεάν, ύστερα από σχετική απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Στη δεύτερη φάση της εκστρατείας (α΄ εξάμηνο 2002), ο ΟΚΑΝΑ αποφάσισε την εντατικοποίησή της, με την αξιοποίηση και άλλων μέσων (π.χ. αφίσες, φυλλάδια) και την επέκτασή της σε όλη την Ελλάδα. Η τηλεοπτική προβολή των μηνυμάτων πρόληψης, έγινε με την αγορά διαφημιστικού χρόνου από τα κρατικά και τα αθηναϊκά κανάλια, ώστε αυτά να προβάλλονται σε ώρες υψηλής τηλεθέασης.

Παράλληλα, τα Κέντρα Πρόληψης ανέλαβαν να προσεγγίσουν και να ευαισθητοποιήσουν τους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, οι οποίοι προσέφεραν δωρεάν την προβολή των μηνυμάτων. Η προβολή της καμπάνιας μέσω αφισών έγινε σε πανελλήνιο επίπεδο με τη συμβολή τόσο των Κέντρων Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ όσο και άλλων φορέων (Υπουργείο Παιδείας, Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, ΕΘΕΛ και ΗΛΠΑΠ). Επίσης, με την ευγενική προσφορά μιας εταιρείας αναρτήθηκαν 200 γιγαντοαφίσες σε στάσεις λεωφορείων που βρίσκονται κοντά σε σημεία συχνής και μαζικής διέλευσης νέων (π.χ. κοντά σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) σε όλη την Αττική και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Η εκστρατεία προβλέπεται να συνεχιστεί με συμπληρωματικές ενισχυτικές δράσεις, όπως η τεκμηριωμένη παρουσίαση συναφών θεμάτων από ειδικούς επιστήμονες στα ΜΜΕ και η διανομή έντυπου υλικού σε χώρους που συχνάζουν νέοι, με σκοπό τη συστηματική και εμπεριστατωμένη ενημέρωσή τους».

«κοινωνική εκστρατεία “Εξαρτάται…”.

Με τη βοήθεια της Ένωσης Εταιρειών Διαφήμισης – Επικοινωνίας (ΕΔΕΕ), ο ΟΚΑΝΑ ξεκίνησε στα τέλη του 2003 μια κοινωνική εκστρατεία. Στόχος της είναι ο αποστιγματισμός των εξαρτημένων ατόμων και η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για την ανάγκη θεραπείας των εξαρτημένων ατόμων. Στην πρώτη φάση της καμπάνιας (Δεκέμβριος 2003 – Ιανουάριος 2004) τα τηλεοπτικά κανάλια και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί παρουσίασαν δωρεάν τα μηνύματα, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν καταχωρίσεις σε μεγάλες εφημερίδες. Η καμπάνια προβλέπεται να συνεχιστεί το 2004 και να ενισχυθεί με την αξιοποίηση και άλλων μέσων (π.χ. αφίσες, φυλλάδια).

ενημερώσεις στα ΜΜΕ.

Η παρουσίαση των θέσεων του ΟΚΑΝΑ όσον αφορά το πρόβλημα των ναρκωτικών και τις ανάγκες θεραπείας των εξαρτημένων μέσα στο 2003 ήταν συχνή, χάρη και στην ιδιαίτερη ευαισθησία και την ανταπόκριση των ΜΜΕ. Χαρακτηριστικό δείγμα της συμπαράστασης των δημοσιογράφων ήταν η κριτική που άσκησαν για τις αντιδράσεις των κατοίκων, των επαγγελματιών και των τοπικών αρχών στη δημιουργία νέων μονάδων θεραπείας στη Θεσσαλονίκη, που είχαν ως αποτέλεσμα την ακύρωση της λειτουργίας τους. Από την πλευρά του, ο Οργανισμός φρόντισε για την έγκαιρη και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση του Τύπου σε όλα τα θέματα που ανέκυψαν, συνέταξε κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, συμμετείχε σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ παράλληλα εκπαίδευσε πέντε στελέχη του, προκειμένου να εκπροσωπούν τον Οργανισμό στα ΜΜΕ. Επίσης, υπήρξε επαρκής κάλυψη από τα ΜΜΕ των διάφορων εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων που διοργάνωσε ο ΟΚΑΝΑ».

