
Το τέλος της Φεουδαρχίας και η ανάπτυξη των πόλεων
Η κρίση του 14ου αιώνα προκλήθηκε από μία σειρά οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στον μεσαιωνικό κόσμο. Το τέλος της φεουδαρχίας σημαδεύεται από οικονομικούς μετασχηματισμούς στην ύπαιθρο, από μετακινήσεις πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα και από αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία. Στην εργασία αυτή γίνεται μία προσπάθεια παρουσίασης των βασικών στοιχείων που οδήγησαν στην οικονομική και κοινωνική κρίση του 14ου αιώνα. Παρουσιάζονται οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία που προκλήθηκαν με την υποχώρηση του φεουδαρχικού συστήματος, το οποίο είχε ως οικονομική βάση την ιδιοκτησία γης και την εξαρτημένη αγροτική εργασία, την δημιουργία των πρώτων συντεχνιών, ενώ γίνεται και εκτενής αναφορά στις αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής του εμπορίου, στην διαμόρφωση των πρώτων αλληλεξαρτώμενων εμπορικών δικτύων, της εισαγωγής του χρήματος στις συναλλαγές καθώς και της διαμόρφωσης των αγορών και των νέων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που δημιούργησαν με αιχμή αλλά και βάση τους τις πόλεις. «Οι οικονομικές αλλαγές βελτίωσαν το επίπεδο ζωής στην ύπαιθρο και στις πόλεις και επέτρεψαν την κυκλοφορία μίας ευρύτερη ποικιλίας αγαθών στην Ευρώπη».
Η οικονομική και κοινωνική κρίση του μεσαιωνικού κόσμου.
Ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζει το τέλος του Μεσαίωνα αλλά και του κοινωνικού συστήματος που τον στήριζε, της Φεουδαρχίας. Ο βασικός παράγοντας που σημάδευσε το τέλος του φεουδαλικού συστήματος και τη σταδιακή αλλαγή των οικονομικών μηχανισμών είναι και το δομικό στοιχείο του συστήματος αυτού, η χρήση της γης. Η αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής είχαν σα συνέπεια να οδηγηθεί ο αγροτικός πληθυσμός σε σιτοδείες που όξυναν το πρόβλημα της διατροφής. Μειώθηκε η φυσική αντοχή των ανθρώπων σε πόλεις και ύπαιθρο με αποτέλεσμα να είναι απροστάτευτοι από αρρώστιες και λιμούς με σημαντικότερη την Μαύρη Πανώλη του 1348. Στους προαναφερθέντες παράγοντες πρέπει να συμπληρωθούν και η καταστροφή των γαιών από τους συνεχείς πολέμους και τις λεηλασίες, η μειούμενη εργατική δύναμη που χανόταν στα πεδία των μαχών και η κακοκαιρία που επέτειναν το πρόβλημα και οδήγησαν α) στη μείωση της αγροτικής παραγωγής, β) στη μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις και τελικά επέτειναν αυτή «τη δομική ανισορροπία, σύμφωνα με τους ιστορικούς των Annales, ανάμεσα στη δημογραφική επέκταση και τις περιορισμένες δυνατότητες διατροφής σε φάσεις συνεχών κάμψεων και ανακάμψεων» που οδήγησε στην κρίση του χωροδεσποτικού συστήματος.
Πέρα όμως από τις καταστροφές που έλαβαν χώρα στον 14ο αιώνα η κρίση του φεουδαλικού συστήματος προήλθε και από τις εν γένει αδυναμίες του.
Η μείωση της γεωργικής παραγωγής αποτέλεσε συνέπεια του τρόπου καλλιέργειας ο οποίος αδυνατούσε να αναβαθμίσει την απόδοση του καλλιεργούμενου εδάφους. Οι φεουδάρχες ενδιαφερόντουσαν πλέον για το πώς θα αυξήσουν την κατανάλωση τους και όχι το πώς θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της γης τους. Η απροθυμία της φεουδαλικής αριστοκρατίας να επενδύσει παραγωγικά μέρος των εσόδων της από τις φεουδαλικές προσόδους στην τεχνολογική βελτίωση της γεωργίας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ούτε οι χωρικοί μπορούσαν να δημιουργήσουν τα χρηματικά αποθέματα τα οποία θα μπορούσαν να επενδυθούν για τη βελτίωση των εργαλείων και των μεθόδων της αγροτικής παραγωγής είχε σημαντική επιβάρυνση σε μία ήδη μειούμενη αγροτική παραγωγή.
Στην προσπάθεια να συγκρατήσουν τον κατατρεγμένο αγροτικό πληθυσμό από την μετακίνηση του προς τις πόλεις οι φεουδάρχες άσκησαν πίεση προς τους αγροτικούς πληθυσμούς με μέτρα απαγόρευση των μετακινήσεων γεγονός που οδήγησε σε σειρά εξεγέρσεων στην ύπαιθρο, κλιμακώνοντας την αντιπαλότητα ανάμεσα στους φεουδάρχες και στις κοινότητες των χωρικών. Σε ένα δεύτερο στάδιο παραχώρησαν δικαιώματα γης προς τους υποτελείς τους σε μία προσπάθεια κατευνασμού και αποτροπής της φυγής που όμως δεν έλυσε το πρόβλημα της παραγωγικότητας αντίθετα σε μερικές περιπτώσεις το επέτεινε δεδομένου ότι προκάλεσε την πολλαπλή κατάτμηση της καλλιεργούμενης γης μέσω του πολλαπλασιασμού των κλήρων με συνέπεια την δυσκολία επαρκούς ελέγχου της αγροτικής παραγωγής.
Στις πόλεις κατά κύριο λόγω συνέρεαν πληθυσμοί της υπαίθρου για να προστατευτούν πίσω από τις οχυρώσεις αλλά και για να αναζητήσουν εργασία ως ανειδίκευτοι εργάτες. Όμως η γενικότερη κρίση του 14ου αιώνα στην ύπαιθρο δεν άργησε να επιδράσει και στις πόλεις. Παράγοντες όπως α) η μείωση της εισερχόμενης αγροτικής παραγωγής στις πόλεις λόγω καταστροφών των αγροτικών σοδειών, β) η μείωση του κυκλοφορούντος χρήματος και η συστηματική υποτίμηση του και γ) η δυσκολία εύρεσης εργασίας που αντιμετώπιζαν οι ανειδίκευτοι αγρότες οδήγησαν με τη σειρά τους σε εξεγέρσεις και στις πόλεις στα πλαίσια της ταξικής σύγκρουσης, σύμφωνα με τους μαρξιστές ιστορικούς, εκδηλωμένες κυρίως στην Φλάνδρα και στην Γαλλική επικράτεια.
Η αλλαγή των οικονομικών μηχανισμών στην ύπαιθρο
Η φεουδαρχία σημαδεύτηκε από την παραπάνω κρίση δεδομένης της απώλειας ισχύος που προκλήθηκε στους χωροδεσπότες οι οποίοι συνειδητοποίησαν από μέρους τους ότι η επιβίωση τους προϋπόθετε μεταβολή του συστήματος που διαφέντευαν ως τότε συμβάλλοντας και στη διαμόρφωση νέων δομών που θα μεταβάλλουν το οικονομικό μέλλον της ηπείρου.