«Εξαρτάται…» (ΟΚΑΝΑ)

Μήνυμα Τηλεοπτικού Σποτ

Φοβάται… περισσότερο απ' ότι εσύ εκείνος

Υποφέρει… κάθε φορά που τον απορρίπτεις

Εξαρτάται… από τη δική σου βοήθεια

Αντιμετώπισε το χρήστη σαν ασθενή, όχι σαν εγκληματία

Μήνυμα Έντυπης Καταχώρισης

Εξαρτάται… από τη δική μας ευαισθησία, κατανόηση

και βοήθεια. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι ο χρήστης

είναι στην ουσία ασθενής που έχει ανάγκη από

θεραπεία –και έτσι να τον αντιμετωπίσουμε. Γιατί, κάθε

άνθρωπος που έχει εθιστεί στα ναρκωτικά, μπορεί να

γίνει καλά. Από εμάς εξαρτάται.

Δίκτυο Θεραπευτικών Υπηρεσιών Πάτρας «Γέφυρα» (ΟΚΑΝΑ)

«Η ζωή τραβάει την ανηφόρα

και εσύ πήρες τον κατήφορο;» (αφίσα)

«Όχι 10 εντολές –μόνο λίγες συμβουλές» (αφίσα)

ΟΚΑΝΑ

Μην παραμυθιάζεσαι

ότι με τις ουσίες είσαι ελεύθερος

ότι πίνοντας είσαι εντάξει

ότι με τα ναρκωτικά είσαι και… ο πρώτος» (φυλλάδιο)

10 απλά βήματα για να βοηθήσετε το παιδί σας να πει ΟΧΙ» (φυλλάδιο)

Equal «Προοπτική»

Θέλω στα ίσα να ζητήσω δουλειά…

Θέλω στα ίσα να κριθώ γι' αυτήν (αφίσα)

Έκανε χρήση… τώρα δεν κάνει πια

Ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή « SOS » για τα Ναρκωτικά 1031

“Ας μιλήσουμε επί της “ουσίας”»

Ατραπός – Θεραπευτικό Πρόγραμμα Εφήβων (ΟΚΑΝΑ)

«Ζωή. Η ουσία είναι μία» (Φυλλάδιο)

· Πλεύση / ΚΕΘΕΑ

Life is your game

“Αν αρχίσεις να χαλιέσαι μ' όλα αυτά... εμείς είμαστε εδώ”

Αν το παιδί σου αρχίζει να χάνεται

· Κιβωτός /ΚΕΘΕΑ

Βρες την άκρη

· Νόστος / ΚΕΘΕΑ

Επιλέγω ζωή

· Αριάδνη /ΚΕΘΕΑ

Ακόμη κουμπομένος;

Είναι ώρα να κάνεις κάτι

Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε μέχρι να μάθουμε τί μπορούμε να κάνουμε

· Συμβουλευτικός Σταθμός Εφήβων Στροφή / ΚΕΘΕΑ

Έλα να τα πούμε...

Και ίσως τη βρούμε

Αν θέλεις... μπορείς!!

Έχουν χαθεί πολλοί, μη χαθείς κι εσύ

· Εξέλιξις /ΚΕΘΕΑ

Δεν είναι όλες οι πόρτες κλειστές

· Mosaic / ΚΕΘΕΑ

Au dela ? des frontie ? res… il existe une chance

· Τομέας Πρόληψης /ΚΕΘΕΑ

Υπάρχουν και άλλα πράγματα να ζήσεις και δεν είναι ψευδαισθήσεις

ΟΚΑΝΑ

- «Θα χτυπήσεις ακόμα κι αν πέσεις στα “μαλακά”»

(Δεν υπάρχουν “μαλακά“ και σκληρά ναρκωτικά. Μόνο επικίνδυνα).