Στην αγγλική αγροτική ύπαιθρο άρχισαν να πραγματοποιούνται αλλαγές στις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες κατά τον 15ο αιώνα, αλλαγές οι οποίες σταδιακά επεκτάθηκαν σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι φεουδάρχες τον 15ο αιώνα προκειμένου να αναστρέψουν το δυσχερές για τα κέρδη τους οικονομικό κλίμα λόγω της έντονης κινητικότητας των καλλιεργητών και των αγροτικών κινητοποιήσεων, πραγματοποίησαν μετασχηματισμούς παραχωρώντας σημαντικά προνόμια στους καλλιεργητές όπως α) η απαλλαγή από τις παραδοσιακές φεουδαλικές υποχρεώσεις, β) η απάλειψη του θεσμού της δουλοπαροικίας και γ) η αναδιάταξη των αγροτικών κοινοτήτων.
Για να μπορέσουν να ξεπεράσουν την κρίση υιοθέτησαν νέες τεχνικές καλλιέργειας επενδύοντας το κεφάλαιο και διαμορφώνοντας τις αρχές μίας πρωτο καπιταλιστικής οικονομίας, εκμεταλλεύτηκαν την κτηνοτροφία και συστηματοποίησαν τη χρήση του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου στις συναλλαγές τους με τους χωρικούς.
Παράλληλα, παρατηρήθηκε βελτίωση της θέσης των αγροτικών στρωμάτων συνέπεια παραγόντων όπως: α) η εκμετάλλευση των λιγότερο πρόσφορων γαιών για την κτηνοτροφία β) η υιοθέτηση ειδών καλλιέργειας που σχετίζονται και με τις ανάγκες των πόλεων (λινάρι, οπωροκηπευτικά κ.α) ως μέσο αντιμετώπισης της συνεχόμενης μείωσης των τιμών των δημητριακών γ) η μείωση του αριθμού των μικρο-ακτημόνων με ταυτόχρονη αύξηση του μεσαίου μεγέθους κλήρων δ) εισαγωγή τεχνικών μέσων καλλιέργειας (π.χ. άροτρο).
Οι μεταβολές αυτές είχαν θετικές συνέπειες: α)στην βελτίωση της παραγωγικότητας των γαιών μέσω της καλύτερης λίπανσης από τα περιττώματα των βοοειδών , β) στην βελτίωση της διατροφής και της ένδυσης των χωρικών και των κατοίκων των πόλεων μέσω της αύξησης τους διαθέσιμου κρέατος και μαλλιού και στην εν γένη βελτίωση του εισοδήματος των καλλιεργητών που παρέσυρε και μία γενικότερη οικονομική ανάκαμψη.
Παράλληλα όμως προκάλεσε την εξάρτηση των χωρικών πλέον όχι από την γη αλλά από την αγορά τόσο για την διάθεση του προϊόντος τους όσο και για την αγορά τροφίμων.
Οικονομικοί μετασχηματισμοί στο αστικό πλαίσιο.
Η κρίση του 14ου αιώνα προκάλεσε διαφοροποιήσεις και στην κοινωνία και οικονομία των πόλεων.
Η δημογραφική συρρίκνωση του 14ου αιώνα προκάλεσε εξασθένιση του εμπορίου η οποία με την σειρά της προκάλεσε ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των αστικών κέντρων που για να επιβιώσουν αναγκάσθηκαν να εξειδικευτούν στην κατασκευή διαφορετικών ανά πόλη προϊόντων (πολυτελή υφάσματα, έπιπλα, κοσμήματα, ταπητουργία, κατασκευή όπλων, ξυλογλυπτική, επεξεργασία δέρματος κ.α) για τις ανάγκες των αρχουσών τάξεων αλλά και κατασκευαστικών υποδομών των ιδίων. Σε αρκετές πόλεις περιοχών όπως η Φλάνδρα, η Βραβάντη, η Βόρεια Ιταλία η εξειδίκευση των τεχνιτών υπήρξε μεγάλη και η προαγωγή της τεχνολογίας σημαντική.
Μεταβολές παρατηρούνται και στην παραγωγική διαδικασία. Οι εξειδικευμένοι τεχνίτες άρχισαν να οργανώνονται σε συντεχνίες ανάλογα με την ειδικότητα τους προκειμένου να μπορούν να ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και το εργατικό δυναμικό, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο κανόνες παραγωγής και διαμορφώνοντας ένα θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας. Οι κανόνες εργασίας που υιοθετούνται δε διαφέρουν από αυτές των φεουδαρχών με γνωρίσματα όπως εργασιακή και κοινωνική σκλήρυνση, κληρονομική διαδοχή, επαγγελματική στασιμότητα για τους απλούς τεχνίτες.
Πέρα από την διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου με την ίδρυση των συντεχνιών οι τεχνίτες μέσω αυτών των μορφών οργάνωσης καταφέρνουν να μειώσουν τις εξαρτήσεις από τις διακυμάνσεις της αγοράς και τους εμπόρους. Περιορίζουν κατά αυτό τον τρόπο το πλαίσιο δράσης των εμπόρων καθώς διαμόρφωναν οι συντεχνίες πλέον τόσο το ύψος και την ποιότητα παραγωγής όσο και την τελική τιμή του διατιθέμενου προϊόντος.
Οι εκτεταμένες καταστροφές από τους πολέμους και τις λεηλασίες, οι μετακινήσεις πληθυσμών καθώς και η δημιουργία των συντεχνιών επέδρασαν αρνητικά στην τάξη των εμπόρων. Η δυσμενής οικονομική κατάσταση των εμπόρων, τους έστρεψε στην αγροτική ύπαιθρο με απόρροια την εξάπλωση του συστήματος της οικοτεχνίας και τη διαμόρφωση συγκροτημάτων χωριών ως δικτύων παραγωγής. Οι έμποροι είδαν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να απελευθερωθούν από τον σφιχτό εναγκαλισμό των αστικών συντεχνιών Προωθώντας την οικοτεχνία στην ύπαιθρο εξασφάλισαν ότι η παραγωγή των υφασμάτων θα γινόταν σε χαμηλότερο κόστος ενώ η μείωση τόσο της ποιότητας όσο και της τιμής πώλησης δεν τους απασχολούσε αφού πλέον δραστηριοποιούνταν σε μία αγορά η οποία αποτελούνταν από μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα..
Δεδομένου ότι υπήρχε άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό μεταξύ των χωρικών στην αγροτική ύπαιθρο, οι έμποροι άρχισαν να λειτουργούν ως προμηθευτές και εργοδότες με τους χωρικούς να εξαρτώνται ως μισθωτοί από αυτούς. Οι έμποροι λειτουργώντας και αυτοί αυταρχικά (όπως οι φεουδάρχες και οι τεχνίτες αρχιμάστορες) παρέχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό και την πρώτη ύλη στους χωρικούς ρυθμίζοντας την παραγωγή, απορροφώντας το σύνολο της σε χαμηλή τιμή και πολλές φορές μεταφέροντας την δραστηριότητα από περιοχή σε περιοχή.
Με την επικράτηση της οικοτεχνίας οι αγρότες μετατρέπονται σε τεχνίτες της υπαίθρου, χάνουν την οικονομική ανεξαρτησία τους αφού παύουν να είναι παραγωγοί και ιδιοκτήτες των εργαλείων και των πρώτων υλών και συνάπτουν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με τον έμπορο. Διαμορφώνεται μία νέα τάξη αυτή των εργατο-τεχνιτών, την ίδια στιγμή που οι έμποροι – προμηθευτές - εργοδότες διαμορφώνουν μία εμπορική αριστοκρατία.