( spot και αφίσα μ' ένα μαξιλάρι με καρφιά)

- «Το χόρτο σε κάνει “φυτό” –Μη μασάς!»

(Η κάνναβη επιδρά στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα με σημαντικές επιπτώσεις στα ανακλαστικά, στη μνήμη και στην αντίληψη του ατόμου δημιουργώντας ψυχολογική εξάρτηση και απάθεια)

( spot και αφίσα μ' ένα ποτιστήρι που ρίχνει νερό στα μαλλιά κάποιου)

Τζέϊμι Ράτρη, Μπιλ Χάουελς, Ιρβ Σίγκλερ, Παιδιά και Ναρκωτικά, εκδ. Ερμιόνη 1989 (βιβλίο που γράφτηκε με βάση τις έρευνες του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, της Υπηρεσίας για τα προβλήματα της Νεολαίας της Νέας Υόρκης, της Καναδικής Υπηρεσίας Καταπολέμησης των Ναρκωτικών)

«Τράβα ψηλά στη ζωή»

«Λάθος δρόμος! Γυρίστε πίσω»

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Μύθοι και ναρκωτικά

Μπορώ να καταλάβω αν το παιδί μου είναι χρήστης;

ΚΕΝΘΕΑ Κύπρου

Ναι υπάρχει πρόβλημα αλλά υπάρχει και λύση

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αtkin , Α . (2002). « Promising Strategies for Media Campaigns » , σ . 3 5-64 . Στο Crano, W. and Burgoon, M. ( επιμ .) Mass Media and Drug Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates .

Αγραφιώτης, Δ. «Πολιτιστικές μεταβολές, ΜΜΕ και εξάρτηση», σ. 127-129. ΣταΠρακτικά της “4 ης Πανελλαδικής Συνάντησης Φορέων Πρόληψης”, 24-27/10/2000. Ηράκλειο Κρήτης .

Άττα–Πολίτου, Τ., Γεωργίου, Τ. Α. Κουτσελίνη (1992) «Κίνδυνοι που προέρχονται από την ενημέρωση για τα ναρκωτικά κατά την εφηβεία. Περιγραφή μιας ενδιαφέρουσας περίπτωσης». Φαρμακευτική , τομ. 5: 46-47.

Βlack, G. (1991) . « Changing Attitudes toward Drug use: the effects of advertising » , σ . 1 57-191. Στο L . Donohew, H . Sypher, W . Bukoski ( επιμ .)Persuasive Communication and Drug Abuse Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Βrown, J. and Witherspoon, E. (2001). « The Mass Media and the Health of Adolescents in the United States », σ . 77-96. Στο Kamalipour, Υ . α nd Rampal, Κ . ( επιμ . ) Media, Sex, Violence and Drugs in the global village . Rowan & Littlefield Publications.

Βρύζας, Κ. (1986) «Ο εντυπωσιασμός στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης». ΕπιθεώρησηΚοινωνικών Ερευνών , τχ . 61: 95-107.

Wartella, Ε . and Middlestadt , S. (1991), « Mass Communication and Persuasion: the evolution of direct effects, limited effects, information processing and affect and arousal models », σ . 53-69. Στο L . Donohew, H . Sypher, W . Bukoski ( επιμ .) Persuasive Communication and Drug Abuse Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Wartella, Ε . and Stout, P. (2002). « The evolution of Mass Media and Health Persuasion Models », σ . 19-39. Στο Crano, W. and Burgoon, M. ( επιμ .) Mass Media and Drug Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Βιθυνός, Μ. (1998). «Τα ΜΜΕ, η πραγματικότητα και η εικόνα της» σ. 206-221. Στο Ρ. Παναγιωτοπούλου κ.ά. (επιμ .) Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης . Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Clayton, R., Cattarello, A., Day, L.E. and Walden , K. (1991) « Persuasive Communication and Drug Prevention: An evaluation of the DARE Program » , σ . 295 -313 . Στο L . Donohew, H . Sypher, W . Bukoski ( επιμ .) Persuasive Communication and Drug Abuse Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Γεωργούλα, Σ. (1999) Για τη νεολαία: κοινωνιο-λογικές έρευνες . Αθήνα: Αντίσταση.