Η μεταφορά της μαζικής υφαντουργικής παραγωγής στην ύπαιθρο προκάλεσε αντιδράσεις στα αστικά υφαντουργικά κέντρα οδηγώντας αρκετά από αυτά που δεν παρήγαγαν πολυτελή προϊόντα στην παρακμή, και τους τεχνίτες στην ανεργία. Η αδυναμία δε των παρακμασμένων κλάδων τεχνιτών να ενταχθούν στις ακμάζουσες συντεχνίες, αφενός γιατί είχε μεγάλο κόστος εκμάθησης και αφετέρου διότι την απέτρεπαν οι τεχνίτες αυτών των συντεχνιών, οδήγησε σε μία βαθιά πόλωση και σύγκρουση μεταξύ των συντεχνιών. Οι ακμάζουσες κατασκευαστικές συντεχνίες διαμόρφωσαν μία αριστοκρατία που ήλεγχαν την πολιτική και κοινωνική ζωή διαφόρων αστικών κέντρων υποβιβάζοντας τους παρακμάζοντες τεχνίτες σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Πολλοί δε από αυτούς για να επιβιώσουν συγκροτούσαν κατά κανόνα παράνομες αδελφότητες και συντροφιές για να εργαστούν και συχνά έρχονταν σε σύγκρουση με τις συντεχνίες.
Οι οικονομικοί μετασχηματισμοί που άρχισαν να πραγματοποιούνται από τον 15ο αιώνα στις πόλεις με την τεχνολογική πρόοδο και την εισαγωγή της ενχρήματης οικονομίας ευνόησε σε μέγιστο βαθμό την εμπορική δραστηριότητα. Εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές και τεχνολογικές βελτιώσεις όπως: α) την αύξηση της παραγωγής, β) την εισαγωγή του χρήματος ως αποκλειστικού μέσου ανταλλαγής, γ) των ναυπηγικών βελτιώσεων δ) την ασφάλιση των πλοίων ε) την ίδρυση εμπορικών εταιριών στ) την τήρηση βιβλίων ζ) την χρήση της συναλλαγματικής και η) τη διαμόρφωση των χρηματαγορών και αξιοποιώντας την υψηλή αστικοποίηση συγκεκριμένων περιοχών διαμόρφωσαν ένα σημαντικό δίκτυο εμπορικών συναλλαγών σε συνεργασία με τις αστικές ολιγαρχικές κυβερνήσεις και τους φεουδάρχες των αγροτικών περιοχών. Οι αγροτικές περιοχές εντάσσονταν στο «ζωτικό χώρο» των πόλεων και οι φεουδάρχες εντάσσονταν στην αστική ολιγαρχία δεδομένου ότι ο ρόλος της υπαίθρου μετασχηματιζόταν σε ένα ρόλο τροφοδότη τροφίμων των πληθυσμών των πόλεων.
Σταδιακά άρχισαν να θεσμοθετούνται συνεδριάσεις που εξελίχθηκαν σε θεσμοθετημένες εμπορικές ενώσεις μεταξύ αντιπροσώπων των γειτονικών αστικών ζωνών με σκοπό τον έλεγχο, την οργάνωση και την ασφάλεια του όγκου των συναλλαγών και των εμπορευμάτων που διακινούνταν μεταξύ αυτών, οι λεγόμενες «χάνσες». Οι εμπορικές αυτές ενώσεις μετασχημάτισαν και το πλαίσιο διακυβέρνησης των εμπλεκόμενων αστικών κέντρων μέσω της συμμετοχής των μελών τους στη διοίκηση των πόλεων διαμορφώνοντας «περιφερειακά ή υπερ-περιφερειακά αντιπροσωπευτικά σώματα επιφορτισμένα με την εξυπηρέτηση αμιγώς οικονομικών συμφερόντων». Οι εμπορικές αυτές ενώσεις δεν κατάφεραν να εξελιχθούν σε κρατικές οντότητες κυρίως γιατί εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τα οικονομικά και συνήθως αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των ισχυρών συνεταίρων και διότι το εύρος λειτουργίας τους ήταν μεγάλο με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση περιφερειακών συμβουλίων και όχι κεντρικής εξουσίας οδηγώντας σε σταδιακή παρακμή του θεσμού.
Στα πλαίσια της μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού στην ύπαιθρο και της συσσώρευσης στις πόλεις οι αρχές για να συγκρατήσουν το χαμηλόβαθμο εργατικό δυναμικό της υπαίθρου απαγόρευσαν την εσωτερική μετανάστευση και το εξανάγκασαν δια της βίας να δεχτεί χαμηλά ημερομίσθια. Στις πόλεις ο έλεγχος των μισθών πραγματοποιήθηκε ευκολότερα διότι το πλεονάζον εργατικό δυναμικό εύκολα προκαλούσε συμπίεση των μισθών. Σημαντική υπήρξε και η εξέλιξη στην εφαρμογή των πρώτων μέτρων κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας από τις αρχές των πόλεων προς τους αναξιοπαθούντες και ο διαχωρισμός αυτών από τους φτωχούς αλλά ικανούς για εργασία.
Ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζεται ιστορικά από την πρωτόγνωρη έκταση καταστροφών πολέμων και επιδημιών που προκάλεσαν την κρίση του φεουδαρχικού συστήματος.
Η κρίση συνέβαλε στον μετασχηματισμό της οικονομίας τόσο στον αγροτικό τομέα όσο και στον αστικό κατασκευαστικό κυρίως με τη διαμόρφωση των εμπορικών δικτύων και τη σταδιακή εξάπλωση του χρήματος στις συναλλαγές. Ενισχύθηκαν οι πόλεις και δημιουργήθηκαν οι αγορές ενώ ανεδείχθησαν νέες τάξεις επαγγελματιών που απέκτησαν πλούτο και πολιτική εξουσία, ικανές να συνδιοικούν με την παραδοσιακή τάξη των φεουδαρχών, αυτές των εμπόρων και των τεχνιτών. Θεσμοθετήθηκαν επαγγελματικές ενώσεις, συντεχνίες με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων των τεχνιτών, ενώ η οικοτεχνία έδωσε νέα ώθηση στην αγροτική οικονομία.
Στα πλαίσια των εμπορικών συνεργασιών ανεπτύχθησαν εμπορικές συνεργασίες μεταξύ αντιπρόσωπων πόλεων διαμορφώνοντας περιφερειακές εμπορικές ενώσεις με σκοπό την επίτευξη κέρδους ενώ επεβλήθησαν πολιτικές συγκράτησης των μισθών των κατώτατων τεχνιτών, εργατών και αγροτών. Παρά το γεγονός ότι κατεβλήθησαν σημαντικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φτώχιας δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις από την πλευρά των χαμηλότερων τάξεων με αιτήματα για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΗ
«…και ο άνθρωπος ον εκ φύσεως προορισμένον να διαβιοίΑν κοιτάξουμε το χάρτη της Ευρώπης πριν και μετά την oλοκλήρωση της καθόδου των “βαρβαρικών” φύλων θα διαπιστώσουμε με την πρώτη κιόλας ματιά τη σημαντική μείωση του αριθμού των πόλεων. Το διάστημα που διήρκεσαν οι “βαρβαρικές” επιδρομές μεγάλο μέρος του πληθυσμού των πόλεων προτίμησε να φύγει στην ύπαιθρο, όπου αισθανόταν περισσότερη ασφάλεια. Επιπλέον, οι βαρβαρικοί λαοί ήταν νομάδες δεμένοι με τη φύση, γι΄ αυτό και δεν εγκαταστάθηκαν στις κατακτημένες πόλεις. Σε συνδυασμό με την πτώση του εμπορίου παρατηρούμε μια παρακμή των πόλεων που διήρκεσε μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα.
εν τη πολιτεικώς οργανωμένη κοινωνία ∙
απεναντίας, ο εκ φύσεως και ουχί εκ τύχης εκτός ταύτης ζων
ή υπεράνθρωπος ή υπάνθρωπος είναι…» (Αριστοτέλους, Πολιτικά)
Μετά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα οι τελευταίοι απειλητικοί επιδρομείς (Άραβες, Σκανδιναβοί, Ούγγροι) απωθούνται ή εγκαθίστανται σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Η καινούργια “ζωή” που εμφανίσθηκε πάνω στα ερείπια του αρχαίου κόσμου, κατά τους πρώτους αιώνες του μεσαίωνα, ενσωματώνει αρχαίες δομές και ξενόφερτους κοινωνικούς θεσμούς σε ένα νέο γεωγραφικό σύστημα, το οποίο ανοίγεται προς τις εκτάσεις του βορρά. Προσφέρει κατ΄ αυτό τον τρόπο ευκαιρίες για μια ποιοτική μεταβολή και προαναγγέλλει το νέο σκηνικό των επερχόμενων αιώνων. Σ΄ αυτή τη διαδικασία σχηματοποίησης οι πόλεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Ο νέος κόσμος που γεννήθηκε ήταν ένας μικρόκοσμος, μια σμίκρυνση, ένας συμπυκνωμένος κόσμος σε περιορισμένα μέτρα.
Η Ευρώπη Πανοραμικά
Πριν παραθέσουμε τις γεωγραφικές ζώνες ανάπτυξης των ευρωπαϊκών πόλεων θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ανάδυσή τους δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως υπέρμετρη ανάπτυξη της αστικοποίησης. Το 80% - και σε ορισμένες περιοχές παραπάνω - του πληθυσμού της Ευρώπης ήταν αγροτικός και διαβιούσε στην ύπαιθρο. Ο αριθμός των πόλεων, λοιπόν, ήταν περιορισμένος συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό πληθυσμό της συγκεκριμένης περιόδου , ενώ ο πληθυσμός των περισσότερων κυμαινόταν σε μερικές εκατοντάδες. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που ξεπερνούσαν τις 50.000 κατοίκους (π.χ. Βενετία, Κόρδοβα, Παρίσι), υπήρχε ένας μεγαλύτερος αριθμός που έφθανε τις 25.000-50.000 (όπως αυτές της βορείου Γαλλίας, Ιταλίας, και του νότιου τμήματος των Κάτω Χωρών), ενώ υπήρχαν και αρκετές πόλεις από 10.000-25.000 σε ολόκληρη την Ευρώπη πλην της ανατολικής. Η μεγαλύτερη και η πλέον ακμάζουσα πόλη της Ευρώπης ήταν η Κωνσταντινούπολη που ο πληθυσμός της υπολογίζεται στις 500.000 κατά τον 11ο αιώνα. Επίσης σημαντικές παρέμειναν και οι πόλεις που διατηρούσαν συναλλαγές με την Κωνσταντινούπολη, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα , η Κόρινθος.
Ο συνήθης διαχωρισμός των πόλεων της Ευρώπης τις τοποθετεί, ανάλογα με την προέλευσή τους, σε τρεις περιοχές. Η πρώτη περιοχή περιλαμβάνει τις πόλεις όπου διατηρήθηκε ο συνδετικός κρίκος με το παρελθόν έστω και μέσα από την οικονομική εξαθλίωση. Συνέχισαν να υφίστανται έστω και παρακμασμένες και τις συναντάμε κυρίως στη νότια Ευρώπη όπου ήταν ο ισχυρός πυρήνας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σ’ αυτή την περιοχή το δίκτυο των πόλεων είναι ιδιαίτερα πυκνό σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το δεύτερο τμήμα αφορά στις περιοχές όπου οι πόλεις συρρικνώθηκαν αλλά διατήρησαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ρωμαϊκής δραστηριότητας. Έχασαν τη σπουδαιότητα και τον πληθυσμό τους ή καταστράφηκαν και χρειάσθηκε να αναδομηθούν επιλεκτικά ή να ιδρυθούν νέες ανάλογα με τους εμπορικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς που θα εξυπηρετούσαν. Τις συναντάμε στις υπόλοιπες επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δηλαδή στη βορειοδυτική και κεντρική Ευρώπη. Στην τρίτη ζώνη περιλαμβάνονται οι πόλεις που δημιουργήθηκαν εκεί όπου δεν υπήρχε αστική δράση και επομένως η ρωμαϊκή παράδοση δεν είχε καμία επιρροή. Αυτές οι πόλεις αναπτύχθηκαν στη βόρειο ανατολική Eυρώπη και ανταποκρίνονταν στις νέες συνθήκες ζωής και εμπορίου. Οι περισσότερες εξυπηρέτησαν τις εποικιστικές ανάγκες της γερμανικής επέκτασης προς τα ανατολικά.
Προσεγγίζοντας τις πόλεις
Μέχρι την Αναγέννηση διαμορφώθηκε και παγιώθηκε η εικόνα των πόλεων της Ευρώπης για να πάρει τη μορφή και το σχήμα που βλέπουμε σε πολλές από αυτές μέχρι σήμερα. Πολλές φορές η παρουσία ενός λιμανιού ή ενός ποταμού (portus) προσανατόλιζε την ανάπτυξη των πόλεων. Επίσης, η ύπαρξη ανάγλυφου ή πεδιάδας διέπλαθε και καθόριζε την εικόνα τους. Όλες οι πόλεις με εξαίρεση της Αγγλίας ήταν οχυρωμένες (burg) με διάφορους τρόπους. Τα τείχη αποτελούσαν όρια αντίστοιχα με τα σημερινά εθνικά σύνορα. Η ύπαρξή τους δημιουργούσε εμπόδια στην ανάπτυξη των πόλεων γιατί υπήρχε χωροταξικός συνωστισμός και η πολεοδομική επέκταση γινόταν ακανόνιστα όταν δεν ακολουθούσε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Σε αντίθεση με την κλασική εποχή που το σχέδιο των πόλεων ήταν τετραγωνισμένο, οι κύριοι δρόμοι διασταυρώνονταν, ενώ παράλληλα με αυτούς υπήρχαν και άλλοι μικρότεροι δρόμοι που χώριζαν την πόλη σε τετράγωνες νησίδες. Παρατηρείται, λοιπόν, συχνά το φαινόμενο δημιουργίας οικισμών εκτός των τειχών (faubourg) εις βάρος του τοπίου, το οποίο εκχερσωνόταν, και η περιτείχιση επεκτεινόταν για να καλύψει τις ανάγκες που προέκυπταν κάθε φορά.