Gerbner , G. (2001). « Drugs in Television, Movies and Music Videos », σ . 69-75. Στο Kamalipour, Υ . and Rampal, Κ . ( επιμ . ) Media, Sex, Violence and Drugs in the global village . Rowan & Littlefield Publications.

Γρίβα, Κλ. (1984) Αποδιοπομπαίος τράγος. Ψυχική αρρώστια και τοξικομανία . Αθήνα: Μάλλιαρης Παιδεία.

Derzon, J. and Lipsey, M. (2002). « A Meta–analysis of the effectiveness of Mass–Communication for Changing Substance –use Knowledge, Attitudes and Behavior » , σ . 232 -249 . Στο Crano, W. and Burgoon, M. ( επιμ .) Mass Media and Drug Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Donohew, L. Palmgreen, Ρ . Lorch, Ε . Zimmerman, R. and Harrington, N. (2002) « Attention, Persuasive Communication and Prevention » , σ . 119 - 143 . Στο Crano, W. and Burgoon, M. ( επιμ .) Mass Media and Drug Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Donohew, L., Lorch, E. , and Palmgreen, P. (1991) “Sensation Seeking and Targeting of televised Anti–Drug PSAs”, σ . 2 09 - 226 . Στο L . Donohew, H . Sypher, W . Bukoski ( επιμ .) Persuasive Communication and Drug Abuse Prevention . . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Δασκαλάκη, Η., Τσίγκανου, Ι. (2000). Το «πολιτικό παράδειγμα» στην Εγκληματολογία και η απαγορευμένη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών», σ. 305-317. Στο Δασκαλάκη, Η. κ. ά (επιμ.) Εγκληματίες και Θύματα στο κατώφλι του 21 ου αιώνα. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Δεμερτζής, Ν. (2002) Πολιτική Επικοινωνία: Διακινδύνευση, Δημοσιότητα, Διαδίκτυο, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης.

Δημόπουλος, Λ. (1992). «Η εγκληματολογική αντι-απαγόρευση της χρήσης ναρκωτικών».

Ζλατάνου, Δ. «Ναρκωτικά & ΜΜΕ» εισήγηση στο Δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο Μελέτης Εξαρτησιογόνων Ουσιών , 25-28/5/1995 Θεσσαλονίκη.

Ηawkins, D., Catalano, R., Kent, L. (1991) « Combining Broadcast Media and Parent Education to prevent teenage Drug abuse » , σ . 283 -294 . Στο L . Donohew, H . Sypher, W . Bukoski ( επιμ .) Persuasive Communication and Drug Abuse Prevention . . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Ηλία, Γ. (2005) «Ζητήματα Ανακριτικής στην ειδική νομοθεσία για τα ναρκωτικά».Εγκληματολογικά , τχ, 29. Αθήνα: Αντ. Σάκκουλας.

Κοκκέβη, Α. (2000) «Παρέμβαση». Στα Πρακτικά της “4 ης Πανελλαδικής Συνάντησης Φορέων Πρόληψης”, 24-27/10/2000 . Ηράκλειο Κρήτης.

Κουκλάκη, Δ. (2005) «Στιγματίζουν τους ψυχικά ασθενείς με βιντεοκλίπ…». Τα Νέα, 29 Μαρτίου 2005.