Οι μεσαιωνικές πόλεις δεν είχαν ιδιαίτερη πρόβλεψη για την εξυπηρέτηση των κατοίκων σε σχέση με τις πόλεις της κλασικής περιόδου. Το δίκτυο ύδρευσης και οι αποχετεύσεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο. Όλες όμως είχαν διακριτά τμήματα σε ρόλους και δραστηριότητες τα οποία και αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά των μεσαιωνικών πόλεων. Ήταν τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που γειτνίαζαν ελευθέρα, οι δρόμοι και οι πλατείες, η αγορά και οι αποθήκες, που σχημάτιζαν ενιαίο περιβάλλον, όπου οι επαγγελματίες έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Επίσης, υπήρχαν διάφορα κέντρα θρησκευτικά, αστικά, εμπορικά, ενώ κάθε πόλη διαιρείτο σε συνοικίες που είχαν τη δική τους οργάνωση.
Το κέντρο της πόλης ήταν το πιο φροντισμένο σημείο και κυριαρχείτο από τους ναούς και τα διοικητικά μέγαρα. Ιδιαίτερα η θέση του ναού που αποτελούσε σημείο αναφοράς διαφοροποιείται: στις παλιές πόλεις βρίσκεται στο κέντρο τους (κληρονομιά από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία) ενώ στις νέες πόλεις δεν είχε πάντα κεντρική θέση γιατί αυτή την καταλάμβαναν τα κτίρια των εμπόρων. Οι περισσότερες οικοδομούνταν με βάση το ιπποδάμειο σχέδιο , άλλες οργανώνονταν κατά μήκος της δημοσιάς, ενώ άλλες είχαν όλες τις πιθανές μορφές. Τέλος, ο κατασκευαστικός και διακοσμητικός ρυθμός που εδραίωσε για πρώτη φορά μια ενιαία αρχιτεκτονική ταυτότητα και ονομάσθηκε «γοτθικός», έδωσε στις ευρωπαϊκές πόλεις μέσα από τη διαφορετικότητά τους την εικόνα ενός ενιαίου πολιτισμού.
Οι πόλεις της μετεξέλιξης
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του τύπου πόλεων αποτελούν η Πίζα που κατοικείτο από την εποχή των Ετρούσκων και των Ρωμαίων και αναπτύχθηκε στη περιοχή που εκβάλει ο Άρνος στη λιμνοθάλασσα, ακολουθώντας την καμπύλη του ποταμού και το ανάγλυφο του εδάφους. Χρησιμοποιούσε και έλεγχε το λιμάνι που παρέμεινε σε λειτουργία αλλά δεν ενώθηκε μαζί του. Αντίθετα η Γένοβα όφειλε την αναγέννησή της στο λιμάνι, το οποίο ενσωμάτωσε, όπου δέσποζε το μέγαρο του τελωνείου και στο ηπειρωτικό στοιχείο των Βορείων Απέννινων με τον οδικό αυχένα Ντέι Τζόβι. Η Μπολόνια που βρισκόταν σε πεδιάδα αναπτύχθηκε πάνω σε ένα προϋπάρχον σχέδιο αρχαίας πόλης , το ίδιο και η Φλωρεντία που σταδιακά ενσωμάτωσε και αυτή τον Άρνο ποταμό και αναπτύχθηκε σε μορφή τριγώνων με πρόσοψη προς τον ποταμό. Πολλές παραποτάμιες πόλεις όπως η Τουρ και το Μπορντό αναπτύχθηκαν σε ημικυκλική μορφή ενώ άλλες, σε ορεινά εδάφη, ακολουθούσαν τις κορυφογραμμές όπως η Σιένα που αναπτύχθηκε σε μορφή Υ.
Οι πόλεις της μοναδικότητας
Η Βενετία που εμφανίσθηκε τον 9ο αιώνα, γεννήθηκε από τη μορφή του τόπου επάνω στις εκβολές τριών ποταμών και μετατράπηκε σταδιακά σε σωστή πόλη-κράτος ανεπηρέαστη από τις φεουδαρχικές σχέσεις. Ακολουθώντας τους μαιάνδρους των καναλιών υποτάσσει τη λιμνοθάλασσα και ισορροπεί μεταξύ στεριάς και θάλασσας. Η πόλη των Δόγηδων ή Γαληνότατη, περιμετρικά οχυρωμένη, προσφέρει ασφάλεια, πολιτική σταθερότητα και συλλογική διακυβέρνηση. Διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη πόλη γιατί είναι “θεμελιωμένη πάνω στο αδύνατο” ήταν και είναι το αντικείμενο του θαυμασμού όλου του δυτικού κόσμου μέχρι τις μέρες μας.
Η Κωνσταντινούπολη που επιλέχθηκε το 330 μ.Χ. ως πρωτεύουσα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο. Η σημαντική γεωγραφική και στρατηγική της θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων δημιούργησε ευνοϊκές προοπτικές για την ακμή της. Κτισμένη στο τριγωνικό ακρωτήρι μεταξύ Κερατίου Κόλπου και Θάλασσας του Μαρμαρά, διέθετε φυσική οχύρωση στις δύο πλευρές, ισχυρά τείχη με φαρδιά τάφρο στην τρίτη και υδραγωγεία που δεν αποκόπτονταν από τον εχθρό. Με αυτή την τεχνική υποδομή ήταν το πρότυπο της κλειστής, της άπαρτης πόλης. Σε όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα κυριαρχούσε με τα ελληνορωμαϊκά έργα τέχνης, τον Ιππόδρομο, το Πανεπιστήμιο, τις εκκλησίες της και προπάντων την Αγία Σοφία, που δέσποζαν στην αστική σκηνή. Η παλαιότερη πόλη είχε πυκνή δόμηση, αλλά η νεότερη διέθετε ανοιχτούς χώρους όπου βρίσκονταν και οι δεξαμενές. Μια μεγάλη λεωφόρος με τοξωτές στοές, η Μέση, διέσχιζε την πόλη από τα ανάκτορα μέχρι τη Χρυσή Πύλη και καθόριζε τη ρυμοτομία της. Η “Βασιλεύουσα” παρόλο που λεηλατήθηκε από σταυροφόρους και Οθωμανούς εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διατηρεί μια γοητεία όσο λίγες πόλεις στον κόσμο.
Οι πόλεις της ανάκτησης
Στην ιβηρική υπήρχαν πόλεις που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της ανάκτησής της από τους μουσουλμάνους. Άλλες ήταν οχυρά φρούρια, άλλες βάσεις στρατιωτικές, άλλες αμυντικές. Επίσης υπήρχαν πόλεις που αναπτύχθηκαν γύρω από ένα προσκύνημα και διαμορφώθηκαν συνοικίες ανάλογα με το θρήσκευμα των κατοίκων. Η εκκλησία φαινόταν από μακριά και το προαύλιό της ήταν συνήθως και η πλατεία της πόλης. Οι ανακτημένες από τους Άραβες πόλεις κληρονόμησαν οικοδομήματα προσανατολισμένα σε εσωτερικές αυλές, τζαμιά, σκεπαστές οδούς, ακανόνιστη οδική διάταξη, ελάχιστους ελεύθερους χώρους. Τέτοιες πόλεις είναι το Τολέδο, η Γρανάδα, η Σεβίλλη. Αλλά και μεσογειακά λιμάνια όπως η Νάπολη, η Βαρκελώνη, το Παλέρμο δέχθηκαν βαθιά ισλαμική διάβρωση μιας και εκτός των άλλων εξυπηρετούσαν και τις πειρατικές δραστηριότητες των Σαρακηνών.
Οι πόλεις των συνόρων
Πολλές πόλεις αναπτύχθηκαν κατά μήκος των πρώην βόρειων συνόρων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ορισμένες από αυτές που ήταν σημαντικές στο παρελθόν, υποβαθμίστηκαν από τους κατακτητές για να ξαναβρούν σταδιακά την παλιά τους αίγλη την περίοδο που εξετάζουμε όπως η Κολωνία σημαντική ρωμαϊκή πόλη, κτισμένη ημικυκλικά επάνω στο τόξο του Ρήνου• το Παρίσι στο Σηκουάνα με τη cite’ επάνω στο νησί, την εμπορική πόλη στη δεξιά όχθη και στην πανεπιστημιούπολη στην αριστερή• και το Λονδίνο, το οποίο διχάζεται από τον Τάμεση που καθόριζε τη θέση του αστικού κέντρου και των προαστίων εκατέρωθέν του. Αυτό το φαινόμενο των “διπλών πόλεων” που αναπτύσσονταν και στις δύο πλευρές ενός ποταμού ήταν σύνηθες και υπήρχε σαφής διαχωρισμός των τάξεων, με τη βασιλική ή κυβερνητική συνοικία να βρίσκεται στην μία πλευρά του ποταμού, ενώ η εμπορική και βιοτεχνική στην άλλη. Τέτοιες πόλεις εκτός από τις ανωτέρω συναντάμε και στην κεντρική Ευρώπη (λ.χ. Πράγα, Βουδαπέστη). Τέλος, αρκετές πόλεις δημιουργήθηκαν για προστατέψουν τον πληθυσμό από τις εισβολές. Πρόκειται για τις “πόλεις-κάστρα” και χαρακτηριστικό τους ήταν η παρουσία τάφρου περιμετρικά του τείχους. Αυτές οι πόλεις εξυπηρετούσαν βασικά στρατιωτικούς σκοπούς και ορισμένες από αυτές ανέπτυξαν και αστικές δραστηριότητες.
Οι πόλεις του βορρά
Στη βόρεια Ευρώπη ιδρύθηκαν πόλεις που δεν είχαν κάποιους ιδιαίτερους δεσμούς με το παρελθόν. Ορισμένες από αυτές κυρίως στη Φλαμανδία και τη Βαλτική ιδρύθηκαν για να εξυπηρετήσουν τακτικές εμπορικές δραστηριότητες μιας περιοχής όπου υπήρχε ήδη εκκλησιαστικός θεσμός ή κτίσματα που προσέφεραν εξυπηρέτηση και προστασία στους εμπόρους. Η Μπρυζ σχηματίσθηκε στη θέση που φιλοξένησε την πρώτη εμποροπανήγυρη το 957 στην εκβολή του ποταμού Ρέι, γύρω από ένα οχυρωμένο κάστρο . Εξελίχθηκε στην μεγαλύτερη εμπορική πόλη της βόρειας Ευρώπης και στο κυριότερο ορμητήριό της προς τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι το 1488 που θα της πάρει τα σκήπτρα η Αμβέρσα. Σε εξέχουσα θέση αναπτύσσεται και η Λυβέκκη, επάνω σε λόφο που βρίσκεται στις εκβολές δυο ποταμών και είναι η πιο καλά αρχιτεκτονημένη πόλη από όλες τις νεοϊδρυόμενες πόλεις της Βαλτικής. Είναι ένα δημιούργημα που σχεδιάστηκε από τον δούκα της Σαξονίας προκειμένου να προσελκύσει το βαλτικό και σλαβικό εμπορικό κόσμο.
Οι πολυμορφικές πόλεις
Κάποιες πόλεις, που απαντώνται στην κεντρική Ευρώπη τη νότια Γαλλία και την Αγγλία, ιδρύθηκαν εξαρχής στην ανοικτή ύπαιθρο, σχεδιάστηκαν και κατανεμήθηκαν στους μελλοντικούς κατοίκους. Από αυτές άλλες διακρίνονται για το ιπποδάμειο σχέδιό τους που περιβάλλονταν από τείχος ή φράκτη και άλλες για το φαρδύ δρόμο που οδηγούσε από την κορυφή του υψώματος που υπήρχε το κάστρο τους στους πρόποδες που βρισκόταν η κάπως ακανόνιστη πόλη. Υπήρχαν όμως και ορισμένες που συνδύαζαν αυτό το νέο σχέδιο δίπλα σε μια “πόλη-κάστρο”, όπως στην περίπτωση της Κρακοβίας ή του Hildesheim που είχε ακόμα πιο περίπλοκη μορφή αφού συνδυάζοντας την ύπαρξη ενός οικισμού-καταφυγίου, μιας πόλης-κάστρου και μιας νέας πόλης μέσα σε ένα τείχος που κατασκευάσθηκε για να καλύψει το σύνολο των οικισμών.
Οι αποικιακές πόλεις
Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, 250 νέοι οικισμοί εμφανίσθηκαν δυτικά του ποταμού Έλβα. Η γερμανική επέκταση προς τα ανατολικά, κύριο μέλημα του Τευτονικού Τάγματος που εκχριστιάνιζε και εκγερμάνιζε δια τη βίας τους πληθυσμούς, στηρίχθηκε σε μια σειρά από πόλεις που δημιουργήθηκαν εξ αρχής (ex novo) γι΄ αυτό ακριβώς το σκοπό. Η μορφή των πόλεων αυτών εφευρισκόταν τη στιγμή της ίδρυσης από τον ιδρυτή τους ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης όλης της εδαφικής έκτασης και μπορούσε να εκτιμήσει και να σχεδιάσει την κάθε λεπτομέρεια : τους δρόμους, τις πλατείες, τα οχυρωματικά έργα, την κατανομή των κλήρων. Αυτές οι νέες πόλεις είχαν όλες τις πιθανές μορφές ενώ οι συνθήκες που λαμβάνονταν υπόψη ήταν η φύση του εδάφους, οι τοπικές παραδόσεις, ο ιερός και κοσμικός συμβολισμός κ.ά.
Πόλεις και ύπαιθρος
Πόλη και ύπαιθρος στενά συνδεδεμένες εξ αρχής, έφθασαν στο μεσαίωνα να βιώνουν σχέσεις αναγκαστικής αλληλεξάρτησης. Όπως διαπιστώνει και ο Μπρωντέλ «…υπακούουν στην “αμοιβαιότητα των προοπτικών” σε δημιουργώ με δημιουργείς, σε εξουσιάζω με εξουσιάζεις, σε εκμεταλλεύομαι με εκμεταλλεύεσαι και ούτω καθ εξής σύμφωνα με τους αιώνιους νόμους της συνύπαρξης». Η μεσαιωνική πόλη ήταν κυριολεκτικά και μεταφορικά μια “κλειστή πόλη” όπως την ονόμασε ο Βέμπερ. Κυριολεκτικά γιατί ανεξάρτητα από το μέγεθός τους οι μεσαιωνικές πόλεις ήταν κοινωνίες περιορισμένες εντός των τειχών τους και μεταφορικά γιατί είχαν την τάση να αποκλείουν οποιονδήποτε ζούσε έξω από τα τείχη τους, σε αντίθεση με την “ανοικτή” πόλη των αρχαιοελληνικών χρόνων όπου όλοι οι άνδρες είτε κατοικούσαν εντός είτε εκτός των τειχών ήταν ίσοι πολίτες. Αυτή η τακτική διαμόρφωνε τη σχέση τους με την ύπαιθρο και καθόριζε το ρόλο και τις λειτουργίες τους.