Κρασανάκης, Σ. «Ναρκωτικά & ΜΜΕ» εισήγηση στην ημερίδα ΚΕ.ΣΥ. ΚΑΝΑ, Αθήνα, Ιούνιος 1992.

Lazarsfeld , P . F . and Merton , R . K . (1948) « Mass Communication , Popular Taste and Organized Social Action », σ . 95-118. Στο Bryson , L . (επιμ.) TheCommunication of Ideas . New York : Institute of Religious Studies .

Λαμπροπούλου, Ε. (2002) Η αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ευρώπη . Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Μelossi , D . (2000). «Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», σ. 21-59. Στο Κουκουτσάκη, Α, (επιμ.) Εικόνες εγκλήματος. Αθήνα: Πλέθρον.

Μerriam, J . (1989) « National Media Coverage of Drugs Issues, 1983-1987 », σ . 2 1 -28 . Στο Shoemaker , Ρ . ( επιμ .) Communication Campaigns about Drugs – Government, Media and the Public . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Μακ Κομπς , Μ ., Εϊνσίντελ , Ε ., Ουίβερ , Ντ . (1996). Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης . Αθήνα : Καστανιώτης .

Μανωλεδάκης, Ι. (1995) «Η λογική της ποινικής καταστολής της χρήσης ναρκωτικών ουσιών». Ποινικά , τχ. 47: 31-44.

Μπενά, Π. (1990) «Τα ναρκωτικά στον Τύπο και η βιβλιογραφία τους: μια ενδεικτική καταγραφή», σ. 369-370. Στο ΕΣΚΑΝ Ναρκωτικά – Κοινωνικά αίτια, Πρόληψη, Θεραπεία. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Ο rcutt , J . D ., Turner , Β., (1995). « Shocking numbers and graphic accounts : quantified images of drug problems in the print Media », σ . 149-159. Στο R . V . Ericson ( επιμ .) Crime and the Media ». Dartmouth : Dartmouth Publishing Company.

Πανούσης, Γ. (1981). Ναρκωτικά: η άλλη όψη του πραγματικού . Αθήνα: Διογένης.

Πανούσης, Γ. (2003) «Η Εγκληματολογία της αβεβαιότητας». Εγκληματολογικά, τχ. 25: 57-63.

Πανούσης, Γ. (2004) «Συμ-βολικές κατασκευές της πραγματικότητας», σ. 81-86. Στο Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού Εντελέχεια (επιμ.) ΜΜΕ & Πολιτισμός . Αθήνα: Εντελέχεια.

Παπαδά, Μ., Κοππάση–Οικονομέα, Ε., Παπαδόπουλου, Σ. (2001) «Μέσα» στην εξάρτηση» στο Γ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας, 24-27 Μαΐου 2001, Αλεξανδρούπολη.

Παρασκευόπουλος, Ν. Κοσμάτος. Κ., (2005). Ναρκωτικά –κατ' άρθρον ερμηνεία του Ν. 1729/87 . Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.

Παύλου, Σ. (2002). Ναρκωτικά , Αθήνα: Π. Ν. Σάκκουλας, β΄ έκδοση.

Reese , S . and Danielian , L. (1989). « Intermedia Influence and the Drug Issue: Converging on Cocaine » , σ . 29-45 . Στο Shoemaker , Ρ . ( επιμ .)Communication Campaigns about Drugs – Government, Media and the Public . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Roach, Τ . (2001). « The paradox of Media Effects », σ . 5-15. Στο Kamalipour, Υ . α nd Rampal, Κ . ( επιμ . ) Media, Sex, Violence and Drugs in the global village .Rowan & Littlefield Publications.

Ρήγου, Μ. (2000). «Τηλεόραση και ναρκωτικά: το ζήτημα της εξάρτησης» ΣταΠρακτικά της “4 ης Πανελλαδικής Συνάντησης Φορέων Πρόληψης”, 24-27/10/2000. Ηράκλειο Κρήτης.

Shaw,D. and McCombs, M. (1989). « Dealing with illicit Drugs: The power –and limits– of Mass Media Agenda Setting », σ . 113-120. Στο Shoemaker , Ρ . ( επιμ .)Communication Campaigns about Drugs – Government, Media and the Public . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Selnow, G. (2002). « The Media and Drug Prevention Programs », σ . 258-278. Στο Crano, W. and Burgoon, M. ( επιμ .) Mass Media and Drug Prevention . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Σεραφετινίδου, Μ. (1987). Κοινωνιολογία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.Αθήνα: Gutenberg .

Συμβούλιο Ευρωπαϊκής Ένωσης, Βρυξέλλες (23/5/2003) σε Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. στον τομέα των ναρκωτικών (1/1-30/6/03), ΟΚΑΝΑ 2003: 41-75.

Τα Νέα του ΟΚΑΝΑ , (2003) τχ. 3, Δεκέμβριος: 2, 4.

Johnston, L. (1989). “ America 's Drug Problem in the Media: Is it Real or Is it Memorex?”, σ . 97-111. Στο Shoemaker , Ρ . ( επιμ .) Communication Campaigns about Drugs – Government, Media and the Public . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Τσαρούχας, Κ. κ.ά.(1984) ( Β. Ντέτσικας, Κ. Κοκούτης, Κ. Καλογράνης, Ε. Φαρμάκης, Α. Φώσκολος, Δ. Μπούκης . Το προφίλ του δημοσιογράφου , Αρχείο Ε.Ψ.Ψ.Ε.Π., 1994, τ. 13: 112-119.

Τσελέπη, Χ. (2000) « Συμπεράσματα», σ.5-???. Στα Πρακτικά της “4 ης Πανελλαδικής Συνάντησης Φορέων Πρόληψης”, 24-27/10/2000 . Ηράκλειο Κρήτης.

Τσίλη, Σ. (1995). «Τοξικομανία και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» στο «Το τρίγωνο της συνάντησης», ΕΕΤΑΑ σ. 54-59.

Τσίλη, Σ. (1999) «Τοξικομανείς και κοινωνικός αποκλεισμός», σ. 113-131. Στο Κατσούλης, Η. (επιστ. υπεύθυνος) Καραντικός, κ. ά (επιμ.) Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα , τόμος. Β΄. Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Forman , Α . and Lachter , S . (1989) « The National Institute on Drug Abuse Cocaine Prevention Campaign », σ . 13-20. Στο Shoemaker , Ρ . ( επιμ .)Communication Campaigns about Drugs – Government, Media and the Public . New Jersey : Lawrence Erlbaum Associates.

Φακιολάς, Ν., Γ. Στυλιαράς, Κ. Μουλάς (1999). «Ο κοινωνικός αποκλεισμός των απεξαρτημένων ατόμων», σ. 331-365. Στο Κατσούλης, Η. (επιστ. υπεύθυνος) Καραντικός, κ. ά (επιμ.) Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» , Τόμος Α΄. Αθήνα: ΕΚΚΕ, β΄ έκδοση.

Χλούπης, Γ. «Η αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών». Πειραϊκή Νομολογία , τομ. 26, τχ. 1: 22-29.

Χρηστάκης, Λ. και Επάρατος, Ν. (1995). Το λεξικό της Ντάγκλας . Αθήνα: Opera .

Χρονικά (4/01/1992) «Οι ειδικοί, οι θεσμοί, το κοινό και ο τύπος ενισχύονται αμοιβαία», σ. 20.

Βλ. Έκθεση ΟΚΑΝΑ, Απολογισμός έργου Τριετίας 1999 – 2002, Αθήνα 2002, σ. 56. –Για πλήθος πληροφοριών προς συνηθισμένους ανθρώπους που έγιναν χρήστες (New York Times 1951) βλ. Ηλία , 2005: 51.

Βλ. Τα νεότερα του ΟΚΑΝΑ, 2001 – 2003, Αθήνα 2004, σ. 25.