Το οικονομικό πλαίσιο της σχέσης
Σε αντίθεση λοιπόν με την αρχαιότητα, οι μεσαιωνικές πόλεις εκμεταλλεύονταν τη γειτονική ύπαιθρο, για την άμεση ανάγκη του επισιτισμού τους, χωρίς να παραχωρούν στους αγρότες κανένα δικαίωμα εκτός από την καλλιέργεια της γης και να πουλούν τα προϊόντα τους στην αγορά της πόλης. Συχνά τους απαγόρευαν και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα να διατηρούν αργαλειούς, εκτός και αν η πόλη είχε ανάγκη από αυτές τις υπηρεσίες, όπως συνέβη με τους υφαντουργούς της Φλάνδρας. Σε περίπτωση που ο αγρότης αναζητούσε την τύχη του μέσα στην πόλη θα έπρεπε, προκειμένου να γίνει αποδεκτός, να είχε κάποιες υπηρεσίες να προσφέρει, όπως για παράδειγμα τη γνώση μιας τέχνης. Η ανάπτυξη των πόλεων βασίστηκε λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην αγροτική οικονομία. Η ύπαιθρος εφοδίαζε με το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής τις αστικές αγορές και ενίσχυε δημογραφικά τους αστικούς πληθυσμούς με τη συνεχή μετακίνηση αγροτών προς τις πόλεις.
Ενώ οι μικρές πόλεις που δραστηριοποιούνταν κυρίως στην καλλιέργεια της γης και το εμπόριο με τη λειτουργία τοπικών αγορών, ήταν αυτάρκεις, οι μεγαλύτερες που ήταν αμιγώς κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας, ήταν υποχρεωμένες να προμηθεύονται τα απαραίτητα από μακριά γι΄ αυτό και η συγκοινωνία ήταν απαραίτητη, κυρίως η υδάτινη. Όπως παρατηρεί ο Μπρώντελ «…χωρίς αγορά και δρόμους δεν υπάρχουν πόλεις. Τροφή των πόλεων είναι η κίνηση». Αυτή η διαρκής κίνηση από και προς τις πόλεις δημιούργησε σημαντικές εξελίξεις στην παραγωγή. Ο καταμερισμός της εργασίας και η εξασφάλιση των μονοπωλίων απέναντι στην ύπαιθρο οδήγησε στη διαμόρφωση των μεγάλων και εξειδικευμένων εμπορικών κέντρων, που εξελίχθηκαν σε υφαντουργικά κέντρα μαλλιού, όπως της Φλάνδρας και της Ιταλίας, που εξειδικεύθηκαν στην επεξεργασία λινού και μεταξιού. Άλλες όφειλαν την ανάπτυξή τους στις δραστηριότητες των περιθωριοποιημένων κατοίκων τους, τους πειρατές, όπως συνέβαινε σε αρκετές μεσογειακές πόλεις. Οι εμποροπανηγύρεις ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις οικονομίες της μεσογείου και της βόρειας θάλασσας και η ανταλλαγή του χρήματος αποτελούσε θεμελιακό στοιχείο των συναλλαγών τους.
Η σχέση υπήρξε αμφίδρομη εφόσον και οι πόλεις προσέφεραν υπηρεσίες στην ύπαιθρο αφενός διαθέτοντας την αγορά τους για την πώληση των αγροτικών προϊόντων και αφετέρου τους τεχνίτες, τους μικροεμπόρους, τους υπαλλήλους, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του αγροτικού πληθυσμού. Επιπλέον, προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια, περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες και έναν άλλο τρόπο ζωή. Το αστικό εμπόριο τράβηξε την αγροτική παραγωγή προς την πόλη την εκσυγχρόνισε και την απελευθέρωσε. Διαπιστώνουμε ότι η πόλη δεν αντιπαρατίθετο στην ύπαιθρο αλλά ζούσε μαζί της. Σε ότι αφορά την οικονομία η σχέση ήταν ωφέλιμη εφόσον η οικονομική ευημερία αποτέλεσε το αίτιο αλλά ταυτόχρονα και το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των πόλεων.
Το κοινωνικό πλαίσιο της σχέσης
Η οικονομική κατάσταση των πόλεων καθόριζε την αστική ανάπτυξη και διαμόρφωνε τις κοινωνικές συνθήκες που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό τους. Από τη στιγμή που άρχισαν να δημιουργούνται περιουσίες προέκυψαν εμπορικές ενώσεις και αδελφότητες για την προώθηση των συμφερόντων τους. Επιπλέον, η ανάγκη ρύθμισης των διαφορών που παρουσιάζονταν μεταξύ των εμπορικών σχέσεων καθιέρωσαν το εμπορικό δίκαιο και τα δικαστήρια για δίκαιες λύσεις. Τα οχυρωματικά έργα και τα έργα δημόσιας ωφέλειας απαιτούσαν δαπάνη χρημάτων και έτσι καθιερώθηκε φορολογικό σύστημα.
Με την διοίκηση των πόλεων ασχολήθηκε η καινούργια τάξη που αναδύθηκε από τους εύπορους έμπορους και τεχνίτες• οι αστοί. H ύπαρξη των αστών στη μεσαιωνική πόλη αποτελεί άλλη μια σημαντική διαφορά με την κλασική εποχή. Αυτή η τάξη των “πατρικίων του άστεως”, η “συλλογική αρχοντία” (όπως τους ονομάζει ο Gieysztor ) με τη συμπεριφορά ευγενών, πολύ συχνά βάσιζε τη δύναμή της στην έγγειο ιδιοκτησία. Είχε ισχυρότερη παρουσία στην Αγγλία, τη βόρεια Γαλλία και τις Κάτω Χώρες απ’ ότι στις μεσογειακές περιοχές και τη Γερμανία. Αναπτύχθηκαν λοιπόν μηχανισμοί αστικής αυτοδιοίκησης και σ’ αυτό το σημείο διακρίνουμε μια ομοιότητα με την αρχαιότητα. Διαμορφώθηκαν διάφορα συμβούλια, που προαναγγέλλουν, το σύγχρονο κράτος και αναλαμβάνουν τις παραπάνω υποχρεώσεις. Στα όργανα αυτά αντιπαρατίθεντο οι συντεχνίες, ισχυρές ενώσεις που εκπροσωπούσαν τους πολίτες, σε αντίθεση με το Βυζάντιο όπου οι συντεχνίες ελέγχονταν από το κράτος. Γεγονός παραμένει ότι οι εκτός των τειχών πληθυσμοί ήταν κοινωνικά αποκλεισμένοι γι΄ αυτό και το φαινόμενο της μετανάστευσης ήταν έντονο αυτή την περίοδο.
Το πολιτικό πλαίσιο της σχέσης
Ήδη από τον 9ο αιώνα έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του ο κλήρος. Σε κάθε πόλη ιδρύθηκε επισκοπή και ο επίσκοπος αποτελούσε το θρησκευτικό αλλά και τον πολιτικό ηγεμόνα της σε συνδυασμό με την έλλειψη κεντρικής εξουσίας. Η εκκλησία εγκατέστησε τις επισκοπικές περιφέρειές της πάνω στις διοικητικές περιφέρεις των ρωμαϊκών πόλεων. Στην εξέλιξη των πόλεων ο θεσμός της εκκλησίας διατηρήθηκε ακέραιος γεγονός που πιστοποιεί ότι ο χριστιανισμός απετέλεσε ένα συνδετικό κρίκο με το παρελθόν.
Το πολιτικό σύστημα που κυριαρχούσε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα ήταν η φεουδαρχία. Είχε καθαρά αγροτική βάση και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις πόλεις με τις οποίες δεν δέθηκε σε αντίθεση με την εκκλησιαστική εξουσία. Δεν τις άφησε όμως ανεπηρέαστες γιατί η πόλη συγχρονισμένη με την ύπαιθρο είχε αναγκαστικά τους ίδιους κυρίους με αυτή. Αυτό ήταν εμφανές ιδιαίτερα σε πόλεις που κατά την αρχαιότητα οι αστικές τιμές και τα αξιώματα είχαν αξία. Για παράδειγμα οι πόλεις της κεντρικής Ιταλίας είχαν όλα τα χαρακτηριστικά της φεουδαλικής πόλης. Αντίθετα στην Γερμανία όπου η φεουδαρχία ήταν ισχυρή οι συνοικίες των ευγενών ήταν διασκορπισμένες, και η πόλη τελούσε υπό άμυνα απέναντί τους προστατευόμενη από τα τείχη αλλά και τον πλούτο της.
Είναι γεγονός ότι οι πόλεις αποτελούσαν για τη φεουδαρχία “επιχειρήσεις” που απέφεραν κέρδη μέσω της φορολογικής εκμετάλλευσής τους. Οι πόλεις και οι πολίτες πλήρωναν ενοίκιο στο φεουδάρχη στον οποίο ανήκαν και η διακίνηση των προϊόντων φορολογείτο, ενώ του έδιναν μερίδιο και από τα κέρδη. Οι άρχοντες που ωφελούνταν από τον πλούτο των πόλεων παραχωρούσαν, συνήθως μετά από απαίτηση των διοικητικών συμβουλίων των πόλεων, συμβόλαια, τις “Χάρτες” που κατοχύρωναν τα δικαιώματά τους. Επιπλέον όσο μεγάλωνε η αστική τάξη η αριστοκρατία υποχωρούσε στην ύπαιθρο εκτός από την Ιταλία και τη Νότια Γαλλία όπου η αστική ρωμαϊκή παράδοση και οι στενές σχέσεις της διοίκησης με την περιφέρεια διατήρησαν το δεσμό στις δύο αυτές περιοχές. Διαπιστώνουμε λοιπόν εδώ μια ομοιότητα με την αρχαία κοινωνία αλλά και μια διαφορά του ευρωπαϊκού βορρά και νότου.
Παρ’ όλες τις παραχωρήσεις όμως των φεουδαρχών, οι πόλεις δεν ήταν ποτέ τελείως ανεξάρτητες, εκτός από τις πόλεις-κράτη της Βορείου Ιταλίας. Είχαν πάντα απέναντί τους ορισμένες υποχρεώσεις που είχαν όλοι οι υποτελείς. Ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου όφειλαν να προσφέρουν εκτός από την οικονομική υποστήριξη και στρατιωτικά αποσπάσματα, όπως συνέβαινε στις πόλεις της Αγγλίας και της Βαλτικής. Συχνά οι άρχοντες παρέμβαιναν για να ελέγχουν τα οικονομικά και τη δημόσια τάξη ή για να περιορίζουν τα προνόμια απαλλαγής. Στην ανατολική Ευρώπη με εξαίρεση τις πόλεις της Βαλτικής η αυτονομία αφορούσε μόνο τα οικονομικά και τη δικαιοσύνη. Αλλά και οι ίδιοι οι εξέχοντες αστοί συμμαχούσαν με την τοπική αριστοκρατία και ενσωματώνονταν στο φεουδαρχικό σύστημα επεκτείνοντας την κυριαρχία τους στη γύρω περιοχή και επιβάλλοντας όρκο υποτέλειας στους μικρογαιοκτήμονες.
Επίλογος
Στο ρωμαϊκό κόσμο οι πόλεις ήταν πολιτικά, διοικητικά, στρατιωτικά και δευτερευόντως οικονομικά κέντρα. Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα ο ρόλος τους περιορίστηκε μόνο στην πολιτική και διοικητική λειτουργία που και αυτές με τη σειρά τους ατρόφησαν. Οι μικρές πόλεις όφειλαν συνήθως τη σημασία τους στην παρουσία επισκόπου. Δεν είναι εύκολο να συμπεράνουμε αν υπήρξε τελικά συνέχεια του αστικού φαινομένου κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα. Γεγονός είναι ότι η μεσαιωνική πόλη εγκαθιδρύεται συνήθως δίπλα στον παλιό πυρήνα. Ακόμα και εκεί που παρουσιάζεται συνέχεια, οι μεγάλες μεσαιωνικές πόλεις διαδέχονται συνήθως μικρές πόλεις της αρχαιότητας ή του πρώιμου μεσαίωνα. Η Βενετία, η Γένοβα, η Φλωρεντία, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Μπρυζ, η Λυβέκκη είναι μεσαιωνικά δημιουργήματα. Με εξαίρεση πολύ λίγες πόλεις, όπως η Κολωνία, η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, οι πιο σημαντικές ρωμαϊκές πόλεις εξαφανίσθηκαν ή πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Μονό στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης όπου ανθεί η Βυζαντινή αυτοκρατορία υπάρχει συνέχεια στην αστική ζωή.
Οι μεσαιωνικές πόλεις προφυλαγμένες από τα τείχη τους, αναπτύχθηκαν κυρίως με την εμπορική αφύπνιση. Επιπλέον είχαν την ανάγκη της υπαίθρου για τη διατροφή τους αλλά και για την πληθυσμιακή τους ενίσχυση. Μέσα στην πόλη δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνική ομάδα, οι αστοί, που ανέλαβαν τη διοίκησή της και έτσι σχηματίσθηκε μια εσωτερική χωροδεσποτεία. Οι πόλεις διαπερνούν αλλά και διαπερνούνται από το φεουδαρχικό σύστημα. Σε ένα κόσμο που ήταν πρώτα απ’ όλα αγροτικός η αστική κοινωνία αποτελούσε μειοψηφία. Ο ρόλος που επωμίσθηκε η μεσαιωνική πόλη εκδηλώνεται στην οικονομία. Τόπος συναλλαγής, εμπορικός κόμβος, αγορά, καταμερισμός της εργασίας, εξειδικευμένα βιοτεχνικά κέντρα. Στο βορρά δημιουργήθηκαν ευρείες εμπορικές συνομοσπονδίες που απόκτησαν και πολιτική δύναμη και κυριαρχούν σε συναλλαγές μεγάλου βεληνεκούς. Οι πόλεις της μεσογείου ξεπέρασαν το πλαίσιο της εμπορικής αποικιοκρατίας εξ αιτίας των σχέσεών τους με το Βυζάντιο. Ο γερμανικός αποικισμός – αστικός, εμπορικός, αγροτικός - επέφερε εκτός από οικονομικά οφέλη και εθνική ανωτερότητα.
Τελικά, οι μεσαιωνικές πόλεις γεννημένες μέσα από τα ερείπια του αρχαίου κόσμου, διαμόρφωσαν την Ευρώπη και χαρακτήρισαν τον πολιτισμό της, τη στιγμή που αυτός άρχισε να παίρνει την κυρίαρχη θέση του στον κόσμο. Άφησαν το ίχνος τους, άλλοτε θετικό, άλλοτε αρνητικό, πάντα όμως καθοριστικό, γιατί αποτελούσαν το δεσμό με το παρελθόν και τη δύναμη για το μέλλον.








